Άγιος Κύριλλος Λούκαρις Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο προοδευτικός και αναμορφωτής Πατριάρχης που στραγγάλισαν οι Τούρκοι. 27 Ιουνίου

Ο Κύριλλος Λούκαρις (1572-1638) υπήρξε μια από τις κορυφαίες μορφές του νέου Ελληνισμού.

Ήταν ο πρώτος οικουμενικός πατριάρχης με πανεπιστημιακή μόρφωση. Με προοδευτικές ιδέες φρόντισε για την πνευματική αναβάθμιση του λαού και του κλήρου.

Ίδρυσε σχολεία και τυπογραφεία και με δική του πρωτοβουλία μεταφράστηκε για πρώτη φορά η Καινή Διαθήκη στην απλή γλώσσα του λαού, γεγονός πολύ τολμηρό για την εποχή εκείνη.

Γεννήθηκε στο Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης, όπου διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο του σιναϊτικού μετοχίου από τον επιφανή δάσκαλο Μελέτιο Βλαστό.

Μετὰ τὴν ἐγκύκλια ἐκπαίδευση ὁ Κύριλλος μετέβη στὴ Βενετία (1584) γιὰ εὐρύτερη μόρφωση. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν Ἐπίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο τὸν Μαργούνιο, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέλαβε κάτω ἀπὸ τὴν προστασία του καὶ χρημάτισε καθηγητής του. Τὸ 1588 ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Κρήτη, λόγῳ οἰκονομικῶν προβλημάτων τῆς οἰκογενείας του, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἐπέστρεψε στὴν Ἰταλία καὶ γράφτηκε στὸ περίφημο Παταβινὸ Πανεπιστήμιο, ὅπου διδάχθηκε Φιλοσοφία καὶ Θεολογία.

Oι δάσκαλοί του άσκησαν μεγάλη επίδραση στην προσωπικότητά του και όπως αυτοί ίδρυσε τυπογραφεία και πρόσφερε πολλά στην παιδεία (οι Μ. Μαργούνιος και Μ. Βλαστός είχαν ιδρύσει τυπογραφείο στη Βενετία).

Τελειώνοντας τὶς σπουδὲς στὴν Ἑσπερία ἐπέστρεψε στὴν Κρήτη (1592) καὶ ἐκάρη Μοναχὸς στὴ Μονὴ τῆς Ἀγκαράθου. Στὴ μετάνοιά του παρέμεινε ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, γιατὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος τὸν κάλεσε στὴν Αἴγυπτο ὁ συγγενής του (θείος του) Ἅγιος Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος τὸν χειροτόνησε Διάκονο καὶ Πρεσβύτερο καὶ τὸν ὀνόμασε Πρωτοσύγκελλό του και από Κωνσταντίνος ονομάστηκε Κύριλλος.

Αμέσως έλαβε μέρος (1593) σε μια δύσκολη αποστολή στην Πολωνία, που είχε σκοπό να ενισχύσει τον αγώνα των ορθοδόξων εναντίον των καθολικών, οι οποίοι πίεζαν αφόρητα τις ορθόδοξες κοινότητες να προσχωρήσουν στην Ουνία (την ένωσή τους με τη Ρώμη).

Εκεί πρόσφερε, επί τρία χρόνια, πολλά στον αγώνα και στην οργάνωση της εκπαίδευσης των ορθόδοξων κοινοτήτων καὶ κινδύνευσε νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ θανατωθεῖ κατὰ τὸν διωγμὸ ποὺ ἐξαπέλυσε ὁ βασιλιᾶς Σιγισμοῦνδος ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων. Ίδρυσε την Ακαδημία της Βίλνας, που τότε ανήκε στη Πολωνία και σήμερα είναι πρωτεύουσα της Λιθουανίας, την οποία διεύθυνε και στην οποία δίδασκε συγχρόνως.

Στη σλαβική αυτή πόλη ίδρυσε τυπογραφείο, το εφοδίασε με τον απαραίτητο εξοπλισμό και το προσάρτησε στην Ακαδημία. Στο τυπογραφείο αυτό εργάζονταν τεχνίτες ικανοί να τυπώνουν βιβλία όχι μόνο σλαβικά αλλά και ελληνικά. Κατόπιν πήγε στο Λβωφ (πόλη της Ουκρανίας), όπου ίδρυσε σχολείο και τυπογραφείο. Δίδαξε στο σχολείο του Λβωφ και στην Ορθόδοξη Ακαδημία του Οστρόγκ.

