Το πύρινο θαύμα της Παναγίας

Συνέβη κατά την δεκαετία ιού 1930 (δεν θυμάμαι ακριβώς ποιά χρονιά), η Ηγουμένη Μαρία κι εγώ να ταξιδεύουμε στον Λίβανο και την Συρία συλλέγοντας προσφορές. Στην Δαμασκό καταλύσαμε στο σπίτι ιών φίλων μας Γαβριήλ Μπορίσοβιτς και Ελένης Ιβάνοβνα Χαντάτ.

Ο Γαβριήλ είχε σπουδάσει στη Θεολογική Ακαδημία της Πετρουπόλεως και ήταν συγγενής του Πατριάρχη Γρηγορίου της Αντιοχείας. Η Ελένη (το γένος Χάλεμπ) καταγόταν από την Ιερουσαλήμ και είχε αποφοιτήσει από το ρωσικό λύκειο του Μπέϊτ Τζάλα. Και οι δυο τους γνώριζαν καλά τη ρωσική και την είχαν διδάξει στα παιδιά τους.

Αφού παραμείναμε αρκετές ημέρες περιοδεύοντας στη Δαμασκό, η Ηγουμένη Μαρία κι εγώ αποφασίσαμε να επισκεφθούμε την μονή Σαϊντανάγια που ιδρύθηκε τον πέμπτο αιώνα.

Η μονή βρίσκεται στην κορυφή ενός απόκρημνου βουνού στη θέση ενός ειδωλολατρικού ναού της Ρωμαϊκής εποχής. Ακόμη και σήμερα σώζεται ένα ειδωλολατρικό ανάγλυφο στο δρόμο προς το μοναστήρι.

Στο μοναστήρι το κυριότερο ιερό αντικείμενο είναι μια εικόνα της Ύπεραγίας Θεοτόκου, πού βρίσκεται σε μία ρωγμή του βουνού, γύρω από την οποία κτίσθηκε ένα μικρό παρεκ­κλήσι. Το παρεκκλήσι ονομάζεται στα Αραβικά Σαχούρα και πολλοί προσκυνητές το επισκέπτονται με πίστη για να προσευχηθούν.

Πολυάριθμες θαυματουργικές ιάσεις, κάθε είδους, έχουν σημειωθεί εκεί και η Θεοτόκος ανακουφίζει φιλεύσπλαχνα όσους έχουν προβλήματα και τους προστατεύει από κάθε κακό. Πλήθος ανθρώπων έχουν γευθεί την ευσπλαχνία της. Το παρεκκλήσι Σαχούρα δεν είναι μεγάλο και οι τοίχοι του είναι καλυμμένοι με παλιές και σύγχρονες εικόνες καθώς και με ασημένια τάματα σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις θεραπείες. Βλέπει κανείς ασημένια ομοιώματα ματιών, χεριών, ποδιών, κεφαλών, καρδιών, ακόμη και ολόκληρων σωμάτων με χαραγμένο το όνομα του θεραπευμένου.

Στον ανατολικό τοίχο υπάρχει μια εσοχή κλεισμένη με ένα ασημένιο παραπέτασμα. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια φυσική σχισμή στο βράχο. Στη θέση αυτή, μέσα σε μια ειδική θήκη, βρίσκεται η ιερή εικόνα. Κανείς δεν μπορεί να την δει, μετά από εντολή της ίδιας της Παναγίας. Λίγο καιρό μετά την έλευση της εικόνας από την Ιερουσαλήμ σημειώθηκε σεισμός. Η εικόνα που φυλαγόταν στην εκκλησία «έφυγε» από εκεί και κρύφτηκε σε μια ρωγμή που άνοιξε ο σεισμός. Η Παναγία Θεοτόκος εμφανίστηκε στην ηγουμένη της μονής, την άγια Μαρίνα, και της παρήγγειλε να αφήσει την εικόνα στη ρωγμή και να μην την επαναφέρει στην εκκλησία. Τότε κατασκευάστηκε μια ασημένια θήκη, η εικόνα τοποθετήθηκε μέσα σ’ αυτήν και ακολούθως τοποθετήθηκαν μαζί στη ρωγμή του βράχου.

