11/29/2024
Τῇ Λ'(30ῃ) τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου, μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου καὶ πανευφήμου Ἀποστόλου, Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου (62)
Τμήμα της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα αποθησαυρίζεται και στη Σκήτη του Αγίου Ανδρέα (Σεράι) Αγίου Όρους
‘Οταν επισκέφθηκε κάποιος Ιταλός αρωματοποιός το Άγιον Όρος , πήγε να προσκυνήσει την κάρα του Αγίου Ανδρέα .
Δεν ξεκολλούσε ο καημένος από την κάρα του Αγίου , προσκυνούσε και ξανά – προσκυνούσε…
Στο τέλος ομολόγησε … “Τέτοιο άρωμα στον κόσμο δεν υπάρχει” .
Η Ιερά Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, γνωστή ως Σεράϊ («ούτος ο Παράδεισος» στη ρωσική γλώσσα) βρίσκεται 500 μέτρα από τις Καρυές
«ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, μὴ δειλιάσῃς, μηδὲ φοβηθῇς, ὅτι μετὰ σοῦ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς πάντα, οὗ ἐὰν πορεύῃ.»( ΙτΝαυή. 1,9).
Το θαύμα του Αγίου Αντρέα (Νοέμβριος 1898)
Πέτρου Δ. Αργύρη
Ήταν ξημέρωμα του Άγιαντρέα 30 Νοεμβρίου του 1898 Τα περισσότερα σπίτια του νησιού τα φώτιζε ένα μικρό λυχνάρι ή κάποια λάμπα πετρελαίου. Οι νοικοκυρές ετοιμάζονταν για την εκκλησία μόλις η πρώτη καμπάνα του Άγιαντρέα αντήχησε χαρμόσυνα.
Έξω έκανε τσουχτερό κρύο και μόλις είχε σταματήσει η θύελλα πού σάρωσε τα πάντα χθες βράδυ. Ήταν 8 περίπου η ώρα κι η εκκλησία ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο, παρά το τσουχτερό κρύο.
Την ώρα ‘κείνη έβγαζε ο παπάς τα Άγια, όταν όλων τα μάτια στράφηκαν προς την πόρτα. Ένα τσούρμο από γενειοφόρους, κακοντυμένους, μουσκεμένους καί καταματωμένους από τις λαβωματιές μπήκε μέσα στην εκκλησία με επικεφαλής τον καπετάνιο.
Πλησίασαν στην εικόνα του Άγιαντρέα και γονάτισαν όλοι. Σέ μια στιγμή και ο παπάς σταμάτησε την ψαλμωδία βλέποντας τους. Μπροστά, πρώτος γονάτισε ο καπετάνιος καί μετά όλοι ναύτες.
Τα πρόσωπα τους φαίνονταν άγρια, παγωμένα και χλωμά. Η αλμύρα της θάλασσας και κάποια μεγάλη ίσως αγωνία είχε χαράξει στα μέτωπα τους βαθειές ρυτίδες. Τα μαλλιά τους ήσαν κολλημένα στο κεφάλι τους ανακατεμένα με αίμα από τις πληγές τους. Τα ρούχα τους ήσαν σχεδόν κουρελιασμένα καί διέκρινες από τις τρύπες των παντελονιών και πουκαμίσων τραύματα πού πάνω τους είχε ξεραθεί το αίμα.
Ο καπετάνιος, αφού σταυροκοπήθηκε κι ακούμπησε το κεφάλι του ως το δάπεδο, κάρφωσε τα μάτια του στο εικόνισμα του Αγίου. Γέμισαν τα μάτια του δάκρυα κι έτρεμε σύγκορμος.
Έβαλε με γρήγορη κίνηση το χέρι του στον κόρφο κι έβγαλε ένα πουγγί τόσο γεμάτο πού πήγαινε να σπάσει από τα φλουριά καί τ’ απόθεσε στην εικόνα του Άγιαντρέα. Μετά έκαναν κι οι ναύτες το ίδιο γονατίζοντας κι ασπάζοντας την εικόνα με ευλάβεια.
Αφοϋ ό παπάς είπε το «μετά φόβου Θεού, Πίστεως και Αγάπης προσέλθετε πλησίασε ο καπετάνιος με όλους τους ναύτες και με βροντερή φωνή είπε στον παππά:
—Να μας κοινωνήσεις ούλους παππά μου, κι ας μη νηστέψαμε ποτές μας.
Ο ΠαπαΓιώργης κοίταξε στα μάτια τον καπετάνιο καί του είπε:
— Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει τέκνον μου, καί του πρότεινε την Αγίαν Κοινωνίαν.
— Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεοϋ…
— Καπταν-Γιάννης, λέει εκείνος.
—Ιωάννης, λέει ο παπάς και τον μεταλαμβάνει. Εις το όνομα του Πατρός και του Υίοΰ και του Αγίου Πνεύματος.
Μετά έκανε το ίδιο και στους ναύτες, οι οποίοι ασπάσθησαν με ευλάβεια το Άγιο δισκοπότηρο και το χέρι του παπά.
Μόλις ήρθε η ώρα να δώσει ο παπάς το αντίδωρο και τον πλησίασε ο καπετάνιος, του λέει ο παπάς:
— Καπετάνιο, θα μούδινες μεγάλη χαρά να ‘ρχόσουνα με τ’ ασκέρι σου στο σπίτι μου να σας πρόσφερα ένα καφέ. Γιορτάζω σήμερα.
—Ευχαριστώ παπά μου. Θάρθω μετά χαράς γιατ’ έχουμε να δούμε τα σπίτια μας 15 μήνους τώρα.
Σέ λίγο ξεκίνησαν όλοι για το σπίτι του παπά πού γέμισε κόσμο και τους περιποιόταν η παπαδιά.
Επάνω στη συζήτηση άρχισε ο καπετάνιος να εξιστορεί πώς το καράβι του βρέθηκε στο νησί.
«Ξεκινήσαμε από τη Μάλτα φίλοι μου εδώ και 35 μέρες. Μας βρήκαν στο δρόμο μεγάλες κακοκαιρίες. Το καράβι μου 40 μέτρα με δυο άλμπουρα έγινε πολλές βολές καρυδότσουφλο στα άγρια κύματα, αλλά τοϋτο πού μας συνέβηκε τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν το ματασυνάντησα ποτές μου. Τα κύματα σκεπάζανε καί τ’ άλμπουρα ακόμη. Σέ μια στιγμή ένα πελώριο κύμα έκοψε σαν αγγούρι το ένα άλμπουρο ακόμη και το κατάπιε η θάλασσα. Ένα άλλο ξερίζωσε το ταμπούκιο, λες κι ήταν μαργαρίτα μέσα στη γλάστρα. Τα κύματα μας χτυπούσαν σαν μπάλλες πότε δεξιά καί πότε ζερβιά να κρατήσουν το καράβι, άλλοι κουρελιασμένοι κι άλλοι τραυματισμένοι, να βογγάνε καί πότε να παρακαλάνε την Παναγία και τον Άγιο-Νικόλα να μας σώσει.
Όταν πια ψες το βράδυ είχε πέσει το σκοτάδι πού τόσκιζαν αστραπές καί κεραυνοί κι ο μανιασμένος αγέρας σφύριζε στα σκοινιά λες κι ήτανε σειρήνες, δεν βλέπαμε ούτε τη μύτη μας.
«Κουράγιο παληκάρια μου, τους φώναζα, κουράγιο ν’ αντέξουμε. Μπόρα είναι καί θα περάσει. Κράταγα τη λαγουδέρα όσο γερά μπόραγα. Ή στη θάλασσα ήμασταν ή στο καράβι ήταν το ίδιο πράμα. Το καράβι άρχισε να κάνει νερά. Μια τρύπα άνοιξε στα δεξιά. Βοήθα Άγιε Νικόλα! φώναξα με απελπισία.
Σέ μια στιγμή, ένα πελώριο κύμα μ’ άρπαξε καί με σφήνωσε σε μια γωνιά. Σπάσανε τα πλευρά μου καί μόλις μπόρεσα να διακρίνω με μια δυνατή αστραπή κάποιον καλόγηρο, έτσι σαν κι εσένα παπαΓιώργη με μαύρο ράσο να κρατάει το τιμόνι μου. Δεν θυμάμαι τίποτις άλλο παππά μου. Αλλά ο καλόγηρος κείνος ήταν ο ίδιος με τον Άγιαντρέα πού σήμερις έχουμε τη χάρη του.
Μετά άρχισε να διηγείται κάποιος μεσήλικας ναύτης.
«Μετά παπά μου ακούσαμε μέσα στην αντάρα εκείνη τη φωνή του καπετάνιου να μας λέει:
—Φούντο. Φούντο παιδιάαα…
Κανείς δεν αποκρίθηκε. Μόνο μονολογήσαμε: Τρελλάθηκε ο καπετάνιος! Καί του φωνάξαμε μετά:
—Τρελλάθηκες καπετάνιο; Που να φουντάρουμε στο πέλαγο;
— Φούντο την μπροστινή δεξιά και τη ζερβιά πίσω, ξαναφώναξε.
Υπακούσαμε και φουντάραμε.