Τὸ 1559 ὡς «Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Ἔξαρχος» ἀπεστάλη καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Μελέτιο Πηγᾶ, τότε Ἐπιτηρητὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, στὴν Πολωνία γιὰ ἐκκλησιαστικὴ ὑπηρεσία. Παράλληλα εἶχε τὴν ἐντολὴ νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ τὴ Χίο γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν προπαγάνδα τῶν Ἰησουϊτῶν. Ἀπὸ τὴν Πολωνία μετέβη στὶς Παραδουνάβιες χῶρες (1601) γιὰ νὰ στηρίξει καὶ ἐκεῖ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐνῶ βρισκόταν στὸ Ἰάσιο ἔλαβε ἐπιστολὴ τοῦ Μελετίου, ποὺ τὸν καλοῦσε νὰ ἐπανέλθει στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ τοῦ ἀφήσει τὶς τελευταῖες ὑποθῆκες καὶ νὰ τοῦ παραδώσει τὸν Θρόνο.

Μετά το θάνατο του πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιου Πηγά τον διαδέχθηκε στον πατριαρχικό θρόνο (1601-1620). Ως πατριάρχης συνέχισε το έργο του προκατόχου του και τον αγώνα εναντίον της λατινικής Ουνίας που επεδίωκαν οι καθολικοί. Έβλεπε θετικά την πολιτική συμμαχία ορθοδόξων και προτεσταντών για την εξουδετέρωση της Ουνίας, για το λόγο αυτό διατηρούσε σχέσεις με τους πρεσβευτές των προτεσταντικών χωρών στην Κωνσταντινούπολη Θωμά Ρόου της Αγγλίας και Κορνήλιο Χάγκα της Ολλανδίας.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1605 ἔφτασε στὴν Κύπρο, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τῶν Χριστιανῶν, γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία ποὺ σπαρασσόταν ἀπὸ ἐσωτερικὲς ἔριδες καὶ μάχες καὶ κατόρθωσε νὰ εἰρηνεύσει τὰ πράγματα. Τὸ 1608 μετέβη στὰ Ἱεροσόλυμα, γιά τὴ χειροτονία τοῦ Ἱεροσολύμων Θεοφάνους, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ στὴ Δαμασκό. Ἐπανῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου. Προχώρησε στὴ συντήρηση τῶν Πατριαρχικῶν κτηρίων καὶ Ναῶν καὶ οἰκοδόμησε νέους, ἐνῶ παράλληλα φρόντισε νὰ ἀπαλλάξει τὸ Πατριαρχεῖο ἀπὸ τὰ χρέη του.

Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1612, ἐνῶ βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐξελέγη «Ἐπιτηρητής» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἀλλὰ παραιτήθηκε, ἐπειδὴ κάποιοι Ἀρχιερεῖς φατρίασαν ἐναντίον του προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στὴν Ἐκκλησία. Ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ τὴ Βλαχία, ὅπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια διδάσκοντας τὸν λαὸ καὶ ἀγωνιζόμενος κατὰ τῆς Οὐνίας. Πρὶν τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴ Βλαχία ἐξέδωκε ἐγκύκλιο (Τόμο) πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, μὲ τὴν ὁποία καταδικάζει τὴ διδασκαλία τῶν Λατίνων, ἐλέγχει τοὺς λατινόφρονες Ἕλληνες τροφίμους τῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τῆς Ρώμης καὶ συνιστᾶ τὴν ἀπαρασάλευτη ἐμμονὴ στὴν Ὀρθόδοξη πίστη ὡς τὸν μοναδικὸ τρόπο ἄμυνας κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς εὐσεβείας. 

Γιά νὰ διαφωτίσει τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα συνέγραψε σὲ ἁπλῆ γλῶσσα δύο πραγματεῖες, μία κατὰ τῆς Ἀρχῆς, δηλαδή κατὰ τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα Ρώμης, καὶ μία ἄλλη σὲ μορφὴ διαλόγου μεταξὺ Φιλαλήθους καὶ Ζηλωτοῦ, μὲ τὴν ὁποία ἐξέθεσε τὶς σατανικὲς μεθόδους ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἰησουΐτες γιὰ νὰ προσηλυτίσουν τοὺς Ὀρθοδόξους. 