Μια φορά κάθε δεκαπέντε έως εικοσιπέντε χρόνια ένας επίσκοπος που επιλέγεται ειδικά γι’ αυτό, αφού προσευχηθεί αποσύρει τη θήκη από τη σχισμή και την ανοίγει. Η εικόνα είναι πάντοτε καλυμμένη με μια σκούρα και πολύ αρωματική κολλώδη ουσία, την οποία αφαιρεί ο επίσκοπος με ένα ειδικό ασημένιο εργαλείο και την τοποθετεί σε ένα μεταξωτό     ύφασμα, Η εικόνα κατόπιν επανατοποθετείται στη θήκη της και ακολούθως στη ρωγμή μέχρι την επόμενη φορά. Το παραπέτασμα κλείνει και κανείς πλέον δεν το αγγίζει.

Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, η Θεοτόκος απεικονίζεται καθιστή σε υψηλό θρόνο  με τον Χριστό βρέφος καθισμένο στην αγκαλιά της.

Στο κέντρο του παρεκκλησίου Σαχούρα υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι πέτρινης κολώνας γεμάτο άμμο για την τοποθέτηση των κεριών και στη μέση καίει ένα ακοίμητο καντήλι. Οι εικόνες στους τοίχους είναι στολισμένες με  μεταξωτά και χάρτινα λουλούδια, κεντήματα   και άλλες διακοσμήσεις, όλα προσφορές προσκυνητών που επιζητούν βοήθεια από την Ύπεραγία Θεοτόκο ή εκφράζουν ευγνωμοσύνη για θεραπείες που τους χάρισε ή για κάποιο άλλο από τα πολλά ελέη της.

Επάνω στην ίδια τη ρωγμή που έχει πλαισιωθεί με ασήμι υπάρχει μια γιρλάντα από μεταξωτά λουλούδια ρωσικής προελεύσεως και επάνω από όλα αυτά ένα χρυσοκέντητο τούλινο ύφασμα με κρόσσια. (Περιγράφω όλες αυτές τις λεπτομέρειες για να δώσω μια σαφέστερη εικόνα του θαύματος της φωτιάς που θα εξιστορήσω).

Όταν φθάσαμε στη μονή, μάς υποδέχθηκε  η ηγουμένη Ελένη και οι αδελφές. Επισκεφθήκαμε την εκκλησία και στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς την τράπεζα μαζί με τους άλλους επισκέπτες. Ύστερα μας οδήγησαν στον ξενώνα της μονής όπου η ηγουμένη Μαρία κι εγώ εγκατασταθήκαμε σε ένα μεγάλο δωμάτιο, ενώ η Ελένη Χανιάτ και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της ο Γεώργιος και η Άννα σε ένα άλλο.

Εκείνο το βράδυ μας πρότειναν, όπως συνηθιζόταν με όλους όσους πήγαιναν να προσευχηθούν στην Υπεραγία Θεοτόκο, να διανυκτερεύσουμε στη Σαχούρα. Φυσικά δε­χθήκαμε την πρόσκληση με μεγάλη ευχαρίστηση και αφού αφήσαμε τα παιδιά στον ξενώνα, εμείς οι τρείς -η ηγουμένη Μαρία, η Ελένη Χαντάτ κι εγώ- κατευθυνθήκαμε προς το παρεκκλήσι.

Όταν βγάλαμε τα σανδάλια μας (όπως άλλωστε έπρεπε), είδαμε ότι υπήρχαν στρώματα απλωμένα στο πάτωμα γύρω από την κομμένη κολώνα με το καντήλι. Όλα αυτά ήταν όπως συνηθιζόταν από πολύ παλιά. Ολόκληρο το δάπεδο ήταν καλυμμένο με ωραία χαλιά. Η χότζα-ηγουμένη Ελένη μας άφησε εκεί για να διανυκτερεύσουμε και κλείδωσε το ασημένιο παραπέτασμα της ρωγμής όπου βρίσκεται η εικόνα, παίρνοντας το κλειδί μαζί της. Μας καληνύχτισε και έφυγε κλειδώνοντάς μας μέσα στην Σαχούρα μέχρι το πρωί. Έτσι μείναμε «φυλακισμένες» μαζί με την Παναγία Παρθένο στο χώρο που η ίδια είχε διαλέξει για ιερό της.

