Παναγία Κοσμοσωτήρα Έβρου

Βρίσκεται σε ένα λοφίσκο της κάποτε βυζαντινής κωμόπολης της Βήρας (σημερινές Φέρες), είναι ένας βυζαντινός Ναός του 12ου αιώνος αφιερωμένος στην Παναγία την Κοσμοσώτειρα. Ο Ναός αποτελεί το Καθολικό της κάποτε Ιεράς Μονής Παναγίας της Κοσμοσώτειρας της Βήρας, που ιδρύθηκε από τον σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό (τριτόκοκο γιό του Αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού) το 1151 – 52. Σήμερα από όλο το συγκρότημα των οικοδομημάτων της Μονής σώζεται μόνο ο Ναός της Κοσμοσώτειρας, τμήμα των τειχών και των πύργων. 

Η ιστορία της Μονής της Παναγίας της Κοσμοσώτειρας, της βυζαντινής κωμόπολης της Βήρας και της σημερινής πόλης των Φερών, αρχίζει όταν το έκτο παιδί και τριτότοκος γιός του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού και της Ειρήνης Δούκαινας, ο πορφυρογέννητος Ισαάκιος Κομνηνός, σε ηλικία 59 ετών, ήρθε “περί τα χείλη του ποταμού” Έβρου και σε τόπο έρημο “ανθρώπων και οικημάτων” όπου και καθίδρυσε “το της Κοσμοσωτείρας και Θεομήτορος φροντιστήριον, ανδρών μοναζόντων”. 

Ήταν το έτος 6.660 από κτίσεως κόσμου κατά την 15η Ινδικτιώνα, δηλαδή από 1ης Σεπτεμβρίου 1151 μέχρι 31ης Αυγούστου 1152 μετά Χριστόν. Με εμπειρία κτήτορος, αφού σε νεαρότερη ηλικία είχε ανακαινίσει ριζικά την Μονή της Χώρας και τον Ναό του Αγίου Στεφάνου του Αυρηλιανού στην Κωνσταντινούπολη, έρχεται κοντά στις εκβολές του Έβρου τον οποίο ονομάζει Μαρίτζα, και στον τόπο αυτό που ήταν γεμάτος φίδια και σκορπιούς και που λεγόταν βηρός, δηλαδή βαλτόνερα, οικοδομεί με βαθιά ευλάβεια ένα ολόκληρο οχυρωμένο μοναστηριακό συγκρότημα, το οποίο παίρνει από την περιοχή το όνομά του: “Μονή της Βήρας, Παναγία η Κοσμοσώτειρα”.

Το μοναστηριακό συγκρότημα ήταν το σπουδαίο και φιλόδοξο εγχείρημα ενός μεγάλου ηγεμόνα, και μέλους της αυτοκρατορικής οικογένειας που προδίδει άπλετα την πληθωρική προσωπικότητα του επιδέξιου αυτού στρατηγού, ποιητή, φιλόσοφου, θεολόγου αλλά και μαθηματικού κτήτορά του.

Περιλαμβάνει το κεντρικό καθολικό αφιερωμένο στη Κοσμοσώτειρα Θεομήτορα με περιμετρικές πτέρυγες κελλιών, περίπου 40 για τους μοναχούς. 

Οι κεντρικές αυτές εγκαταστάσεις περικλείονται με ένα τοίχος που στην νοτιοδυτική γωνία του έχει πύργο για τα σήμαντρα.

Σήμερα διατηρείται καλύτερα αυτός ο πύργος, ύψους 8 μέτρων τετράγωνος εξωτερικά και κυκλικός εσωτερικά.

Στην εσωτερική αυλή υπήρχαν και άλλα κτίρια ακόμα η τράπεζα των μοναχών, το σκευοφυλάκιο, το βεστιάριο και το συγκρότημα των λουτρών. 

Τρεις πύλες οδηγούσαν στην δεύτερη, την εσωτερική αυλή που ήταν και εκείνη τειχισμένη με περίφραξη. Η κύρια πύλη βρισκόταν βόρεια, μία ήταν στα ανατολικά και μία στα δυτικά. Από την ανατολική πύλη μπορούσαν να μπαίνουν στην Μονή και οι γυναίκες, μα μόνο στον εξωτερικό αυλόγυρο και μόνο τρεις φορές τον χρόνο.

