Μέ πῆρε ὕστερα ἡ Παναγία σ’ ἕναν κάμπο μεγάλο ὅσο εἶναι ἡ Ἄρτα. Ἔφθασα σέ δύο δρόμους, καί ρώτησα ποιόν νά διαλέξω. «Ὅποιον θέλεις ἐσύ», εἶπε ἡ Παναγία.
Ἐγώ πῆρα τόν ἕνα δρόμο. Καθώς προχωροῦσα ἔβλεπα γλέντια, γάμους, ἀνδρόγυνα ἀγαπημένα, παιδιά, καί ἔλεγα «τί ὡραῖος κόσμος εἶναι ἐδῶ»!
–Ἄχ, ἔκανε ἡ Παναγία. Ἔτσι γελιέται ὁ λαός στόν κάτω κόσμο, τόν πονηρό…
Ἅμα ἄκουσα αὐτό δέν ἤθελα νά προχωρήσω ἀλλά ἡ Παναγία εἶπε: «Θά προχωρήσουμε καί μή φοβᾶσαι». Ἔτσι πῆρα θάρρος καί προχώρησα.
Συναντήσαμε ἕνα ποτάμι πύρινο ποὺ τά κύματά του ἔπεφταν σέ τρεῖς ἀνθρώπους δικούς μου καί φώναζαν…
Ἡ Παναγία μου εἶπε: «Μήν στενοχωριέσαι. Αὐτά ἐργάσθηκαν στήν γῆ, αὐτά ἀπολαμβάνουν. Σέ ἄκουγαν ὅταν τούς ἔλεγες κάτι ἐσύ; Ἐγώ τούς κάνω τό καλό κάθε χρόνο καί τούς βγάζω ἀπό κεῖ ἀπό τήν Ἀνάσταση μέχρι τήν Πεντηκοστή».
Πιό πέρα εἶδα ἕνα ποτάμι μέ πίσσα ποὺ κόχλαζε. Κι ἐκεῖ ἔμπαιναν καί ἔβγαιναν κεκοιμημένοι… Ὅμως τά ροῦχα τους ἦταν καθαρά, δέν λερώνονταν, παρ’ ὅτι κυλιόνταν μέσα στίς πίσσες. Ἀλλά τί τό θές; Καίγονται μέσα στήν πίσσα. Δέν ἀντέχουν τό κάψιμο.
Ἔπειτα βρέθηκα σ’ ἕνα μεγάλο βαρέλι καί μέ φώναξε μέ τ’ ὄνομά μου μία ψυχή ἀπό μέσα πού βασανιζόταν. Προσπαθοῦσε νά βγεῖ καί μέ παρακάλεσε νά βρέξω τό δαχτυλάκι μου νά δροσιστεῖ λίγο τό στόμα του. Τόν γνώρισα ἀπό τήν φωνή καί τοῦ εἶπα:
– Αὐτοῦ μέσα εἶσαι, ὠρέ; Αὐτά ἐργάστηκες στήν ζωή; Δέν θυμᾶσαι ἐκεῖ ἔξω ἀπό τήν Παρηγορήτρια στήν Ἄρτα, ἐσύ γύριζες ἀπό τήν λαϊκή καί ἐγώ ἀπό τήν Ἐκκλησία μου καί μέ κοροΐδευες γιατί πιστεύω σ’ αὐτά, στήν κόλαση καί στόν παράδεισο, καί ἔλεγες ὅτι ἅμα πεθάνει ὁ ἄνθρωπος, πάει ὅπως τό πρόβατο, χάνεται; Καί ἀλλά πολλά σοῦ ἔλεγα γιά τήν κόλαση καί τόν παράδεισο, δέν τά θυμᾶσαι;
– Τά θυμᾶμαι ἀλλά τώρα εἶναι ἀργά. Φώναξε ὅσο μπορεῖς, ὅσο ζεῖς, νά ἔρθει κανείς κοντά σου, νά ἀποφύγει αὐτήν ἐδῶ τήν κόλαση.
