Στη Ρόδο η Παναγία Καθολική Κρεμαστής

Ναός στην ελληνική γλώσσα σημαίνει το κατοικητήριο, το εσώτατο μέρος του ιερού, το άδυτο. Στην ιωνική έχουμε τη γενική «του νηός», στην αττική «του νεώς» εκ του «ναίω». Το ρήμα αυτό, όπως και το «νεύω», καθώς και η λέξη «νους» δείχνουν ροή και πληρότητα. Ενδιαφέρον η λέξη παρουσιάζει ότι στη δωρική και αττική ποιητική η γενική της λέξης «ναός» είναι νάϋς» δηλαδή το πλοίο. Αν ανατρέξουμε και στο συγγενικό ρήμα «νάω» (ρέω, τρέχω), θα βρούμε ως παράγωγό του τη λέξη «νάμα», που σημαίνει πηγή». Έτσι, ενώ το κατοικητήριο υποδηλώνει ένα σταθερό και ακίνητο σημείο, αρκετά παράγωγά της λέξης «ναός» μας δημιουργούν την αίσθηση της κίνησης και της διαρκούς ροής.

Ο ιερός ναός της Παναγίας Καθολικής αποτελεί για την αποστολοβάδιστο και αγιοτόκο Ρόδο το καύχημά της, ως το μέγα θεομητορικό προσκύνημα, που, σε πείσμα των καιρών και των χρόνων, των αντιξοοτήτων και δυσχερειών της ιστορίας, παραμένει σε κίνηση και διαρκή ροή ορθόδοξης μαρτυρίας. Το διαχρονικό αυτό γεγονός είναι απόσταγμα δοξολογικής αναφοράς του εκκλησιαστικού σώματος, το οποίο «κρύβει όλο τον πλούτο του έναστρου ουρανού, που διηγιέται την δόξα του Κυρίου Θεού» (Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, «Προς Εκκλησιασμό» σ. 34).

Κατά τον άγιο Γερμανό, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο ναός είναι, πρωτίστως, «εκκλησία, οίκος θεϊκός, ένθα η μυστική ζωοθυσία γέγονεν και τα ένδον του ιερατείου, το άγιον σπήλαιον, ένθα ο τάφος και η τράπεζα η ψυχοτρόφος και ζωοποιός και οι εν αυτώ μαργαρίται, τα θεία διδάγματα της διδασκαλίας του Κυρίου προς τους μαθητάς Αυτού» (Migne Ρ. G. 98 σελ. 384 – 385).

Η συνισταμένη όλων αυτών των πραγματικοτήτων για το ναό της Παναγίας Καθολικής αναμφισβήτητα είναι η ιερή εικόνα της Θεοτόκου, η οποία βρίσκεται στον ίδιο χώρο και τόπο εδώ και αιώνες πλέκοντας θρύλους και ιστορία για την προσέλευση και για τα πολλά και εξαίσια θαύματά της.

Η επιβλητική φορητή εικόνα δεσπόζει σε ημικυκλικό σχήμα μεγάλων διαστάσεων, στο ιδιαίτερο παρεκκλήσιο του ιερού ναού, άλλοτε χώρο του προγενέστερου ναού, δίχως να υποστεί μετακίνηση. Εικονίζει τη Θεοτόκο στο φυσιογνωμικό τύπο της ένθρονης μετωπικής παράστασης. Κρατά κατ’ αυτό τον τρόπο το μικρό Ιησού Χριστό, τον οποίο και προβάλλει έντονα. Τις δυό άλλες μορφές πλαισιώνουν οι δυό σεβίζοντες άγγελοι.

Τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά της Παναγίας, αν και έχουν υποστεί επιζωγραφίσεις σε κάποια σημεία, δείχνουν απόδοση των φωτοσκιάσεων του προσώπου με αβρότητα, ώστε οι ειδικοί να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η εικόνα συνδέεται με έργα των αρχών, πιθανόν, του 15ου  αιώνα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αργυροεπίχρυση επένδυση της ιερής εικόνας. Η συνήθεια να ενδύονται οι ιερές εικόνες η άλλα ιερά αντικείμενα με πολύτιμα μέταλλα, έχει τις ρίζες της στη μακραίωνη παράδοση της βυζαντινής τέχνης, η οποία φτάνει μέχρι την παλαιοχριστιανική περίοδο.

Η εικόνα της Παναγίας της Καθολικής, σύμφωνα με την αναγραφόμενη ημερομηνία, επενδύθηκε το 1926. Είναι έργο εξαίσιας τέχνης με ανεικονικά (φυσικά και γεωμετρικά) θέματα και πιθανόν να προέρχεται από εργαστήρι της Σμύρνης, αφού υπάρχουν και άλλα παραδείγματα στο νησί από τη συγκεκριμένη μικρασιατική περιοχή. Η φορητή αυτή εικόνα αντικατέστησε προϋπάρχουσα τοιχογραφημένη στον ίδιο χώρο εικόνα, η οποία δεν άντεξε στις ιστορικές και φυσικές συνθήκες. Η πρώτη αυτή εικόνα με το προσωνύμιο «Καθολική», που σημαίνει την οικουμενική – καθολική αποδοχή του προσώπου της Θεομήτορος, παρέμεινε στη μνήμη του ευσεβούς λαού, ως «κτητόρισσα».

