«Παναγιά μου, τώρα θέλω να τηρήσεις το λόγο σου»

«Ο Γέροντας ήταν αλλεργικό άτομο. Η ασθένειά του εκδηλώθηκε από δεκατεσσάρων ετών σαν σβώλοι άμμου στα μάτια.

Την απέκρυψε όμως από τους σχολιάτρους φοβούμενος. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, το 1930, και κατατασσόμενος στον στρατό είχε ήδη μία σοβαρή εκζεματώδη κατάσταση στη άρθρωση του αστράγαλου του δεξιού ποδιού.

Του έδωσαν δύο χρόνια αναβολή στράτευσης με τη διάγνωση: “Ἄτονον ἕλκος, ἰατόν διά τοῦ χρόνου”. Εκμεταλλευόμενος την αναβολή ήρθε στο Άγιον Όρος.

Η ασθένεια τον ακολούθησε. Το πόδι είχε δια βίου το πρόβλημα με εξάρσεις, που πολλές φορές επεκτείνονταν και στο υπόλοιπο σώμα. Δοκίμασε πολλά φάρμακα και πολυχρόνιες αυστηρές δίαιτες, αλλά μόνο μια μικρή συντήρηση και ανοχή μπόρεσε να επιτύχει. Τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία πονούσε από τα έλκη του ποδιού και σχεδόν δεν κοιμόταν, έλεγε μερικές φορές:

– Δεν παρακάλεσα τον Θεό να μου πάρει την ασθένεια αλλά να μου δίνει υπομονή.

Στα νιάτα του φαίνεται πως έκανε ακόμη μεγαλύτερη υπομονή. Έπρεπε με ένα πόδι που είχε αλγεινή θέα και αλγεινότερη αίσθηση, να πηγαίνει καθημερινώς στην Αγία Άννα, στη θάλασσα, στο βουνό κ.τ.λ., για να υπηρετεί ως μοναδικός νέος της συνοδείας τα δύο γεροντάκια, τον παπα-Νικηφόρο και τον γερο-Προκόπιο.

Έπρεπε να πλένει, να μαγειρεύει, να ζυμώνει μόνο με τα δάχτυλα, γιατί αλίμονο, αν και μία έστω σταγόνα νερού έπεφτε πάνω στο χέρι, που συχνά ήταν καταερεθισμένο και ιχωρώδες από την ασθένεια.

Ένας απελπιστικά αλγεινός στρόβιλος ερεθισμού τον περιτύλιγε ολόκληρο. Απερίγραπτη ταλαιπωρία. Κάποτε έφθασε στα πρόθυρα του θανάτου. Επρόκειτο μάλλον για αλλεργικό σοκ. Ολόκληρο το σώμα είχε ερεθιστεί.

Γεμάτο χονδρές καρούλες (σπυριά) με φοβερή φαγούρα μέχρις αίματος. Το πρόσωπο παραμορφωμένο, με βλέφαρα που έκλειναν κυριολεκτικώς τα μάτια και ρίγη σε όλο το σώμα που γίνονταν όλο και συχνότερα.

Να πως μας περιέγραφε τη φρικτή αυτή κατάσταση ο Γέροντας:

– Προ πολλών ετών είχα το έκζεμα στο ποδάρι. Από το ποδάρι πήγε σ’ όλη τη γάμπα μέχρι τα γόνατα. Έπειτα άπλωσε, επειδή δεν ήξερα τι ωφελεί την ασθένεια αυτή και τι τη βλάπτει. Έπειτα έπιασε το μέτωπο, το στήθος μέχρι τους μαστούς, τα χέρια μου απ’ τα δάχτυλα μέχρι τον αγκώνα. Ο σβέρκος, ο λαιμός πρήστηκαν όλα. Τα μάτια πρήστηκαν, τα βλέφαρα φούσκωσαν. Δεν ήξερα κι εγώ τι να κάνω. Έχει όμως και φοβερή φαγούρα, κνησμό. Όταν έχω τη φαγούρα στο ποδάρι, δεν το ’χω στο χέρι. Εάν το ’χω στο χέρι, δεν το ’χω στο μέτωπο. Σχεδόν όλο τον καιρό εκείνο όλο το σώμα μου είχε πιάσει έκζεμα. Και το κυριότερο ήταν ότι είχα και ανατριχίλες. Κάθε δύο ώρες είχα μια ανατριχίλα, ρίγος. Από δύο ώρες ήρθε στη μία ώρα, από μία ώρα ήρθε στη μισή ώρα. Καταλάβαινα ότι δεν είμαι καλά. Αλλά και πού να πάω; Ήταν τότε, ενθυμούμαι, παραμονή της Παναγίας, το δεκαπενταύγουστο. Ήρθε σ’ όλο μου το σώμα μια ανατριχίλα, ένας αναβρασμός, κνησμός. Έβραζε όλο μου το σώμα σαν να βρισκόταν μέσα σε φλόγες. Όταν βρέθηκα αυτού, μου ’ρθε τότε απόγνωση! Πού να πάω τώρα; Στη Θεσσαλονίκη; Δεν ξέρω πούθε πέφτει η Θεσσαλονίκη. Και πού θα πάω και πού θα βγω και τι θα κάνω στη Θεσσαλονίκη; Μέσα στην απόγνωση που βρισκόμουνα, έφυγα και πήγα στην εικόνα της Παναγίας που είναι στο τέμπλο, προσευχήθηκα και είπα: “Παναγιά μου, τώρα θέλω να τηρήσεις το λόγο σου, τίποτε λιγότερο. Εσύ δεν είπες πως θα είσαι η γιάτρισσά μας, η προστάτισσά μας, η οικονόμισσά μας, η τροφός μας; Πού να καταφύγω τώρα; Μη μ’ αφήσεις να βγω στη Θεσσαλονίκη. Ζητώ να τηρήσεις την υπόσχεσή σου, Παναγία μου. Με βλέπεις σε ποια κατάσταση βρίσκομαι. Να η αρρώστια μου. Δεν μπορώ πια”.

