Όταν ο Άγιος Αχίλλειος συναντήθηκε με τον Άγιο Δημήτριο και έκλαψαν για την άλωση των πόλεών τους

*Με αφορμή την μνήμη του πολιούχου της Λάρισας, αγίου Αχιλλείου- 15 Μαΐου

Τον και­ρό κα­τά τον ό­ποι­ο έ­μελ­λε να κυ­ρι­ευ­θεί η Θεσ­σα­λο­νί­κη α­πό τους Ά­γα­ρη­νούς, πο­ρευ­ό­με­νοι κά­ποιοι ευ­λα­βείς χρι­στια­νοί προς τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, για την ε­ορ­τή του Α­γί­ου, έ­φθα­σαν στη βα­σι­λι­κή ο­δό, η οποί­α εί­ναι στο Βαρ­δά­ρι.

Εκεί εί­δαν ό­φθαλ­μο­φα­νως κά­ποι­ο στρα­τι­ώ­τη, ο ο­ποι­ος ερ­χό­ταν α­πό τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, και άλ­λον έναν Αρ­χι­ερέ­α, που ό­ποι­ος ερ­χό­ταν α­πό το δρό­μο της Λά­ρι­σας. Ό­ταν συ­ναν­τή­θη­καν, ο στρα­τι­ώ­της ά­πε­τά­θη προς τον Αρ­χι­ε­ρέ­α και εί­πε:

— Χαί­ρε, Άρ­χι­ε­ρεύ του Θε­ού Α­χίλ­λει­ε.

Εί­πε και ο Άρ­χι­ε­ρεύς:

— Χαί­ρε και συ, στρα­τι­ώ­τα του Χρι­στού Δη­μή­τρι­ε.

Μό­λις ά­κου­σαν οι χρι­στια­νοί αυ­τά τα ο­νό­μα­τα, στα­μά­τη­σαν φο­βι­σμέ­νοι ε­κεί κον­τά για να δουν το τέ­λος. Λέ­γει, πά­λι ο στρα­τι­ώ­της:

— Ά­πό που έρ­χε­σαι, Άρ­χι­ε­ρεύ του Θε­ού Α­χίλ­λει­ε, και που πη­γαί­νεις;.

Τότε δά­κρυ­σε ο Α­γιος Α­χίλ­λει­ος και εί­πε προς αυ­τόν:

— Για τις α­μαρ­τί­ες και τις α­νο­μί­ες του κό­σμου πρό­στα­ξε ο Θε­ός να ε­ξέλ­θω ά­πό τηΛά­ρι­σα την ο­ποί­α φυ­λάτ­τω, δι­ό­τι θα πα­ρα­δο­θεί στα χέ­ρια των Α­γα­ρη­νων. Και ιδού εξ­ήλ­θα και πηγαίνω οπού με προστάξει. Και εσύ λοι­πόν ά­πό που έρ­χε­σαι; Πες μου σε πα­ρα­κα­λώ!.

Τό­τε δά­κρυ­σε ο Α­γιος Δη­μή­τριος και του λέ­ει:

— Και ε­γώ το ί­διο έ­πα­θα, Άρ­χι­ε­ρεύ Α­χίλ­λει­ε. Πολ­λές φο­ρές βο­ή­θη­σα τους Θεσ­σα­λο­νι­κείς και τους λύ­τρω­σα ά­πό αιχ­μα­λω­σί­ες και ά­πό θα­να­τι­κό καί ά­πό α­σθέ­νεια. Πλην τώ­ρα, ά­πό τις πολ­λές τους α­μαρ­τί­ες και α­νο­μί­ες α­πο­μα­κρύν­θη­κε ο Θε­ός απ αυ­τούς και με πρό­στα­ξε να τους α­φή­σω να πα­ρα­δο­θούν στα χέ­ρια των Ά­γα­ρη­νων. Γι’ αυ­τό υ­πά­κου­σα στην προ­στα­γή Του και ε­ξήλ­θα και πη­γαί­νω ο­που με προ­στά­ζει.