Μια σιγή απλώθηκε γύρω λες κι είχαν καλμάρει τα πάντα θάμα θάγινε συλογιστήκαμε.
Καπετάνιο, καπετάνιο, φωνάζαμε καί ψάχναμε να τον βρούμε στα συντρίμια. Πουθενά ο καπετάνιος. Και τέλος ψάχνοντας τον βρήκαμε σφηνωμένο σε κάτι σανίδια. Σαν συνήλθε δεν θυμόταν τίποτις.
Ο παπάς σταυροκοπιέται καί τους λέει:
— Ο Άγιος Αντρέας σας έσωσε παιδιά μου. Κι εσεϊς πούσαστε νύχτα μέρα στη θάλασσα μέσα σε τόσους κινδύνους πρέπει νάχετε μέσα σας το Χριστό.
Αναστέναξε βαθειά ο καπετάνιος, κι αφού ρούφιξε τον σπιτικό καφέ, άναψε το τσιμπούκι του καί συνέχισε: «Με πήρανε πού λες παππά μου καί με ξάπλωσε στην κουβέρτα. Φως δεν είχαμε, μαύρο σκοτάδι καί περιμέναμε να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα, γιατί φανταστήκαμε ότι βρισκόμασταν σε κάποιο λιμάνι.
Όταν λοιπόν χάραξε και διακρίναμε τα άσπρα σπίτια του νησιού σας, πέρασε κάποιο καλόπαιδο στην παραλία καί αφού τον ρώτηξα ποιο μέρος είναι τοϋτο μας είπε ότι είναι οι Σπέτσες κι ότι σήμερις είναι του Άγιαντρέα. Γιατί ‘τανε κείνος πού μ’ άρπαξε το τιμόνι κι έδινε εντολές στους ναύτες μου.
Εμείς φύγαμε από τη Μάλτα και πήγαμε στην Κρήτη και, μετά στη πατρίδα τη Χίο.! Αλλά ποιος να το φανταζότανε ότι ο καιρός, ο Άγιος θα μας έβγαζε στο νησί σας.
Με τα φλουριά π’ άφησα στην εικόνα του Αγίου, βόηθα τα ορφανά, τις χήρες και τους φτωχούς. Ήταν όλοι οι ναύλοι 15 μηνών. Λεφτά ξανακάνω, αλλά τη ζωή μου και των ναυτών μου ποτέ. Θα ξανάρθω στο νησί σας και θα κρεμάσω στη χάρη του ένα ασημένιο καράβι, όμοιο με το δικό μου.
Αφοΰ ο παπάς τους σταύρωσε, σαν όλοι σηκώθηκαν να φύγουν, τους ευχήθηκε καλά ταξείδια, κι έφυγαν πορευόμενοι προς το πλοίο να συνεχίσουν εκεί πού η μοίρα τους είχε τάξει.
Το λογοτεχνικό αυτό ναυτικό διήγημα του Πέτρου Δ.Αργύρη είναι παρμένο από την πραγματικότητα. Συνέβη στα τέλη τον περασμένου αιώνα. Την αλήθεια της όλης υπόθεσης την μαρτυρεί το ΑΣΗΜΕΝΙΟ καράβι πού κρέμεται στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στίς Σπέτσες.
πηγή-περιοδικό”Νεανικοί Προβληματισμοί”Ιουλιος-Αύγουστος 1997 http://www.orthodoxigynaika.blogspot.com
***
Ο Απόστολος Ανδρέας είχε αγάπη μεγάλη… Αγαπούσε τόσο πολύ τους ανθρώπους. π. Ανανίας Κουστένης
Έχει μεγάλη χαρά σήμερα, σεβαστοί μου πατέρες και αγαπημένοι αδελφοί μου, έχει μεγάλη χαρά η Αθήνα μας και η πατρίδα μας ιδιαίτερα. Και ολόκληρη η Ορθοδοξία. Γιορτάζει ένα από τα μεγαλύτερα τέκνα της. Ο άγιος Απόστολος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος..…
Και αποκορύφωμα των εορτών αποτελεί η πρωτεύουσα του Μωριά. Αι Πάτραι. Όπου εκεί ο άγιος Ανδρέας εμαρτύρησε. Απέθανε μαρτυρικά επί σταυρού σχήματος Χι, για την πίστη του Χριστού. Για τον λόγο του Ιησού και για τη μαρτυρία του Αρνίου.
Χαίρεται ιδιαίτερα και η Αθήνα μας, όπως είπα. Διότι, κατά την παράδοση, είχε περάσει και από δω και πήγαινε προς τα κάτω, προς την Πάτρα, κι εκεί στο Λουτράκι, σ’ ένα βραχάκι, κάθησε να ξεκουραστεί. Και σήμερα είναι εκκλησάκι, που τρέχουν από παντού, και τον γιορτάζουν οι εκεί, μετά περισσής χαράς και ευφρόσυνης.
