Πολλοί από τους αγίους μας έχουν τη φήμη των θαυματουργών, διότι αξιώθηκαν να προικιστούν από το Θεό να κάνουν θαύματα στο όνομά Του. Μέσα στη χορεία των θαυματουργών αγίων της Εκκλησίας μας, ξεχωριστή θέση κατέχει η αγία Ειρήνη, η αποκαλουμένη Χρυσοβαλάντου.
Γεννήθηκε στην Καππαδοκία στα 828 και εκεί έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Στα χρόνια εκείνα βασίλευε ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (829-843), ο οποίος, όπως είναι γνωστό, ήταν φανατικός εικονομάχος και διώκτης των Ορθοδόξων. Ο πατέρας της Ειρήνης ονομαζόταν Φιλάρετος, ήταν ευγενούς καταγωγής, πατρίκιος και κατείχε το αξίωμα του στρατιωτικού διοικητή του Θέματος της Καππαδοκίας, ως ευνοούμενος και έμπιστος της ευσεβούς αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Η μητέρα της ονομαζόταν Ζωή, ήταν πατρικία και πολύ όμορφη, ενάρετη και πιστή γυναίκα, την οποία υπολήπτονταν όλη η Καππαδοκία. Απέκτησαν εκτός από την Ειρήνη και ένα άλλο κορίτσι την Καλλινίκη. Μετά τη γέννηση της Ειρήνης πέθανε ξαφνικά η μητέρα τους Ζωή και την ανατροφή των παιδιών ανάθεσε ο Φιλάρετος στην πατρικίαΣοφία, τη μεγαλύτερη αδελφή του.
Το 839 είχε φτάσει στην Καισάρεια, για κρατικές υποθέσεις ο νεαρός αδελφός της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, ο καίσαρας Βάρδας. Εκεί γνώρισε την δεκατετράχρονη Καλλινίκη, την οποία ζήτησε σε γάμο. Ο Φιλάρετος συγκατατέθηκε και αυτός πραγματοποιήθηκε με μεγαλοπρέπεια, με τη συμμετοχή του αυτοκράτορα Θεόφιλου.
Το 842, μετά το θάνατο του Θεοφίλου, η ευσεβής Θεοδώρα, ως επίτροπος του ανηλίκου γιου τηςΜιχαήλ Γ΄ (842-867), ανακάλεσε τα διατάγματα των εικονομάχων αυτοκρατόρων, θέτοντας τέρμα στην εκατονταετή εικονομαχική έριδα. Για το λόγο αυτό κάλεσε τον στρατηγό Φιλάρετο στη Βασιλεύουσα, όπως και άλλους ύπατους αξιωματούχους να τη βοηθήσουν στην εδραίωση της Ορθοδοξίας. Όταν έγινε η οριστική αναστήλωση των Ιερών Εικόνων (19 Φεβρουαρίου 843), ζήτησε από τον Φιλάρετο να δώσει την δεκαπεντάχρονη όμορφη και σεμνή Ειρήνη, ως σύζυγο στον γιό της Μιχαήλ Γ΄. Εκείνος δέχτηκε και ο στρατηγός Νικηφόρος, αδελφός της μητέρας της, ανάλαβε να την φέρει στην Κωνσταντινούπολη.
Η φήμη, ότι η Ειρήνη θα γινόταν αυτοκράτειρα, διαδόθηκε σε όλη την Ανατολή. Ενώ όλοι χαίρονταν, μόνο η Ειρήνη λυπόνταν, διότι ήδη είχε πάρει την απόφαση να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Παρ’ όλα αυτά δέχτηκε να ακολουθήσει τον θείο της Νικηφόρο στη Βασιλεύουσα, όχι για να παντρευτεί τον αυτοκράτορα, αλλά για να αποχαιρετήσει την αδελφή της Κιλλινίκη.
Καθώς πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη για να είναι μία από τις υποψήφιες νύφες του αυτοκράτορα, επισκέφτηκε έναν άγιο άνθρωπο τον Ιωαννίκιο. Οποίος την αποκάλεσε με το όνομα της και την προέτρεψε να μην πάει στην Κωνσταντινούπολη αλλά να πάει στη Μονή Χρυσοβαλάντου που την χρειάζεται.