– Τί νά κάνει κοντά μου ἀφοῦ καί ‘γώ δέν ξέρω. Ἐσύ πόσες φορές μέ κόλαζες ὅταν σέ συναντοῦσα;
– Ὄχι, ἐσύ δέν ἔφαγες, δέν ἄλλαξες, δέν ντύθηκες, δέν γλέντησες, ἀγωνίστηκες καί ξέρεις…
Ἐμένα,( ἔλεγε ἡ Λαμπρινή ), μετά ἀπ’ αὐτά, τόν πόνεσε ἡ ψυχή μου. Ἤμουν εὐαίσθητη στόν πόνο τῶν ἄλλων καί, ἄν ἄκουγα ὅτι κάποιος πεινάει, δέν ἔτρωγα καί ἐγώ καί ἄν μποροῦσα τοῦ πήγαινα φαγητό. Τώρα ὅμως σκεφτόμουν νά τοῦ δώσω λίγο νερό μέ τό δάχτυλό μου ἤ ὄχι;
Ἡ Παναγία μου εἶπε ὅτι, ἄν δώσω, θά μέ κάψει τήν μισή πλευρά τοῦ χεριοῦ μέχρι πάνω στόν ὦμο. Μόλις τ’ ἄκουσα αὐτό κοντοστάθηκα, ὅμως τόν λυπόμουν τόν ἄνθρωπο ἐκεῖ μέσα. Παρακάλεσα τότε τήν Παναγία νά τό βρέξω καί νά τό δώσω λίγο. Τί νά σοῦ πῶ; Θά καεῖ τό χέρι σου. Ἀφοῦ τό θέλεις τόσο πολύ, βάλτο λίγο, ὅμως καί ἐγώ θά’ μαι στό πλευρό σου».
–«Ναί τό θέλω, ψυχή εἶναι κι αὐτή. Μπορεῖ καί ἐγώ νά πάθω τά ἴδια».
–«Μή γένοιτο», μοῦ εἶπε.
Τό’ βαλα τότε καί κάηκε τό χέρι μου. Μέ πονοῦσε, τό φυσοῦσα, ἀλλά τίποτε. Ἀπό τότε τό δάχτυλο δέν τό δουλεύω εἶναι σκληρό. Καί νά τό κόψεις δέν τό νιώθω…
«Αὐτά ποὺ εἶδες ἐδῶ δέν πρέπει νά σέ ἀναλώσουν σέ στενοχώρια ἀλλά νά βάλεις ὅλη τήν δύναμή σου νά τά πεῖς σέ ἄλλους ζῶντες καί νά βοηθήσεις ψυχές ποὺ ποθοῦν τόν Οὐρανό».
Φεύγοντας εἶπε ἡ Παναγία: «Εὐλογημένοι νά εἶστε μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία πού θάρθει ὁ Υἱός μου», καί φύγαμε.
Μετά πήγαμε στόν καλό τόν κόσμο. Ἐκεῖ χαιρόσουν νά βρίσκεσαι. Γνώρισα πολλούς ἀπ’ αὐτούς. Συνάντησα πολλά ζευγάρια ποὺ ἔζησαν ἀγαπημένα. Ἤθελε νά μοῦ δείξει καί ἄλλους, ἀλλά τῆς εἶπα «ὄχι νέους, γιατί στενοχωριέμαι νά πεθαίνουν νέοι».
Ἡ Παναγία μοῦ εἶπε «ὄχι νέους, ἀλλά γέρους, διότι οἱ καλοί ἄνθρωποι πεθαίνουν γέροι. Τούς ἄλλους τούς παίρνουμε νέους γιά νά γλυτώσουν ἀπό τίς ἁμαρτίες ποὺ θά πέσουν».
