Οι δια Χριστόν σαλοί εμφανίζονται στη βυζαντινή περίοδο. Είναι κάποιοι, που μετά από πολλή άσκηση, με έμπνευση του Θεού, υποκρίνονται τους τρελούς, «ὑπάγουν, ἐμπαίζουσι τῷ κόσμῳ», όπως λέει ένας άγιος του 6ου αιώνα, ο Συμεών, ο δια Χριστόν σαλός, στον συνασκητή του άγιο Ιωάννη. «Μὴ φοβηθῇς, ἀδελφὲ Ἰωάννη· οὐ γὰρ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ βούλομαι τοῦτο πράξαι ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ κελεύοντός μοι», τον διαβεβαιώνει, όταν αυτός του εκθέτει τους κινδύνους στους οποίους θα υποβάλει τον εαυτό του.
Ένας λόγος για την προτίμηση αυτής της παράδοξης ζωής είναι η αποφυγή της ανθρωπαρέσκειας και του κινδύνου της υπερηφάνειας. Όπως γράφεται στον βίο του αγίου Συμεών, «ἡ δὲ εὐχὴ πᾶσα αὐτοῦ ὑπῆρχεν τοῦ σκεπασθῆναι αὐτοῦ τὴν ἐργασίαν μέχρι τῆς αὐτοῦ μεταστάσεως ἐκ τοῦ βίου, ἵνα διαφύγῃ τὴν τῶν ἀνθρώπων δόξαν, δι᾿ ἧς παραγίνεται ὑπερηφανία καὶ οἴησις ἡ καὶ ἀγγέλους ἀπολέσασα ἐξ οὐρανῶν.» Κι ο Θεός τον εισακούει. «Καὶ γὰρ τοσαύτας θαυματουργίας αὐτοῦ ἐπιτελέσαντος καὶ τοσαῦτα παράδοξα κατεργασαμένου, […] οὐκ ἐγένετο δήλη ἡ τοῦ ὁσίου έργασία τοῖς ἀνθρώποις», συνεχίζει ο βιογράφος του.
Ένας δεύτερος λόγος είναι η αποφυγή του συγχρωτισμού με τις εξουσίες του κόσμου και η απόρριψη των κοινωνικών συμβάσεων στις οποίες είχαν εθιστεί οι χριστιανοί μετά την επικράτηση της Ορθοδοξίας στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Προσπαθούν να μιμηθούν τους πιστούς των πρώτων αιώνων, που ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας, χαρακτηρίζονταν «μωροὶ διὰ Χριστὸν»[1] και γίνονταν «θέατρον … τῷ κόσμῳ καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις»[2], όπως ο Απόστολος Παύλος. Να μιμηθούν τους μάρτυρες και να μαρτυρήσουν με τη ζωή τους πως η κοινωνία αυτή είναι πρόσκαιρη και πως το «πολίτευμα» των χριστιανών βρίσκεται στους ουρανούς[3].
Γι᾿ αυτό και κάνουν σκανδαλώδη πράγματα, διασαλεύοντας την κοινωνική και την εκκλησιαστική τάξη, καταπατώντας επιδεικτικά τη συμβατική ηθική, προκαλώντας αμηχανία και δυσανασχέτηση στους πολλούς, επισύροντας δαρμούς, εξευτελισμούς και την έσχατη κοινωνική απόρριψη. Κάποιοι όμως, διακρίνουν την αγιότητα κάτω από το σχήμα της τρέλας, τους πλησιάζουν, εκπλήσσονται από την ισάγγελη ζωή τους και δέχονται κάτι από τη χάρη του Θεού που έχουν άφθονη. Κάτω από τα προσχήματα μιας ανορθόδοξης και σκανδαλώδους συμπεριφοράς, οι δια Χριστόν σαλοί ευεργετούν τους συνανθρώπους με διδασκαλίες και θαύματα, τους ελέγχουν για παρεκτροπές και τους διορθώνουν, επιβάλλοντας όμως πάντα στους ευεργετούμενους τη σιωπή, για να μην αποκαλυφθούν. Συνήθως, ενώ οι εκκλησιαστικές αρχές τους αγνοούν ή τους καταφρονούν, έχουν ένα εκκλησιαστικό πρόσωπο στο οποίο «αναφέρονται» και μέσω του οποίου διατηρούν δεσμούς και με τη στρατευομένη Εκκλησία. Στο τέλος της ζωής τους, ο Θεός τους δοξάζει με υπερφυσικά φαινόμενα, οι ευεργετηθέντες αποκαλύπτουν τις ευεργεσίες τους κι η Εκκλησία τους τιμά ως Αγίους.
Σε πολλά οι δια Χριστόν σαλοί μάς θυμίζουν και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ζουν με μεγάλη εγκράτεια και άσκηση, ελέγχουν πλούσιους και υψηλά ιστάμενους, τιμωρούν και κάποιους σωματικά, για το καλό τους. Ενεργούν με μιαν άλλη εξουσία, μη θεσμική, αυτήν από τον Θεό, και διασώζουν το προφητικό χάρισμα μετά Χριστόν.