Όμως, εν τω μεταξύ, ο Μιχαήλ διάλεξε ως σύζυγό του την Ευδοκία την Δεκαπολίτισσα. Η Ειρήνη άκουσε το νέο με ικανοποίηση, όχι όμως και οι δικοί της που φιλοδοξούσαν να τη δουν αυτοκράτειρα.
Ο πατέρας της σε μια αποστολή του στην Αδριανούπολη γνώρισε έναν ευγενή νέο τον Φωτεινό, γιό του επάρχου Νικήτα, με τον οποίο αποφάσισε να παντρέψει την Ειρήνη. Αλλά εκείνη απέρριψε αυτόν τον γάμο και γνωστοποίησε στους γονείς της ότι ήταν αποφασισμένη να μονάσει. Ύστερα από μια ξαφνική ασθένειά της και την θαυματουργική της ίαση, οι γονείς της δέχτηκαν την απόφασή της. Ο ίδιος ο πατέρας της την οδήγησε στην Ιερά Κοινοβιακή Μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ Χρυσοβαλάντου, κοντά στην Κωνσταντινούπολη, όπου και έλαβε το μοναχικό σχήμα.
Η πνευματική της πρόοδος ήταν εμφανής σε όλη την αδελφότητα. Έτσι ύστερα από έξι χρόνια έγινε ηγουμένη της Μονής. Από τη θέση της αυτή ενέτεινε τον πνευματικό της αγώνα, ώστε γρήγορα φάνηκαν τα σημάδια της αγιότητάς της. Απέκτησε το χάρισμα της θαυματουργίας. Πλήθος ασθενών συνέρρεαν στη Μονή για να λάβουν την ίαση από τις ευχές της αγίας ηγουμένης. Αξιώθηκε επίσης και με το
σπάνιο χάρισμα της διορατικότητας. Μπορούσε να διαβάσει τα κατάβαθα των καρδιών των υποτακτικών μοναχών της και όσων ερχόταν για πνευματική βοήθεια στη Μονή. Συνήθιζε κάθε πρωί να συγκεντρώνει τις μοναχές στο Καθολικό της Μονής και να προσπαθεί να βγάλει από μέσα τους τα πάθη και τις κακίες τους. Το ίδιο έκανε και με τους προσκυνητές.
Ύστερα από μερικά χρόνια αρρώστησε η ηγουμένη. Επιθυμία της Γερόντισσας ήταν να γίνει ηγουμένη η Ειρήνη. Όταν είπε στις μοναχές την επιθυμία της, η Ειρήνη δεν ήταν παρούσα. Εκείνες μάλιστα δεν της ανέφεραν τίποτε σχετικό, επειδή φοβήθηκαν μήπως από τη μεγάλη ταπεινοφροσύνη της φύγει από το μοναστήρι, για να μη γίνει ηγουμένη.
Οι ηλικιωμένες μοναχές πρότειναν να πάνε όλες μαζί στον Πατριάρχη, στην Κωνσταντινούπολη, για να επιλέξει αυτός οποία τον φωτίσει ο Θεός.
Φτάνοντας στον Πατριάρχη τους είπε: «Εγώ γνωρίζω ότι όλες σας θέλετε την τιμία και σεμνοτάτη Ειρήνη• και η απόφασή σας είναι καλή και θεάρεστη. Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος πού μου φανέρωσε την αρετή αυτής της δούλης του». Έτσι όρισε την Ειρήνη ηγουμένη της Μονής.
Ως ηγουμένη η Ειρήνη συνέχισε και επέτεινε τους πνευματικούς της αγώνες, συναισθανόμενη την ευθύνη του διακονήματος πού έθεσε στους ώμους της ο Ιησούς Χριστός.
Προσευχόταν και νήστευε ακόμα περισσότερο. Ήταν τόση η επιθυμία της να σωθούν όλες οι μοναχές, πού τόλμησε από αγάπη υπέρμετρη και όχι εγωισμό να ζητήσει από τον Κύριο να της χορηγήσει το προορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει «τα απόκρυφα πταίσματα πασών των αδελφών… διά να τάς διορθώνη, να μη κολάζωνται». Και ο δωρεοδότης Ιησούς Χριστός, βλέποντας ότι ο σκοπός της ήταν καλός, της έστειλε άγγελο πού της αποκάλυψε ότι προστάχθηκε από τον Κύριο να στέκεται πάντοτε πλησίον της και να της φανερώνει κάθε μέρα τα απόκρυφα παραπτώματα όχι μόνο των μοναχών αλλά και των προσκυνητών της Μονής.