Συναντήσαμε ἕνα ζευγάρι ἡλικιωμένων. Μοῦ εἶπε ἡ Παναγία: «Τώρα ἔρχεται καί ὁ γιός τους, ταξιδεύει». Μόλις εἶχε πεθάνει καί ἀνέβαινε ἡ ψυχή του. Σηκώθηκε τότε ὁ γέρος καί προσευχήθηκε στόν Ἐσταυρωμένο ποὺ δέσποζε πιό πέρα καί εἶπε:
«Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού πῆρες τόν γιό μου σέ ὥριμη ἡλικία καί τόν φέρνεις ἐδῶ». Τόν εὐχαρίστησε καί ἡ γριά. «Ἀμήν», ἀκούστηκε ἀπό τόν Σταυρό. Ὁ γέρος καί ἡ γριά ξανακάθισαν στίς πολυθρόνες τους ποὺ ἦταν χρυσαφένιες, ὅλες ἦταν χρυσαφένιες. Μπροστά τους σ’ ἕνα τραπεζάκι εἶχε ὁ καθένας τους μία πιατέλα πού ἔτρωγαν.
Ἐγώ σκέφτηκα «τί τρῶνε;» Καί μοῦ ἀπήντησαν: «Ἐκεῖνο πού μᾶς φέρνετε ἐσεῖς στήν προσκομιδή τρῶμε». Ἡ τροφή τους ἦταν ἕνα σάν τό ἀντίδωρο καί κρασί. Τά κρεβάτια τους ἦταν ὁλόχρυσα, ὡραιότατα.
Γιά τίς παρθένες ὑπῆρχε ἄλλος ξεχωριστός τόπος, τό παρθενικό σπίτι. Ἐκεῖ εἶδα καί γνωστές μου, ἀλλά δέν μοῦ μίλησαν.
Ὕστερα ἡ Παναγία μοῦ εἶπε: «Θά φύγουμε τώρα καί θά περάσουμε νά δοῦμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἦρθε ἐδῶ μετά ἀπό πολυχρόνιο ἀσθένεια. Αὐτός ἦταν πολύ ἁμαρτωλός, ἀλλά ξεπλύθηκε ἀπό τήν ἀσθένειά του. Ὑπέμεινε ἀγόγγυστα τήν ἀρρώστια του. Τό κρεββάτι του βέβαια δέν ἦταν ὅμοιο μέ τῶν ἄλλων, ἀλλά κοπιασμένο ἀπό τούς κόπους πού ὑπέμεινε.
Μοῦ εἶπε τότε αὐτός: «Ναί, ἔτσι εἶναι ὅπως τά λέει ἡ μάννα μας (Παναγία). Ἔλυωσα στό κρεββάτι μου, ἔχυσα ὅλο τό αἷμα μου σ’ αὐτό τό κρεββάτι. Αὐτά πού πέρασα μόνο τό κρεββάτι αὐτό τά γνωρίζει καί ἡ μητέρα μου πού μέ φύλαγε καί στεκόταν στό προσκέφαλό μου.
Ὕστερα ἡ Παναγία συνέχισε: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ναρθοῦν ἐδῶ. Ἄς πονέσουν λίγο στήν γῆ. Στή γῆ ὑπάρχουν πολλοί πειρασμοί. Μόνο τήν ψυχή σας νά φυλάξετε ἀπό ἁμαρτίες. Ὅποιος θυσιαστεῖ γιά τόν Υἱό μου θά ἀπολαύσει ὅλα αὐτά τά ἀγαθά. Ὅσοι θά ἐργασθοῦν γιά μένα κάτω στήν γῆ θαρθοῦν στόν Παράδεισο. Αὐτά τά ἀγαθά, χαρά σ’ ὅποιον τ’ ἀπολαύσει. Ὅμως τώρα λίγοι ἔρχονται. Χάλασε ὁ κόσμος…»
Πηγή : http://www.agiazoni.gr/article.php?id=39100108656772119700
Facebook Comments