Παπά – Τύχων. Ο Γέροντας του Αγίου Παϊσίου

Από το βιβλίο «ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ» του (Οσίου) Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου

Ο Παπα – Τύχων γεννήθηκε στη Ρωσία, στη Νόβια Μιχαλόσκα το 1884. Οι γονείς του, ο Παύλος και η Ελένη, ήταν ευλαβείς άνθρωποι και επόμενο ήταν και ο καρπός τους, ο Τιμόθεος κατά κόσμον, να έχει κληρονομική την ευλάβεια και την αγάπη προς τον Θεό και να θέλει να αφιερωθεί στον Θεό από μικρό παιδί.

Έβλεπαν οι γονείς τον μεγάλο Θείο ζήλο του παιδιού τους, αλλά δίσταζαν να του δώσουν την ευχή τους να πάει σε Μοναστήρι, επειδή το έβλεπαν εύσωμο και με ζωηρή φύση. Ήθελαν να ωριμάσει και στην σκέψη και μετά να αποφασίσει μόνος του ο Τιμόθεος. Του έδωσαν όμως ευλογία να επισκέπτεται τις Μονές, το διάστημα των τριών ετών, από 17 μέχρι 20 χρονών. Τότε έκανε τα μεγάλα και ατέλειωτα προσκυνήματα στα Μοναστήρια της Ρωσίας και πέρασε περίπου από διακόσιες Μονές. Στα Μοναστήρια που πήγαινε, παρόλο πού ήταν κατάκοπος και εξαντλημένος από την οδοιπορία του, απέφευγε με τρόπο την φιλοξενία, για να ασκείται ο ίδιος και να μην επιβαρύνει τους άλλους.

Σε μια επαρχία όμως είχε ταλαιπωρηθεί πολύ, γιατί οι κάτοικοι εκεί έτρωγαν ψωμί από βρίζα (σίκαλη). Επειδή δε ο Τιμόθεος δεν έτρωγε τίποτε άλλο εκτός από ψωμί – και το ψωμί της σίκαλης έχει συνήθως μια άσχημη μυρωδιά και είναι σαν λάσπη – δεν μπορούσε να το φάει. Γι” αυτό είχε εξαντληθεί ο νέος. Πηγαίνει λοιπόν στον φούρναρη, από τον οποίο είχε ζητήσει και άλλη φορά, να τον ξαναπαρακαλέσει για λίγο άσπρο ψωμί, επειδή νόμιζε ότι θα έχει για τον εαυτό του καλό ψωμί. Εκείνος όμως, μόλις είδε τον Τιμόθεο από μακριά ακόμη, του είπε να φύγει.

Λυπημένος και εξαντλημένος όπως ήταν ο νέος, έπιασε μια άκρη και με όλη την παιδική του απλότητα έκανε προσευχή στην Παναγία: «Παναγία μου, θέλω να με βοηθήσεις, γιατί θα πεθάνω στον δρόμο πριν να γίνω Καλόγηρος, δεν μπορώ να το φάω αυτό το ψωμί». Δεν πρόλαβε να τελειώσει την προσευχή του και ξαφνικά του παρουσιάζεται μια Κόρη με λαμπερό πρόσωπο, του δίνει μια φραντζόλα άσπρο ψωμί και αμέσως εξαφανίζεται! Εκείνη την στιγμή τάχασε ο Τιμόθεος. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αυτό το γεγονός! Του περνούσαν διάφοροι λογισμοί. Ένας λογισμός ήταν μήπως τον άκουσε η κόρη του φούρναρη και τον λυπήθηκε και είπε στον πατέρα της να του δώσει λίγο καλό ψωμί. Σηκώνεται πάλι ο νέος και πηγαίνει να τον ευχαρίστησει. Άλλα ο φούρναρης νόμιζε πως τον κορόιδευε ο Τιμόθεος και τον έβρισε θυμωμένος.

    – Άντε, φύγε από εδώ! ούτε γυναίκα έχω ούτε κόρη. Αφού έφαγε μετά από το ευλογημένο εκείνο ψωμί ο Τιμόθεος και δυνάμωσε και πνευματικά, συνέχισε το προσκύνημά του και στα υπόλοιπα Μοναστήρια, αλλ” όμως το ανεξήγητο εκείνο γεγονός συνέχεια τριγύριζε στον νου του. Πέρασε αρκετό διάστημα με την απορία αυτή, αλλά αργότερα, όταν του έδωσε ένας Μοναχός ένα βιβλίο με τις θαυματουργικές εικόνες της Παναγίας της Ρωσίας, και είδε την Παναγία του Κρεμλίνου, σκίρτησε η καρδιά του από ευλάβεια, τα μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα ευγνωμοσύνης και είπε: «Αυτή η Παναγία μου έδωσε το άσπρο ψωμί!» Από τότε πια την Παναγία την ένοιωθε πιο κοντά, όπως το παιδί την μάννα του.

Μετά, λοιπόν, από τα Μοναστήρια της Πατρίδος του, έκανε προσκύνημα στο Θεοβάδιστον Όρος του Σινά, όπου παρέμεινε δύο μήνες και από εκεί στους Αγίους Τόπους, όπου και ασκήτεψε ένα χρονικό διάστημα, πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό. Ενώ τον βοηθούσε ο Άγιος Τόπος, ησυχία όμως δεν έβρισκε από το ανήσυχο κοσμικό πνεύμα της εποχής μας, που κατέστρεψε, δυστυχώς, με τον δήθεν πολιτισμό της και τα άγια ακόμη ερημικά μέρη, πού γαληνεύουν και αγιάζουν τις ψυχές. Γι” αυτό αναγκάστηκε να φύγει για το Άγιον Όρος.

Ο πειρασμός όμως, βλέποντας με την πολύχρονη πείρα του ότι ο ευλαβής αυτός νέος πολύ θα προχώρησει στην πνευματική ζωή και πολλές ψυχές θα βοηθήσει για να σωθούν, βάλθηκε να τον αχρηστέψει. Ενώ είχε επιστρέψει από την έρημο του Ιορδάνου στην Ιερουσαλήμ, για να ετοιμασθεί και να προσκύνησει για τελευταία φορά τον Πανάγιο Τάφο και να αποχαιρετήσει και τους γνωστούς του, χρησιμοποίησε ο πονηρός για όργανά του δύο αθεόφοβες γυναίκες, πατριώτισσές του, οι οποίες τον κάλεσαν στο σπίτι όπου έμεναν, για να του δώσουν δήθεν ονόματα να μνημόνευσει στο Άγιον Όρος. Ο απονήρευτος Τιμόθεος, που είχε όλο καλούς λογισμούς, το πίστεψε και πήγε. Αλλά, όταν τον έκλεισαν μέσα στο σπίτι και όρμησαν επάνω του με ανήθικες διαθέσεις, τάχασε! Κοκκίνησε και δίνει μια σπρωξιά σ” αυτές και άλλη μια στην πόρτα και ξέφυγε από τα νύχια των γερακιών, σαν νέος Ιωσήφ και φυλάχτηκε αγνός.

Ήρθε μετά -όπως ήταν αγνό λουλούδι- και «φυτεύτηκε» στο Περιβόλι της Παναγίας και πρόκοψε και ευωδίασε με τις αρετές του, όπως θα δούμε πιο κάτω.

Η πρώτη του μετάνοια ήταν το Κελλί του Μπουραζέρι, όπου και παρέμεινε πέντε χρόνια. Επειδή σ” αυτό δεν εύρισκε ησυχία από τους πολλούς προσκυνητές Ρώσους, πήρε ευλογία και πήγε στα Καρούλια και εκεί ασκήτεψε δεκαπέντε χρόνια. Όλο το διάστημα στα Καρούλια περνούσε με σκληρούς αγώνες. Το εργόχειρό του ήταν οι μεγάλες και οι μικρές μετάνοιες μαζί με την ευχή και την μελέτη. Δανειζόταν βιβλία από τις Μονές, απ” όπου έπαιρνε και ευλογία, παξιμάδι, από τα περισσεύματα των κλασμάτων, για την οποία έκανε κομποσχοίνι. Έτσι φιλότιμα αγωνιζόταν, για να γίνει και εσωτερικά Άγγελος και όχι μόνο εξωτερικά με το Αγγελικό Σχήμα.

