Α. Εκ κοιλίας μητρός ηγιασμένος.
Ο Όσιος και Θεοφόρος Σέργιος γεννήθηκε το 1314 στην πόλι Ροστώβ, από ευσεβείς γονείς, τον Κύριλλο και την Μαρία.
Ο Θεός, τον ξεχώρισε από βρέφος για την υπηρεσία του. Λίγες ημέρες πριν από την γέννησί του, μία Κυριακή, η μητέρα του βρισκόταν σε έναν ναό, και παρακολουθούσε την Θεία Λειτουργία. Ξαφνικά, καθώς θα άρχιζε η ανάγνωσις του Ευαγγελίου, το βρέφος φώναξε μέσα από τα μητρικά σπλάγχνα! Η φωνή του ακούσθηκε από πολλούς. Την ώρα του Χερουβικού το βρέφος φώναξε πάλι. Και όταν ο ιερέας έφθασε στην εκφώνησι· πρόσχωμεν τα Άγια τοις Αγίοις, το βρέφος φώναξε για τρίτη φορά. Όλοι τότε κατάλαβαν ότι θα γεννιόταν ένας μεγάλος Άγιος, ένας λύχνος του κόσμου και υπηρέτης της Αγίας Τριάδος.
Το βρέφος σκίρτησε στα μητρικά σπλάγχνα ενώπιον του Κυρίου, όπως ο Τίμιος Πρόδρομος σκίρτησε από χαρά, ενώπιον της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Όταν γεννήθηκε, του έδωσαν το όνομα Βαρθολομαίος. Από τις πρώτες ημέρες του φάνηκε αυστηρός νηστευτής. Δεν θήλαζε το μητρικό γάλα τις Τετάρτες και τις Παρασκευές, ούτε τις ημέρες που η μητέρα του έτρωγε κρέας. Μόλις το πρόσεξε αυτό η μητέρα σταμάτησε τελείως το κρέας.
Σε ηλικία επτά ετών ο Βαρθολομαίος πήγε στο σχολείο. Μαζί του πήγαιναν και οι δύο αδελφοί του, ο μεγαλύτερος Στέφανος και ο μικρότερος Πέτρος. Τι συνέβαινε όμως; Ενώ αυτοί προώδευαν στα μαθήματα, ο Βαρθολομαίος καθυστερούσε και δυσκολευόταν πολύ, παρ’ όλο που ο δάσκαλος φρόντιζε ιδιαίτερα για αυτόν, και κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να τον βοηθήση.
Η καθυστέρησις αυτή οφειλόταν στην θεία πρόνοια, που απέβλεπε να λάβη το παιδί, την γνώσι και την σοφία σαν θείο χάρισμα και όχι σαν αποτέλεσμα ανθρωπίνης προσπαθείας.
Ο μικρός Βαρθολομαίος στεναχωριόταν συχνά, και προσευχόταν με δάκρυα για να του δώσει ο Θεός, την δυνατότητα της μαθήσεως. Και ο Κύριος δέχθηκε την προσευχή, που έβγαινε από τα βάθη της παιδικής ψυχής.
Κάποια ημέρα ο πατέρας έστειλε τον Βαρθολομαίο στο δάσος για να φέρη τα άλογα. Συνηθισμένος στην υπακοή, ξεκίνησε αμέσως. Η εργασία αυτή του ήταν πολύ ευχάριστη γιατί συνδυαζόταν με την μόνωσι και την σιωπή. Στον δρόμο του συνάντησε κάποιον μοναχό, η μάλλον κάποιον Άγγελο με μορφή μοναχού. Στεκόταν ακίνητος μέσα στο δάσος και προσευχόταν. Ο μικρός Βαρθολομαίος τον πλησίασε, του έβαλε μετάνοια και περίμενε να τελειώση την προσευχή του. Εκείνος, μόλις τελείωσε, τον ευλόγησε, τον ασπάσθηκε και τον ρώτησε τι θέλει.
-Με στέλνουν Πάτερ στο σχολείο να μάθω γράμματα· απάντησε ο Βαρθολομαίος. Όμως δυσκολεύομαι πολύ, να καταλάβω τα λόγια του δασκάλου μου. Λυπάμαι πολύ για αυτό και δεν ξέρω τι να κάνω. Προσευχηθήτε στον Κύριο για μένα.
Ο μοναχός, προσευχήθηκε, ευλόγησε πάλι το παιδί, και του είπε:
-Από τώρα ο Θεός, θα σου δώσει φωτισμό, να τα μαθαίνεις όλα, έτσι που να διδάσκης και τους άλλους.
Του έδωσε κατόπιν ένα μικρό κομμάτι πρόσφορο, λέγοντας:
-Φάγε αυτό το κομμάτι. Σου δίνεται σαν απόδειξι της χάριτος και του φωτισμού του Θεού. Είναι μικρό, αλλά τρώγοντάς το θα νοιώσης μεγάλη γλυκύτητα.
Η εμφάνιση του άγγελου στον μικρό Βαρθολομαίο.