Φεύγοντας ἀπὸ τὴ Βλαχία ἐπισκέφτηκε πάλι τὸ Ἅγιο Ὄρος, καὶ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1615 ἐπέστρεψε στὴν Αἴγυπτο, ὅπου παρέμεινε, μέχρι τὴν ἐκλογή του στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο, ἀσχολούμενος μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν κατήχηση τοῦ λαοῦ, ἀφοῦ στὸ μεταξύ, χάρη στὶς ἄοκνες προσπάθειές του, εἶχαν ἐκλείψει τὰ μεγάλα προβλήματα ποὺ ταλαιπωροῦσαν τὸν Ἀλεξανδρινὸ Θρόνο.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχου Τιμοθέου τοῦ Β΄, σε μια δύσκολη εποχή για τον ελληνισμό και την ορθοδοξία, ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινοπόλεως τὸν ἐξέλεξε Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη (4-11-1620), ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ δυόμιση χρόνια ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θρόνο (Ἀπρίλιο 1623), κατηγορούμενος ὅτι προετοίμαζε ἐπανάσταση τῶν ἑλληνικῶν νησιῶν, καὶ σιδηροδέσμιος ἐξορίστηκε στὴ Ρόδο.

Ὁ νέος Πατριάρχης Ἄνθιμος ἔστειλε ἐκεῖ Ἀρχιερεῖς μὲ σκοπὸ νὰ τὸν πείσουν νὰ ὑποβάλει κανονικὴ παραίτηση. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπέρριψε τὴν πρόταση καί, μὲ διαταγὴ τοῦ Μεγάλου Βεζύρη, ἐπέστρεψε στὴ Βασιλεύουσα (Σεπτέμβριος 1623), ὅπου ἔγινε θριαμβευτικὰ δεκτὸς ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Πολλοὶ κατέφθαναν στὸν Γαλατᾶ, ὅπου διέμενε, γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του, ἐνῶ οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ πρόκριτοι καὶ ὁ λαὸς ζητοῦσαν ἐπίμονα τὴν ἐπάνοδό του στὸν Θρόνο. Ὁ Πατριάρχης Ἄνθιμος ἀναγκάστηκε νὰ παραιτηθεῖ καὶ στὸν Θρόνο ἐπανῆλθε ὁ Κύριλλος (2-10-1623). Ἡ ἀποκατάστασή του ἔγινε ἀφορμὴ γενικῆς χαρᾶς τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι στὸ πρόσωπό του ἔβλεπαν τὸν γνήσιο καὶ ἀληθινό ποιμένα καὶ Πατριάρχη τους.

Αλληλογραφούσε για θρησκευτικά, εκκλησιαστικά και πολιτικά ζητήματα με τους σημαντικότερους ιεράρχες της Ανατολής, με τον πατριάρχη της Μόσχας, τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπορυ, τον τσάρο της Ρωσίας, το βασιλιά της Σουηδίας, τους ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας και με σπουδαίους Γερμανούς, Ελβετούς και Ολλανδούς καθηγητές, λόγιους και διπλωμάτες.

Ο Λούκαρις υπήρξε ο μεγαλύτερος πολέμιος των Ιησουϊτών, οι οποίοι είχαν αναδειχθεί σε υπέρμαχους του πάπα και του παπισμού, μάλιστα είναι χαρακτηριστικοί οι διωγμοί που είχαν εξαπολύσει εναντίον της ορθοδοξίας στην Τουρκία μόλις εγκαταστάθηκαν εκεί τον 17ο αιώνα. 

Η συμβολή του για την βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου του κλήρου και την εκπαίδευση των Ελλήνων ήταν μεγάλη. Ίδρυσε σχολεία, αναδιοργάνωσε την πατριαρχική σχολή και την έκανε ανώτερο εκπαιδευτήριο, τη γνωστή αργότερα με το όνομα Μεγάλη του Γένους Σχολή, της οποίας τη διεύθυνση ανέθεσε στον μεγαλύτερο φιλόσοφο της εποχής του, το Θεόφιλο Κορυδαλέα, και κάλεσε ικανούς Έλληνες δασκάλους να διδάξουν σ’ αυτήν. Τότε άρχισε να διδάσκεται και η Φυσική.

Θεωρούσε απαραίτητη την ίδρυση τυπογραφείου, το οποίο, μαζί με τα σχολεία, θα βοηθούσε στη μόρφωση και το διαφωτισμό των Ελλήνων και συγχρόνως θα ήταν ένα αποτελεσματικό μέσο αντιμετώπισης των εχθρών της Ορθοδοξίας. Για το σκοπό αυτό ήρθε σε συνεννόηση με τον ιερομόναχο Νικόδημο Μεταξά, φωτισμένο λόγιο της εποχής, ο οποίος είχε ιδρύσει πριν από πολλά χρόνια τυπογραφείο στο Λονδίνο, και ζήτησε τη βοήθειά του για την ίδρυση τυπογραφείου στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Ν. Μεταξάς (1585-1646) είχε γεννηθεί στη Κεφαλληνία, όπου και διδάχτηκε τα ελληνικά γράμματα από το θείο του επίσκοπο Κεφαλληνίας Νικόδημο και έγινε μοναχός. Αργότερα, το 1620, για να συνεχίσει τις σπουδές του, πήγε στο Λονδίνο, όπου βρισκόταν ο αδελφός του που ασχολούνταν με το εμπόριο. Εκεί έμαθε την τυπογραφική τέχνη και με τη βοήθεια του αδελφού του ίδρυσε τυπογραφείο.