Μετά από τα Καρούλια ήρθε στην άκρη της Καψάλας (πάνω από την Καλιάγρα) σ” ένα Κελλί Σταυρονικητιανό και γηροκόμησε έναν Γέροντα. Αφού πέθανε το Γεροντάκι, και πήρε την ευχή του, έμεινε μόνος του στην Καλύβη. Από τότε όχι μόνο δεν αμέλησε τους πνευματικούς του αγώνες, αλλά τους αύξησε και επόμενο ήταν να δεχθεί πλούσια την Χάρη του Θεού, αφού αγωνιζόταν φιλότιμα και με πολλή ταπείνωση.

Η Θεία Χάρις πια τον φανέρωνε στους ανθρώπους και έτρεχαν πολλοί πονεμένοι άνθρωποι, για να τον συμβουλευθούν και να παρηγορηθούν από την πολλή του αγάπη. Άλλοι τον παρακαλούσαν να ιερωθεί, για να βοηθάει πιο θετικά με το Μυστήριο της Θείας Εξομολογήσεως, αφού θα έδινε και την άφεση των αμαρτιών. Αυτή την ανάγκη, να βοηθηθούν οι άλλοι, την διεπίστωσε και ο ίδιος και δέχτηκε να χειροτονηθεί.

Στο Κελλί του όμως Ναός δεν υπήρχε, ενώ ήταν πια απαραίτητος, ούτε και χρήματα είχε, αλλά είχε μεγάλη πίστη στον Θεό. Έκανε λοιπόν προσευχή και ξεκίνησε για τις Καρυές με την εμπιστοσύνη στον Θεό ότι θα του οικονομούσε τα χρήματα, που θα χρειαζόταν για τον Ναό. Πριν φθάσει ακόμη στις Καρυές, τον είδε από μακριά τον Παπα – Τύχωνα ο Δικαίος του Προφήτη Ηλία (Ρωσικού) και τον φώναξε. Όταν πλησίασε κοντά, του είπε:

– Κάποιος καλός Χριστιανός από την Αμερική μου έστειλε μερικά δολλάρια, να τα δώσω σ” εκείνον πού δεν έχει Ναό, για να κτίσει. Εσύ δεν έχεις Ναό πάρ” τα και φτιάξε.

Δάκρυσε ο Γέροντας από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη στον Θεό, ευχαρίστησε και τον Δικαίο και είπε το «Θεός συγχωρέσοι» για τον άνθρωπο του Θεού που του έστειλε την ευλογία. Ο Καλός Θεός, σαν καρδιογνώστης, είχε φροντίσει για τον Ναό του, πριν ακόμη Τον παρακάλεσει ο Γέροντας, για να του έχει έτοιμα τα χρήματα, την ώρα που θα Του τα ζητούσε. Επόμενο ήταν να τον ακούσει ο Θεός, αφού ο Γέροντας από μικρό παιδί άκουγε και τηρούσε τις Θείες Εντολές του Θεού και δεχόταν ουράνιες ευλογίες.

Στην συνέχεια βρίσκει δύο Μοναχούς τεχνίτες, για να λένε και την ευχή την ώρα που θα εργάζονται. Όταν, λοιπόν, τελείωσε ο Ναός, τον αφιέρωσε στον Τίμιο Σταυρό, γιατί τον είχε σε ευλάβεια, αλλά και για να αποφεύγει τα Πανηγύρια με τον φυσιολογικό αυτόν τρόπο, επειδή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού νηστεύουν και η ημέρα είναι πένθιμη. Ο Γέροντας δεν αναπαυόταν στα Πανηγύρια, γιατί δημιουργούν ανησυχία και περισπασμό, ενώ αυτός πανηγύριζε κάθε μέρα πνευματικά με το ήσυχο Σταυροαναστάσιμο τυπικό του, με την πολλή του άσκηση και με την καθόλου σχεδόν ανθρώπινη παρηγοριά μέσα στο λάκκο της Καλιάγρας, όπου έβλεπε ουρανό και ζούσε παραδεισένιες χαρές μαζί με τους Αγγέλους και τους Αγίους.

Όταν τον ρωτούσε κανείς «μόνος σου μένεις εδώ στην ερημιά», απαντούσε ο Γέροντας:

– Όχι, εγώ μένω μαζί με τους Αγγέλους και Αρχαγγέλους, με τους Αγίους Πάντες, με την Παναγία και με τον Χριστό.

Πράγματι την ένοιωθε την παρουσία των Αγίων και την βοήθεια του φύλακα Αγγέλου του. Μια μέρα που τον είχα επισκεφθεί, ενώ ανέβαινε τα σκαλάκια, έπεσε ανάποδα και σφηνώθηκε στην πόρτα, γιατί φορούσε πολλά καπιά και δυσκολεύτηκα να τον σηκώσω. Όταν τον ρώτησα μετά «τι θα έκανες, Γέροντα, μόνος σου, εάν δεν ήμουν εδώ», με κοίταξε παράξενα και μου απήντησε με βεβαιότητα:

– Ο φύλακας μου Άγγελος θα με σήκωνε.

Ενώ βρισκόταν σε έρημο τόπο, μόνος του, και το Κελλί του δεν είχε σχεδόν τίποτα, για να έχει όμως τον Χριστό μέσα του, δεν του χρειαζόταν τίποτα, γιατί όπου Χριστός εκεί Παράδεισος, και για τον Παπα-Τύχωνα το Περιβόλι της Παναγίας ήταν επίγειος Παράδεισος.

Είχε χρόνια αρκετά να βγει στον κόσμο, αλλά χωρίς να το θέλει, τον ανάγκασαν κάποτε, που είχε γίνει πυρκαϊά στην Καψάλα, μαζί με άλλους Πατέρες να πάει κι” αυτός ως μάρτυρας στην Θεσσαλονίκη.

Όταν επέστρεψε στο Άγιον Όρος ο Γέροντας, τον ρωτούσαν οι Πατέρες:

– Πως είδες την πόλη και τον κόσμο μετά από τόσα χρόνια που είχες να δεις τον κόσμο;
Ο Γέροντας απάντησε:

– Εγώ δεν είδα πολιτεία με ανθρώπους, αλλά δάσος με καστανιές.

Έφθασε σ” αυτή την πνευματική αγία κατάσταση ο Γέροντας, γιατί αγάπησε πολύ τον Χριστό, την ταπείνωση και την φτώχεια. Μέσα στο κελλί του Γέροντα δεν έβλεπες ούτε ένα πράγμα της προκοπής, πού να εξυπηρετεί άνθρωπο. Από αυτά πού είχε μέσα στο κελλί του έβρισκε κανείς όσα ήθελε πεταγμένα απ” έξω, στο λάκκο. Άλλα για τους πνευματικούς ανθρώπους, ότι παλιό και εάν είχε ο Παπα-Τύχων, είχε μεγάλη αξία γιατί ήταν αγιασμένο. Ακόμη και τα κουρέλια του τα έβλεπαν με ευλάβεια και τα έπαιρναν για ευλογία. Ότι επίσης παλιό φορούσε ή ασουλούπωτο, δεν φαινόταν άσχημο, γιατί ομόρφαινε και αυτό από την εσωτερική ομορφιά της ψυχής του. Για σκουφιά έραβε μόνος του με την σακοράφα κομμάτια ράσου σαν σακκούλες και τα φορούσε, αλλά σκορπούσαν περισσότερη χάρη από τις πολύτιμες μίτρες τις δεσποτικές (όταν, φυσικά, δεν υπάρχει στην καρδιά του Μητροπολίτου «ο Πολύτιμος Μαργαρίτης»).

Κάποτε τον φωτογράφισε ένας επισκέπτης, όπως ήταν με την σακκούλα για σκουφί και με μια πιτζάμα που του είχε ρίξει στις πλάτες του, γιατί είδε τον Γέροντα να κρυώνει. Και τώρα, όσοι βλέπουν στην φωτογραφία τον Παπα-Τύχωνα, νομίζουν ότι φορούσε δεσποτικό μανδύα, ενώ ήταν μια παλιά παρδαλή πιτζάμα.

Πολύ αναπαυόταν στα φτωχά και ταπεινά πράγματα και πολύ αγαπούσε την ακτημοσύνη, η οποία και τον ελευθέρωσε και του έδωσε τα πνευματικά φτερά και έτσι με φτερουγισμένη ψυχή αγωνιζόταν πολύ, χωρίς να αισθάνεται τον σωματικό κόπο, όπως το παιδάκι δεν νοιώθει κούραση, όταν κάνει τα θελήματα του πατέρα του, αλλά νοιώθει την αγάπη και την στοργή με τα χάδια. Φυσικά, αυτά δεν συγκρίνονται με τα Θεϊκά χάδια της Χάριτος ούτε κατά διάνοια.