Ο μοναχός, φάνηκε σαν να ήθελε να φύγη. Ο νεαρός όμως Βαρθολομαίος, γεμάτος ευγνωμοσύνη, άρχισε να τον παρακαλή θερμά, να επισκεφθή το σπίτι του και να ευλογήση τους γονείς του. Δέχτηκε και πήγαν σπίτι. Οι γονείς του Βαρθολομαίου, που έδειχναν πάντα ιδιαίτερο σεβασμό προς τους μοναχούς, προϋπάντησαν με χαρά τον επισκέπτη τους. Του προσέφεραν τροφή, αλλά εκείνος θέλησε να προηγηθή η πνευματική τροφή. Όταν άρχισε η προσευχή, πρότεινε στον Βαρθολομαίο να διαβάση τους ψαλμούς. Εκείνος όμως του είπε:
-Δεν ξέρω Πάτερ να διαβάζω.
-Από τώρα θα σου δοθή η γνώσις· απάντησε ο μοναχός.
Αμέσως ο Βαρθολομαίος άρχισε να διαβάζη σωστά τους ψαλμούς, πράγμα το οποίο κατέπληξε τους γονείς. Αποχαιρετώντας τους ο επισκέπτης τους προφήτευσε:
Ο γυιός σας θα δοξασθή ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων. Θα γίνη εκλεκτό δοχείο του Αγίου Πνεύματος και υπηρέτης της Αγίας Τριάδος.
Όπως η ευφόρη γη δέχεται την βροχή, και πλούσια καρποφορεί, έτσι και η ψυχή του Βαρθολομαίου δεχόταν το περιεχόμενο των βιβλίων που διάβαζε. Ο Θεός· διήνοιξεν αυτού τον νουν του συνιέναι τας γραφάς (Λουκάς κδ’, 45). Μεγάλωνε χρόνο με χρόνο και συγχρόνως πλούτιζε σε γνώσεις και αρετή.
Από πολύ νωρίς, ένοιωσε αγάπη για την προσευχή, και από τα παιδικά του χρόνια γεύθηκε την γλυκύτητά της. Για αυτό εκκλησιαζόταν με ζήλο και δεν παρέλειπε καμμία ακολουθία. Απέφευγε συστηματικά, τα παιδικά παιχνίδια. Δεν ταίριαζαν στον χαρακτήρά του οι χαρές, και τα γέλια των συνομηλίκων του. Διαρκώς θυμόταν ότι· αρχή σοφίας φόβος Κυρίου (Ψαλμός ρι’, 10), και προσπαθούσε πάντοτε να γνωρίση αυτή την σοφία. Με ιδιαίτερη επιμέλεια μελετούσε τα πνευματικά κείμενα. Γνωρίζοντας ότι με την εγκράτεια ευκολώτερα νικώνται τα πάθη, επέβαλε στον εαυτό του αυστηρή νηστεία. Δάμαζε την σάρκα προκειμένου να σώση την ψυχή.
Εάν συναντούσε κάποιον φτωχό, με πολλή χαρά τον εξυπηρετούσε δίνοντάς του ακόμη και τα ρούχά του. Ζούσε σαν μοναχός, ενώ ήταν στον κόσμο, και όλοι θαύμαζαν την εγκράτεια και την ευσέβειά του. Η μητέρα του ανησυχώντας για την υγεία του προσπαθούσε να τον πείση να εγκαταλείψη την τόσο αυστηρή μορφή της ζωής.
Εκείνος όμως ταπεινά, της έλεγε:
-Μη με αποτρέπης από την εγκράτεια που είναι τόσο γλυκειά, και ωφέλιμη για την ψυχή μου.
Β. Η ζωή στην έρημο.
Σε ηλικία 15 ετών περίπου η οικογένειά του μετοίκησε από την πόλι Ροστώβ, στο Ράντονεζ [1].
Οι αδελφοί του νυμφεύθηκαν. Ο Βαρθολομαίος κλείνοντας τα 20 χρόνια, άρχισε να παρακαλή τους γονείς του να του δώσουν την ευλογία να καρή μοναχός. Από πολύ νωρίτερα φλεγόταν από την επιθυμία να αφιερωθή στον Θεό. Αν και οι γονείς του, αναγνώριζαν το ύψος της μοναχικής ζωής, συμβούλευαν τον γυιό τους να περιμένη ακόμη λίγο.
-Εμείς γεράσαμε· του έλεγαν. Δεν είναι μακρυά το τέλος της ζωής μας και δεν έχουμε κανέναν να μας υπηρετήση. Κάνε λίγη υπομονή, κήδεψέ μας και τότε κανένα εμπόδιο δεν θα υπάρχη για την ιερή επιθυμία σου.
Ο Βαρθολομαίος σαν καλός και υπάκουος γυιός, ικανοποίησε την θέλησί τους και ολοπρόθυμα προσπαθούσε να τους ευαρεστή, για να έχει την ευχή και την ευλογία τους.