Αυ­τά εί­παν και οι δύ­ο έ­σκυ­ψαν τα κε­φά­λια τους κά­τω στη γη και έ­κλα­ψαν. Ε­πει­τα ά­πό πολ­λή ώ­ρα φι­λή­θη­καν και α­πο­χαι­ρε­τί­σθη­καν και α­μέ­σως έ­γι­ναν ά­φαν­τοι. Αυ­τό το θαύ­μα εί­δαν οι Χρι­στια­νοί και δεν τόλ­μη­σαν να πά­νε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, άλ­λα γύ­ρι­σαν πί­σω, δι­η­γού­με­νοι το ό­ρα­μα. Δεν πέ­ρα­σε μή­νας και η Θεσ­σα­λο­νί­κη κυ­ρι­εύ­θη­κε και λε­η­λα­τή­θη­κε ά­πό τους Τούρ­κους, ό­πως και η Λά­ρι­σα.

το κείμενο από την ιστοσελίδα του Φοιτητικού Οικοτροφείου: Άγιος Δημήτριος.

Πηγήhttps://simeiakairwn.wordpress.com

Πηγή : http://yiorgosthalassis.blogspot.com/2017/05/15.html

Έτερη διήγηση του ίδιου γεγονότος

Σ” ένα από τα θαύματα αυτά – στο Βιβλίο ΙΙΙ – αναφέρεται κάτι που ενδιαφέρει ιδιαίτερα εμάς τους Λαρισαίους και συγκεκριμένα ότι ο Μυροβλήτης άγιος της Θεσσαλονίκης είχε συνάντηση με τον Μυροβλήτη άγιο της Λαρίσης περί «τα Τέμπη τα Θεσσαλικά»(1).Συγκεκριμένα στο 3ο θαύμα του Γ” Βιβλίου (παράγραφοι 222 – 226) ο συγγραφέας αναφερόμενος στην εποχή του αυτοκράτορος Λέοντος (ο οποίος βασίλευσε τη περίοδο 886 – 912 μ.Χ) μας παρουσιάζει ένα θαύμα του αγίου Δημητρίου που συντελέσθηκε κατά τη διάρκεια κατάληψης της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς. 

Εκείνον τον καιρό, λέει, κάποιοι άνθρωποι Ιταλοί εξόρμησαν από τη πατρίδα τους ένεκα ευχής(τάματος) για να περιηγηθούν τους ναούς κάθε τόπου. Και πορευόμενοι πήραν τον δρόμο που οδηγούσε προς το ναό του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. 

Και ιδού πως περιγράφει ο συγγραφέας των «Θαυμάτων» τη συνάντηση του Μυροβλήτη της Θεσσαλονίκης με τον Μυροβλήτη της Λαρίσης(2) :

«Κατά την οδοιπορία τους, οι Ιταλοί, την ώρα που διέρχονταν τα Θεσσαλικά Τέμπη, είδαν να συνοδοιπορεί ένας άνδρας, τον οποίον ούτε γνώριζαν, ούτε είχαν δει προηγουμένως. Ο άνδρας αυτός είχε ολόλευκα μαλλιά και γένια, γλυκό και ιλαρό πρόσωπο και σεμνή αμφίεση. Και μόνο με τη θέα του υποδήλωνε το μεγάλο του σεβασμό και την εξαιρετική του ταυτότητα.

Επειτα εμφανίσθηκε ένας άλλος άνδρας ερχόμενος προς αυτούς από μπροστά έφιππος, ωραίος μεν στη θέα και εκ φύσεως πολύ ευχάριστος και ευάρεστος, κατηφής, όμως, και μαραμένος, γεγονός που κάλυπτε τη χάρη της ευφροσύνης του, και σαν από κάποιο πένθος καταβεβλημένος και λυπημένος. Αυτός βγάζοντας φωνή όμοια με την όψη του, χαιρέτισε πρώτος τον πρεσβύτη, ονομάζοντάς του Αχίλλιο(3), και τον ρώτησε: «Που πηγαίνες Αχίλλιε; Εγώ, καθώς βλέπεις, έρχομαι προς εσένα». Ο πρεσβύτης ανταπέδωσε περιχαρής το χαιρετισμό, αποκαλώντας αυτόν Δημήτριο, καθώς και μεγάλο αγωνιστή του αθλοθέτη Χριστού.