Σκοπός του ήταν να καταπολεμήσει την αμάθεια των Ελλήνων με εκδόσεις ωφέλιμων ελληνικών βιβλίων. Το διάστημα 1623 -1627 τύπωσε τουλάχιστον πέντε βιβλία μεταξύ των οποίων και το «Περί της αρχής του Πάπα» του Μελέτιου Πηγά.. Έβλεπε όμως πως η τέχνη της τυπογραφίας δεν ήταν δυνατόν να έχει την ωφέλεια που θα είχε αν την εξασκούσε στην ίδια την Ελλάδα.

Έτσι δέχτηκε πρόθυμα την πρόταση του πατριάρχη και τον Ιούνιο του 1627 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη με πλοίο αγγλικής εταιρείας. Μαζί του έφερε, εκτός από το τυπογραφείο που φρόντισε να τελειοποιήσει, και κιβώτια με βιβλία που είχε τυπώσει στο Λονδίνο, αλλά και άλλες εκδόσεις, και δύο Ολλανδούς τυπογράφους. Φοβόταν όμως την αντίδραση των Ιησουϊτών, οι οποίοι γνώριζαν τη δύναμη της τυπογραφίας. Για το λόγο αυτό η μεταφορά του τυπογραφείου από το Λονδίνο έγινε με τις απαραίτητες προφυλάξεις και με την προσωπική συμπαράσταση και προστασία του Άγγλου πρεσβευτή. Αλλά η λειτουργία του τυπογραφείου δεν μπορούσε να παραμείνει κρυφή.

Οι Ιησουίτες, μόλις έμαθαν για το τυπογραφείο, αντέδρασαν έχοντας μάλιστα και τη συμπαράσταση του Γάλλου πρεσβευτή. Για να ματαιώσουν τα σχέδια του Μεταξά, έγραψαν στο μοναστήρι που ανήκε να τον ανακαλέσει γιατί τάχα ήταν Λουθηριανός, αιρετικός και δούλευε για την αγγλική θρησκεία. Από τις συκοφαντίες τους δεν ξέφυγε ούτε ο Άγγλος πρεσβευτής, τον οποίο κατηγόρησαν ότι ήταν αυτός που υπαγόρευσε το σύγγραμμα κατά του Πάππα που τύπωσε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος.

Το τυπογραφείο το εγκατέστησαν κοντά στην αγγλική πρεσβεία για λόγους προστασίας και τον Ιούνιο του 1627 άρχισε να λειτουργεί. Το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε ήταν η «Σύντομος Πραγματεία κατά Ιουδαίων» του Κύριλλου Λούκαρη, γραμμένη σε απλή γλώσσα, με δαπάνες και επιμέλεια του Νικόδημου Μεταξά. Ήταν το πρώτο ελληνικό βιβλίο που τυπώθηκε στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο. Ακολούθησαν αρκετές εκδόσεις βιβλίων αλλά πάντα με θρησκευτικό περιεχόμενο. Οι Ιησουΐτες δεν σταμάτησαν να αντιδρούν. Απειλούσαν τον Μεταξά στο δρόμο τα βράδια που έφευγε από το τυπογραφείο και τον ανάγκασαν να πάρει μέτρα για την ασφάλειά του. Στην αναφορά που έκαναν στο Μεγάλο Βεζίρη χρησιμοποίησαν συκοφαντίες και ψέματα: ότι ο Μεταξάς στάλθηκε στην Πόλη για να διοργανώσει επανάσταση και ότι ο πρέσβης της Αγγλίας υποθάλπει τους επαναστατικούς σκοπούς του, ότι στο τυπογραφείο τυπώνονταν βιβλία που συνέθετε ο Πατριάρχης, με τα οποία ξεσήκωνε τους Έλληνες σε επανάσταση, και άλλα πολλά.

Ο Μέγας Βεζίρης διέταξε αμέσως τη φρούρηση του Μεταξά. Ο Γάλλος Πρέσβης, που ήταν φανατικός Ιησουΐτης, για να ματαιώσει κάθε προσπάθεια προστασίας του τυπογραφείου, κάλεσε σε γεύμα τον πατριάρχη Κύριλλο, τον πρεσβευτή της Αγγλίας και τον Βάιλο της Βενετίας. Έτσι στις 6 Ιανουαρίου 1628, ημέρα των Θεοφανείων, ενώ αυτοί αμέριμνοι συμμετείχαν στο γεύμα, 150 γενίτσαροι πολιόρκησαν το σπίτι του Μεταξά και το κτίριο του τυπογραφείου. Με χτυπήματα αχρήστεψαν το πιεστήριο και σκόρπησαν τα τυπογραφικά στοιχεία. Αφού κατέστρεψαν το τυπογραφείο, πήραν τα βιβλία που βρήκαν εκεί, και φυλάκισαν τον Μεταξά.