Η φήμη του προορατικού της χαρίσματος δεν άργησε να διαδοθεί και να φτάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα πολλοί χριστιανοί να σπεύδουν στο μοναστήρι για να ιδούν το σεβάσμιο πρόσωπο της και να ακούσουν «λόγον ἀγαθόν». Παρά ταύτα εκείνη δεν μείωσε καθόλου τον πνευματικό της αγώνα για την προσωπική τελείωσή της, γεγονός πού ενοχλούσε τον μισόκαλο δαίμονα, πού δοκίμασε άλλη μια φορά να την εμποδίσει από την ολονύχτια προσευχή της. Έτσι λοιπόν ένα βράδυ, καθώς εκείνη προσευχόταν με κατάνυξη, ένας δαίμονας άναψε κερί από το καντήλι και έβαλε φωτιά στο κουκούλι της Ειρήνης. Η φλόγα άρχισε να καίει κατόπιν τα μαλλιά, το φόρεμα και τις σάρκες της αγίας Ειρήνης, η οποία ακίνητη, ενώ καιγόταν, συνέχιζε την προσευχή της. Και θα είχε καεί ζωντανή, αν μία αδελφή από διπλανό κελί δεν οσμιζόταν καμένη σάρκα και δεν έτρεχε να σβήσει με νερό τη φωτιά! Η ηγουμένη την επέπληξε λέγοντάς της, όπως αναφέρει ο Συναξαριστής: «Γιατί μού προξένησες, παιδί μου, τόσο κακό και μού στέρησες τέτοια αγαθά;
Δεν πρέπει να φρονούμε τα των ανθρώπων αλλά τα του Θεού. Λίγο πριν μπροστά μου έβλεπα έναν άγγελο πού έπλεκε για μένα στεφάνι• κι όταν άπλωνε το χέρι του για να με στεφανώσει, ήρθες εσύ και από ευγνωμοσύνη προκάλεσες χειρότερα της αγνωμοσύνης. Βλέποντάς σε ο άγγελος έφυγε και μού έδωσες λύπη και απερίγραπτη ζημία». Από το μισοκαμμένο σώμα της έβγαινε ευωδία πού νικούσε όλα τα μύρα και τα πολύτιμα αρώματα, ενώ ο Ιησούς, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, γιάτρεψε τα μέλη της πού είχαν εγκαύματα, αυξάνοντας της και το προορατικό χάρισμα.
Τα κυπαρίσσια λυγίζουν τις κορυφές τους
Πολλές φορές προσευχόταν ολόκληρο ημερονύκτιο. Άλλοτε επί δύο ή τρεις ημέρες και καμιά φορά ολόκληρη εβδομάδα, πάντοτε με υψωμένα τα χέρια της. Τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή έως το Πάσχα δεν έτρωγε ψωμί, παρά μόνο λίγα φρούτα και λαχανικά και έπινε ελάχιστο νερό. Από την αυστηρή αυτή νηστεία είχε γίνει λιπόσαρκη. Όταν ο καιρός το επέτρεπε έβγαινε τα μεσάνυχτα στον αύλειο χώρο της Μονής και προσευχόταν με κατάνυξη, υψώνοντας το βλέμμα της στο κάλλος του ουρανού.
Γράφει ο Συναξαριστής της:
«Κατά θεία οικονομία, για να μη μείνει άγνωστη μια μεγάλη θαυματουργία, πού έγινε αρκετές φορές στο προαύλιο, έτυχε και βγήκε ήσυχα ένα βράδυ κάποια αδελφή από το κελί της. Και βλέπει την αγία πού προσευχόταν, χωρίς να εγγίζουν τη γη τα πόδια της. Αλλά στεκόταν στον αέρα, δύο πήχεις επάνω. Και κοντά της ήταν δύο κυπαρίσσια πολύ υψηλά.