Οι άγιοι Κύριλλος και Μαρία, γονείς του αγίου Σεργίου
Ο Κύριλλος και η Μαρία, λίγο πριν πεθάνουν, έγιναν μοναχοί, στην Μονή Ποκρόβσκομ-Χότκοβομ [2], που βρίσκεται σε απόστασι τριών χιλιομέτρων από το Ράντονεζ. Στο ίδιο μοναστήρι μόνασε και ο μεγαλύτερος γυιός τους Στέφανος, του οποίου η σύζυγος είχε πεθάνει. Ο Βαρθολομαίος μετά το ειρηνικό τέλος των γονέων του παρέμεινε επί σαράντα ημέρες στο μοναστήρι προσευχόμενος θερμά προς στον Κύριο για την ανάπαυσί τους. Στο διάστημα αυτό συλλογιζόταν διαρκώς τον θάνατο.
-Είμαι και εγώ θνητός· σκεπτόταν. Θα πεθάνω και εγώ, όπως και οι γονείς μου.
Κάτω από την επίδρασι αυτής της σκέψεως, μοίρασε όλη την περιουσία που του κληροδότησαν οι γονείς του, χωρίς να κρατήση τίποτα για τον εαυτό του. Αφωσιώθηκε ολότελα στον Κύριο, ο οποίος δίνει· τροφήν τοις πεινώσιν (Ψαλμός ρμε’, 7).
Ποθώντας θερμά την αναχωρητική ζωή, ξεκίνησε με τον αδελφό του Στέφανο για να βρη ένα κατάλληλο τρόπο. Αφού περιπλανήθηκαν πολύ μέσα στα γειτονικά πυκνά δάση, έφθασαν εκεί, όπου σήμερα υψώνεται το ένδοξο μοναστήρι του, το αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα.
Το δάσος ήταν παρθένο. Ούτε ένας δρόμος δεν τον διέσχιζε, ούτε μία κατοικία δεν υπήρχε ανάμεσα στα βαθύσκια δένδρα του. Οι μόνοι κάτοικοί του ήταν τα άγρια θηρία και τα πουλιά. Οι δύο αδελφοί επικαλέσθηκαν την θεία ευλογία και εμπιστεύθηκαν το μέλλον τους στην θεία πρόνοια. Έφτιαξαν μία καλύβα και άρχισαν με ζήλο την ασκητική ζωή. Σε λίγο κατασκεύασαν μία μικρή ξύλινη εκκλησία και συμφώνησαν να την αφιερώσουν στην Αγία Τριάδα. Για τον σκοπό αυτό πήγαν στην Μόσχα και παρακάλεσαν τον μητροπολίτη Θεόγνωστο (1328-1353) να την εγκαινιάση. Ο μητροπολίτης τους δέχτηκε με πολύ εγκαρδιότητα και έστειλε μαζί τους ιερείς για τα εγκαίνια.
Ο Βαρθολομαίος τώρα ρίχνεται σε νέους πνευματικούς αγώνες με εξαιρετικό ζήλο. Ο μεγαλύτερός του όμως αδελφός Στέφανος δεν μπόρεσε να τον ακολουθήση στην ασκητική του πορεία, τον εγκατέλειψε και πήγε στην Μόσχα, όπου μόνασε στην μονή Μποζογιαβλένσκυ. Εκεί γνωρίσθηκε με τον μετέπειτα μητροπολίτη Μόσχας Αλέξιο (1354-1378).
Έτσι, όταν τον επισκέφθηκε ο ιερομόναχος Μητροφάνης, τον έκειρε μοναχό, στο εικοστό τρίτο έτος της ηλικίας του και του έδωσε το όνομα Σέργιος [3].
Μετά την κουρά, που έγινε την ημέρα της μνήμης των Αγίων Σεργίου και Βάκχου (7 Οκτωβρίου), ο ιερομόναχος λειτούργησε και κοινώνησε τον νεόκουρο. Την στιγμή της Θείας Μεταλήψεως του Σεργίου, ολόκληρος ο ναός, ευωδίασε!
Επί επτά ημέρας ο νεόκουρος δεν βγήκε από τον ναό, και καθημερινά κοινωνούσε. Έτρωγε μόνο λίγο πρόσφορο και ζούσε σε μία υψηλή κατάστασι προσευχής. Η καρδιά του φλογιζόταν από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, που τον αξίωσε να λάβη το αγγελικό σχήμα.
Έπειτα από λίγες ημέρες ο ιερομόναχος Μητροφάνης τον αποχαιρέτησε λέγοντάς του προφητικά:
Αφήνω τον τόπο αυτό, παραδίνοντάς σε στα χέρια του Θεού. Ο Κύριος ας γίνη υπερασπιστής σου και φύλακάς σου. Στο μέρος αυτό θα δημιουργηθή μία μεγάλη και ένδοξη μονή, στην οποία θα λάμψη η αγιότητα και θα δοξασθή το όνομα της Αγίας Τριάδος.
Ο Όσιος, ολομόναχος πλέον, αγωνιζόταν με φλογερό ζήλο. Νέκρωνε την σάρκα με αυστηρές νηστείες, με πολύωρες αγρυπνίες, με ποικίλους κόπους και κακοπάθειες.
Ιδιαίτερα τον σκληρό χειμώνα, που από την παγωνιά, εσκαζε η γη, υπέμενε το φοβερο κρύο με το ίδο φόρεμα που φορούσε το καλοκαίρι!