Με πολύ δε ενδιαφέρον τον ρώτησε ποιά είναι η αιτία της μελαγχολίας και της τόσης κατήφειας και λύπης.- Ο μάρτυς απάντησε: «Αφανίσθηκε η πατρίδα μου και ήδη έχει καταδικασθεί από το Δικαστή των όλων. Χέρια ανδροφόνα και βαρβαρικά εξανδραπόδισαν τους συμπατριώτες μου. Ο ναός μου περιβρέχεται τώρα από τα αίματα των ομοφύλων μου, τα ιερά καταπατούνται από βέβηλα και ακάθαρτα πόδια και έχουν εξουθενωθεί. Και εγώ βεβαίως καθικέτευα το Θεό αδιαλείπτως, παρακαλώντας Τον να ελεήσει τους ατυχήσαντες συμπατριώτες του, και Του ζητούσα ως χάρη να τους λυπηθεί και πάλι. Και την Εκκλησία που ο Κύριος καθαγίασε με το τίμιο αίμα Του, να μην την αφήσει να κατασπαραχθεί απ΄ τα χέρια βαρβάρων, οι οποίοι εμπιστεύονται και στηρίζονται μόνο στην ισχύ τους και όχι στο Θεό. Εκείνος όμως – και βέβαια είναι αδύνατον να εξακριβωθεί το πως Αυτός κρίνει και ποιές είναι οι βουλές Του – άφησε την κληρονομιά Του, το λαό Του δηλαδή, να λάβει πείρα της βαρβαρικής απανθρωπιάς».

Από τα δεινά αυτά, που διηγήθηκε ο μάρτυς για τη Θεσσαλονίκη, συγκλονίσθηκε και συμπόνεσε πολύ ο ιεράρχης Αχίλλιος, έκραζαν δε μαζί: 

«Είναι μεγάλα τα θαυμάσιά Σου, Κύριε, και δεν είναι ικανός κανένας να ερευνήσει και να καταλάβει την οικονομία Σου».

Οι Ιταλοί τα έβλεπαν όλα αυτά με έκπληξη και αμηχανία. Ενας δε από αυτούς, που ήξερε την ελληνική γλώσσα, ρώτησε σιγανά κάπως: «Για πές μου λοιπόν, στρατιώτη, για ποιά πόλη κάνετε λόγο; Ποιά είναι η πόλη που έπεσε στα χέρια των βαρβάρων;».

Ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος απάντησε: «Η δική μου, η δυστυχέστατη πατρίδα μου Θεσσαλονίκη, παραδόθηκε στη μανία των βαρβάρων». 

Και πάραυτα αυτοί, ο πρεσβύτης (ο Αχίλλιος) και ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος, έγιναν άφαντοι από τα μάτια των συνοδοιπόρων τους. Εκείνοι, όντας Ιταλοί, ζήτησαν όταν έμειναν μόνοι τους να μάθουν από τον ομοεθνή τους, που ήξερε την ελληνική γλώσσα, τί άκουσε από τους δύο αυτούς συνοδοιπόρους και ποιοί ήταν. Αυτός με θαυμασμό και έκπληξη διηγήθηκε τα καθέκαστα και τους έκανε γνωστό ότι ο στρατιωτικός που εμφανίσθηκε σ” αυτούς ήταν ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος, ο οποίος μίλησε με κάθε σαφήνεια για τα δεινά της πατρίδας του, της Θεσσαλονίκης, και επιπλέον υποσχέθηκε ότι θα παράσχει σ” αυτούς κάθε ασφάλεια και προστασία».

– Η διήγηση κλείνει με την πληροφορία ότι οι Ιταλοί για να μη γίνουν και αυτοί λάφυρο των εχθρών πήγαν πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί, όχι πολύ μετά, άκουσαν από κάποιους, οι οποίοι διέφυγαν από τα χέρια των βαρβάρων, όλα τα συμβάντα λεπτομερώς και έτσι οι άνθρωποι αυτοί κατάλαβαν σαφώς ότι ο άνδρας εκείνος που είδαν κατά τη πορεία τους ήταν ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος. 

Του Χάρη Ανδρεόπουλου*, δημοσιογράφου – θεολόγου ΑΠΘ

Πηγή : http://animusanimus.blogspot.gr/2013/10/blog-post_24.html

προηγούμενο
επόμενο

Facebook Comments