Τα οποία έγερναν τις κορυφές τους μέχρι το χώμα και παρέμεναν έτσι (ώ του εξαισίου θαύματος!) όση ώρα η αγία προσευχόταν. Και όταν τελείωσε, πήγε και στα δύο και αγγίζοντας τις κορυφές τους τα ευλόγησε στο σχήμα του σταυρού και τότε υψώθηκαν κι αυτά και επανήλθαν στην κανονική τους θέση». Η αδελφή νομίζοντας ότι όσα έβλεπε ήταν καρπός της φαντασίας της δεν είπε σε καμία μοναχή τίποτε. Μετά όμως από κάποιες ημέρες είδαν όλες τους στις κορυφές εκείνων των κυπαρισσιών δύο μαντήλια, πού είχε κρεμάσει η αγία Ειρήνη «εις δόξαν Θεού». Στην απορία των αδελφών πώς βρέθηκαν εκεί, η μοναχή πού είχε προσωπική γνώση του πράγματος διηγήθηκε σε όλες τι συνέβαινε• κι εκείνες της παραπονέθηκαν γιατί δεν τις ξύπνησε να ιδούν «τοιούτον εξαίσιον θέαμα». Όταν η αγία Ειρήνη πληροφορήθηκε την πράξη της μοναχής αυτής την επέπληξε με αγάπη λέγοντάς της: Αν με έβλεπες να αμαρτάνω ως άνθρωπος, θα φανέρωνες και την αμαρτία μου; Ζήτησε δε από όλες τις αδελφές να μη φανερώνουν σε κανέναν, ενόσω εκείνη ζει, τα τυχόν θαυμάσια πού βλέπουν.
Τα μήλα του Παραδείσου
Η αγία Ειρήνη συνδέθηκε και με το περιστατικό των τριών μήλων, όπως το εξιστορεί ο Συναξαριστής: Ένα βράδυ, καθώς προσευχόταν, ήρθε φωνή προς την οσία πού της είπε
• υποδέξου το ναύτη πού σου φέρνει σήμερα τα οπωρικά και να τα φας με χαρά, ώστε η ψυχή σου να νιώσει αγαλλίαση. Στη διάρκεια του Όρθρου έστειλε δύο μοναχές στην πύλη της Μονής για να υποδεχτούν έναν ναύτη πού ήταν απέξω. Όταν μετά την Ακολουθία συναντήθηκαν, εκείνος της είπε ότι είναι ναύτης από την Πάτμο. Καθώς ξεκίνησε το καράβι τους για να πλεύσει στην Κωνσταντινούπολη, ένας σεβάσμιος Γέροντας από την ακτή τους φώναξε, παρακαλώντας να γυρίσουν πίσω για να τους δώσει κάτι. Όμως το καράβι έπλεε με ανοιγμένα πανιά. Τότε ο Γέροντας πρόσταξε το πλοίο να σταματήσει, πράγμα πού έγινε, κι εκείνος περπατώντας στην επιφάνεια της θάλασσας ήρθε κοντά μας. Και βγάζοντας από το στήθος του τρία μήλα μου τα έδωσε λέγοντας: Όταν φτάσεις στην Πόλη να τα δώσεις στον Πατριάρχη και να του πεις πώς του τα έστειλε ο Θεός και ο δούλος του Ιωάννης από τον Παράδεισο. Στη συνέχεια έβγαλε άλλα τρία μήλα και μου είπε: Αυτά να τα δω ρήσεις στην ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου, την Ειρήνη, και να της πεις
• φάγε από εκείνα πού η καλή σου ψυχή επεθύμης• διότι τώρα έρχομαι από τον Παράδεισο και τα έφερα. Λέγοντάς μου αυτά, ο μεν Γέροντας έγινε άφαντος, το δε πλοίο ξεκίνησε.