Υπέφερε πολλές δοκιμασίες από τους δαίμονες στην αρχή της ερημικής του ζωής. Οι αόρατοι εχθροί, έκαναν το κάθε τι για να τον φοβήσουν και να τον εξαναγκάσουν να εγκαταλείψη το μέρος εκείνο. Έπαιρναν την μορφή άγριων θηρίων η φιδιών, θορυβούσαν, απειλούσαν… Ο Όσιος όμως τους έδιωχνε με την προσευχή, και την ολοκληρωτική παράδοσί του στο θέλημα του Θεού. Με την επίκληση του ονόματος του Κυρίου διέλυσε σαν ιστούς αράχνης όλες τις δαιμονικές πανουργίες, κατέστρεφε όλα τα διαβολικά τεχνάσματα.
Κάποια νύχτα οι δαίμονες εμφανίσθηκαν σαν αναρίθμητο στράτευμα ορμώντας εναντίον του και απειλώντας τον με φοβερή μανία:
-Φύγε από εδώ. Φύγε γιατί θα πεθάνης με θάνατο φρικτό.
Καθώς με λύσσα έλεγε τα λόγια αυτά, από το στόμα του έβγαιναν φλόγες. Ο Όσιος όμως δεν φοβήθηκε. Ωπλισμένος με την δύναμη της προσευχής αντιμετώπισε νικηφόρα τα πλήθη των αντιπάλων.
Μία νύχτα, καθώς διάβαζε μέσα στην ησυχία την ακολουθία του, ξαφνικά ακούσθηκε ένας τρομακτικός πάταγος από το δάσος. Ταυτόχρονα, ένα μεγάλο πλήθος δαιμόνων περικύκλωσε το κελλί του. Προσπάθησαν να τον τρομάξουν και να τον απαγοητεύσουν:
-Μην ελπίζης να ζήσης περισσότερο στο αδιαπέραστο αυτό δάσος. Θα λιμοκτονήσης. Θα πέσης στα χέρια κακούργων ληστών.
Σε όλες τις επιθέσεις των εχθρών, η δύναμις της προσευχής θαυματουργούσε. Οι δαίμονες πάντοτε οπισθοχωρούσαν ντροπιασμένοι. Η επιτυχής αντιμετώπισίς τους ενίσχυε τον Όσιο και σε ένα άλλο είδος δοκιμασιών: Δίπλα στο απομονωμένο κελλί του περνούσαν κοπάδια ολόκληρα από πεινασμένους λύκους, αρκούδες και άλλα θηρία έτοιμα να τον ξεσχίσουν.
Κάποια φορά, που πλησίασε στην πόρτα του κελλιού μία αρκούδα, ο Όσιος κατάλαβε ότι ήταν πολύ πεινασμένη, την λυπήθηκε και της έδωσε ένα κομμάτι ψωμί, τοποθετώντας το σε ένα κούτσουρο. Από τότε η αρκούδα συνήθισε να έρχεται συχνά, και να περιμένη την προσφορά του Οσίου. Τον κοίταζε με συστολή, και εκείνος μοιραζόταν μαζί της και το τελευταίο κομμάτι που διέθετε.
Ο Κύριος δεν εγκατέλειπε τον Όσιο. Τον ενθάρρυνε στις θλίψεις της μοναξιάς και τον ενίσχυε στους σκληρούς πνευματικούς αγώνες.
Γ. Η συγκρότησις της αδελφότητος.
Η φήμη του άρχισε να απλώνεται παντού. Άλλοι μιλούσαν για την αυστηρή νηστεία και εγκράτειά του. Άλλοι θαύμαζαν την απλότητα και την απάθειά του. Άλλοι έμειναν κατάπληκτοι με την εξουσία του στα πονηρά πνεύματα, με την βαθιά του ταπείνωσι, με την ηθική του καθαρότητα. Πολλοί, από τις γειτονικές πόλεις και τα χωριά, άρχισαν να έρχωνται για να τον συναντήσουν. Ο ένας ήθελε να τον συμβουλευθή. Ο άλλος να συζητήση ένα πρόβλημά του. Ο τρίτος να τονωθή με δύο λόγια του. Και ο καθένας έφευγε αποζημιωμένος για τον κόπο του ερχομού του. Έφευγε παρηγορημένος και ειρηνικός. Τα απλά και ευλογημένα λόγια του Οσίου επιδρούσαν ευεργετικά στην ψυχή του κάθε επισκέπτη.
Με πολλή αγάπη τους δεχόταν όλους. Μερικοί μάλιστα του ζητούσαν να ζήσουν κοντά του. Ο Όσιος συνήθως τους απέτρεπε προβάλλοντας τις δυσκολίες και τους κινδύνους. Όταν όμως διαπίστωνε θερμό ζήλο, ανδρείο φρόνημα και σταθερή απόφασι για μία αφιερωμένη ζωή, υποχωρούσε στις παρακλήσεις. Έτσι πολύ σύντομα συγκεντρώθηκαν κάτω από την εμπνευσμένη καθοδήγησί του δώδεκα ψυχές. Για ένα μεγάλο διάστημα ο αριθμός αυτός δεν άλλαξε. Όταν ο θάνατος επισκεπτόνταν κανένα από τους αδελφούς, κάποιος άλλος ερχόταν και τον αναπλήρωνε και έτσι ο αριθμός ήταν πάντα ο ίδιος με τον αριθμό των μαθητών του Κυρίου η των φυλών του Ισραήλ.