Κυρίως, όμως, εδώ, τη λατρεία του αγίου Ανδρέου, του Πρωτοκλήτου, την έφερε η κυρά των Αθηνών [η αγία Φιλοθέη]. Τον 16ο μ.Χ. αιώνα. Τον πρώτο αιώνα περίπου της σκλαβιάς της τουρκικής, που ήτο ο πιο σκοτεινός και φοβερός αιών. Τότε φάνηκε πως η Ελλάς θα έχει τέλος. Και όλα ήταν εναντία. Τι σεισμοί, τι λιμοί, τι ξηρασίες, τι καταποντισμοί, τι παιδομαζώματα, τι χαράτσια, τι επιδημίες, τι φονικά, κι ο,τι άλλο θέλετε!
Λες, βάλθηκαν όλα τα στοιχεία της φύσεως κι όλες οι δυνάμεις του κακού, να ξεπαστρέψουνε αυτό το αλωνάκι. Έλα, όμως, που ο Θεός την προστάτευε και την προστατεύει! Έλα, όμως, που ο Θεούλης δεν την άφησε! Και έστειλε δω την κόρη της Παναγίας.
Την κυρά Φιλοθέη! Τη Ρεγούλα. Τη βασίλισσα. -Πλατεία Ρηγίλης.- Κι εκείνη, αφού επαντρεύθη, κατ’ απαίτηση των γονέων της, και πήρε έναν άνδρα φοβερό και τρομερό, που τον έλεγαν Ανδρέα, κι αφού τον υπέμεινε τρία χρόνια, κι αφού δεν μπόρεσε ούτε με την υπομονή της ούτε με την προσευχή της ούτε με τίποτα να τον αλλάξει, τότε άπλωσε ο Κύριος και τον πήρε.
Και παρουσιάζεται ο άγιος Ανδρέας και της λέει, αφού πέθαναν κι οι γονείς της: «Ρεγούλα, κάνε το σπίτι σου μοναστήρι. Κάνε κι εκκλησιά. Βάλ’ την στ’ όνομα μου. Κι εγώ θα σε προστατεύω».
Το ’κανε! Κει που τώρα είν’ η αρχιεπισκοπή Αθηνών, που ’ναι εκκλησάκι, ακριβώς αυτό. Το εκκλησάκι της αγίας…. Έφτειαξε μετόχια στ’ όνομα του αγίου, έκαμε ψυχικά, κι έτσι οι Αθηναίοι μέσα στη σκλαβιά, είχαν ένα κι έναν ανδρειωμένο απόστολο. Είχαν και τον Παύλο, βέβαια, που είναι ιδρυτής της Εκκλησίας των Αθηνών. Είχανε και τον άγιο Ανδρέα, τον Πρωτοκλητο…
Ο Απόστολος Ανδρέας είχε αγάπη μεγάλη… Αγαπούσε τόσο πολύ τους ανθρώπους. -Και οι άλλοι Απόστολοι, φυσικά. Άλλα τώρα μιλάμε για τον Ανδρέα.- Τόσο πολύ τους ανθρώπους, που τους νοιαζότανε! Τι θα φάνε, τι θα πιούνε, πού θα μείνουν, τι θα γίνει, πώς θα περάσουν και τα υπόλοιπα. Τον βλέπουμε εκεί στην έρημο της Γαλιλαίας, στο 6ο κεφάλαιο του Ιωάννου, βλέπουμε τον Ανδρέα να πρωτοστατεί, μαζί με τον Φίλιππο, και να παρακαλεί τον Κύριο να απολύσει τους όχλους, τον λαό, τον κόσμο. Γιατί δεν έχουν τι να φάνε. Να πάνε στις κοντινές κωμοπόλεις και στα χωρία, να βρουν κάτι να φάνε, για να μην πέσουν κάτω από την πείνα.
Πόσο μας νοιάζονται οι Απόστολοι! Κι εδώ ο άγιος Απόστολος Ανδρέας! Πόσο μας σκέπτονται! Πόσο μας φροντίζουν! Και τι καλό που είναι αυτό! Και πόσο θάρρος μας δίνει! Και πόσο μας εμψυχώνει! Κι έκαμε εκεί ο Χριστός το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων.