Ο αγιασμένος χώρος και τόπος από τη χάρη της Θεοτόκου, κατά καιρούς και σύμφωνα με τις εκάστοτε ιστορικές επιβεβλημένες ανάγκες, αλλάζει μορφή, δίχως ωστόσο η ιερά εικόνα να μετακινείται από τη θέση της. Ο υπάρχων ιερός ναός αντικατέστησε προγενέστερό του ναό, που κατασκευάσθηκε το 1839, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή. Ο ναός αυτός αρχιτεκτονικά δε διέφερε από τους άλλους ναούς της Ρόδου. Ήταν θολωτή μονόκλιτη βασιλική. Το ιδιαίτερο όμως χαρακτηριστικό του ιερού προσκυνήματος κατά την περίοδο αυτή είναι η μοναστηριακή μορφή, που έχει εξωτερικά. Πλήθος κελιών σχηματίζουν περιμετρικά του ναού ένα τεράστιο συγκρότημα παρουσιάζοντας τον ιερό ναό, ως «καθολικό» ιεράς Μονής. Στους χώρους αυτούς φιλοξενούνταν κατά την περίοδο της κατοχής, και μετά απ’ αυτήν, ενδεείς από τα γειτονικά με τη Ρόδο νησιά, αλλά και οι πολυάριθμοι προσκυνητές κατά την περίοδο της πανηγύρεως, τον Αύγουστο.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική διάταξη του μοναστηριακού συγκροτήματος ενθυμίζει και υποδηλώνει, με τον πλέον ακραιφνή και πνευματικό τρόπο, την ενότητα και τη σωτηρία των πάντων, που μυσταγωγείται και τελεσιουργείται στην Εκκλησία. Αυτή «οικονομεί» τον άνθρωπο ακόμα και στις βιοτικές του αντιξοότητες.

Τα δεδομένα των αναγκών, που δημιουργούνται από την αυξανόμενη συρροή των προσκυνητών, λόγω των πολλών θαυμάτων της Θεομήτορος, έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του νέου ιερού ναού. Αυτός πλέον καταλαμβάνει το χώρο του παλαιού.

Ο ναός ανήκει στο ρυθμό της βασιλικής σταυροειδούς μετά τρούλου. Είναι τρίκλιτος με τα κλίτη αφιερωμένα στους αγίους Σπυρίδωνα και Σάββα τον ηγιασμένο. Η αρχιτεκτονική του ναού, όπως όλες οι εκκλησιαστικές τέχνες, που συνδυάζονται μ’ αυτόν, παραμένει εύγλωττο μνημείο και ζωντανή έκφραση της παραδόσεως και της ζωής, που διέσωσε η Ορθοδοξία.

Η συμμετοχή του ευσεβούς λαού, με προσωπική εργασία στην ανοικοδόμηση του κατοικητηρίου της Θεομήτορος, δηλώνει αφ’ ενός μία υπαρξιακή σχέση με το λατρευτικό κέντρο της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας και αφ’ ετέρου διαλογική σχέση με το θείο, με τον άνθρωπο και με την ύλη. Έχουμε εδώ την προσωπική συνάντηση και σχέση του ανθρώπου με το λόγο της αγάπης και της σοφίας του Θεού, που αποκαλύπτεται στην υλική κτίση (Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος σ. 62).

Ο αρχοντικός και επιβλητικός ναός της Παναγίας της Καθολικής έχει κατορθώσει ως κτίσμα, ανήκοντας στην άλογη δημιουργία, να «λογοποιηθεί» και να κατασταθεί, ως έναρθρος λόγος και δοχείο της χάριτος του Θεού με τις μεσιτείες της περιπύστου εικόνος της στη ζωή των ανθρώπων.

Οι εκφάνσεις του Αγίου Πνεύματος, οι οποίες βιώνονται ως δωρεές και θαύματα με τη μεσιτεία της Παναγίας της Καθολικής, είναι συνεχείς στο χώρο του ιερού ναού. Το θαύμα δεν καταπατεί την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά την αναδεικνύει, ως τη μόνη δυναμική για την ένωση κτιστού και ακτίστου. Σωστά παρατηρεί ο Ρώσος διηγηματογράφος Ντοστογέφσκυ στους «αδελφούς Καραμαζόφ»: «το θαύμα, η αυθεντία και το μυστήριο δε σώζουν τον άνθρωπο, αλλά η ελευθερία» («Ο Μ. Ιεροεξεταστής» σ. 39 , εκδόσεις Πατάκη).