Η ζωή τους κυλούσε ήσυχα και ειρηνικά. Καθημερινά, πύρινες προσευχές, υψώνονταν προς τον Κύριο. Επτά φορές την ημέρα δεχόταν η μικρή εκκλησία τους μοναχούς:
Μεσονυκτικό, όρθρο, α’, γ’, στ’ και θ’ ώρες, εσπερινό και απόδειπνο. Για τις θείες Λειτουργίες καλούσαν ιερείς από τα γειτονικά χωριά.
Ένα χρόνο μετά τον ερχομό των αδελφών εγκαταβίωσε στην νεοσύστατη Μονή, και ο ιερομόναχος Μητροφάνης, που έκειρε μοναχό τον Όσιο. Οι αδελφοί τον υποδέχθηκαν με χαρά, και ομόφωνα τον εξέλεξαν ηγούμενο. Τώρα μπορούσαν συχνότερα να τελούν την θεία Λειτουργία. Η χαρά τους όμως δεν κράτησε πολύ, γιατί ο ιερομόναχος σύντομα πέθανε. Τότε άρχισαν να παρακαλούν τον Όσιο να δεχθή την ιερωσύνη και να αναλάβη την ηγουμενία. Εκείνος αρνήθηκε. Ήθελε να μιμήται τον Κύριο και να υπηρετή σαν δούλος όλους τους άλλους. Μόνος του έστηνε κελλιά, άνοιγε πηγάδια, κουβαλούσε νερό σε κάθε αδελφό, έκοβε ξύλα, έψηνε ψωμιά, έρραβε ρούχα, μαγείρευε για όλους και εκτελούσε ταπεινά, όλα τα διακονήματα. Τον ελεύθερο χρόνο του τον αφιέρωνε στην προσευχή, και στην νηστεία. Τρεφόταν μόνο με ψωμί και νερό, και αυτά σε περιωρισμένη ποσότητα. Κάθε νύχτα αγρυπνούσε στην προσευχή, και ξεγελούσε τον εαυτό του με ένα σύντομο ύπνο.
Η σκληρή ζωή του όχι μόνο δεν κλόνιζε την υγεία του, αλλά, σαν να ενίσχυε το σώμά του, του έδινε δυνάμεις για μεγαλύτερες ασκήσεις. Αυτό δημιουργούσε κατάπληξι σε όσους τον γνώριζαν.
Η εγκράτεια, η ταπείνωσις, η ευλαβική του ζωή, αποτελούσε παράδειγμα για όλους τους αδελφούς. Απέραντο θαυμασμό έτρεφαν για τον επίγειο αυτόν άγγελο και με όλες τους τις δυνάμεις προσπαθούσαν να τον μιμηθούν στην νηστεία, στην προσευχή, στους συνεχείς κόπους. Άλλοτε έρραβαν, άλλοτε αντέγραφαν βιβλία, άλλοτε καλλιεργούσαν τους κήπους. Ενώ επικρατούσε απόλυτη ισότητα, ο Όσιος έλαμπε σαν την σελήνη ανάμεσα στα άστρα.
Η φήμη για την ασκητική ζωή του όλο και μεγάλωνε. Ο αδελφός του Στέφανος του έφερε τον δωδεκαετή γυιό του Ιωάννη. Ο νέος βλέποντας την αγία ζωή του Οσίου και ακούγοντας για τα κατορθώματά του πόθησε να τον ακολουθήση. Έγινε μοναχός, και ωνομάσθηκε Θεόδωρος. Έζησε στην μονή της Αγίας Τριάδος εικοσιδύο χρόνια και ασχολήθηκε με την αγιογραφία.
Η έλλειψις ιερέως και ηγουμένου γινόταν ολοένα και πιο αισθητή, καθώς περνούσε ο καιρός. Δεν ήταν εύκολο να προσκαλούν πάντοτε ιερείς από τα χωριά, και υπήρχε ανάγκη κάποιου χειραγωγού με την υπεύθυνη εξουσία του ηγουμένου. Βέβαια και για τα δύο δεν υπήρχε καταλληλότερο πρόσωπο από τον άγιο θεμελιωτή της μονής. Εκείνος όμως συστηματικά, απέφευγε να αναλάβη την ηγουμενία. Ήθελε να είναι ο τελευταίος μοναχός, δούλος και υπηρέτης όλων.
Η εκκρεμότητα αυτή κράτησε περισσότερο από δέκα χρόνια. Στο τέλος συγκεντρώθηκαν όλοι οι αδελφοί και του είπαν:
-Πάτερ, δεν μπορούμε πλέον να ζούμε χωρίς ηγούμενο. Ζητούμε να γίνης διδάσκαλος και χειραγωγός μας. Θέλουμε να αποκαλύπτουμε καθημερινά, σε σένα, όλους μας τους λογισμούς, όλους τους πειρασμούς που αντιμετωπίζουμε, όλες τις αμαρτίες που κάνουμε. Θέλουμε καθημερινά, να παίρνουμε από σένα συγχώρησι για τις αμαρτίες μας. Θέλουμε να μας λειτουργής και να μας κοινωνής συχνά.