Για να δικαιολογήσουν αυτές τις ενέργειες διέδωσαν ότι στο τυπογραφείο πλαστογραφούσαν τα σουλτανικά διατάγματα και συνωμοτούσαν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και ακόμη ότι έκοβαν κίβδηλα νομίσματα. Μετά την εξέταση των βιβλίων, που έγινε την επομένη, δεν βρέθηκε τίποτε επιλήψιμο, μάλιστα η απαλλακτική απόφαση του Μουφτή ανέφερε ότι «Τα κατασχεθέντα βιβλία ουδέν περιείχον κατά του κορανίου και επομένως δεν είναι επιλήψιμα». Και ακόμη «Αφού ο Σουλτάνος εχορήγησεν εις τους Χριστιανούς το δικαίωμα της ελευθέρας εξασκήσεως των θρησκευτικών των δογμάτων, ουδόλως ούτοι αμαρτάνουσι και δια του τύπου εκτιθέμενοι τας ιδέας των».

Η απόφαση αποτελούσε κόλαφο για τους Ιησουΐτες, αλλά η ζημιά για τους Έλληνες είχε γίνει. Το τυπογραφείο είχε καταστραφεί. Ο Μεταξάς, που με τόση προσπάθεια και φροντίδα βοήθησε στην ίδρυσή του, μετά την αθωωτική απόφαση αποφυλακίστηκε και πικραμένος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πόλη. Ο Α. Leger, ιερέας της ολλανδικής πρεσβείας, μεσολάβησε σε τυπογράφους της Βιέννης για να μη διακοπεί το εκδοτικό πρόγραμμα του πατριάρχη. Έτσι μπόρεσε να εκδοθεί η πρώτη μετάφραση της Καινής Διαθήκης σε απλή ελληνική γλώσσα που έκανε ο Μάξιμος Καλλιπολίτης και προλόγισε ο Λούκαρις. Ο Μεταξάς όταν αργότερα έγινε επίσκοπος Κεφαληνίας από τον Λούκαρι, πήγε να εγκατασταθεί στην έδρα του φέρνοντας μαζί του το μισοκατεστραμμένο τυπογραφείο του.

Ο Κύριλλος Λούκαρις, που για τους Ιησουΐτες πάντα αποτελούσε στόχο επίθεσης, δεν ξέφυγε από τις προσπάθειές τους για εξόντωσή του. Τα μέσα που χρησιμοποιούσαν ήταν απειλές και εκβιασμοί, πλαστογραφίες κειμένων του με σκοπό να τον ενοχοποιήσουν, δωροδοκίες των τουρκικών αρχών και συκοφαντίες ότι υποκινεί ξένες δυνάμεις εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα μέσα αυτά τις περισσότερες φορές έφερναν αποτέλεσμα Από το 1620 μέχρι το 1638 πέντε φορές ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο και πέντε φορές καθαιρέθηκε (1620-1623,1623-1633, 1633-1634, 1634-1635 και 1637-1638).

Οἱ πολέμιοι τοῦ Πατριάρχου βρῆκαν πειθήνιο ὄργανό τους τὸν Βεροίας Κύριλλο Κονταρῆ, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στὴν Πόλη (1632) καὶ ἄρχισε νὰ συκοφαντεῖ τὸν Πατριάρχη, διαδίδοντας στοὺς κυβερνητικοὺς κύκλους ὅτι βρισκόταν σὲ μυστικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ὑψηλῆς Πύλης καὶ ὅτι συνομωτοῦσε ἐναντίον της. Οἱ συκοφαντίες ἔγιναν ἀποδεκτές, ὁ Πατριάρχης ἀπομακρύνθηκε ἀλλά, λόγῳ τῆς γενικῆς ἀγανακτήσεως, μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ ἡμέρες ἐπανῆλθε στὸν Θρόνο. Παρὰ ταῦτα οἱ πολέμιοί του δὲν ἔπαυσαν οὔτε στιγμὴ νὰ ἐργάζονται γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή του. Καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικὰ ποσὰ στοὺς τούρκους κατόρθωσαν νὰ τὸν ἐξορίσουν στὴν Τένεδο (7-5-1634) καὶ νὰ άνεβάσουν στὸν Θρόνο τὸν Θεσσαλονίκης Ἀθανάσιο Πατελλάρο. Ἡ παρανομία ὅμως δὲν εἶχε μεγάλη διάρκεια γιατὶ μετὰ ἕνα μῆνα ἀπομακρύνθηκε ὁ Ἀθανάσιος καὶ ὁ Κύριλλος ἐπανῆλθε θριαμβευτικὰ στὸν Θρόνο.