Κατόπιν ο ναύτης έβγαλε τα τρία μήλα από ένα μεταξωτό μαντήλι και τα έδωσε στην αγία Ειρήνη. Τα μήλα ήταν εξαιρετικά όμορφα, ευωδιαστά και μεγάλα. «Καί τοῦτο δέν εἶναι πράγμα ἀπίστευτον, ἐπειδή ἤσαν ἀπό τόν Παράδεισον». Η ηγουμένη νήστεψε επί μία εβδομάδα, ευχαριστώντας τον Κύριο. Έπειτα άρχισε κάθε μέρα και από λίγο να τρώει το ένα μήλο χωρίς επί 40 ημέρες να βάζει στο στόμα της καμιά άλλη τροφή. Τη δε Μεγάλη Πέμπτη, αφού κοινώνησαν όλες οι αδελφές έκοψε το δεύτερο μήλο και έδωσε σε όλες από ένα κομματάκι. Κι αυτές αισθάνονταν την ευωδία και τη γλυκύτητά του και θαύμαζαν. Το τρίτο μήλο το κράτησε η αγία ως πολύτιμο φυλακτήριο «καί καθ’ ἑκάστην τό ὠσφραίνετο εἰς ἀπόλαυσιν τῆς ψυχῆς της καί ἀγαλλίασιν».
Η ωφέλεια της ψυχής από την ασθένεια
Κάποτε μία από τις μοναχές πού ήταν άρρωστη, παρακαλούσε την ηγουμένη με απλότητα, να την κάνει καλά. Η αγία Ειρήνη αφού κάλεσε κοντά της όλη την αδελφότητα είπε:
Πιστέψτε με πώς αν είχα κάποια παρρησία ενώπιον του Θεού, θα τον παρακαλούσα να ήμασταν συνέχεια άρρωστες, διότι ξέρω πόσο ωφελείται η ψυχή από την ασθένεια του σώματος. Και μάλιστα όταν ο άρρωστος ευχαριστεί και δοξάζει τον Θεό και όταν παραδέχεται και ομολογεί ότι δίκαια παιδεύεται.
Το μακάριο τέλος της
Επειδή όμως και η ιδία ήταν άνθρωπος, έφτασε κάποτε ο καιρός να ακολουθήσει και η ίδια το κοινό χρέος, το οποίο της φανερώθηκε από άγγελο Κυρίου με τούτα τα λόγια:
«Μάθε ότι στις 28 του τρέχοντος μηνός, αφού τιμήσεις την εορτή του μάρτυρος Παντελεήμονος, θα κληθείς να παρασταθείς στο θρόνο του Θεού». Ήταν 26 Ιουλίου όταν τα άκουσε αυτά και στο Μοναστήρι της γιόρταζαν τα εγκαίνια του αρχαγγέλου, διότι σαν τέτοια μέρα είχαν οικοδομήσει και εγκαινιάσει τον ιερό ναό πού ήταν αφιερωμένος στους ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ. Αφού κοινώνησε τα άχραντα Μυστήρια μετά από αυστηρή εβδομαδιαία νηστεία, χωρίς να γευθεί τροφής ή και νερού, παρά μόνον από εκείνο το τρίτο μήλο του Παραδείσου, η οσία Ειρήνη ατενίζοντας τον ουρανό έχυνε δάκρυα. Οι μοναχές την ρώτησαν τι είχε και έδειχνε πικραμένη.
Εκείνη απάντησε:
«Σήμερα, τέκνα μου, φεύγω από τον παρόντα κόσμο και δεν θα με βλέπετε πλέον, διότι ήρθε η ώρα να πάω στην αιώνια ζωή. Να εκλέξετε ως προεστώσα την Μαρία, επειδή αυτήν προέκρινε ο Θεός και αυτή θα σας κυβερνήσει θεάρεστα. Προσπαθείστε να βαδίζετε τη στενή και τεθλιμμένη οδό, για να βρήτε ευρυχωρία στον Παράδεισο. Περιφρονείστε τον κόσμο και τα εγκόσμια, διότι όλα αυτά είναι πρόσκαιρα και μάταια. Μισείστε τις ψυχές σας για να τις κερδίσετε, σύμφωνα με το θειο πρόσταγμα (πρβλ. Ιω. 12,25). Και γενικά να μη κάνετε το θέλημα της σάρκας αλλά του Θεού. Διότι μόνον εκείνος μπορεί να σας βοηθήσει την ώρα της κρίσεως».