Ο Όσιος επιχείρησε πάλι να αρνηθή:
-Αδελφοί μου, ούτε απλό λογισμό δεν είχα ποτέ να γίνω ηγούμενος. Ένα πράγμα ποθώ: να τελειώσω τις ημέρες μου ως απλός μοναχός. Σας παρακαλώ, μη με πιέζετε.
Ας αναθέσουμε το θέμα αυτό στον Θεό. Αυτός θα μας αποκαλύψη το θέλημά Του και τότε θα δούμε τι θα κάνουμε.
Οι μοναχοί, δεν υποχώρησαν στο αίτημά τους. Αδιάκοπα τον απασχολούσαν με αυτό. Τον απείλησαν ακόμη:
-Εάν δεν θελήσης να αναλάβης τις ψυχές μας και να γίνης ποιμένας μας, θα αναγκασθούμε να φύγουμε όλοι. Θα εγκαταλείψουμε το μέρος αυτό που τόσο κοπιάσαμε, θα καταπατήσουμε τις μοναχικές μας υποσχέσεις και θα σκορπισθούμε σαν περιπλανώμενα πρόβατα εδώ και εκεί.
Ο Όσιος στο τέλος κάμφθηκε. Συγκινημένος και νικημένος από τις ικεσίες και τις απειλές, ξεκίνησε μαζί με δύο ηλικιωμένους μοναχούς, για την πόλι Περεγιασλάβλ Ζαλένσκυ προς τον επίσκοπο Βολίνσκυ Αθανάσιο, αναπληρωτή του μητροπολίτου Μόσχας Αλεξίου, ο οποίος έλειπε στην Κωνσταντινούπολι.
Ο ιεράρχης δέχθηκε με χαρά τον ασκητή για τον οποίο είχε ακούσει πολλά. Τον ασπάσθηκε και άρχισαν μία πολύωρη πνευματική συζήτησι. Στο τέλος της συζητήσεως ο Όσιος έβαλε μετάνοια στον επίσκοπο και τον παρακάλεσε να διορίση έναν ηγούμενο. Εκείνος απάντησε:
-Εσύ πρέπει να γίνης πατέρας και ηγούμενος στους αδελφούς. Εσύ που τους συγκέντρωσες στην μονή της Αγίας Τριάδος.
Ο Όσιος αρνήθηκε λέγοντας ότι είναι ανάξιος. Ο επίσκοπος όμως του είπε χαριτολογώντας:
-Βλέπω ότι έχεις αποκτήσει όλες τις αρετές εκτός από την υπακοή.
Τότε ο μακάριος Σέργιος υποκλίθηκε και απάντησε:
-Ας γίνη το θέλημα του Κυρίου. ευλογημένο το όνομα του Θεού στους αιώνες.
Όλοι συγκινημένοι απάντησαν· Αμήν.
Ο επίσκοπος χειροτόνησε τον Όσιο διάκονο και ακολούθως πρεσβύτερο. Μετά την ανάδειξί του σε ηγούμενο τον συμβούλευσε:
-Τώρα που έλαβες το αξίωμα της ιερωσύνης, να θυμάσαι τις εντολές του μεγάλου Αποστόλου Παύλου: Τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν, και μη εαυτοίς αρέσκειν (Ρωμαίους ιε’, 1). Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού (Γαλάτας στ’, 2). Με ασυγκράτητο ενθουσιασμό προϋπάντησαν οι ερημίτες αδελφοί, τον ηγούμενό τους. Η θερμή αγάπη και ο απέραντος σεβασμός τους δεν μπορούσε να εκφρασθή. Ο Κύριος τους είχε χαρίσει αυτό που χρόνια ποθούσαν και για αυτό γέμιζαν πνευματική ευφροσύνη.
Ο Όσιος μπαίνοντας στην εκκλησία της μονής, απευθύνθηκε στον Θεό, και Τον παρακάλεσε να τον ευλογήση στην δύσκολη διακονία που ανέλαβε. Μετά απευθύνθηκε στους αδελφούς ενθαρρύνοντάς τους και προτρέποντας να μην χαλαρώσουν τον ζήλό τους για την ασκητική ζωή. Τους παρακάλεσε να συμπαρασταθούν στο έργο τους και τους έδωσε την πρώτη ηγουμενική ευλογία.
Συνήθως οι νουθεσίες του ήταν απλές και σύντομες. Πάντοτε όμως τις διέκρινε η σαφήνεια και η πειθώ. Ρίζωναν βαθιά στις καρδιές των ανθρώπων και καρποφορούσαν πλούσια στην ζωή τους. Δίδασκε και επηρέαζε τους άλλους περισσότερο με την ίδια την ζωή του, με το παράδειγμά του.