Όπως ανέφερα, το εργόχειρό του ήταν οι πνευματικοί αγώνες: νηστεία, αγρυπνία, ευχή, μετάνοιες κ.α. όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για όλες τις ψυχές του κόσμου (ζωντανούς και πεθαμένους). Όταν πια είχε γεράσει και δεν μπορούσε να σηκωθεί, όταν έπεφτε κάτω με τις στρωτές μετάνοιες, έδεσε ένα χονδρό σχοινί ψηλά και τραβιόταν για να σηκωθεί. Έτσι, πάλι έκανε μετάνοιες και προσκυνούσε τον Θεό με ευλάβεια. Αυτό το τυπικό τηρούσε μέχρι που έπεσε πια στο κρεββάτι, όπου ξεκουράστηκε για είκοσι μέρες και μετά έφυγε για την αληθινή αιώνια ζωή όπου και ξεκουράζεται πια αιώνια κοντά στον Χριστό.
Το ίδιο επίσης τυπικό της ξηροφαγίας, που είχε από νέος, τηρούσε και στην συνέχεια, μέχρι τα γεράματά του. Την μαγειρική την θεωρούσε και σπατάλη χρόνου, εκτός που δεν ταιριάζουν στην Καλογερική τα καλομαγειρευμένα φαγητά. Φυσικά, μετά από τόση άσκηση και τέτοια πνευματική κατάσταση δεν του έκανε καμμιά αίσθηση η καλή τροφή, Αφού κατοικούσε μέσα του ο Χριστός, που τον γλύκαινε και τον έτρεφε παραδεισένια.

Στις συζητήσεις του πάντα ανέφερε για τον γλυκό Παράδεισο και από τα μάτια του κυλούσαν τα γλυκά δάκρυα και δεν του έκανε καρδιά να ασχολείται με μάταια πράγματα, όταν τον ρωτούσαν κοσμικοί άνθρωποι.

Τα ελάχιστα πράγματα που του χρειάζονταν για να συντηρηθεί τα οικονομούσε από το λίγο εργόχειρο που έκανε, αγιογραφούσε έναν Επιτάφιο κάθε χρόνο και τον έδινε πεντακόσιες ή εξακόσιες δραχμές και μ” αυτά τα χρήματα περνούσε ολόκληρη την χρονιά του.
Όπως ανέφερα, ήταν πολύ λιτοδίαιτος και ολιγαρκής, αφού ένα Αποστολιάτικο σύκο το έκοβε στα δύο και το έτρωγε δύο φορές.

Μου έλεγε: «Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτό είναι πολύ μεγάλο!»

– Ενώ εγώ, για να χορτάσω, έπρεπε να φάω ένα κιλό.

Κάθε Χριστούγεννα ο Γέροντας θα οικονομούσε μια ρέγκα, για να περάσει όλες τις χαρμόσυνες ημέρες του Δωδεκαημέρου με κατάλυση ιχθύος. Την δε ραχοκοκκαλιά της ρέγκας δεν την πετούσε, αλλά την κρεμούσε με μια κλωστή και όποτε ήταν καμμιά Δεσποτική ή Θεομητορική εορτή και είχε κατάλυση ιχθύος, έβραζε λίγο νερό σ” ένα κονσερβοκούτι, βουτούσε την ραχοκοκκαλιά δυο -τρεις φορές στο νερό, για να πάρει λίγη μυρωδιά και μετά έριχνε λίγο ρύζι. Έτσι έκανε κατάλυση και κατηγορούσε και τον εαυτό του ότι τρώει και ψαρόσουπες στην έρημο! Την ραχοκοκκαλιά αυτή την κρεμούσε πάλι στο καρφί και για άλλη κατάλυση, μέχρι που άσπριζε πια και τότε την πετούσε.

Όταν έβλεπε τους ανθρώπους να του συμπεριφέρονται με ευλάβεια, αυτό τον στενοχωρούσε και τους έλεγε:

– Εγώ δεν είμαι ασκητής, αλλά ψεύτης ασκητής.

Μόνο στα τελευταία του πια δέχθηκε λίγη περιποίηση από τους ανθρώπους που τον αγαπούσαν ιδιαίτερα, για να μη τους λυπήσει.

Όταν του έδινε κανείς ευλογία από τρόφιμα, την κρατούσε και μετά την έστελνε σε Γεροντάκια στην Καψάλα. Εάν του έστελναν χρήματα, τα έδινε σ” έναν ευλαβή μπακάλη, για να αγοράζει ψωμιά και να τα μοιράζει στους φτωχούς.

Κάποτε του είχε στείλει κάποιος από την Αμερική μια επιταγή. Την ώρα όμως που την έπαιρνε ο Γέροντας από το Ταχυδρομείο, τον είδε ένας κοσμικός και νικήθηκε από τον πειρασμό της φιλαργυρίας. Πήγε λοιπόν την νύχτα στο Κελλί του Γέροντα για να τον ληστέψει, με τον λογισμό ότι θα εύρισκε και άλλα χρήματα, χωρίς να ξέρει ότι και εκείνα που είχε πάρει ο Γέροντας τα είχε δώσει την ίδια ώρα στον κυρ – Θόδωρο, για να πάρει ψωμιά για τους φτωχούς. Αφού τον βασάνισε αρκετά τον Γέροντα – τον έσφιγγε με ένα σχοινί στον λαιμό του – διεπίστωσε ότι πράγματι δεν είχε χρήματα και ξεκίνησε να φύγει. Ο Παπα – Τύχων του είπε:

– Θεός συγχωρέσοι, παιδί μου. Ο κακοποιός αυτός άνθρωπος πήγε και σε άλλον Γέροντα με τον ίδιο σκοπό, αλλά εκεί τον έπιασε η Αστυνομία και ομολόγησε μόνος του ότι είχε πάει και στον Παπα – Τύχωνα. Ο Αστυνόμος έστειλε χωροφύλακα και ζήτησε τον Γέροντα για ανάκριση, επειδή θα γινόταν η δίκη του κλέφτη. Ο Γέροντας στενοχωρέθηκε γι” αυτό και έλεγε στον χωροφύλακα:

– Παιδί μου, εγώ τον συγχώρεσα με όλη την καρδιά μου τον κλέφτη.

Εκείνος όμως δεν έδινε καθόλου σημασία στα λόγια του Γέροντα, γιατί εκτελούσε ανώτερη διαταγή, και τον τραβούσε και του έλεγε:

– Άντε, γρήγορα, Γέροντα! εδώ δεν έχει συγχώρεση και «ευλόγησον».

Τελικά τον λυπήθηκε ο Διοικητής και τον άφησε από την Ιερισσό να γυρίσει στο Κελλί του, επειδή έκλαιγε σαν μωρό παιδί, γιατί νόμιζε ότι θα γίνει και αυτός αιτία να τιμωρηθεί ο κλέφτης.

Όταν το θυμόταν αυτό το περιστατικό, δεν μπορούσε να το χωρέσει στο μυαλό του και μου έλεγε:

– Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτοί οι κοσμικοί άλλο τυπικό έχουν» δεν έχουν το «εύλόγησον», «Θεός συγχωρέσοι» – ενώ ο Γέροντας την λέξη «ευλόγησον» την χρησιμοποιούσε πάντα και με τις πολλές καλογερικές έννοιες, όπως το «ευλογείτε» ή «ευλόγησον», όταν ζητούσε ταπεινά την ευλογία του άλλου και μετά θα έδινε και αυτός την ευλογία του με την ευχή «Ο Κύριος να σε ευλογήσει». Μετά από τον συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες στον Ναό και έψαλλαν μαζί το «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου» και το «Άξιον Εστίν» και εάν ήταν καλός καιρός έβγαιναν έξω, κάτω από την ελιά και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με χαρά και έλεγε:

– Εγώ τώρα κεράσματα.

Έβγαζε νερό από την στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη, έβαζε και στο δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, που το χρησιμοποιούσε και για μπρίκι) και έψαχνε μετά να βρει κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο και άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το οποίο, επειδή ήταν ευλογία του Παπα-Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία. Αφού τα ετοίμαζε, έκανε τον Σταυρό του ο Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα εγώ ευλογείτε!» και περίμενε να του πει ο επισκέπτης την ευχή «Ο Κύριος να σε ευλόγησει», αλλιώς δεν έπινε νερό. Μετά θα έδινε και αυτός την ευχή του. Την ευχή από τους άλλους την αισθανόταν ως ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή Μοναχούς αλλά ακόμη και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία.