…. Εκεί πήγαν Έλληνες στην Ιερουσαλήμ. Έλληνες! Δικοί μας άνθρωποι. Έλλην, απ’ τη ρίζα «σελ», Σελλοί, που σημαίνει φως. Γι’ αυτό και ο Έλλην παίρνει δασεία, και κακώς τη βγάλανε. Σελήνη, το ίδιο. Σελασφόρος, σελαγισμός, όλα, Ελένη και άλλα πολλά.
Πήγαν Έλληνες, λοιπόν. Και ζητούσαν να ιδούνε τον Ιησούν. Με πολύ ενδιαφέρον και με αγάπη. Και θεόσταλτοι. Απευθύνονται στον Φίλιππο, που ήταν και αυτός εκ της πόλεως Ανδρέου και Πέτρου, που ακούσαμε στο Ευαγγέλιο το πρωί. Συμπατριώτες. Σου λένε, «Αυτός που έχει Ελληνικό όνομα κάποια σχέση έχει με τους Έλληνες. Ας πιαστούμε από κει». Πιανόμαστε απ’ το γνωστό, για να πάμε στο άγνωστο. Όταν πάμε σ’ ένα άγνωστο μέρος, κοιτάμε ποιος είναι ο γνωστός η ποιος ξέρει το μέρος αυτό. Για να μας πάει. Να μας ξεναγήσει. Να μας οδηγήσει.
Το ‘πανε του Φιλίππου, αλλα ο Φίλιππος ήτανε λίγο δειλός. .. Και λέει, «Ελάτε. Πάμε στον Ανδρέα. Αυτός είναι πιο θαρραλέος. Έχει το θάρρος. Τον αγαπά ο Ιησούς. Τον έχει και αντ’ αυτού». Το ξέρανε. «Τον έχει και αντ’ αυτού. Όπου και να πάνε οι τρεις πρώτοι, ο Ανδρέας μένει εδώ με μας. Είναι αρχηγός μας. Ο Ανδρέας θα τα καταφέρει καλύτερα».
Κι έδωσε τη θέση του… Τι ωραίος ο Φίλιππος!… Και πήρανε, λοιπόν, ο Φίλιππος και ο Ανδρέας τους Έλληνες και τους πήγανε στον Ιησού Χριστό. Κι ο Ιησούς εχάρη. Εχάρη!
Και είπε: «Ελήλυθεν η ώρα». Έφθασε η ώρα. Ήλθε η ώρα. «Ίνα δοξασθή ο Υιός του ανθρώπου». Ο Θεάνθρωπος Ιησούς. Το «ο Υιός του ανθρώπου» σημαίνει την ανθρωπότητα του Χριστού. Την ενανθρώπηση του Θείου. Τη σάρκωση.
Κι αυτό σημαίνει δυο πράγματα. «Ήλθε η ώρα να Σταυρωθώ, να Πεθάνω και ν’ Αναστηθώ, για να δοξασθώ. Δηλαδή, για να σωθεί ο κόσμος»…
… Και δεύτερο, όπως εξηγούν οι ερμηνευταί και οι Πατέρες, γιατί υπάρχουν και μερικοί ακραίοι θεολόγοι, λοξοί, που τ’ αποφεύγουν όλα τα εθνικιστικά. Και όμως ο Ιησούς έστειλε τους Αποστόλους εις πάντα τα έθνη.
Δεν μάζεψε όλα τα έθνη στην Ιερουσαλήμ. Όταν πήγαν το 70 όλα τα έθνη στην Ιερουσαλήμ, την ισοπέδωσαν. Έτσι. Εις πάντα τα έθνη! Και κάθε έθνος έχει τον πρώτο του. Και χώρισε τα έθνη, μετά την Πτώση, για να ’ναι ο καθένας ήσυχος στην άκρη του. Όλα αυτά, που κάνουν σήμερα οι Εβραίοι, με την παγκοσμιοποίηση, είναι ό,τι χειρότερο. Μαζεύουν τους ανθρώπους, τους τσουβαλιάζουν στα πλοία, στ’ αμπάρια, τους παν από δω, τους πετάνε από κει. Είχα πάει στον Άγιο Παντελεήμονα χθες και μίλησα, εκεί που γίνονται κάθε τρεις και λίγο τόσα δεινά, και με κοιτάζαν οι καημένοι. «Σας ταλαιπωρούν», λέω, «και σας και μας». «Και μας»! Έτσι.
Εχάρηκε ο Ιησούς, διότι οι διάδοχοι των Εβραίων στη θρησκεία Του θα ήτο οι Έλληνες. Το καταλαβαίνετε αυτό; Θα ήτο οι Έλληνες! Οι Έλληνες! Σ’ αυτούς παράδωκε ο Ιησούς μας την Ορθοδοξία. Όχι, όμως, μόνο σ’ αυτούς.