Σαν ηγούμενος δεν άλλαξε τον αυστηρό τρόπο ζωής και προσπαθούσε ακριβέστερα να εφαρμόζη τους μοναχικούς κανόνες. Διαρκώς, έφερνε στην καρδιά του τα λόγια του Κυρίου: Ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος (Μάρκος, ι’, 44). Τελούσε καθημερινά την Θεία Λειτουργία και ετοίμαζε τα πρόσφορα πάντοτε μόνος του. Άλεθε με τα ίδια του τα χέρια το σιτάρι και έκανε όλες τις άλλες αναγκαίες εργασίες. Ιδιαίτερα του άρεσε το ψήσιμό τους. Σε αυτό το διακόνημα δεν άφηνε κανένα άλλο, αν και πολλοί από τους αδελφούς ήθελαν να βοηθήσουν.
Πρώτος ερχόταν στις ακολουθίες και έφευγε τελευταίος. Στεκόταν μέσα στον ναό ευθυτενής, χωρίς να επιτρέπη στον εαυτό του να ακουμπήση στον τοίχο ούτε να καθίση στο στασίδι. Εμψύχωνε στον αγώνα τους αδελφούς και θέρμαινε τον ζήλό τους με διηγήσεις από τους βίους των μεγάλων ασκητών. Ωδηγούσε με σύνεσι το λογικό του ποίμνιο και με τις πύρινες προσευχές του έδιωχνε τους νοητούς λύκους μακρυά από την μάνδρα της μονής. Τον ίδιο ούτε καν τολμούσαν να τον πλησιάσουν από τότε που μεταμορφωμένοι σε φίδια γέμισαν το πάτωμα του κελλιού του και τους εξαφάνισε σαν καπνό, με την εγκάρδια προσευχή του. Όπως αναφέραμε προηγουμένως, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ο αριθμός των αδελφών παρέμεινε δώδεκα. Κάποτε ήλθε στο μοναστήρι ο αρχιμανδίτης Συμεών, από το Σμόλενσκ. Απαρνήθηκε τις ανέσεις ενός εξαιρετικά ευκατάστατου βίου και με βαθιά ταπείνωσι παρακάλεσε τον Όσιο Σέργιο να τον δεχθή σαν απλό μοναχό. Μαζί του έφερε ένα σημαντικό ποσό χρημάτων και το παρέδωσε για να κτισθή ένας ευρύχωρος ναός.
Η νέα εκκλησία χτίσθηκε γρήγορα και από τότε πολλοί άρχισαν να συγκεντρώνωνται κάτω από την φωτισμένη χειραγώγησι του αγίου ηγουμένου. Ο Όσιος γνωρίζοντας από την προσωπική του πείρα τις δυσκολίες της μοναχικής ζωής δεν βιαζόταν να τους κείρη μοναχούς. Συνήθως έδινε εντολή να τους ντύνουν με ένα λινό μακρύ μαύρο ένδυμα, να τους αναθέτουν οποιοδήποτε διακόνημα και μόνον αφού μάθαιναν το τυπικό, και δεν παρουσίαζαν δυσκολίες στην μακρόχρονη δοκιμασία, τότε τους έκειρε μοναχούς, δίνοντάς τους μανδύα και σκούφο.
Με σχολαστική ακρίβεια εξέταζε την ζωή των μοναχών. Απαγόρευε πολύ αυστηρά να βγαίνουν από τα κελλιά τους η να συζητούν μετά το απόδειπνο. Για αυτό αργά το βράδυ ο ακούραστος και ζηλωτής ηγούμενος μετά την ατομική του προσευχή, περιώδευε τα κελλιά, και από το παραθυράκι έβλεπε τι έκανε ο καθένας. Εάν έβλεπε τον αδελφό να προσεύχεται η να εργάζεται η να μελετά ψυχωφελή βιβλία, με πολλή χαρά προσευχόταν για αυτόν στον Θεό. Εάν όμως άκουγε άσκοπες συζητήσεις η διαπίστωνε μάταιες ασχολίες κτυπούσε την πόρτα η το παράθυρο και έφευγε λυπημένος. Την επόμενη ημέρα καλούσε τον αδελφό και τον συμβούλευε. Ο υπάκουος συναισθανόταν αμέσως το σφάλμα του, ζητούσε συγγνώμη και ο Όσιος με πατρική αγάπη τον συγχωρούσε. Ο ανυπάκουος δεχόταν την τιμωρία της ανυπακοής του. Ο Όσιος συνδύαζε στην παιδαγωγική του την απλότητα με την αυστηρότητα. Ήταν ο πραγματικός ποιμένας των μοναχών και όχι ένας αδιάφορος μισθωτός.
Δ. Υλική φτώχεια και πνευματικός πλούτος.
Η Μονή του Οσίου Σεργίου, πλούσια σε πνευματικά αγαθά υπήρξε στην αρχή εξαιρετικά φτωχή σε υλικά. Συχνά, οι αδελφοί υπέφεραν στην στέρηση και των πιο απαραίτητων υλικών αγαθών. Μακρυά από κατοικημένες περιοχές, αποκομμένοι από όλο τον κόσμο με ένα αδιαπέραστο δάσος γεμάτο άγρια θηρία, δεν μπορούσαν να υπολογίζουν σε καμία ανθρώπινη βοήθεια. Συχνά, δεν είχαν ούτε νάμα για να τελέσουν την Θεία Λειτουργία, και έτσι με βαθιά λύπη, έχαναν και αυτή την πνευματική παρηγοριά.