Μετά από το κέρασμα περίμενε να δει εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να περάσει την ώρα του, τότε του έλεγε:

– Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί.

Εάν παρέμενε και δεν έφευγε, τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στον Ναό και προσευχόταν και έτσι ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φύγει. Όταν πάλι ήθελε να εκμεταλευθεί κανείς την απλότητα του Γέροντα, για να εξυπηρετήσει τον άλφα ή βήτα σκοπό του, το καταλάβαινε με την Θεία του φώτιση και του έλεγε:

-Παιδί μου, εγώ Ελληνικά δεν ξέρω, πήγαινε σε κανέναν Έλληνα για να συνεννοηθείς καλά.

Φυσικά, δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε πνευματικά ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν. Η προσευχή του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι που τον πλησίαζαν, το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να «κρυφτούν» πια.

Κάποτε τον είχε επισκεφθεί ο πατήρ Αγαθάγγελος ο Ιβηρίτης, ως Διάκος. Όταν έφευγε, ήταν σκοτάδι, δεν είχε φωτίσει ακόμη. Ο Παπα – Τύχων προείδε τον κίνδυνο που θα διέτρεχε ο Διάκος και ανέβηκε αυτή την φορά στο τοιχάκι της μάνδρας και ευλογούσε συνέχεια. Όταν έφθασε ο Διάκος στη ράχη και είδε τον Γέροντα να ευλογεί ακόμη, τον λυπήθηκε και του φώναξε να μη κουράζεται, να μπει στο κελλί του. Αυτός όμως ατάραχος με υψωμένα τα χέρια, σαν τον Μωυσή, προσευχόταν και ευλογούσε. Ενώ λοιπόν βάδιζε ξένοιαστος ο Διάκος, ξαφνικά πέφτει πάνω σε καρτέρι κυνηγών που περίμεναν αγριόχοιρους. Ένας κυνηγός «τράβηξε» να ρίξει, αλλά οι ευχές του Γέροντα έσωσαν τον Διάκο από τον θάνατο και τον κυνηγό από την φυλακή. Γι” αυτό μου έλεγε πάντα ο Γέροντας:

-Παιδί μου, να μην έρχεσαι ποτέ την νύχτα, γιατί την νύχτα τα θηρία περπατούν και οι κυνηγοί τα περιμένουν κρυμμένοι…

Ακόμη και για την Θεία Λειτουργία έλεγε στον Μοναχό που θα τον βοηθούσε και θα έκανε τον ψάλτη, να έρχεται το πρωί με το φώτισμα. Την ώρα δε της Θείας Λειτουργίας του έλεγε να μένει στον μικρό διάδρομο έξω από τον Ναό και από εκεί να λέει το «Κύριε Ελέησον», για να νοιώθει τελείως μόνος του και να κινήται άνετα στην προσευχή του. Όταν έφθανε στο Χερουβικό, ο Παπα-Τύχων ηρπάζετο είκοσι έως τριάντα λεπτά και ο ψάλτης θα έπρεπε να επαναλάβει πολλές φορές το Χερουβικό, μέχρι να ακούσει τις περπατησιές του στην Μεγάλη Είσοδο. «Όταν τον ρωτούσα μετά στο τέλος «τι βλέπεις, Γέροντα», εκείνος μου απαντούσε:

-Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ δοξολογούν τον Θεό.

Έλεγε επίσης στην συνέχεια:

– Εμένα μετά από μισή ώρα με κατεβάζει ο φύλακάς μου Άγγελος και τότε συνεχίζω την Θεία Λειτουργία.

Κάποτε, τον είχε επισκεφθεί ο π. Θεόκλητος ο Διονυσιάτης.

Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης (1916-2006)

Επειδή ή πόρτα του Παπα-Τύχωνα ήταν κλειστή και από τον Ναό ακούγονταν γλυκιές ψαλμωδίες, δεν θέλησε να ενοχλήσει με το χτύπημα της πόρτας, αλλά περίμενε να τελειώσουν, γιατί νόμιζε ότι βρίσκονται στο «Κοινωνικό». Σε λίγο βγαίνει ο Παπα-Τύχων και ανοίγει την πόρτα. Όταν μπήκε ο π. Θεόκλητος, δεν βρήκε κανέναν άλλον εκτός από τον Παπα-Τύχωνα. Τότε κατάλαβε ότι οι ψαλμωδίες εκείνες ήταν Αγγελικές.

Στα γεράματά του πια, επειδή έτρεμαν τα πόδια του, έρχονταν συνήθως και λειτουργούσαν ο Παπα-Μάξιμος και ο Παπα-Αγαθάγγελος, οι Ιβηρίτες, που ήταν πιο κοντά και του άφηναν και Άγιον Άρτο, γιατί κοινωνούσε κάθε μέρα. Φυσικά, ήταν προετοιμασμένος κάθε μέρα με την αγία του ζωή.

Για τον Παπα-Τύχωνα όλες σχεδόν οι ημέρες του χρόνου ήταν Διακαινήσιμες και ζούσε πάντα την Πασχαλινή χαρά. Συνέχεια άκουγε κανείς από το στόμα του το «Δόξα σοι ο Θεός, Δόξα σοι ο Θεός». Αυτό συνιστούσε και σε όλους: να λέμε το «Δόξα σοι ο Θεός», όχι μόνο όταν περνάμε καλά, αλλά και όταν περνάμε δοκιμασίες, γιατί και τις δοκιμασίες τις επιτρέπει ο Θεός για φάρμακα της ψυχής.

Πολύ πονούσε για τις ψυχές που υπέφεραν στο άθεο καθεστώς της Ρωσίας. Μου έλεγε με δακρυσμένα μάτια:

– Παιδί μου, η Ρωσία έχει ακόμη κανόνα από τον Θεό, θα περάσει όμως.

Για τον εαυτό του ο Γέροντας δεν νοιαζόταν καθόλου ούτε και φοβόταν, γιατί είχε πολύ φόβο Θεού (Θεία συστολή) και ευλάβεια. Επειδή αγωνιζόταν και με πολλή ταπείνωση, δεν διέτρεχε ούτε τον πνευματικό κίνδυνο της πτώσεως. Επομένως, πως να φοβηθεί και τι να φοβηθεί; Τους δαίμονες, που τρέμουν από τον ταπεινό άνθρωπο, ή τον θάνατο που συνέχεια τον μελετούσε και ετοιμαζόταν χαρούμενος γι” αυτόν; Μάλιστα, είχε ανοίξει και τον τάφο του μόνος του, για να είναι έτοιμος και έμπηξε και τον Σταυρό, που και αυτόν τον είχε κάνει ο ίδιος και έγραψε τα εξής, αφού είχε προαισθανθεί τον θάνατό του: «Αμαρτωλός Τύχων, Ιερομόναχος, 60 χρόνια στο Άγιον Όρος. Δόξα σοι ο Θεός».
Πάντα με το «Δόξα σοι ο Θεός» θα άρχιζε και με το «Δόξα σοι ο Θεός» θα τελείωνε ο Γέροντας. Είχε συμφιλιωθεί πια με τον Θεό, γι” αυτό χρησιμοποιούσε περισσότερο το «Δόξα σοι ο Θεός» παρά το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Κινείτο, όπως είδαμε, στον Θείο χώρο, αφού λάμβανε μέρος και στην ουράνια δοξολογία με τους Αγίους Αγγέλους την ώρα της Θείας Λειτουργίας.