Κυρίως σ’ αυτούς. Γιατί; Δεν κάνει χατήρια ο Χριστός, επειδή είμαστε ομορφονιοί, επειδή είμαστε ηλίθιοι. Όχι! Έχει τον λόγο Του. Και ξέρει απόλυτα. Κι είναι δίκαιος, μέχρι κεραίας. Γιατί; Γιατί ο Ελληνικός πολιτισμός, που ’ναι πολιτισμός ψυχής, απευθύνεται στην παγκόσμια ψυχή κι έχει οικουμενική διάσταση. Αυτό τον πολιτισμό, τον πολιτισμό ψυχής, που έφθασε στην Αθήνα στα όριά του. Και απέβη κλασικός.
Που σημαίνει καλλιέργησε ο πολιτισμός τον άνθρωπο, τον αρχαίο άνθρωπο, μέχρι εκεί που έπαιρνε. Τα όριά του. Αν τον πήγαινε παραπάνω, θα τον τρέλαινε. Προσέξτε. Υπάρχει κι η τρέλα, παιδιά. Γιατί μερικοί διαβάζουν, διαβάζουν πολύ, νομίζουν ότι θα γίνουν σοφοί, και γίνονται τρελοί μετά. Και τι είναι ο σοφός; Ένας παρ’ ολίγον τρελός. Λοιπόν. Αν έμενε παρακάτω ο πολιτισμός, θα υστερούσε.
Ε, οι αρχαίοι Έλληνες που «φιλοκαλούσαν μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούσαν άνευ μαλακίας» και παρήγαγαν της τέχνης τα καλλιστεύματα και της διανοίας τα αριστουργήματα, απέβησαν οριακοί. Κι αυτόν ακριβώς τον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων, και μάλιστα των Αθηναίων… Οι Αθηναίοι δεν ήταν μισαλλόδοξοι.
Αν κι ήταν εχθρικοί με τους Σπαρτιάτες, όταν έκτισαν τον Παρθενώνα, δεν πήραν τον ιωνικό ρυθμό. Το ξέρετε; Ποιον ρυθμό πήρανε; Τον δωρικό. Των Σπαρτιατών! Ήταν πιο αναγωγικός. Σου λέει «Αυτό είναι καλύτερο από το δικό μας. Ας είναι εχθροί μας, έφτειαξαν κάτι καλύτερο. Το παίρνομε». Να τοι. «Το παίρνομε!» «Το παίρνομε!» τι ωραία είν’ αυτά!
Έτσι αποκορυφώθη ο Ελληνικός πολιτισμός. Είχε φθάσει στις πύλες της Εκκλησίας. Και πήρε, λέει ο άγιος Νεκτάριος στο βιβλίο του «Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι», πήρε ο Χριστός την Εκκλησία του Δήμου και την έκανε Εκκλησία δική Του. Τι σημαίνει εκκαλέω, εκκαλώ; Εκκαλώ. Καλώ κάποιον να βγει έξω. Τις συνελεύσεις και τις συνεδριάσεις στην Εκκλησία του Δήμου ξέρετε, δεν τις κάνανε μέσα στο ναό. Στο ύπαιθρο. Άμα έχετε δει παλιές Εκκλησίες του Δήμου, είχε χώρο έξω, να μαζεύονται εκεί και να αγορεύουν και να εκλεγούν και να μιλάνε και να μη μαλώνονε και να χαίρονται και να…
Ο,τιδήποτε. Να εορτάζουν, να πανηγυρίζουν. Εκκαλέω, εκκαλώ. Κι ο Χριστός, λοιπόν, ήλθε απ’ τον ουρανό, ες ουρανού, -εκ ουρανού /εξ ουρανού, αφού είναι φωνήεν- λοιπόν. Και μας εκάλεσε, να ’ρθούμε κοντά Του. Να βγούμε απ’ τα κάστρα του εγωισμού. Απ’ την κόλαση του εαυτού μας. Από τη φιλαυτία, προπαντός, που λέει η Φιλοκαλία, είναι το μεγαλύτερο πάθος. Από κει εκπορεύονται όλα τ’ άλλα. Και να μαζευτούμε γύρω Του. Στην Εκκλησία είν’ αυτό, ακριβώς. «Όπου είναι δυο ή τρεις συνηγμένοι στο όνομά μου, εκεί ειμί, εν μέσω αυτών».
Ή, όπως λέει ο λαός, «γύρω-γύρω όλοι και στη μέση ο Μανώλης». Ο Εμμανουήλ! ο Ιησούς Χριστός! Έτσι. Και αφού ο πολιτισμός ο αρχαίος, Ελληνικός πολιτισμός, μόνος αυτός… Και οι άλλοι ήτανε, αλλά ήτανε πιο κάτου, υστερούσαν. Όχι ότι δεν είχαν και οι άλλοι πολιτισμούς, έτσι για να μην είμαστε και τρελοί. Λοιπόν… Αλλά υστερούσαν.