Εκεί στον εξωτερικό περίβολο υπήρχαν, σε θέση που παραμένει ασαφής σε μας, δεύτερος ναός αφιερωμένος στον Άγιο Προκόπιο, βιβλιοθήκη, σκευοφυλάκιο, βεστιάριο, ξενώνας, λουτρά, δεσποτικό διαμέρισμα, και κάποια ακόμη διαμερίσματα για φιλοξενία επισήμων.

Όμως το κυριότερο κτίσμα του εξωτερικού περιβόλου ήταν το γηροκομείο ή νοσοκομείο.

Ακόμη, υπήρχαν εδώ οι στάβλοι, τα εργαστήρια και οι μεγάλες αποθήκες. Πιο πέρα από τον εξωτερικό περίβολο βρισκόταν, με δική του περίφραξη και παρεκκλήσιο, το νεκροταφείο των μοναχών. Βορειοδυτικά της Μονής και σε άμεση σχέση με αυτήν ήταν το υδραγωγείο, έργο το οποίο έγινε «με πολύ ιδρώτα και δαπανώντας πολλά νομίσματα». Η κατασκευή του υδραγωγείου εξασφάλιζε νερό για τη στέρνα η οποία τροφοδοτούσε την κρήνη της Μονής αλλά και εκείνη του οικισμού. Σήμερα, κάθετα επάνω στον χείμαρρο με το βυζαντινό όνομα Σαμία, διατηρούνται δυο ακέραιες καμάρες και μία μισή, απομεινάρια του μεγάλου εκείνου έργου.

Το πλάτος του υδραγωγείου είναι 1,30 μέτρα, τα δε τόξα του είναι χτισμένα με ζωηρούς κόκκινους πλίνθους, έχουν άνοιγμα 7 μέτρα και ύψος 5 μέτρα και παρουσιάζουν στην κορυφή τους ελαφριά θλάση όπως τα αραβικά. Η μεταξύ των τόξων τοιχοποιία είναι με επιμέλεια κατασκευασμένη από κανονικούς πωρόλιθους με πλίνθους να παρεμβάλλονται στους οριζόντιους αρμούς.

Το Τυπικό της Μονής

Ο σεβαστοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός, όπως έκαναν άλλωστε και η μητέρα του Ειρήνη Δούκαινα αλλά και ο αδελφός του Ιωάννης, συντάσσει κι αυτός το Τυπικό της μονής που έκτισε στη Βήρα.

Με αυτό κανόνιζε με κάθε δυνατή λεπτομέρεια ολόκληρη την εσωτερική ζωή, τους κανονισμούς αλλά και την δραστηριότητα των μοναχών της. 

Το κείμενο του Τυπικού, το οποίο σε γενικές γραμμές ακολουθεί το Τυπικό της Μονής της Ευεργέτιδος στην Κωνσταντινούπολη, μας αποκαλύπτει εντελώς διαφορετική, μια ποιητική διάσταση της προσωπικότητος του Ισαακίου Κομνηνού και συγχρόνως φιλοσοφική. 

Πίσω από τον πολιτικό, διπλωμάτη και στρατηγό, κρύβεται ένας ευαίσθητος καλλιτέχνης που η αισθητική του έκφραση αναζητά διαρκώς την αρμονία σε πρόσωπα και πράγματα, χωρίς να λησμονεί την πραγματικότητα της ζωής. “Ικανός και στρατηγείν άμα και επιστατείν ποιήμασι και φιλοσοφείν”

Ο Ισαάκιος Κομνηνός στο Τυπικό του ανακήρυσσε την Μονή “ολότελα ελεύθερη, αυτοδέσποτη, ιδιοδέσποτη”, χωρίς να υπάγεται σε καμία εξουσία, είτε βασιλική είτε πατριαρχική, αλλά και χωρίς να ορίζει κανένα Έφορο της απο τη γενιά του και τους κληρονόμους του.