Επειδή είχε ανάψει πια η φλόγα του Θείου έρωτος μέσα στην καρδιά του, γι” αυτό και δεν τον συγκινούσαν τα μάταια πράγματα, όπως ανέφερα. Το κελλί του ήταν και αυτό μικρό. Είχε ένα τραπεζάκι που ακουμπούσε εικόνες, καθώς και το ακοίμητο κανδήλι και το θυμιατήρι. Δίπλα είχε το Αγγελικό του Σχήμα και το τριμμένο του ράσο. Από την άλλη πλευρά του τοίχου είχε τον Εσταυρωμένο και σε μια άκρη είχε τρεις σανίδες για κρεββάτι με μια κουρελιασμένη κουβέρτα απλωμένη για στρώμα. Για σκέπασμα είχε ένα παλιό πάπλωμα με τα βαμβάκια απ” έξω, από το οποίο έπαιρναν και τα ποντίκια βαμβάκι για να κάνουν τις φωλιές τους. Επάνω στο δήθεν μαξιλάρι του είχε το Ευαγγέλιο και ένα βιβλίο με ομιλίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Το δε πάτωμα του κελλιού του ήταν μεν από σανίδες, αλλά φαινόταν σαν σοβαντισμένο επειδή δεν σκούπιζε ποτέ και οι λάσπες, που έμπαιναν από έξω μαζί με τα γένια και τα μαλλιά που έπεφταν κάτω χρόνια ολόκληρα, είχαν σχηματίσει κανονικό σοβά.

Ο Παπα – Τύχων δεν έδινε καμμιά σημασία στο καθάρισμα του κελλιού του αλλά στο καθάρισμα της ψυχής του, γι” αυτό και κατόρθωσε να γίνει δοχείο της Χάριτος του Θεού. Συνέχεια έπλενε την ψυχή του με τα πολλά του δάκρυα και χρησιμοποιούσε χονδρά προσόψια, επειδή τα συνηθισμένα μανδήλια δεν τον εξυπηρετούσαν.

Είχε φθάσει σε μεγάλη κατάσταση πνευματική ο Γέροντας! Η ψυχή του είχε γίνει πολύ ευαίσθητη, αλλά για να βρίσκεται ο νους του συνέχεια στον Θεό, είχε φθάσει και σε αναισθησία σωματική. Αφού δεν αισθανόταν πια καμμιά ενόχληση από τις μύγες, τα κουνούπια και τους ψύλλους, που είχε χιλιάδες. Το κορμί του ήταν κατατρυπημένο και τα ρούχα του γεμάτα από κόκκινα στίγματα. Μου λέει ο λογισμός μου ότι και με τις σύριγγες να του τραβούσαν το αίμα του τα ζουζούνια, πάλι δεν θα το αισθανόταν. Μέσα στο κελλί του κυκλοφορούσαν όλα ελεύθερα, από ζουζούνια μέχρι ποντίκια.

Κάποτε του είπε ένας Μοναχός, επειδή έβλεπε τα ποντίκια να χοροπηδούν:

-Γέροντα, θέλεις να σου φέρω μια γάτα; Εκείνος απάντησε:

– Όχι, παιδί μου. Εγώ έχω μια γάτα, μιάμιση φορά μεγαλύτερη από την γάτα. Έρχεται εδώ, την ταϊζω, την χαϊδεύω και μετά πηγαίνει στην καλύβα της κάτω στο λάκκο και ησυχάζει.

Ήταν μια αλεπού, η οποία επισκεπτόταν τον Γέροντα τακτικά, σαν καλός γείτονας. Είχε επίσης μία αγριόχοιρο που γεννούσε κάθε χρόνο κοντά στο φράχτη του κήπου του, για να την προστατεύει ο Γέροντας. Όταν έβλεπε κυνηγούς να περνούν από την περιοχή του, τους έλεγε ο Παπα – Τύχων:

– Παιδιά μου, εδώ δεν υπάρχουν μεγάλα γουρούνια. Φύγετε.

Οι κυνηγοί νόμιζαν ότι δεν υπάρχουν αγριόχοιροι στην περιοχή του και έφευγαν.

Ο Άγιος Γέροντας σαν καλός πατέρας, τους μεν ανθρώπους έτρεφε πνευματικά, τα δε μεγάλα άγρια ζώα τα τάϊζε από την λίγη τροφή που είχε και τα χόρταινε περισσότερο από την πολλή του αγάπη και τα μικρά ζουζούνια τ” άφηνε να θηλάζουν από το λίγο του αίμα.  Είχε γερή κράση ο Γέροντας, αλλά από την πολλή άσκηση είχε εξαντληθεί.

Όταν τον ρωτούσε κανείς «τι κάνεις, Γέροντα, είσαι καλά;» απαντούσε:

– Δόξα σοι ο Θεός, καλά είμαι παιδί μου. Εγώ δεν είμαι άρρωστος αλλά αδυναμία έχω.
Πολύ στενοχωριόταν, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο νέο και περισσότερο όταν έβλεπε καλοθρεμμένο Καλόγηρο, επειδή δεν ταιριάζουν τα παχιά με το Αγγελικό Σχήμα.

Μια μέρα τον επισκέφτηκε ένας λαϊκός πολύ χονδρός και του λέει:

– Γέροντα, έχω πόλεμο σαρκικό με βρώμικους λογισμούς, που δεν μ” αφήνουν καθόλου να ησυχάσω.
Ο Παπα – Τύχων του είπε:

– Εάν, παιδί μου, εσύ θα κάνεις υπακοή, με την Χάρη του Χριστού εγώ θα σε κάνω Άγγελο. Να λες, παιδί μου, συνέχεια την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και να περνάς όλες τις ημέρες με ψωμί και νερό και το Σάββατο & την Κυριακή να τρως φαγητό με λίγο λάδι. Να κάνεις και από εκατόν πενήντα μετάνοιες την νύκτα και να διαβάζεις μετά την Παράκληση της Παναγίας και ένα κεφάλαιο από το Ευαγγέλιο και το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας.

Μετά από έξι μήνες που τον ξαναεπισκέφτηκε, ο Γέροντας δεν μπόρεσε να τον γνωρίσει, γιατί είχαν φύγει όλα τα περίσσια κιλά και με ευκολία πια χωρούσε από την στενή πόρτα του Ναού του. Ο Γέροντας τον ρώτησε:

– Πως περνάς τώρα παιδί μου; Και εκείνος απάντησε:

– Τώρα νοιώθω πραγματικά σαν Άγγελος, γιατί δεν έχω ούτε σαρκικές ενοχλήσεις ούτε και βρώμικους λογισμούς και αισθάνομαι πολύ ελαφρύς, που έφυγαν τα πάχη.

Με τέτοιες πρακτικές συμβουλές νουθετούσε τους ανθρώπους που του ζητούσαν βοήθεια. Εκτός, φυσικά, από την μεγάλη πείρα που είχε αποκτήσει, είχε λάβει και Θείο φωτισμό από τους μεγάλους ασκητικούς του αγώνες. Μετά από τις νουθεσίες του επακολουθούσαν οι προσευχές του, που τις αισθάνονταν οι επισκέπτες έντονα, όταν έφευγαν.

Το πετραχήλι σχεδόν ποτέ δεν το έβγαζε, γιατί πολλές φορές το σήκωνε από τον έναν άνθρωπο και το άπλωνε στον άλλον και έπαιρνε τις αμαρτίες από τους συνανθρώπους του και τους ξαλάφρωνε με το Μυστήριο της Θείας Εξομολογήσεως.Τις εξομολογήσεις που του έκαναν οι άνθρωποι τις ξεχνούσε αμέσως και έτσι έβλεπε όλους τους ανθρώπους πάντοτε καλούς και όλο καλούς λογισμούς είχε για όλους, γιατί είχε εξαγνισθεί πια η καρδιά του και ο νους του.

Κάποτε τον είχε ρωτήσει ένας Ηγούμενος:

-Γέροντα, ποιος αδελφός είναι πιο καθαρός μέσα στο Κοινόβιο;

Ο Παπα – Τύχων απάντησε:

– Άγιε Καθηγούμενε, όλοι οι αδελφοί είναι καθαροί.

Ποτέ δεν πλήγωνε άνθρωπο, αλλά του θεράπευε τα τραύματα με το βάλσαμο της αγάπης του Χριστού. Έλεγε στην πονεμένη ψυχή:

– Παιδί μου, εσένα ο Χριστός σε αγαπάει, σε συγχώρεσε. Ο Χριστός αγαπάει περισσότερο τους αμαρτωλούς που μετανοούν και ζουν με ταπείνωση.

Πάντα τόνιζε την ταπείνωση και έλεγε χαρακτηριστικά:

– Ένας ταπεινός άνθρωπος έχει περισσότερη Χάρη από πολλούς ανθρώπους. Κάθε πρωί ο Θεός ευλογεί τον κόσμο με το ένα χέρι, αλλ” όταν δει κανέναν ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί με τα δύο Του χέρια. Πά-πά-πά, παιδί μου, εκείνος που έχει μεγαλύτερη ταπείνωση είναι ο μεγαλύτερος από όλους.