Εδώ έχουμε κορύφωση. Ας φτειάξει Ακρόπολη σήμερα, όποιος είναι μάγκας. Που έχουν όλα τα μέσα και δεν έχουν τα αναχώματα και τους δούλους… Έχουν όλα τα μέσα. Γιατί δεν φτειάχνουν Ακρόπολη; Γιατί δεν φτειάχνουν Αγιά Σοφιά, σας παρακαλώ;
Επεχείρησαν να κάνουν Ακρόπολη. Νομίζετε, δεν επεχείρησαν; Σ’ όλα τα σημεία της γης. Και καλώς. Και στην Αμερική και στην Ευρώπη… Δεν μπόρεσαν! Γιατί; Γιατί η Ακρόπολις είναι σύλληψις του πνεύματος και αποτύπωσις της σύλληψης στην ύλη..
Εκφωνήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2014. Απόσπασμα από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, «Αγιολόγιο», τόμος στ’, των εκδόσεων Ακτή, Λευκωσία 2014.
Ο Άγιος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος στο Ακρωτήριο της Κύπρου, Μητροπολίτου Κεφαλληνίας Γερασίμου Φωκά
Αδελφοί μου, θα σας μεταφέρω στην Κύπρο και θα σας αναφέρω ένα θαυμαστό γεγονός που έγινε εκεί. Η Κύπρος ευλαβείται πάρα πολύ τον Απόστολο Ανδρέα. Δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχει Ανδρέα ή Ανδρούλα. Και ακριβώς εκεί που υπάρχει η μύτη της Κύπρου, το ακρωτήρι, γράφει στο χάρτη Ακρωτήριο Αποστόλου Ανδρέου, και ακριβώς εκεί έκτισε η Αγία Ελένη, επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη από τα Ιεροσόλυμα, τη μονή του Αποστόλου.
Το 1974 με την κατάληψη δυστυχώς του μέρους από τους Τούρκους έμειναν ορισμένες χιλιάδες άνθρωποι εγκλωβισμένοι και έχουμε το δράμα των ανθρώπων αυτών των λεγομένων εγκλωβισμένων εις την περιοχή της Καρπασίας όπου περικλείεται και το μοναστήρι. Η γνωστή τακτική. Ήταν αρκετές χιλιάδες, άρχισε η μέθοδος των Τούρκων όπως ακριβώς και στην Πόλη, 500.000, 300.000. 100.000. 50.000. Σήμερα ακριβώς 2000. Όπως και στην Ίμβρο 10.000, 1000 άνθρωποι σήμερα. Όπως ακριβώς στην Τένεδο, 7 άνθρωποι σήμερα. Με τις ταλαιπωρίες με τους εκφοβισμούς έφυγαν οι άνθρωποι. Έμειναν στην Καρπασία 800 άνθρωποι, Χριστιανοί άνθρωποι και έμειναν και δάσκαλοι και ιερείς. Έμειναν 4 ιερείς μαζί τους. Δυστυχώς οι Τούρκοι συνέχισαν το σχέδιο τους: έκαιγαν, φυλάκιζαν, εκφόβιζαν και συνεχώς έφευγε ο κόσμος. Από τους τέσσερις ιερείς ο ένας εμαρτύρησε, οι άλλοι δύο απέθαναν και έμεινε ένας να λειτουργεί στις εκκλησίες, να εξυπηρετεί τις ανάγκες τις θρησκευτικές των Χριστιανών και να είναι και στο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, ο πατήρ Ζαχαρίας. Ο ιερέας αυτός ήταν έγγαμος και είχε τέσσερα παιδιά και οι Τούρκοι σιγά σιγά λόγω που έφευγαν τα παιδιά έκλειναν τα σχολεία και όταν τα παιδιά του ιερέα έφτασαν να πάνε στο λύκειο δεν υπήρχε πια σχολείο ελλείψει μαθητών. Και τότε άρχισε ο καυγάς μεταξύ παπά και παπαδιάς.
“Δεν βλέπεις τι γίνεται, πάτερ Ζαχαρία; Οι Τούρκοι δεν φεύγουν από εδώ, τα σχολειά έκλεισαν, το χωριό ερήμωσε, όλοι έφυγαν, θα μου καταστρέψεις τα παιδιά μου;”
Ο καημένος ο παπάς προσπάθησε να την πείσει ότι παπάς σημαίνει αυταπάρνηση και καθήκον, αλλά κι αυτή σαν μάνα έβλεπε το μέλλον των παιδιών της να καταστρέφεται, έστειλε τα παιδιά στο ελεύθερο μέρος της Λευκωσίας να μπορέσουν να σπουδάσουν, να προχωρήσουν και συνέχεια γκρίνιαζε: “Να φύγουμε κι εμείς.”