Το μοναστήρι έγινε κοινόβιο και έπρεπε οι μοναχοί να τρώνε σε τράπεζα όλοι μαζί το ίδιο φαγητό, να πίνουν το ίδιο κρασί, να φορούν τα ίδια ρούχα και παπούτσια, χωρίς εξαίρεση ούτε για τον ηγούμενο, μόνο για τους αρρώστους μοναχούς μπορούσε να κανονιστεί μια ιδιαίτερη δίαιτα. Ο αριθμός των μοναχών οριζόταν σε πενήντα για την υμνωδία και εικοσιτέσσερεις ακόμα, για τα διάφορα διακονήματα της Μονής, συνολικά σε 74. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο ο αριθμός των μοναχών, όσο η θεάρεστη πολιτεία των ολίγων.

Αυστηρός και έμπειρος ο σεβαστοκράτορας, όριζε πως οι μοναχοί δεν έπρεπε να είναι ευνούχοι, αλλά άνδρες όχι κάτω των 30 χρόνων. 

Μια εξαίρεση μπορούσε να γίνει για τους συγγενείς των ήδη μοναχών, που επέτρεπε να είναι κάτω των 30 αλλά άνω των 26 χρόνων. Νέοι κάτω των 24 ετών δεν έπρεπε να αναστρέφονται στο μοναστήρι έστω κι αν ήταν συγγενείς του ηγούμενου ή των μοναχών. Σε κάθε κελί θα έμεναν δύο μοναχοί, για ορισμένους όμως μπορούσε να διατάξει ο ηγούμενος να μείνουν ένας – ένας. 

Ενώ ο Ισαάκιος όριζε να γίνεται κάθε μέρα άφθονη διανομή αγαθών στον πυλώνα της Μονής, απαγόρευσε να γίνεται αυτό και στις γυναίκες. “Όχι, γράφει, γιατί μισούμε το γυναικείο φύλο, κάθε άλλο, αλλά γιατί θέλουμε να απομακρύνουμε τη διαφαινόμενη βλάβη των μοναχών απ’ την προσέλευση των γυναικών”.

Διανομή αγαθών και στις γυναίκες επιτρεπόταν μόνο κατά την πανήγυρη του Μοναστηριού στην επέτειο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και κατά την επέτειο του μνημοσύνου του, καθώς όριζε ο Ισαάκιος. Επίσης απαγόρευσε να μπαίνουν στο μοναστήρι γυναίκες εκτός από τις ημέρες των γιορτών της Κοιμήσεως, του Ευαγγελισμού και της Γεννήσεως της Θεοτόκου, οπότε μπορούσαν να πάνε να προσκυνήσουν στο ναό. 

Ο ηγούμενος της μονής έπρεπε να εκλέγεται από όλη την αδελφότητα, να χειροτονείται από τον μητροπολίτη Τραϊανουπόλεως και να παύεται απ’ αυτόν όταν υπήρχαν καταγγελίες των μοναχών για συγκεκριμένα λάθη του. Θα ήταν συγχρόνως και ο πνευματικός της Μονής αλλά θα όριζε επίσης κι άλλους μοναχούς “επιτήδειους στο να δέχονται λογισμούς”. 

Γενικά ο ηγούμενος ήταν πανίσχυρος μέσα στο μοναστήρι καθώς μάλιστα δεν υπήρχε και Έφορος της Μονής. 

Είχε δικαίωμα να έχει πλοιάρια στη Μαρίτζα, ικανά για αλιεία αλλά και χρήσιμα για να μεταφέρονται οι μοναχοί στην Αίνο. 

Για το νοσοκομείο στον περίβολο της Μονής, δυναμικότητος 36 κλινών, όριζε στο Τυπικό του ο Ισαάκιος να υπάρχει ένας γιατρός που μένει μέσα στη Μονή και ένας κληρικός που να λειτουργεί στο ιδιαίτερο ναΐδιο του χώρου για τους ασθενείς. Συγκινητική είναι η προτροπή του ιδρυτή, να προσέχουν οι αρμόδιοιώστε να μη μένει “ούτε μια ώρα άδειο ένα κρεβάτι που κάποιος δυστυχισμένος με αγωνία ζητούσε να καταλάβει”. 