Επίσης, έλεγε γι” αυτούς που παρθενεύουν, πως πρέπει να έχουν και ταπείνωση γιατί αλλιώς δεν σώζονται μόνο με την παρθενία, διότι η κόλαση είναι γεμάτη και από υπερήφανους παρθένους.

– Όταν καυχάται κανείς ότι είναι παρθένος -έλεγε- θα του πει ο Χριστός: «Επειδή δεν έχεις και ταπείνωση πήγαινε στην κόλαση». Ενώ σ” εκείνον που ήταν αμαρτωλός και μετανόησε και ζει ταπεινά με συντριβή καρδίας και ομολογεί ότι είναι αμαρτωλός, θα του πει ο Χριστός: «Έλα, παιδί μου, εδώ στον γλυκό Παράδεισο».

Εκτός από την ταπείνωση και την μετάνοια, τόνιζε πολύ την μελέτη του Θεού, δηλαδή ο νους του άνθρωπου να γυρίζει συνέχεια γύρω από τον Θεό. Επίσης τόνιζε την μελέτη της Αγίας Γραφής και των Αγίων Πατέρων:

Ευεργετινό, Φιλοκαλία, Άγιο Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Άγιο Μάξιμο, Συμεών Νέο Θεολόγο, Αββά Μακάριο και Αββά Ισαάκ. «Η μελέτη, έλεγε ο Γέροντας, θερμαίνει και την ψυχή, καθαρίζει και τον νου και έτσι ασκείται με προθυμία ο άνθρωπος και αποκτάει αρετές, ενώ όταν δεν ασκείται, αποκτάει πάθη».

Μια μέρα με ρώτησε:

-Εσύ, παιδί μου, τι βιβλία διαβάζεις;

 Του απάντησα: Αββά Ισαάκ.

– Πά-πά-πά, παιδί μου, αυτός ο Άγιος είναι μεγάλος! Ούτε έναν ψύλλο δεν σκότωνε ο Αββάς Ισαάκ.

Ήθελε -με αυτό πού είπε- να τονίσει την μεγάλη πνευματική ευαισθησία του Αγίου. Ο Πάπα – Τύχων προσπαθούσε να μιμηθεί τον Άγιο Ισαάκ, όχι μόνο στο ησυχαστικό του πνεύμα αλλά και στην ευαισθησία της πνευματικής του αρχοντιάς και δεν επιβάρυνε κανέναν άνθρωπο. Έλεγε στους Μοναχούς ότι πρέπει να ζουν ασκητικά για να ελευθερωθούν από τις μέριμνες και όχι να δουλεύουν σαν εργάτες και να τρώνε σαν κοσμικοί. Γιατί το έργο του Μοναχού είναι οι μετάνοιες, οι νηστείες, οι προσευχές, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για όλο τον κόσμο -ζωντανούς και πεθαμένους- και λίγη δουλειά για τα απαραίτητα για να μην επιβαρύνει τους άλλους, διότι με την πολλή δουλειά και μέριμνα ξεχνάει κανείς τον Θεό. Έλεγε χαρακτηριστικά:

– Ο Φαραώ έδινε πολλή δουλειά και πολύ φαγητό στον λαό του Ισραήλ για να ξεχάσουν τον Θεό.

Πριν αρχίσει τις συμβουλές του ο Γέροντας, είχε τυπικό να κάνει πρώτα προσευχή, να επικαλεσθεί το Άγιο Πνεύμα, για να τον φωτισει και αυτό συνιστούσε και στους άλλους.Έλεγε: Ο Θεός άφησε το Άγιο Πνεύμα για να μας φωτίζει. Αυτό είναι νοικοκύρης. Γι” αυτό και η Εκκλησία μας αρχίζει με το «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας». Ενώ έλεγε αυτά για το Άγιο Πνεύμα, αλλοιωνόταν το πρόσωπό του και πολλοί ευλαβείς άνθρωποι την έβλεπαν αυτή την αλλοίωση.

Μερικοί τον τραβούσαν και καμμιά φωτογραφία κρυφά. Άλλοι του ζητούσαν ευλογία για να τον φωτογραφίσουν και αυτός το δεχόταν απλά. Σηκωνόταν αμέσως, πήγαινε στον Ναό και φορούσε το Αγγελικό του Σχήμα. Έπαιρνε και τον Σταυρό στο ένα χέρι και με το άλλο ξέπλεκε την μεγάλη του γενειάδα την οποία έδενε κότσο και φαινόταν πράγματι σαν τον Πατριάρχη Αβραάμ, ιδίως στα υστερνά του που είχε γίνει ολόλευκος πια, εσωτερικά και εξωτερικά. Αφού λοιπόν ετοιμαζόταν, στεκόταν κάτω από την ελιά για να τον φωτογραφίσουν και έπαιρνε μια στάση μικρού παιδιού. Είχε ωριμάσει πια πνευματικά και είχε γίνει σαν μικρό παιδί, όπως μας συνιστά ο Χριστός να γίνουμε, σαν τα άκακα παιδιά.
Οι Πατέρες που τον συμβουλεύονταν, στα γεράματά του τον επισκέπτονταν πιο τακτικά για να του προσφέρουν καμμιά βοήθεια και τον ρωτούσαν:

– Γέροντα, μήπως θέλεις να σου κόψουμε ξύλα;

Εκείνος απαντούσε:

– Κάνετε υπομονή, εάν δεν πεθάνω το καλοκαίρι, να μου κόψετε ξύλα για τον χειμώνα.

Το 1968 είχε προαισθανθεί πια τον θάνατό του, γιατί συνέχεια ανέφερε για τον θάνατο. Τον είχαν εγκαταλείψει και οι λίγες σωματικές του δυνάμεις. Μετά της Παναγίας (τον Δεκαπενταύγουστο) είχε πέσει στο κρεββάτι και έπινε μόνο νερό, γιατί καιγόταν εσωτερικά. Παρόλο που βρισκόταν σ΄ αυτή την κατάσταση, πάλι δεν ήθελε να μένει άνθρωπος κοντά του, για να μη τον περισπά στην αδιάλειπτη προσευχή του.

Όταν είχε πλησιάσει η τελευταία εβδομάδα της ζωής του επί της γης, τότε μου είπε να καθήσω κοντά του, γιατί θα αποχωριζόμασταν πια, αφού θα έφευγε εκείνος για την αληθινή ζωή. Ακόμη και αυτές τις δέκα ημέρες δεν με άφηνε να μένω συνέχεια κοντά του, αλλά μου έλεγε να πηγαίνω στο διπλανό κελλάκι για να προσεύχομαι κι” εγώ, μετά από την μικρή βοήθεια που του προσέφερα. Φυσικά, δεν είχα τα απαιτούμενα για να τον ανακουφίσω όσο έπρεπε, αλλά επειδή δεν είχε ανακουφισθεί ποτέ το ταλαιπωρημένο του σώμα και η ελάχιστη βοήθεια του φαινόταν πολύ μεγάλη.

Μια μέρα, είχα οικονομήσει δύο λεμόνια και του έκανα μια λεμονάδα. Μόλις ήπιε λίγο δροσίστηκε και με κοιτούσε παράξενα.

-Πά-πά-πά, παιδί μου, αυτό το νερό είναι πολύ καλό! Που το βρήκες; Ο Χριστός να σου δώσει σαράντα χρυσά στεφάνια.

Φαίνεται δεν είχε πιεί ποτέ λεμονάδα ή είχε πιεί όταν ήταν πολύ μικρός και είχε ξεχάσει την γεύση της.

Επειδή ήταν ακίνητος πια στο κρεββάτι, γιατί είχε παραδώσει σ” αυτό τις λίγες του σωματικές δυνάμεις και δεν μπορούσε να σηκωθεί να πάει στον Ναό του Τιμίου Σταυρού όπου λειτουργούσε με ευλάβεια χρόνια ολόκληρα, μου ζήτησε να του φέρω τον Σταυρό από την Αγία Τράπεζα για παρηγοριά. Όταν είδε τον Σταυρό, έλαμψαν τα μάτια του και αφού τον ασπάσθηκε με ευλάβεια, τον κρατούσε σφιχτά στο χέρι του με όλη την δύναμη που του είχε απομείνει. Είχα δέσει και ένα κλωνάρι βασιλικό στον Σταυρό και του έλεγα:

-Μυρίζει καλά, Γέροντα;

Εκείνος μου απαντούσε:

– Ο Παράδεισος, παιδί μου, μυρίζει πολύ καλύτερα.