Μου πήγαιναν τα δάκρυα ποτάμι. Και τώρα, όταν τα ενθυμούμαι, δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Είπα αυτά τα πράγματα και βγήκα έξω, στην απλωταριά. Θα απείχε τότε έως 10-12 μέτρα. Τότε όλο το σώμα μου έπεσε. Οι φουσκάλες που είχαν βγει στο σώμα μου όλες από το έκζεμα έσβησαν. Η φλόγωση κατέπεσε. Και το κυριότερο, μια ειρήνη, μια γαλήνη, μια χαρά, μια ανακούφιση γέμισε την ψυχή μου. Όλο το σώμα μου το αισθανόμουν ελαφρό, ευκίνητο. Φώναξα τότε τους πατέρες.

– Ελάτε να δείτε το θαύμα της Παναγίας!»

Ο μακαριστός γιατρός Τάσος Ζαννής περιγράφει το ίδιο γεγονός από την ιατρική σκοπιά.

«Τον παρακαλώ να δεχτεί κάτι αλοιφές που του έφερα, επειδή ήξερα πως πάσχει από έκζεμα.

– Θα ήθελα να παρακαλέσω –λέει– να μου επιτρέψεις να μην τα δεχτώ.

Τον κοιτάζω με απορία. Αυτός μου διηγήθηκε τη θαυματουργική του θεραπεία από ένα φοβερό παροξυσμό του εκζέματος, που τον είχε φέρει σε απόγνωση – θα πρέπει να ήταν κάτι φοβερό για να μας μιλά ο π. Εφραίμ για απόγνωση…

Κρατούσα ακόμη τις αλοιφές στα χέρια. Ένιωσα μεγάλη αμηχανία. Είδα για μια στιγμή το αληθινό νόημα της αρρώστιας και τις πραγματικές διαστάσεις και τα όρια της Ιατρικής».

Ιδιαίτερη αγάπη είχε στην Παναγία και όπως είδαμε στο προηγούμενο περιστατικό, στις δύσκολες στιγμές έτρεχε στη χάρη της. Έλεγε συχνά:

– Η Παναγία είναι πάντοτε μαζί μας, αλλά εμείς δεν το καταλαβαίνουμε. Δεν συμφέρει να Την δούμε γιατί θα υπερηφανευτούμε.

Ο ίδιος όμως την έβλεπε κι ένιωθε την παρουσία της.

Κάποτε είδε την Παναγία να διασχίζει τα κελιά του Ησυχαστηρίου και να εκδηλώνει τη χαρά της για τους πατέρες.

Πολλή ευλάβεια είχε στην εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου της Ι. Μονής Δοχειαρίου. Ονομάζεται έτσι γιατί ανταποκρίνεται γρήγορα στις προσευχές των χριστιανών.

Ό,τι προβλήματα είχε τα ανέθετε σ’ αυτήν. Αλλά και σε κάποιους που είχαν σοβαρά προβλήματα τους έστελνε στο Δοχειάρι για να προσευχηθούν λέγοντας:

– Πήγαινε, παιδί μου, στην Γοργοϋπήκοο, άναψε ένα κερί και ζήτησέ της να σε βοηθήσει.

Απόσπασμα από το βιβλίο “Θα ‘μαστε μαζι!”  Συντροφιά με τον άγιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη του Μητρ. Αργολίδος Νεκταρίου Αντωνόπουλου Εκδόσεις Επιστροφή

Πηγή :Εκδόσεις Επιστροφή 

Πηγή: http://ekdoseisxrysopigi.blogspot.com/2020/08/blog-post_35.html#more

προηγούμενο
επόμενο

Facebook Comments