Ο σεβαστοκράτορας προικοδότησε το μοναστήρι της Βήρας με τα απέραντα κτήματα από γονική κληροδοσία που είχε στην Αίνο και όρισε και κείνα, από όσα είχε παραχωρήσει στους αυλικούς του, να περιέρχονται μετά το θάνατό τους στην αγαπημένη του Κοσμοσώτειρα. 

Επίσης παραχώρησε στο μοναστήρι ως μετόχι, το ναό του Αγίου Στεφάνου του Αυρηλιανού με τα κτίσματά του, που βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του σεβαστοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Τρεις μοναχοί της Κοσμοσώτειρας έπρεπε να μένουν στον Αγιο Στέφανο για τη θρησκευτική υπηρεσία του ναού αλλά και για να φιλοξενούν τους αδελφούς τους της Βήρας, όταν θα έρχονται για υποθέσεις της Μονής στην Βασιλεύουσα. 

Ακόμη, με ιδιαίτερο χρυσόβουλο κληροδοτεί στη Μονή της Βήρας και ιδιόκτητα πλοία, που μπορούσαν να προσορμίζονται στο λιμάνι της Μονής Βήρας, ίσως σε κάποιο από τα ανοίγματα του Έβρου με το δέλτα προς το θρακικό πέλαγος. O σεβαστοκράτορας ως κτήτορας, έχει την απαίτηση και ζητάει από τους μοναχούς να τον μνημονεύουν κάθε μέρα στις προσευχές τους για να συγχωρέσει ο Θεός τις πολλές αμαρτίες του. “Ω Θεού μήτερ και δέσποινα, ρύσαις τον προσελθόντα σοι δούλον σου και κτήτορα Ισαάκιον τη προς τον σον υιόν μεσιτεία σου της μελλούσης κολάσεως, εγκολπωσαμένη τούτον ταις αχράντοις ωλέναις σου”. Όπως και με αυστηρότητα αξίωνε από τους μοναχούς και τους κατά καιρόν ηγουμένους να μη τολμήσουν ποτέ να απεικονίσουν την μορφή του, είτε μέσα στο μοναστήρι είτε έξω, προσθέτοντας πως θα τον έχουν αντίδικο στη μέλλουσα κρίση, αν κάνουν κάτι τέτοιο.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ – ΓΛΥΠΤΙΚΗ – ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ.

Α. Αρχιτεκτονική.

Οι διαστάσεις του Ναού είναι: το μέσο μήκος του 23 μέτρα και το μέσο πλάτος του 17 μέτρα ενώ η αναλογία του πλάτους προς το μήκος είναι 3/4 και το ύψος του τρούλου είναι 17 μέτρα, με την αναλογία του πλάτους προς το ύψος είναι 1/1.

Δηλαδή, πρόκειται στην ουσία περί ενός κτίσματος μεσαίου μεγέθους, με αναλογίες που στην αρχαιότητα συμβόλιζαν ένα ιδανικό σχήμα και κατ’ επέκτασιν την αρμονία του κόσμου.

Το άνοιγμα των κεντρικών θόλων του σταυρού είναι 7 μέτρα, επίσης 7 μέτρα είναι και το μήκος των θόλων του μεσαίου κλίτους ενώ το μήκος των εγκαρσίων κεραιών του σταυρού είναι το μισό της διαστάσεως του κατακόρυφου κλίτους, δηλαδή στα 3.5 μέτρα.

Η διάμετρος του δωδεκάπλευρου εξωτερικά τρούλου είναι επίσης στα 7 μέτρα. Η αρχιτεκτονική σύνθεση έγινε με σκοπό ο κύριος κάθετος άξονας του ναού, ανατολή – δύση, να επαναλαμβάνει τρεις φορές το κεντρικό τετράγωνο βάσης του τρούλου 7+7+7, ενώ ο εγκάρσιος άξονας, βορράς – νότος, να επαναλαμβάνει δεξιά κι αριστερά του τετραγώνου της βάσης του τρούλου, την μισή διάστασή του 3.5 + 7 + 3.5 μέτρα.