Οἱ συνεχεῖς ἀποτυχίες νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ Πατριάρχης Κύριλλος καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ ἄλλος τῆς ἀρεσκείας τους δὲν ἀπογοήτευσαν τοὺς ἐχθρούς του, ἀντίθετα τοὺς ἔκαναν σκληρότερους στὴν πολεμική τους καὶ ἐφευρετικότερους στὶς μεθοδεύσεις τους. Πάλι, (Μάρτιος 1635), οἱ Ἰησουῗτες κινήθηκαν ἐναντίον του καὶ δίνοντας ἄφθονα χρήματα κατόρθωσαν νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀπομάκρυνσή του καὶ τὴν ἄνοδο στὸ Θρόνο τοῦ Κονταρῆ, ὁ ὁποῖος συνέλαβε καὶ περιόρισε τὸν γέροντα πλέον Πατριάρχη.

Σύμφωνα μὲ ἔγγραφο τοῦ Αὐστριακοῦ Πρεσβευτὴ Schmidt ὁ Κονταρῆς καὶ ἡ συμμορία του σκεφτόταν νὰ τυφλώσουν ἢ νὰ δηλητηριάσουν τὸν Κύριλλο. Ὁ Schmidt σκέφτηκε νὰ τὸν κρατήσει φυλακισμένο στὴν αὐστριακὴ πρεσβεία ἀλλὰ φοβήθηκε μήπως οἱ φωνὲς του τραβήξουν τὴν προσοχὴ τῶν Ἑλλήνων γειτόνων. Μέ πρόταση τοῦ πρεσβευτὴ ἀποφασίστηκε νὰ ἀκολουθήσουν τὶς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς ρωμαϊκῆς Προπαγάνδας γιὰ τὸν Πατριάρχη καὶ νὰ ναυλωθεῖ πλοῖο μὲ ἔμπιστο πλήρωμα στὸ ὁποῖο θὰ ἐπιβιβαζόταν γιὰ νὰ μεταφερθεῖ δῆθεν ἐξόριστος στὴ Ρόδο. Ὁ πλοίαρχος εἶχε ἐντολὴ νὰ προσεγγίσει τὸ πρῶτο πειρατικὸ πλοῖο ποὺ θὰ συναντοῦσε, καὶ ἐπὶ τῇ βάσει ἐγγράφων τῆς αὐστριακῆς πρεσβείας θὰ παρέδιδε τὸν Κύριλλο γιὰ νὰ μεταφερθεῖ στὴ Μάλτα. Στὴν Κωνσταντινούπολη θὰ κυκλοφοροῦσε ἡ φήμη ὅτι Μελιταῖοι αἰχμαλώτισαν τὸ πλοῖο, στὸ ὁποῖο ἐπέβαινε ὁ Πατριάρχης, καὶ ὅτι τὸν μετέφεραν στὸ νησί τους. 

Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς διαπραγματεύσεις καὶ ἀναβολὲς βρέθηκε τὸ πλοῖο καὶ τὸ πλήρωμα καὶ δόθηκαν τὰ ἔγγραφα τῆς αὐστριακῆς Πρεσβείας στὸν Μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος θὰ συνόδευε τὸν αἰχμάλωτο Πατριάρχη· ἀλλὰ ἡ ὁλλανδικὴ Πρεσβεία κατόρθωσε μὲ κατάσκοπο νὰ μάθει τὰ τεκταινόμενα. Τὸ πλήρωμα ἐξαγοράστηκε καὶ ὁδήγησε τὸ πλοῖο στὴ Χίο, ὅπου βρισκόταν ὁ διοικητὴς τῆς Ρόδου Μπεκὴρ Πασᾶς, φίλος τοῦ Πατριάρχου, ὁ ὁποῖος τὸν πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία του στὴ Ρόδο, ὅπου καὶ παρέμεινε μέχρι τὰ μέσα τοῦ 1636, ὁπότε καὶ ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐπανῆλθε στὸν Θρόνο τὸν Μάρτιο τοῦ 1637. Βρισκόταν ἤδη σὲ προχωρημένη ἡλικία καὶ μποροῦσαν οἱ πολέμιοί του νὰ περιμένουν τὸν φυσικὸ θάνατό του γιὰ νὰ ἐφαρμόσουν τὰ σχέδιά τους. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀγωνίζεται ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ Ἰησουῗτες πείστηκαν ὅτι ἦταν ἀκατάβλητος «ὁ μέγας γέρων» καὶ γι̉  αὐτὸ ἀποφασίστηκε νὰ ἐπιδιωχθεῖ μὲ κάθε μέσο ὁ θάνατός του.