Αφού έτσι συμβούλεψε τις αδελφές της Μονής, σήκωσε ψηλά τα χέρια και το βλέμμα της και προσευχήθηκε λέγοντας:
«Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του ζώντος, ο ποιμήν ο καλός, πού μας λύτρωσες με το πανάγιο και πολύτιμο Αίμα σου, στα αγία χέρια σου παραδίδω αυτό το μικρό ποίμνιο σου. Σκέπασέ το στη σκέπη των πτερύγων σου και φύλαξέ το από κάθε πειρασμό του διαβόλου. Διότι εσύ είσαι ο αγιασμός και η λύτρωσή μας και σε σένα αναπέμπουμε την ευχαριστία και σε δοξολογούμε πάντοτε».
Αφού τελείωσε την προσευχή, κάθισε και άρχισε να χαμογελά βλέποντας τους άγιους Αγγέλους πού τη χαιρετούσαν. Το πρόσωπο της έλαμψε και τότε έκλεισε τα μάτια της σα να κοιμάται. Έτσι παρέδωσε την αγία ψυχή της στον Κύριο.
Παρόλο πού ήταν 103 χρονών το κάλλος της δεν είχε μαραθεί, αλλά έδειχνε νέα. Οι μοναχές πνευματικές της θυγατέρες, θρήνησαν για τον αποχωρισμό και τη στέρησή της. Και μαζί μ’ αυτές αμέτρητο πλήθος αξιωματούχων και απλών ανθρώπων από τη Βασιλεύουσα, πού έσπευσαν να ενταφιάσουν την αγία Ειρήνη σε τάφο καινούργιο στο ναό του άγιου Θεοδώρου, πλησίον του Αρχαγγέλου, στη Μονή Χρυσοβαλάντου. Από τον τάφο εξερχόταν «ευωδία θαυμάσιος, μαρτυρούσα την παρρησίαν της οσίας προς Κύριον», ενώ επιτελούνταν με την επίκληση του ονόματος της και πολλά θαύματα.
Στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία, ἡ ἁγία ἀπεικονίζεται μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἡγουμένης, νὰ κρατάει στὸ δεξὶ χέρι της τὰ τρία θεόσταλτα μῆλα. Ὁ ἄγγελος, ὁ ὁποῖος τὴν βοηθοῦσε στὸ δύσκολο ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν, στέκεται μπροστά της κρατώντας εἰλητάριο μὲ τμῆμα τοῦ χαιρετισμοῦ ποὺ τῆς ἀπηύθυνε («Χαῖρε δούλη τοῦ Ὑψίστου, Εἰρήνη…»). Εἰλητάριο κρατεῖ καὶ ἡ ἁγία στὸ ἀριστερό της χέρι, τὸ ὁποῖο ἀναγράφει παραινέσεις τῆς ὁσίας (συνήθως, διαβάζεται ἡ φράση: «Φῶς μοναχῶν, ἄγγελοι· φῶς κοσμικῶν, μοναχοί…»). Δίπλα στὴν ἁγία, ἁγιογραφεῖται τὸ κυπαρίσσι ποὺ λύγιζε, ὅταν ἐκείνη προσευχόταν μὲ δεμένο τὸ λευκὸ πανὶ στὴν κορυφή του, ἐνῶ στὸ βάθος φαίνεται ἡ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου. Συχνά, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς θύρες τῆς μονῆς, ἀπεικονίζεται ἡ καλόγρια ποὺ εἶδε τὴν ἁγία νὰ αἰωρεῖται προσευχόμενη.
Ταῖς πρεσβείαις τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Εἰρήνης τῆς Ἡγουμένης τῆς Μονῆς τοῦ Χρυσοβαλάντου, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον
Βασιλείας γήινους πάλαι οὐκ ἔτυχες, ἀλλ’ ἀφθάρτων στεφάνων νῦν σέ ἠξίωσεν, ὁ Νυμφίος σου Χριστός ὁ ὡραιότατος ὤ καθιέρωσας σαυτήν, ὅλη καρδία καί ψυχή, Εἰρήνη Ὁσία Μῆτερ, Χρυσοβαλάντου ἡ δόξα, ἠμῶν δέ προσφυγή καί βοήθεια.
Πηγές:
http://aktines.blogspot.gr/2015/08/blog-post_41.html, ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – καθηγητού
Facebook Comments