Η μεγάλη διάμετρος του τρούλου και το μέγεθός του δημιουργεί ωθήσεις ισχυρές που οι αρχιτέκτονες τις αντιμετώπισαν με καλαίσθητα ζεύγη κιόνων, εσωτερικά στην περιοχή εισόδου με τους παχύτερους εξωτερικούς τοίχους στην περιοχή του ιερού και με τις ελαφρές αντηρίδες βόρεια, νότια και δυτικά.  

Ακόμη, ο μεγάλος τρούλος είναι διάτρητος από παράθυρα και χωρισμένος εσωτερικά σε βεργία που μεγαλώνουν προοπτικά το ύψος του και ενοποιούν το κάθετο τύμπανο με τον ημισφαιρικό θόλο ώστε να αγκαλιάζουν τελικά όλο το χώρο του κτίσματος. 

Η αρχιτεκτονική βούληση θέλει να δημιουργήσει στον ναό την εντύπωση ενός ενιαίου σχεδόν τετραγώνου και αυτό το καταφέρνει κυρίως στη δυτική πλευρά, εφ’ όσον στην ανατολική οι κόγχες της προθέσεως και του διακονικού δεν βοηθούν στην εντύπωση αυτή και για αυτόν ακριβώς το σκοπό, οι αρχιτέκτονες του ναού μεταχειρίστηκαν τον δικιόνιο τύπο. 

Σύμφωνα με αυτόν δημιουργείται ένα ευρύτερο άνοιγμα του χώρου στο δυτικό τμήμα του ναού που δεν δυσκολεύει το μάτι να φθάσει μέχρι τους πλαϊνούς του τοίχους. Τέσσερις μεγαλοπρεπείς και πολύ σπουδαίοι οκτάπλευροι εσωτερικά τρουλίσκοι αποτελούν ουσιαστικά δορυφόροι του κεντρικού μεγάλου τρούλου και κατασκευάστηκαν με σκοπό να μπορέσουν να ελαφρύνουν το βάρος του χωρίς όμως να τον αποκρύψουν, αλλά και για να καλύψουν και τις σκληρές γωνίες του υπόλοιπου μεγαλοπρεπούς οικοδομήματος.

Αυτοί οι εξαιρετικά ενδιαφέροντες τρουλίσκοι εσωτερικά δημιούργησαν επίσης με την σειρά τους τέσσερα διαμερίσματα τα οποία κυρίως στο δυτικό τμήμα του ναού, παρουσίασαν την ανάγκη ανάμεσα στο μεσαίο κλίτος και στα πλάγια κλίτη να δημιουργηθούν τόξα με άνοιγμα ίσο με το πλάτος των γωνιακών αυτών διαμερισμάτων. 

Τα τόξα αυτά ήσαν όμως πολύ μικρότερα από το μήκος του κυλινδρικού αυτού θόλου, δεν αρκούσε η μία σειρά κιόνων. Έτσι τοποθετήθηκαν οι δύο κίονες για να διπλασιαστεί η επιφάνεια που θα εδράζεται ο θόλος. Με αυτόν τον τρόπο ο κύριος χώρος από την είσοδο μέχρι το τέμπλο παίρνει ένα σχεδόν τετράγωνο σχήμα, στο οποίο κυριαρχεί έκκεντρα ο τρούλος και σε αυτόν ανοίγεται η μεγάλη αψίδα του ιερού.

Έτσι, η αρχιτεκτονική του Παναγίας Κοσμοσώτειρας υλοποιεί τη γνωστή θεολογική ερμηνεία: ο εισερχόμενος στον ορθόδοξο ναό, προσπαθεί αναζητώντας τον Οικοδεσπότη Θεό να προσηλώσει το βλέμμα του σε Αυτόν.