Νέες ἐνέργειες τῶν ἐχθρῶν του ἀπέδωσαν τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ προσδοκοῦσαν. Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1638 ὁ Schmidt ποὺ βρισκόταν σὲ διαρκῆ συνενόηση μὲ τὴν Προπαγάνδα κατόρθωσε νὰ ἀπομακρύνει τὸν Κύριλλο ἀπὸ τὸν Θρόνο προβάλλοντας τὴν κατηγορία στὶς τουρκικὲς ἀρχὲς ὅτι προετοιμάζει ἐπίθεση τῶν Ρώσων κατὰ τῆς Κωνστινουπόλεως καὶ ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Σουλτάνος Μουρὰτ ποὺ βρισκόταν στὴν ἐκστρατεία κατὰ τῆς Βαγδάτης ἀποδέχθηκε τὶς κατηγορίες καὶ μὲ τὴν εἰσήγηση τοῦ Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊρὰμ πασᾶ διέταξε νὰ τὸν θανατώσουν. 

Ὁ Κύριλλος συνελήφθη ἀπὸ ἀπόσπασμα τσαούσηδων (χωροφυλάκων) στίς 22 Ιουνίου καὶ φυλακίστηκε στὸ φρούριο Ρούμελη Χισσάρ, ὅπου στίς 27 Ἰουνίου 1638 ἔφτασαν 15 Γενίτσαροι καὶ ἄλλοι ἀνώτεροι κρατικοὶ ὑπάλληλοι. Τὸν παρέλαβαν καί, ἐπιβιβάζοντάς τον σὲ ἕνα πλοιάριο, τὸν μετέφεραν στὴν παραλία τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ὅπου τὸν θανάτωσαν μὲ στραγγαλισμό. Ὁ λαὸς πληροφορήθηκε τὴν ἑπομένη ἡμέρα τὸν θάνατό του καὶ ἐξεγέρθηκε ἐναντίον τοῦ Κονταρῆ, ὁ ὁποῖος ὅμως προσποιήθηκε ὅτι δὲν εἶχε γνώση τῶν πραγμάτων. Τὸ σῶμά του τάφηκε πρόχειρα στὴν ἄμμο τοῦ αἰγιαλοῦ ἀλλὰ μετὰ τρεῖς μέρες ἄνθρωποι τοῦ Κονταρῆ τὸ ξέθαψαν καὶ τὸ πέταξαν στὴ θάλασσα γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖ ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Βρέθηκε ὅμως ἀπὸ κάποιους ἁλιεῖς, ἤ σύμφωνα μὲ ἄλλους, ἀπὸ Χριστιανοὺς ποὺ τὸ ἀναζήτησαν, μεταφέρθηκε κρυφὰ καὶ ἐνταφιάστηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, στὴν ὁμώνυμη νησίδα τοῦ κόλπου τῆς Νικομηδείας.

Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, τὸ 1641, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Παρθένιος ὁ Α΄ ὁ Γέρων (1639-1644) μερίμνησε γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ καὶ μεταφορὰ τῶν λειψάνων του στὸ Πατριαρχεῖο καί, ἀφοῦ «ἔψαλλεν αὐτά», ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταφερθοῦν στὴ Μονὴ Καμαριωτίσσης τῆς Χάλκης καὶ νὰ τοποθετηθοῦν στὸ ἱερὸ Βῆμα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς, κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα. Ἀπὸ ἐκεῖ μετακομίστηκαν στὸ Πατριαρχικὸ Σκευοφυλάκιο καὶ τὸ 1975 ἀποδόθηκαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀγκαράθου, ὅπου φυλάσσονται σήμερα.

Ὁ Ἱερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος ἀμέσως μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό του τιμήθηκε ὡς Ἅγιος καὶ Μάρτυς, ὁ δὲ Ὅσιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός συνέταξε καὶ Ἀκολουθία γιὰ νὰ ἑορτάζεται ἡ Μνήμη του. Ἡ ἐπίσημη Ἁγιοκατάταξή του ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας τὴν 6η Ὀκτωβρίου 2009.