Μια μέρα από εκείνες τις τελευταίες του, είχα βγει έξω για να του φέρω λίγο νερό. Όταν άνοιξα μετά και μπήκα στο κελλί του, με κοιτούσε παράξενα και μου λέγει:

– Εσύ, ο Άγιος Σέργιος είσαι;

– Όχι, Γέροντα, είμαι ο Παϊσιος.

-Τώρα, παιδί μου, ήταν εδώ η Παναγία, ο Άγιος Σέργιος και ο Άγιος Σεραφείμ. Που πήγαν;

Κατάλαβα ότι κάτι γίνεται και τον ρώτησα:

– Τι σου είπε η Παναγία;

– Θα περάσει η Πανήγυρη και μετά θα με πάρει.

Ήταν απόγευμα, παραμονή του Γενεθλίου της Θεοτόκου, 7 Σεπτεμβρίου του 1968 και μετά από τρεις ημέρες, στις 10 Σεπτεμβρίου, αναπαύθηκε εν Κυρίω.

Την προτελευταία ημέρα μου είχε πει ο Γέροντας:

– Αύριο θα πεθάνω και θέλω να μη κοιμηθείς, για να σε ευλογήσω.

Εγώ τον λυπόμουνα εκείνο το βράδυ, που κουραζόταν, γιατί συνέχεια τρεις ώρες είχε τα χέρια του επάνω στο κεφάλι μου, με ευλογούσε και με ασπαζόταν για τελευταία φορά. Για να εκφράσει και την ευγνωμοσύνη του για το λίγο νερό που του είχα δώσει στα τελευταία του, μου έλεγε:

– Γλυκό μου Παϊσιο, εμείς, παιδί μου, θα έχουμε αγάπη εις αιώνας αιώνων, η αγάπη είναι ακριβή η δική μας. Εσύ θα κάνεις ευχή από εδώ και εγώ θα κάνω από τον Ουρανό. Πιστεύω ότι θα με ελεήσει ο Θεός, γιατί εξήντα χρόνια -παιδί μου- Καλόγηρος συνέχεια έλεγα «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Έλεγε επίσης:

– Εγώ θα λειτουργώ πια στον Παράδεισο. Εσύ να κάνεις ευχή από εδώ και εγώ θα έρχομαι κάθε χρόνο να σε βλέπω. Εάν εσύ θα καθήσεις στο Κελλί αυτό, εγώ θα έχω χαρά, αλλά όπως ο Θεός θέλει, παιδί μου. Σου έχω και κουμπάνια, για τρία χρόνια κονσέρβες -και μου έδειχνε δίπλα έξι μικρά κουτιά σαρδέλες και αλλά τέσσερα κουτιά καλαμάρια- που τα είχε φέρει κάποιος από καιρό και έμειναν στην ίδια θέση που τα είχε αφήσει ο επισκέπτης τότε. (Για μένα αυτές οι κονσέρβες δεν έφθαναν ούτε για μια εβδομάδα).

Ξανά επαναλάμβανε ο Γέροντας:

– Εμείς, παιδί μου, θα έχουμε ακριβή αγάπη εις αιώνας αιώνων και θα έρχομαι κάθε χρόνο να σε βλέπω και τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα συνέχεια.

Είναι αλήθεια ότι εκείνες οι δέκα τελευταίες ημέρες που παρέμεινα κοντά του, ήταν η μεγαλύτερη ευλογία του Θεού για μένα, γιατί βοηθήθηκα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αφού μου δόθηκε η ευκαιρία να τον ζήσω λίγο από κοντά και να τον γνωρίσω καλύτερα.Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το πόσο στα ζεστά είχε πάρει το θέμα της σωτηρίας της ψυχής! Δίπλα από το κρεββάτι του είχε έτοιμες επιστολές για να τις ταχυδρομήσω, μόλις πεθάνει, σε γνωστούς του Επισκόπους, για να τον μνημονεύουν. Επίσης μου έδωσε εντολή να φέρω Επίσκοπο να τον διαβάσει στον τάφο και να τον αφήσω εκεί – να μη του κάνω την εκταφή – μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Είχα ειδοποιήσει εν τω μεταξύ στο Μοναστήρι ότι είναι πια στα τελευταία του ο Παπα-Τύχων και ήρθε ο πατήρ Βασίλειος για να τον ετοιμάσουμε. Έβλεπες πια σιγά-σιγά να σβήνει ο Γέροντας, σαν το κανδήλι που τελειώνει το λάδι από την κούπα και μένει λίγο στο φυτίλι και κάνει τις τελευταίες του αναλαμπές.

Έτσι μας έφυγε η αγιασμένη του ψυχή και μας άφησε το σώμα του και ένα μεγάλο κενό. Τον ετοιμάσαμε οι δυο μας και ειδοποιήσαμε το πρωϊ και τους άλλους Πατέρες και του διάβασαν την νεκρώσιμη ακολουθία οι γνωστοί του Ιερείς με ευλάβεια. Μας άφησε πόνο, φυσικά, στις ψυχές μας με τον αποχωρισμό του, γιατί η παρουσία του έπαιρνε πόνο και σκορπούσε παρηγοριά. Τώρα πια ο Γέροντας θα μας επισκέπτεται εκείνος από τον Ουρανό και θα μας βοηθάει περισσότερο. Άλλωστε, το είχε υποσχεθεί ο ίδιος: «Εγώ θα έρχομαι κάθε χρόνο να σε βλέπω».

Ο τάφος του παπα-Τύχωνος

Πέρασαν τρία χρόνια ολόκληρα χωρίς να μου παρουσιασθεί και αυτό με έβαλε σε λογισμούς: «μήπως έσφαλα σε κάτι;» Μετά από τρία χρόνια μου έκανε την πρώτη του επίσκεψη. Εάν εννοούσε ο Γέροντας ότι το «…κάθε χρόνο» θα άρχιζε μετά από τα τρία χρόνια, αυτό με παρηγορεί, γιατί έτσι δεν ήμουν εγώ αιτία σ” αυτό το θέμα.

Η πρώτη λοιπόν φορά ήταν στις 10 Σεπτεμβρίου 1971, βράδυ, μετά το μεσονύκτιο. Ενώ έλεγα την ευχή, βλέπω ξαφνικά τον Γέροντα να μπαίνει στο κελλί!

Πετάχτηκα και του έπιασα τα πόδια και τα φιλούσα με ευλάβεια. Δεν κατάλαβα όμως πως ξεγαντζώθηκε από τα χέρια μου και -καθώς έφευγε- τον είδα να μπαίνει στον Ναό και εξαφανίστηκε. Φυσικά, τα χάνει κανείς εκείνη την ώρα, όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα. Ούτε και μπορεί να τα εξήγησει αυτά με την λογική, γι” αυτό και λέγονται θαύματα. Άναψα αμέσως το κερί, γιατί μόνο το κανδήλι είχα αναμμένο όταν συνέβη αυτό, για να σημειώσω στο ημερολόγιο την ημέρα αυτή που μου είχε παρουσιασθεί ο Γέροντας, για να το θυμάμαι.

Όταν είδα ότι ήταν η ημέρα που είχε κοιμηθεί ο Γέροντας (10η Σεπτεμβρίου), πολύ λυπήθηκα και ελέγχθηκα, που μου πέρασε τελείως απαρατήρητη εκείνη η ημέρα.

Πιστεύω να με συγχώρησε ο καλός Πατέρας, γιατί εκείνη την ημέρα, από το φώτισμα ως το ηλιοβασίλεμα, είχα επισκέπτες στο Καλύβι και είχα κουραστεί και ζαλιστεί και ξεχάστηκα τελείως. Αλλιώς, κάτι θα έκανα για να βοηθηθώ ο ίδιος και να δώσω λίγη χαρά στον Γέροντα με ολονύκτια προσευχή.

Δεν ξέρω εάν είχε παρουσιασθεί σε άλλον πριν από την πρώτη αυτή επίσκεψη που μου έκανε. Στο Κελλί μου πάντως είχε παρουσιασθεί και σ” έναν άγνωστο Μοναχό (πρώην Καρακαλληνό), στον π. Ανδρέα, ως εξής:

Είχε έρθει στο Κελλί μου για να τον εξυπηρετήσω σε κάτι που ήθελε. Φυσικά, ούτε με γνώριζε ούτε και εγώ τον γνώριζα. Περίμενε λοιπόν έξω από το Κελλί μου, κάτω από την ελιά, γιατί νόμιζε ότι απουσιάζω. Εγώ ήμουν μέσα στο εργαστήρι και δεν ακουγόμουνα, γιατί βερνίκωνα εικονάκια. Όταν τελείωσα, έψαλα το «Άγιος ο Θεός» και βγήκα έξω.