Ο τρούλος, κατοικητήριο του Θεού, δεν μπορεί να συγκρατήσει το ανθρώπινο βλέμμα που αναγκάζεται να κατέβει χαμηλότερα, κατ’ ευθείαν απέναντι στην ανατολική αψίδα, όπου πιο απαλά δέχεται την εναγώνια αναζήτηση του Θεού από τον άνθρωπο. Δια μέσου της μεσιτείας της Πλατυτέρας από την κορυφή της ανατολικής αψίδας φτάνει στη βάση της, στο επίπεδο της γης, όπου επάνω στην Αγία Τράπεζα ο Θεός παρουσιάζεται ορατός με τα είδη του άρτου και του οίνου να προσφέρεται στους ανθρώπους “προς κοινωνίαν”. 

Έτσι τα αρχιτεκτονικά στοιχεία της Παναγίας της Κοσμοσώτηρας με την κατά βάση ορθόδοξη θεολογική ερμηνεία τους, δίνουν εξωτερικά ένα μεσαίου μεγέθους οικοδόμημα που αναδιπλώνεται εσωτερικά σ’ ένα οίκο του Θεού με αρμονικό χαρακτήρα.

Β. Γλυπτική.

Ολόκληρο το οικοδόμημα περιτρέχει εσωτερικά μια διακοσμητική ταινία στο ύψος γεννήσεως των ημικυλινδρικών καμαρών. Παρόμοια ταινία υπάρχει και στη βάση του τύμπανου του τρούλου. Πλουσιότερο όμως γλυπτικό διάκοσμο εμφανίζουν τα κιονόκρανα του ναού. Τέσσερις συνολικά, ανά δύο ζεύγη, οι κίονες έχουν ύψος 3,60 μέτρα. Αποτελούνται από βαθμιδωτή βάση, αρράβδωτο κυλινδρικό κορμό από στιλβωμένο σκοτεινόχρωμο μάρμαρο και επάνω κιονόκρανο με άβακα. Τα αρχικά κιονόκρανα ανήκουν στο λεβητοειδή τύπο και κοσμούνται με ανθέμια. Από τους Τούρκους καλύφθηκαν με γύψινη επένδυση και έγιναν βαριά και άκομψα. Σήμερα από το ένα ζεύγος αφαιρέθηκε ο γύψος και αποκαλύφθηκαν τα αρχικά μαρμάρινα κιονόκρανα. Από το γλυπτό διάκοσμο του μαρμάρινου βυζαντινού τέμπλου του ναού ελάχιστα μόνο λείψανα βρέθηκαν. Πρόκειται για τμήματα από τα επιστήλια του τέμπλου που κι αυτά κοσμούνται με ανθέμια. 

Γ. Τοιχογραφίες.

Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων του Ναού από ορισμένο ύψος και πάνω, καθώς και οι επιφάνειες των θόλων καλυπτόταν από τοιχογραφίες. 

Μετά την αφαίρεση του σοβά με τον οποίο οι Τούρκοι τις κάλυψαν, σήμερα διακρίνονται χαμηλότερα, δύο επισκοπικές πομπές που καταλήγουν στις επισκοπικές μορφές του ιερού.

Πιο πάνω σε μικρότερη κλίμακα ακολουθούν προφήτες και μορφές από την Παλαιά Διαθήκη. Κορμοί με παρόμοιες μορφές καλύπτουν ψηλότερα και τα τύμπανα του μεσαίου και εγκαρσίου κλίτους.

Στην κεντρική περιοχή του νοτιοδυτικού γωνιακού τρούλου από τα υπάρχοντα λείψανα της παλαιάς τοιχογραφίας μπορούμε να συμπεράνουμε ότι υπήρχε παράσταση του Χριστού. 

Στην αντίστοιχη περιοχή του βορειοδυτικού τρούλου σώζεται, πιθανότατα πάνω από την παλαιά θέση του ταφικού μνημείου του κτήτορα Ισαακίου Κομνηνού, μια αιθέρια παράσταση της Θεοτόκου.