Ένα ξεχωριστό αίσθημα μας κυρίευσε, κάτι εντελώς νέο και ασυνήθιστο. Η ηγουμένη είχε σβήσει όλα τα κεριά και μόνο το καντήλι έκαιγε στη μέση του παλιού μανουαλιού, μέσα στην άμμο. Αυτό γινόταν προς αποφυγή του κινδύνου της πυρκαγιάς από τα κεριά των προσκυνητών.

Γονατίσαμε επάνω στα στρώματα μπροστά στο αδύναμο φως του καντηλιού και δώσαμε τις ψυχές μας. τις καρδιές μας και τις σκέψεις μας στην αθέατη παρουσία της Παναγίας Βασίλισσας των Ουρανών. Όλες μας  νοιώθαμε αυτό βαθειά και η καθεμιά μας προσευχόταν με το δικό της τρόπο.

Θυμούμαι ότι βρισκόμουν στην αριστερή πλευρά του καντηλιού, η ηγουμένη Μαρία στη δεξιά και η Ελένη στο κέντρο ακριβώς μπροστά στην κολώνα. Μια βαθειά σιωπή μας τύλιξε. Δεν μπορούσαμε να μην κυριευθούμε από μια θερμή προσευχή. Τέτοια είναι η δύναμη της χάριτος που παίρνουν εδώ όλοι όσοι προσεύχονται στην Παναγία μας! Θυμάμαι ότι όλες μας νοιώθαμε το ίδιο αίσθημα, να ξεχειλίζουν από μέσα μας λογισμοί προσευχής.

Έκανα μία μετάνοια στο δάπεδο και επικαλέσθηκα βοήθεια για τη πατρίδα μας, που τόσο χλευάστηκε και τόσο υπέφερε. Ικέτευα για θεία προστασία, συγχώρηση και απελευθέρωση της ορθόδοξης Ρωσίας.

Ξαφνικά άκουσα την τρομαγμένη φωνή της ηγουμένης Μαρίας που φώναζε στα αγγλικά: «Φωτιά!» Σήκωσα αμέσως το βλέμμα μου και είδα ότι μας είχε περικυκλώσει φωτιά. Όλα γύρω μας καίγονταν -τα υφάσματα, οι εικόνες, τα άνθη. το παραπέτασμα, τα πάντα Τα χαλιά κάτω από τα πόδια μας καίγονταν και αυτά

Η Ελένη κι εγώ πεταχτήκαμε επάνω και, χωρίς να ξέρουμε τι κάνουμε, αρχίσαμε να προσπαθούμε να την σβήσουμε. Πώς όμως; Η φωτιά εξακολουθούσε να απλώνεται και είχε τυλίξει τα ξύλινα δοκάρια της Σαχούρα. Όλα, μα όλα είχαν τυλιχθεί από γλώσσες φωτιάς και φλόγες που δυνάμωναν.

Τί σκεφτόμουν εκείνη τήν στιγμή; Δεν έχω ιδέα. Οι σκέψεις μου ήταν συγκεχυμένες, κυριαρχούσε όμως η αίσθηση ότι «έδώ θα καούμε ζωντανές». Όλα ήταν τόσο συγκεχυμένα, εκπληκτικά, τρομακτικά. Η ανθρώπινη καρδιά έτρεμε από φόβο. Φόβο; Όχι ήταν κάτι άλλο. Κατάπληξη και επίγνωση ότι κάτι αναπόφευκτο συνέβαινε. Βεβαίως υπήρχε και ο φόβος, όμως εκείνη τη στιγμή εγώ ένοιωθα κάτι μοναδικό στη σκέψη και τις αισθήσεις μου.