Η πίστη στην ελευθερία του προσώπου η η ελευθερία της πίστεως ως παράδοση της ζωής δίχως όρους «Χριστώ τω Θεώ» επαναφέρει τον άνθρωπο στη φυσική του κατάσταση, που είναι η «χριστοποίηση» της φύσεως. Ιάσεις τυφλών, καρκινοπαθών, κωφαλάλων, παραλυτικών, χειμαζόμενων υπό χαλεπών ασθενειών, αποκαμωμένων από τις παγίδες και τα βέλη του πονηρού, που κατατιτρώσκουν την καρδιά του ανθρώπου, είναι τα ορατά σημεία της επεμβάσεως της θεομήτορος «κατά την εκάστου χρείαν και σωτηρίαν».

«Προς τίνα καταφύγω άλλην αγνήν; Ασθενεί μου το σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή» (Εκ των παρακλητικών Κανόνων της Υπεραγίας Θεοτόκου). Στη θεραπεία της ανθρώπινης υπάρξεως , κατ’ επέκταση, μπορούν να νοηθούν και τα κατά καιρούς εκκλησιαστικά ιστορικά γεγονότα, που διαδραματίστηκαν στον ιερό χώρο της Παναγίας της Καθολικής. Και αυτό, διότι η Εκκλησία είναι εκείνη που θεραπεύει την ανθρώπινη φύση με τρόπους, που της υποδεικνύει ο Παράκλητος.

Η έναρξη του θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και το πολυαρχιερατικό συλλείτουργο των εκπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, παρουσία αντιπροσωπείας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, στον πάνσεπτο ιερό ναό της Παναγίας της Καθολικής, αναμφισβήτητα σηματοδοτεί την απαρχή της θεραπείας της διαιρεμένης χριστιανοσύνης. Η διαίρεση αυτή έχει ως υπόβαθρο την ασθενή φύση του ανθρώπου, ο οποίος αρνείται τη διαλλαγή και τη συνύπαρξη «εν ορθοπραξία» μετά των συνανθρώπων του.

Στην ίδια λογική βρίσκεται η επίσημη επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ο οποίος ενίσχυσε δια των θερμών του λόγων και της παρουσίας του την Εκκλησία της Δωδεκανήσου. Αυτή, χάρις στην ανύστακτη μέριμνα του σεπτού Οικουμενικού Θρόνου, παρέμεινε μέσα στους αιώνες ορθόδοξη.

Ιδιαίτερης όμως σημασίας τυγχάνει και το πρόσφατο μεγάλο ιστορικό γεγονός της ελεύσεως της Τιμίας και Πανακηράτου Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου από την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους, όπου και φυλάσσεται. Χιλιάδες προσκυνητών κατέκλυσαν τον Ιερό Ναό της Θεομήτορος και για πρώτη φορά στην ιστορία της Δωδεκανήσου είχαν την ευκαιρία να προσκυνήσουν το τιμιότερο και αμεσότερο κειμήλιο, που σχετίζεται με την Παναγία. Αυτό απέδειξε την πίστη και την προσήλωσή τους στην ορθόδοξη παράδοση, που είναι ζωή και εμπειρία εκκλησιαστική.

Το ιερό προσκύνημα της υπεραγίας Θεοτόκου για την αποστολική Μητρόπολη της Ρόδου αποτελεί το «νάμα», την αστείρευτη πηγή της πίστεως και των θείων ενεργειών. Η ακαταίσχυντη ελπίδα της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους , η Δέσποινα του κόσμου, η Παναγία η Καθολική, «η των αιωνίων πρόξενος, η ρίζα των απορρήτων αγαθών και παντός αγίου κορυφή και τελείωσις», κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, (Γρηγορίου Παλαμά, ομιλία 53,25. Εκδόσεις Σ. Οικονόμου, Αθήνησι 1861 σ. 162) με τρόπους, που εκείνη γνωρίζει, φανερώνει μέσα στο διάβα των αιώνων την ευαρέσκειά της για τον τόπο αυτό, ο οποίος γίνεται φάρος τηλαυγής, που φωτίζει, μαζί με τ’ άλλα προσκυνήματα της Δωδεκανήσου καθολικά τον κόσμο και τον καλεί σε καθολική-οικουμενική μεταμόρφωση και ανακαίνιση, διότι «αυτή (η Θεοτόκος) είναι η καρδιά του κόσμου, ακόμα κι αν ο κόσμος αγνοεί την καρδιά του». (Ολιβιέ Κλεμάν, «Οι καιροί που καλούν την Εκκλησία». Θεολογικό Αλφαβητάρι 3. Εκδόσεις Μαΐστρος).  Αρχιμ. Μελίτωνος Μπέλλου.

Πηγή : http://www.imr.gr/content.php?menuid=3&id=61

 

προηγούμενο
επόμενο

Facebook Comments