Ένα βράδι λέει στον παπά: “Δεν γίνεται άλλο, εγώ πάω στα παιδιά μου κι εσύ κάτσε εδώ με τον Άγιο Ανδρέα και με τους Τούρκους”.
Και άρχισε μάλιστα να σιδερώνει τα ρούχα για να φύγει, να τα βάλει στις βαλίτσες για να φύγει. Και αδελφοί μου, εκείνη τη στιγμή εις την δική μας εποχή, εις τον 20ο αιώνα, όπως τα διηγήθηκε η ίδια τώρα που άνοιξαν τα σύνορα και πήγε ο Μητροπολίτης Μόρφου στον Άγιο Ανδρέα και του τα διηγήθηκε και μου τα μετέφερε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ενεφανίσθη μέσα σε ένα πλούσιο φως ο Απόστολος του Χριστού, ο Πρωτόκλητος Ανδρέας και της είπε:
“Παπαδιά, να πας στη Λευκωσία, να πας με τα παιδιά σου, αλλά σε παρακαλώ άσε τον παπά να ανοίγει την εκκλησιά μου, να ανοίγει το μοναστήρι μου, γιατί αν φύγει ο παπά Ζαχαρίας θα κάμουν το μοναστήρι σταύλο, ή τζαμί, ή αποθήκη, όπως έκαμαν τόσες και τόσες άλλες εκκλησιές”.
Ακούτε, αδελφοί μου, τι άλλο συμπλήρωσε ο Απόστολος. Όταν το άκουσε ο δεσπότης, ο Μόρφου συνεκλονίσθη και συγκλονίζομαι κι εγώ που το ακούω: “ Θα σου στέλνω στη Λευκωσία τον παπά, ξέρω κι εγώ από οικογένεια, παντρεμένος ήμουνα, αλλά άσε τον παπά να λειτουργεί¨”.
Αδελφοί μου, οι Άγιοι πόσο συγκαταβατικοί, πόσο ανθρώπινοι, πόσο κοντά μας είναι. Και της είπε μάλιστα ότι μετά από λίγα χρόνια θα ανοίξουν τα σύνορα και θα έρχεται τόσος κόσμος εδώ ώστε δεν θα φτάνουν τα κεριά για να ανάβει ο κόσμος στο προσκύνημά του. Και πράγματι, μετά από πέντε χρόνια από την εμφάνιση του άνοιξαν τα σύνορα και σήμερα επειδή είναι το πιο προσφιλές, το πιο λαοφιλές προσκύνημα ο Απόστολος Ανδρέας, σχηματίζει ουρά ο κόσμος να προσκυνήσει τον Άγιο, να τον παρακαλέσει να ελευθερώσει τον τόπο και τις καρδιές τους.
Απομαγνητοφωνημένος λόγος μακαριστού Μητροπολίτου Κεφαλληνίας Γερασίμου Φωκά.
Μας το ανέφερε ο π. Γεράσιμος, ο οποίος δεν αρκέστηκε στη διήγηση του Μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτου, αλλά πήγε στην Κύπρο και συνάντησε την παπαδιά για να έχει μιαν άμεση ενημέρωση. Δεν ξεχνιέται ο θαυμασμός του όταν μας το μετέφερε, δεν ξεχνιέται…
Απολυτίκιον Αγίου Ανδρέα Πρωτοκλητου .’Ηχος Δ’.
Ως των Αποστόλων πρωτόκλητος και του κορυφαίου Αυτάδελφος τω δεσπότη των όλων Ανδρέα ικέτευε ειρήνην τη οικουμένη δωρήσασθαι και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος.
Ο παπά Ζαχαρίας, η παπαδιά και το σχέδιο του Αποστόλου Ανδρέα (30.11.16)
Κήρυγμα Μητροπολίτη Μόρφου Νεοφύτου στη Θεία Λειτουργία της εορτής του Αποστόλου Ανδρέα στον ιερό ναό Αποστόλου Ανδρέα στο χωριό Νικητάρι της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου (30.11. 2016).
Η Χώρα αντιμετωπίζει λογοκρισία στα κοινωνικά δίκτυα. Αν θέλετε να βλέπετε τις δημοσιεύσεις ο μόνος ασφαλής τρόπος είναι η εγγραφή στο site. Είναι δωρεάν.
Πηγή:
Facebook Comments