Είδα τήν Ελένη, πλάι μου. να προσπαθεί να σβήσει τις φλόγες. Όμως πώς ήταν δυνατόν να το πετύχουμε; Άρπαζα ό,τι βρισκόταν πιο κοντά σε μένα και τραβούσα προς τα κάτω κάτι που καιγόταν. Ήδη καίγονταν και τα χαλιά. Οι φλόγες πηδούσαν όλο και ψηλότερα Είδα ότι τα μπουκέτα των χάρτινων λουλουδιών καίγονταν, όπως επίσης και οι μεταξωτές γιρλάντες και τα υφάσματα. Τα πάντα, ακόμη και οι εικόνες και τα ξυλόγλυπτα πλαίσιά τους. Η Ελένη είπε κάτι κι εγώ κάτι μουρμούρισα. Κάποια προσευχή; Κάποια κραυγή τρόμου; Δεν θυμούμαι.

Είδα την Ελένη να προσπαθεί να καταστείλει τη φωτιά με το μαντίλι της, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Φορούσε ένα δερμάτινο πανωφόρι με γούνινα μανικέτια. Ξαφνικά με κυρίευσε φόβος ότι θα καιγόταν η ίδια. Θυμήθηκα τα παιδιά της που ήταν στον ξενώνα. Πανικόβλητη της φώναξα; «Μην το κάνεις αυτό, θα καείς! Έχεις παιδιά!» Όσο για μένα, η μόνη σκέψη μου ήταν πως θα μπορούσαμε να σβήσουμε τη φωτιά.

Η ηγουμένη Μαρία εξακολουθούσε να είναι κατάχαμα, βυθισμένη στη προσευχή της, όπως μας είπε αργότερα. Είχε λιποθυμήσει και δεν ήταν σε θέση να μετακινηθεί. Ανησύχησα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτε· μόλις που μπορούσα να βλέπω προς το μέρος της. Είχαμε παραλύσει από τρόμο. Η φωτιά απλωνόταν. Τί θα γινόταν μετά;

Ξαφνικά η φωτιά έσβησε μόνη της. Αμέσως βρεθήκαμε στο σκοτάδι χωρίς ίχνος φωτιάς. Ούτε μια σπίθα. Τίποτε. Η καρδιά μου κτυπούσε ακανόνιστα. Έτρεμα ολόκληρη. Κάθισα καταγής, το ίδιο και η Ελένη. Είχαμε και οι δύο την ϊδια σκέψη: Τί είχε συμβεί; «Θαύμα!», είπε στα αγγλικά η ηγουμένη Μαρία «Αζεμπέ!», φώναξε η Ελένη. «Θαύμα, αυτό ήταν θαύμα!», είπα εγώ στα ρωσικά

Τρέμαμε από την εμπειρία τού θαυματουργικού αυτού φαινομένου. Προσευχηθήκαμε με ευγνωμοσύνη. Αναλογισθήκαμε το μεγαλείο αυτού που συνέβηκε και λίγο-λίγο η ταραγμένη σκέψη μας συνήλθε. Τώρα κατανοούσαμε ότι κάτι καταπληκτικό είχε συμβεί σε μας για κάποιο λόγο. Όμως δεν ξέραμε γιατί.

Έτσι λοιπόν προσευχηθήκαμε σιωπηλά Θυμούμαι ότι και πάλι γονάτισα και έσκυψα το κεφάλι στη γη σε μια μεγάλη προσευχή ευχαριστίας.

Ξαφνικά άκουσα πάλι την ηγουμένη να φωνάζει: «Φωτιά! Πάλι!» Σήκωσα το κεφάλι μου με φόβο και είδα ότι πάλι όλα είχαν τυλιχθεί στις φλόγες. Πετάχτηκα επάνω και μαζί με την Ελένη προσπαθήσαμε να σβήσουμε τη φωτιά. Όμως χωρίς αποτέλεσμα. Αυτή τη φορά πρόσεξα ότι οι φλόγες είχαν αλλάξει. Η φωτιά είχε χρώμα γαλάζιο και υψωνόταν προς τα επάνω, όπως ο καπνός από ένα λιβανιστήρι, και όχι με πύρινες γλώσσες όπως την πρώτη φορά. Είδα τις φλόγες να ξεπηδούν κάτω από το χρυσοκέντητο τούλινο ύφασμα επάνω στη ρωγμή και το ασημένιο παραπέτασμα που κάλυπτε την εικόνα Είδα τις φλόγες να τυλίγουν τα μπουκέτα με τα χάρτινα τριαντάφυλλα και όλα τα άλλα