Ο Κύριλλος Λούκαρις με τις ποικίλες δραστηριότητές του δεν είχε ελεύθερο χρόνο για συγγραφική δράση. Εκτός από τη σύντομη πραγματεία του κατά Ιουδαίων, που τύπωσε ο Μεταξάς στη Πόλη το 1627, έγραψε δύο ακόμη αντικαθολικές Πραγματείες στη δημοτική και ένα Διάλογο, στον οποίο καταγγέλλονται οι μέθοδοι προσηλυτισμού των Ιησουϊτών. Το έργο Ομολογία Πίστεως, που κυκλοφόρησε στα λατινικά με το όνομά του το 1629, προκάλεσε αναστάτωση, γιατί φαίνεται να συμφωνούσε με τα πιστεύω των Καλβινιστών (προτεσταντών).

Ἀπὸ τὸ 1629 μέχρι τὸ 1633 ἡ «Ἀνατολικὴ ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς πίστεως» ἐκυκλοφόρησεν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως εἰς τὴν λατινικήν, τὴν ἑλληνικήν, τὴν γαλλικήν, τὴν γερμανικὴν καὶ ἀγγλικὴν γλῶσσα. «Ἡ κακόζηλος αὕτη Ὁμολογία διήγειρε πανταχοῦ εἰς τὰς ἐκκλησίας μέγιστον θόρυβον καὶ δυσπερίγραπτον ταραχήν, ἀπασχολήσασα οὐ μόνον ἐκκλησιαστικοὺς, θεολογικούς, ἀλλὰ καὶ πολιτικοὺς καὶ διπλωματικοὺς παράγοντας, πάντες δὲ σχεδὸν ἐθεώρησαν ἐν ἀρχῇ αὐτὴν ὡς ψευδεπίγραφον καὶ οὐχὶ ὡς γνήσιον τοῦ πατριάρχου ἔργον» (Ἰ. Καρμίρης). Πέρασαν ἔκτοτε τριακόσια καὶ πλέον χρόνια ἀπὸ τὴν πρώτην κυκλοφορίαν τῆς λεγομένης «Λουκαρείου Ὁμολογίας». Διαπρεπεῖς ἱστορικοί, θεολόγοι, ἐρευνητὲς προσεπάθησαν νὰ διαλευκάνουν τὸ σκοτεινὸν σημεῖον, ἂν πράγματι ὁ Λούκαρις ἦτο ὁ συντάκτης ἢ ὄχι τῆς ἀποδιδομένης εἰς αὐτὸν ἀπὸ τοὺς Καλβινιστάς, Ὁμολογίας. Ὁ ἴδιος ἠρνήθη πολλάκις προφορικῶς καὶ μὲ τὴν στάσιν του καὶ τὰς ἐπιστολάς του διεκήρυττε τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν του. Μέχρι τὸν θάνατόν του ὅμως δὲν τὴν ἀπεκήρυξε μὲ γραπτὸν κείμενον.

Ἡ ἐκκλησία μὲ ἀλλεπάλληλας Συνόδους κατεδίκασεν τὴν Ὁμολογίαν ὡς αἱρετικὴν καὶ ξένην πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν τῶν Πατέρων. Όμως κι αν ακόμη το έγραψε, σίγουρα θα ήταν κάτω από συνθήκες πίεσης και εκβιασμών. Έγραψε πάνω από διακόσιες Διδαχές, που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον από ιστορική γλωσσική και λογοτεχνική άποψη. Αλλά και η Αλληλογραφία του με τόσο σημαντικά πρόσωπα παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την ταραγμένη εποχή του. Ο Κύριλλος Λούκαρις βοήθησε στην πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού, εγκαινίασε μια νέα εποχή θρησκευτικού ουμανισμού και με τη μόρφωση την προσωπικότητα και τη δράση του έγινε γνωστός σε όλη την Ευρώπη. Σήμερα στη γενέτειρά του, το Ηράκλειο Κρήτης, ο δρόμος που περνά μπροστά από τον Άγιο Μηνά φέρει το όνομά του: «Οδός Κυρίλλου Λουκάρεως».

Σημείωση. Μετά από τα γεγονότα αυτά πέρασαν πάνω από 100 χρόνια για να συσταθεί και πάλι ελληνικό τυπογραφείο στην Πόλη, επίσης πατριαρχικό, με έμπνευση του πατριάχη Γρηγορίου του Ε΄. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι το πρώτο τουρκικό τυπογραφείο συστήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1727 από τον Ιβραήμ Μουτεφερίκα, τρεις ολόκληρους αιώνες μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας.

Πηγές :

http://www.patris.gr/articles/122902?PHPSESSID=#.V3BOXvmLSM8, Της Ηλέκτρας Καμπουράκη-Πατεράκη, μαθηματικού

https://www.ec-patr.org/list/index.php?lang=gr&id=202

http://www.imr.gr/article/26/ieromartys-kyrillos-o-loykaris

προηγούμενο
επόμενο

Facebook Comments