Οι αυθεντικοί δια Χριστόν σαλοί είναι ελάχιστοι (εκτός από τον άγιο Συμεών, κατά τη βυζαντινή περίοδο γνωρίζουμε την αγία Ισιδώρα της μονής των Ταβεννησιωτών και τους οσίους Θεόδωρο, Παύλο εκ Κορίνθου, Θωμά Αντιοχείας, Μάρκο «τον του Ίππου», Ανδρέα Κωνσταντινουπόλεως και Σάββα τον Βατοπεδινό). Περισσότεροι είναι αυτοί που, όχι από θέλημα Θεού αλλ᾿ από εγωιστικούς λόγους, μιμούνται την ακραία συμπεριφορά τους. Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (692) καταδικάζει τους «υποκρινομένους δαιμονᾶν» και «τρόπων φαυλότητι προσποιητῶς τὰ ἐκείνων σχηματιζομένους»[4]. Η διάθεση όμως κάποιων να υποκρίνονται σαλότητα, για ν᾿ αποκτήσουν κάποια φήμη φανερώνει μια κοινωνία που εκτιμούσε και όσους ζούσαν στα περιθώριά της.
Μάλλον τα άκρα είναι πιο προσφιλή στη ρωσική ψυχοσύνθεση απ᾿ ό,τι στη δική μας. Γι’ αυτό, δια Χριστόν σαλοί με ακραίες συμπεριφορές παρουσιάζονται περισσότεροι στη Ρωσία, μέχρι πρόσφατα. Ο Ταρκόφσκι γράφει γι᾿ αυτούς: «Οι άνθρωποι αυτοί, με την εξωτερική τους κιόλας εμφάνιση, σαν προσκυνητές και κουρελιάρηδες ζητιάνοι, τραβούσαν την προσοχή των «φυσιολογικών» ανθρώπων στις προφητείες, στις εξιλαστήριες θυσίες και στα θαύματα πέρα απ’ τα όρια του «κανονικού» κόσμου. Μόνο η τέχνη διασώζει σήμερα κάποια ίχνη αυτού του υπερφυσικού κόσμου.»[5] Όμως και στην εποχή του υπήρχαν κάποιοι δια Χριστόν σαλοί στη χώρα του, μόνο που δεν γίνονταν ευρύτερα γνωστοί λόγω της αυστηρής σοβιετικής λογοκρισίας.
Στα καθ᾿ ημάς, κάποιοι Άγιοι κάποιες φορές μεταχειρίζονται σχήματα σαλότητας, για ν᾿ αποφύγουν τον έπαινο του δήμου και τη δόξα των ανθρώπων, αλλά δεν φτάνουν σε ακραίες συμπεριφορές. Έχω υπ᾿ όψιν μου τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη (†1924), την αγία Σοφία και κάποιους αγιορείτες του 20ού αιώνα, σαν τον γέροντα Γεώργιο τον αναχωρητή, τον Κώστα τον Καβιώτη, τον γέροντα Ιάκωβο της Νέας Σκήτης (†1982), τον γέροντα Τιμόθεο της Καψάλας (†1989),τον γέροντα Ηρωδίωνα τον Ρουμάνο (†1990) κι έναν ανώνυμο Ρώσο μοναχό, που είτε είχαν λάβει το μοναχικό σχήμα, είτε περιφέρονταν στο Όρος ως λαϊκοί[6]. Δεν κάνουν εξαλλοσύνες για να προκαλέσουν αλλά υποκρίνονται κάποιες «παραξενιές», μιαν ελαφρότητα ή μια «χαζομάρα», που η συμβατική ηθική πολλών χριστιανών δεν τους τα συγχωρεί. Είναι μια προσπάθεια κυρίως να κρυφτούν αλλά και να δείξουν πόσο διάτρητος είναι ο ηθικισμός που διέσπειραν οι μισιονάριοι κι οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις στη χώρα μας.
Οι Άγιοι, κυρίως όσοι ‒όπως οι προαναφερθέντες‒ δεν έχουν προβληθεί στη διάρκεια της ζωής τους από εκκλησιαστικούς ή άλλους κύκλους, αρδεύουν μυστικά τις χριστιανικές ρίζες του λαού μας, ώστε ν᾿ αντέξει στους ανέμους της εκκοσμίκευσης, της χλιαρότητας, του μηδενισμού, της κάλπικης «προοδευτικότητας», της κυριαρχίας του ευτελούς και κίβδηλου στον δημόσιο λόγο, κλπ. που φυσούν στην επιφάνεια. Στηρίζουν τον λαό και μεσιτεύουν στον Θεό γι᾿ αυτόν. Είναι σαν τους δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης που δεν αφήνουν την κοινωνία να αποσυντεθεί και καταστραφεί. Είναι η μυστική δύναμη του λαού μας. Αυτοί μας τρέφουν πνευματικά κι αποτελούν την ελπίδα μας για το παρόν και το μέλλον.