Για μια ακόμη φορά η Ελένη έτρεχε πάνω-κάτω προσπαθώντας να σβήσει την φωτιά που απλωνόταν. Η ίδια σκέψη γεννήθηκε πάλι στο μυαλό μου. «Αυτή έχει παιδιά!» Ήταν κάτι το τρομερό. Δεν μπορώ να εκφράσω τα αισθήματα μου εκείνη τη στιγμή. Η έκπληξη μας όλο και μεγάλωνε. Όλα ήταν τόσο συγκεχυμένα «Αυτό σημαίνει ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Όμως γιατί; Τί μπορούμε να κάνουμε; Είναι πλέον το τέλος μας!»

Πέρασαν διάφορες σκέψεις, για τω θέλημα του Θεού, για την αγαθότητά του, για την χάρη του τόπου, για την Υπεραγία Θεοτόκο. Μα γιατί δεν επενέβαινε και πάλι; «Ω Θεέ μου, Θεέ μου! Τί είναι όλα αυτά;»

Αυτές περίπου οι σκέψεις πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό μας. Πλήρης σύγχυση, ικεσίες, προσευχές. Φόβος και τρόμος, θα μπορούσε να είχε φτάσει το τέλος μας. (Επιμένω στις λεπτομέρειες για να γίνει κατανοητό τι ακριβώς συνέβη σε μας).

Είδα την ίδια φλόγα να ξεπηδά μέσα από τη ρωγμή πίσω από το κλειστό παραπέτασμα. Και πάλι βγήκε κάτω από το ύφασμα -και κατά κάποιο τρόπο μέσα από αυτό. Και για μια ακόμη φορά, σε μια και μόνη στιγμή οι φλόγες ξαφνικά εξαφανίστηκαν και επικράτησε σκοτάδι. Και πάλι η καρδιά σκίρτησε και πρόβαλε η σκέψη: «Ναι. αυτό ήταν θαύμα!» Αναρωτιόμουν αν αυτό θα συμβεί για τρίτη φορά. όμως όλα ήταν ήσυχα. Μια ελαφρά μυρωδιά καμένου πλανιόταν στον αέρα. Και πάλι ανταλλάξαμε σκέψεις και αισθήματα και πάλι προσευχηθήκαμε με ευγνωμοσύνη, παρ’ όλη μας την κατάπληξη.

Η ηγουμένη Μαρία στράφηκε προς εμένα και μου είπε: «Τα χέρια σου θα πρέπει να κάηκαν και θα πρέπει να πονάς. Πάρε λίγο λάδι από το καντήλι και τρίψε τα». Τότε πρόσεξα ότι οι παλάμες  και τα δάκτυλα μου πράγματι με πονούσαν λίγο. Οι παλάμες μου ήταν σφιγμένες. Τις άνοιξα και είδα ότι ήταν υγρές σαν να είχαν βραχεί με νερό. Δεν υπήρχαν τραύματα ούτε εγκαύματα, μόνο σημάδια στα δάκτυλα. Κάθε δάκτυλο είχε τρία σημάδια σαν από επουλωμένο τραύμα. Τα έτριψα με λάδι και δεν πόνεσα καθόλου. Σε λιγάκι ακούσαμε τον ήχο κλειδιού στην πόρτα της Σαχούρα και μπήκε η ηγουμένη Ελένη. Η ώρα ήταν περίπου τέσσερις το πρωί.

Απόρησε όταν μας είδε, γιατί εξακολουθούσαμε να είμαστε αναστατωμένες και να τρέμουμε. Όταν της είπαμε όλα όσα συνέβησαν, παραξενεύτηκε και συγκλονισμένη προσευχήθηκε με δάκρυα στα μάτια. Είπε ότι ανάλογο θαύμα είχε ήδη συμβεί πριν από όχι πολύν καιρό και ότι είχε καταγραφεί.