Δεν είναι εξακριβωμένο αν αυτή η παράσταση της Θεοτόκου σε συνδυασμό με την αντίστοιχη του Χριστού είναι η ίδια που περιγράφει ο σεβαστοκράτορας στο Τυπικό του “…με πολλή θαυμαστή τέχνη έχουν εικονισθεί ο υπεράγαθος Χριστός και η Θεομήτωρ και Κοσμοσώτηρα, έχουν δε απεικονισθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται ότι είναι εικόνες ζωντανές και λίγο λείπει να μιλήσουν γλυκά σ’ αυτούς που τις κοιτάζουν…”

Γενικά οι μορφές των τοιχογραφιών παρουσιάζονται πλατειές με στρογγυλά πρόσωπα και με απλή φωτοσκίαση, εμφανίζουν υπερβολικό ρεαλισμό, κάτι που δεν χαρακτηρίζει συνήθως τις βυζαντινές αγιογραφίες. Κατά το Φώτη Κόντογλου οι τοιχογραφίες της Κοσμοσώτειρας διακρίνονται από πολύ “λαϊκό πνεύμα”.

Πάνω από τη ζώνη με τις επισκοπικές πομπές, ανάμεσα στα μικρά κατώτερα παράθυρα των τυμπάνων του εγκάρσιου κλίτους, διακρίνονται παραστάσεις στρατιωτικών αγίων. 

Ειπώθηκε σε αρχαιολογικό συνέδριο η άποψη ότι οι παραστάσεις αυτές είναι της οικογενείας των Κομνηνών, τελείως λαθεμένη κατά την γνώμη μας, τόσο επειδή αντίκειται στην πρακτική της βυζαντινής αγιοκατάταξης των κτητορικών μορφών, όσο και στην επιθυμία του Ισαακίου όπως περιγράφεται στο Τυπικό του, όπου μετά δακρύων παρακαλεί να μην απεικονίσουν την μορφή του πουθενά και ποτέ στη Μονή της Βήρας. 

Μολονότι δεν υπάρχουν ιστορικές αποδείξεις, θρύλοι και παραδόσεις θέλουν τον Ισαάκιο Κομνηνό να έχει ταφεί στο εσωτερικό της μονής. 

Σε αυτό συντείνει και η τοιχογραφία της Παναγίας Κοσμοσώτειρας που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του τοιχώματος του θολωτού χώρου, με την Βρεφοκρατούσα να δείχνει με το δεξί της χέρι το πάτωμα του ναού.  

Για αρκετούς ειδικούς ερευνητές αλλά και ιστορικούς, η ασυνήθιστη αυτή μορφή της Παναγίας και η ανατρεπτική τάση που ενέχει η τεχνοτροπία της απεικόνισής της, μπορεί να σημαίνει μόνο ότι εκείνος που τη φιλοτέχνησε την εικόνα επιθυμούσε να αποκαλύψει το σημείο όπου βρίσκεται εδώ και αιώνες θαμμένος ο σεβαστοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός. 

Ο Ναός της Παναγίας της Κοσμοσώτηρας στις Φέρρες μέχρι πριν λίγα χρόνια ήτανε ένας ενοριακός Ναός, αλλά σήμερα δυστυχώς λειτουργεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, καθώς έχει χαρακτηριστεί σημαντικό, διατηρητέο μνημείο από την Αρχαιολογική υπηρεσία. 

Πρόσφατα ανακαλύφθηκε μέσα στο ιερό μία καταπακτή που υπόγεια οδηγεί έξω από το κάστρο.  

Η πανήγυρις του Ναού της Κοσμοσώτειρας τελείται κάθε χρόνο πανδήμως στις 15 Αυγούστου και έχει καθιερωθεί ως το “Παγκόσμιο Προσκύνημα των Θρακών”, ενώ από το ναό ξεκινά μια από τις πιο συγκινητικές λιτανείες της ιερής εικόνας, συνοδευόμενη από ποικίλες εορταστικές εκδηλώσεις. 

Οι λειτουργικές ενοριακές ανάγκες εξυπηρετούνται σήμερα από το νεότερο διπλανό ναό, του Τιμίου Σταυρού. 

Τηλ.: (+30) 25550 – 22227, Δημοτικό Τουριστικό Κέντρο Φερών: (+30) 25550 24310

προηγούμενο
επόμενο

Facebook Comments