Μόλις με είδε ο π. Ανδρέας, ξαφνιάστηκε και μου διηγήθηκε με θαυμασμό το εξής γεγονός:

«Ενώ περίμενα κάτω από την ελιά, είχαν κλείσει τα μάτια μου, αλλά τις αισθήσεις μου τις είχα. Βλέπω, λοιπόν, έναν Γέροντα να βγαίνει από εκείνα τα δενδρολίβανα και να μου λέει:

– Ποιόν περιμένεις;

Και εγώ του απήντησα:

-Τον πατέρα Παϊσιο.

Ο Γέροντας μου είπε:

– Εδώ είναι και έδειχνε με το δάκτυλο προς το κελλί.

Εκείνη την στιγμή που έδειχνε, άκουσα να ψέλνεις το «Άγιος ο Θεός» και βγήκες έξω. Αυτός, πάτερ Παϊσιε, θα είναι κανένας Άγιος, γιατί τους καταλαβαίνω. Έχω δει και άλλες φορές τέτοια!»

Τότε του διηγήθηκα μερικά για τον Γέροντα και του είπα ότι εκεί στα δενδρολίβανα είναι ο τάφος του. Είχα φυτέψει γύρω-γύρω δενδρολίβανα, τα οποία είχαν μεγαλώσει και δεν διακρινόταν ο τάφος, για να μη πατιέται το Λείψανό του, μια που μου έδωσε εντολή να μη του κάνω εκταφή.

Νομίζω ότι από τα λίγα αυτά που ανέφερα και από τα λίγα που έγραψα γύρω από την ζωή του σεβαστού Γέροντος, πολλά θα καταλάβουν όσοι έχουν εσωτερικά βιώματα. Φυσικά, όσοι ζούνε ταπεινά και στην αφάνεια μπορούν να καταλάβουν πόσο αδικούνται οι Άγιοι, με το να βλέπουμε μόνο τις εξωτερικές αρετές των Αγίων – όσες δεν κρύβονται – και αυτές μόνο να γράφουμε, ενώ ο πνευματικός πλούτος των Αγίων μας είναι σχεδόν άγνωστος. Αυτά τα λίγα -συνήθως- που έχουμε από τους Αγίους, ή τους ξέφυγαν διότι δεν μπόρεσαν να τα κρύψουν, ή τους ανάγκαζε η μεγάλη τους αγάπη να κάνουν αυτή την πνευματική ελεημοσύνη.

Φυσικά, μόνο ο Θεός γνωρίζει τα πνευματικά μέτρα των Αγίων. Ούτε και οι ίδιοι οι Άγιοι τα γνώριζαν, διότι οι Άγιοι μόνο τις αμαρτίες τους μετρούσαν και όχι τα πνευματικά τους μέτρα.

Έχοντας λοιπόν υπ” όψιν μου το άγιο αυτό τυπικό των Αγίων, που δεν αναπαύονται στους ανθρώπινους επαίνους, προσπάθησα να περιοριστώ στα απαραίτητα γεγονότα.

Πιστεύω ότι είναι ευχαριστημένος και ο Παπα-Τύχων και δεν θα παραπονεθεί, όπως παραπονέθηκε σ” αυτόν ο φίλος του Γερο-Σιλουανός, όταν είχε γράψει για πρώτη φορά τον Βίο του ο πατήρ Σωφρόνιος.

Είχε παρουσιασθεί τότε ο Γερο-Σιλουανός στον Παπα-Τύχωνα και του είπε:

-Αυτός ο ευλογημένος πατήρ Σωφρόνιος πολλά εγκώμια μου έγραψε, δεν το ήθελα.

Γι” αυτό φυσικά είναι και Άγιοι. Επειδή απέφευγαν την ανθρώπινη δόξα, τους δόξασε ο Θεός.

Οι ευχές του παπα – Τύχωνα και όλων των γνωστών και αγνώστων Αγίων να μας βοηθάνε στα δύσκολα χρόνια που περνάμε. Αμήν.

Η Προσευχή του παπα-Τύχωνος

«Δόξα εις τον Γολγοθά του Χριστού»

Ω! Θείε Γολγοθά, αγιασμένε με το αίμα του Χριστού!
Σε παρακαλούμε πες μας πόσες χιλιάδες αμαρτωλών, με την Χάρη του Χριστού,
την μετάνοια και τα δάκρυα, καθάρισες και γέμισες τον νυμφώνα του Παραδείσου;
Ω! με την αγάπη σου την άρρητη, Χριστέ Βασιλιά,
με την Χάρη Σου όλα τα ουράνια παλάτια γέμισες από μετανοούντας αμαρτωλούς.
Συ και εδώ κάτω όλους ελεείς και σώζεις.
Και ποιος μπορεί αντάξια να Σε ευχαριστήσει, έστω κι” αν είχε Αγγελικό νουν;
Αμαρτωλοί, ελάτε γρήγορα. Ο Άγιος Γολγοθάς είναι ανοικτός και ο Χριστός εύσπλαχνος.
Προσπέσετε προς Αυτόν και φιλήσετε τα Άγιά Του πόδια.
Μόνον Αυτός σαν εύσπλαχνος μπορεί να γιατρέψει τις πληγές σας!
Ω! θα είμαστε ευτυχείς, όταν ο πολυεύσπλαχνος Χριστός μας αξιώσει με μεγάλη
ταπείνωση και φόβο Θεού και καυτά δάκρυα να πλύνωμε τα πανάχραντά
Του πόδια και με αγάπη να τα φιλήσουμε! Τότε ο Χριστός εύσπλαχνος θα
ευδοκήσει να πλύνει τις αμαρτίες μας και θα μας ανοίξει τις πόρτες του
Παραδείσου, όπου με μεγάλη χαρά, μαζί με τους Αρχαγγέλους και Αγγέλους,
τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και με όλους τους Αγίους, αιώνια θα
δοξάζωμεν τον Σωτήρα του κόσμου, τον γλυκύτατο Ιησού Χριστό, τον Αμνό
του Θεού, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, τηνΟμοούσιο και
Αδιαίρετο Τριάδα.

Ιερομόναχος Τύχων – Άγιον Όρος 

Μαρτυρία Αγιορείτη για τον παπα-Τύχωνα

(Αφήγηση γέροντος ηγουμένου, τελευταίου πνευματικού τέκνου του χαρισματούχου παπα – Φιλάρετου του Κωνσταμονίτη)

Όταν ήμουν νεαρός μοναχός, με την ευλογία του γέροντός μου Φιλαρέτου, πήγα να εξομολογηθώ στον παπα – Τύχωνα τον Ρώσο (τον γέροντα του Οσίου Παϊσίου).

Αφού μας δέχθηκε, του είπαμε γιατί πήγαμε και ξεκίνησα την εξομολόγηση.

Έλεγα με σκυμμένο κεφάλι τις αμαρτίες μου και όσο περνούσε η ώρα ένοιωθα τον αυχένα μου να μουσκεύει. Δεν ήξερα τι συμβαίνει.

Μόλις τελείωσα την εξομολόγηση και σήκωσα το κεφάλι, είδα τον παπα-Τύχωνα να κλαίει με πολλά δάκρυα, τα οποία έπεφταν πάνω στο κεφάλι μου όση ώρα έκανα την εξομολόγηση !!!

Είπε πάλι ο ίδιος:

Ο παπα-Τύχων ήταν Ρώσος και μιλούσε μόνο σπαστά Ελληνικά.

Όταν όμως άρχιζε να μας συμβουλεύει μετά την εξομολόγηση, εμείς ακούγαμε τα λόγια του στην καθαρεύουσα, σε γλώσσα όμοια με αυτήν που μιλούσε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος !!! Δεν ήμουν ο μόνος στον οποίο συνέβαινε αυτό …. και ο πατήρ Α. που πηγαίναμε μαζί για εξομολόγηση, άκουγε τα ίδια!

Πηγή : http://platyteraouranwn.pblogs.gr/tags/gerontes-gr/pages/2.html

 
προηγούμενο
επόμενο

Facebook Comments