Αφού προσευχήθηκε μαζί μας, μάς είπε να τηλεφωνήσουμε στον ίδιο τον Πατριάρχη Αλέξανδρο και να του πούμε για το θαυμαστό γεγονός.

Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα ο Πατριάρχης ήρθε στο μοναστήρι με άλλους κληρικούς και είδαμε ότι ήταν βαθειά συγκινημένος. Γονάτισε και με δάκρυα στα μάτια προσευχήθηκε στην Υπεραγία Θεοτόκο. Πολύ γρήγορα μαζεύτηκαν όλες οι αδελφές της μονής και άλλοι από την γειτονική μοναστική κοινότητα. Ήρθε πολύς κόσμος. Έψαλαν μία πολύ κατανυκτική παράκληση και όλοι προσευχήθηκαν με φόβο και χαρά, με επιφωνήματα και ύμνους.

Ύστερα μάς είπαν να πάμε στα γραφεία της μονής. Εξέτασαν τα χέρια μου. Υπήρχαν ακόμη πολύ καθαρά σημάδια από εγκαύματα Όλοι με ρωτούσαν τί είχε συμβεί και πώς; Τους εξιστορήσαμε κάθε λεπτομέρεια. Η Ελένη τα αφηγήθηκε όλα στα Αραβικά και καταγράφηκαν. Μετά από αυτά εξακολουθούσαμε να ζούμε την εμπειρία που γνωρίσαμε· αυτό το πύρινο θαύμα

Ήθελα πολύ να έχω ένα μικρό ενθύμιο από κάτι που είχε καεί. Γιατί η φωτιά ήταν πραγματική, έκαιγε. Όταν πήγαμε στη Σα­χούρα με τους άλλους, όλα ήταν όπως την νύκτα. Εξέτασα όλα τα μέρη που είχαν πιάσει φωτιά. Είδα ότι το μεγάλο μπουκέτο από χάρτινα λουλούδια είχε καεί, μερικά από τα λουλούδια είχαν γίνει στάχτη, άλλα όμως, ακριβώς δίπλα τους, ήταν ανέπαφα. Πώς μπορούσε να γίνει αυτό; Μερικά ήταν καμένα, άλλα όχι. Και τα λουλούδια επίσης της γιρλάντας κάτω από το τούλινο ύφασμα κατά ένα μέρος ήταν ανέπαφα. Ένα θαύμα πραγματικά ένα θαύμα!

Ό,τι όμως είχε καεί είχε γίνει στάχτη και δεν υπήρχε τίποτε μισοκαμένο. Ήθελα κάτι που να δείχνει ότι είχε πάρει φωτιά και δεν κάηκε εντελώς. Ξαφνικά, είδα ότι από το κρεμασμένο χρυσοκέντητο τούλι είχε μείνει μία γωνία με κρόσσια μισοκαμένη, την όποια βρήκα πεσμένη στο χαλί.

Είχε καεί γύρω-γύρω. Πήρα το κομμάτι μαζί μου και το φύλαξα σαν απόδειξη της θαυματουργικής αυτής εκδηλώσεως των Ουρανίων Δυνάμεων που φανερώθηκε σε μας τις αμαρτωλές.

Δεν γνωρίζουμε πως και για ποιό λόγο θέλησε ο Κύριος να αποκαλύψει αυτό το πύρινο θαύμα σε μας τις αμαρτωλές μπροστά στην ιερή εικόνα της Πάναγνης Μητέρας Του. Φαίνεται ότι απλώς έτσι έπρεπε να γίνει!

(Μοναχής Βαρβάρας(+1983), Καθηγούμενης της Ρωσικής Ι. Μονής Γεσθημανής στην Ιερουσαλήμ.

Πηγή:«Αγιορείτικη Μαρτυρία», τευχ. 10, σ.51-55)

https://fdathanasiou.wordpress.com/2011/09/06/%CF%84%CE%BF-%CF%80%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%BF-%CE%B8%CE%B1%CF%8D%CE%BC%CE%B1-%CE%B8%CE%B1%CF%8D%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82/

 

προηγούμενο
επόμενο

Facebook Comments