Συχνά, επίσης, δεν είχαν σιτάρι για τα πρόσφορα, κερί για τις λαμπάδες, θυμίαμα για το θυμιατό, λάδι για τις καντήλες. Άναβαν ξύλα και με τέτοιο φωτισμό, τελούσαν τις ακολουθίες. Όμως στον φτωχό και κακοφωτισμένο ναό, οι ίδιοι έλαμπαν σαν λαμπάδες και η φλόγα της θείας αγάπης τους έκανε πιο φωτεινούς και από τις λαμπρότερες επτάφωτες λυχνίες.
Απλή και απέριττη ήταν η ζωή των μοναχών, όπως και όλα όσα τους περιέβαλλαν και όλα όσα χρησιμοποιούσαν. Τα ιερά σκεύη για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστήριας ήταν ξύλινα. Τα άμφια από απλό βαμμένο ύφασμα. Τα λειτουργικά βιβλία γραμμένα σε φλούδες δένδρων. Υπήρχε όμως ένα μεγαλείο στην υπερβολική αυτή φτώχεια και απλότητα.
Μερικές φορές, υπέφεραν και από ολοκληρωτική στέρηση τροφής. Μάλιστα στην περίοδο που δεν ζούσαν σαν κοινόβιο, αλλά ο καθένας έπρεπε να εξοικονομή μόνος του τα βιοτικά, ο ίδιος ο Όσιος συχνά υπέφερε από την έλλειψη τροφής. Είχε δε, απαγορεύσει αυστηρά να βγαίνουν μοναχοί από το μοναστήρι και να ζητούν βοήθεια από τους κοσμικούς. Απαιτούσε όλοι να εμπιστεύονται τους εαυτούς τους στον πανάγαθο Θεό, που τρέφει κάθε ζωντανό, και ενδιαφέρεται με στοργή, για όλα τα πλάσματά Του.
Κάποτε στερήθηκε και ο ίδιος επί τρεις ημέρες την μοναδική του τροφή, δηλαδή το ψωμί. Το ξημέρωμα της τετάρτης ημέρας, κινημένος από την πείνα, πήρε το τσεκούρι και ήλθε σε έναν γέροντα της μονής, τον π. Δανιήλ, και του είπε:
-Άκουσα ότι θέλεις να επεκτείνης την σκέπη του κελλιού σου. Επειδή λοιπόν, δεν θέλω να μένω άνεργος, επίτρεψέ μου να κάνω εγώ αυτήν την εργασία.
-Είναι αλήθεια, απάντησε ο μοναχός Δανιήλ, ότι εδώ και πολύ χρόνο ήθελα να επισκευάσω την σκεπή. Μάλιστα συγκέντρωσα τα απαραίτητα υλικά, και περιμένω τον μαραγκό του χωριού. Δεν αποφασίζω όμως να σου αναθέσω την εργασία, γιατί θα θέλεις μεγάλη αμοιβή.
-Καμμία μεγάλη αμοιβή δεν ζητώ, αποκρίθηκε ο Όσιος. Μόνο λίγο ψωμί, έστω και πολυκαιρισμένο.
Ο γέροντας Δανιήλ, του έφερε ένα κόσκινο με ξερά και σκονισμένα κομμάτια ψωμί, αλλά ο Όσιος του είπε:
-Δεν τα θέλω για χάρισμα. Χωρίς δουλειά, δεν παίρνω αμοιβή.
Ασχολήθηκε όλη την ημέρα και το βράδυ τελείωσε με την βοήθεια του Θεού την επέκταση της σκεπής. Πήρε τα ξεροκόμματα και αφού προσευχήθηκε άρχισε να τα τρώει. Ήταν τόσο πολυκαιρισμένα, που μερικοί μοναχοί, είδαν να τινάζεται σκόνη καθώς τα έτρωγε και θαύμασαν την ταπείνωση και την υπομονή του. Κάποια άλλη φορά, στερήθηκαν από κάθε τροφή, όλοι οι μοναχοί. Αφού υπέφεραν δύο ημέρες, ένας από αυτούς, μη υποφέροντας άλλο, άρχισε να διαμαρτύρεται και να γογγύζει εναντίον του Οσίου:
-Έως πότε θα μας απαγορεύης να βγαίνουμε από το μοναστήρι και να ζητούμε την βοήθεια του κόσμου για τα εντελώς απαραίτητα; Δεν αντέχουμε άλλο. Μία νύχτα θα υπομείνουμε ακόμη και το πρωΐ, θα φύγουμε. Δεν ήλθαμε εδώ για να πεθάνουμε της πείνας.
Ο Άγιος τους παρηγορούσε, τους υπενθύμιζε τις ασκήσεις των παλαιών πατέρων, τους ανέφερε τα λόγια του Χριστού: Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν, ουδέ θερίζουσιν, ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά. (Ματθαίος, στ’, 26).
Με αφορμή τα λόγια αυτά, τους είπε:
-Εάν ο Κύριος φροντίζει για την διατροφή των πουλιών και των άλλων ζώων, δεν θα φροντίση για μας; Μία αφορμή ασκήσεως της υπομονής μας παρουσιάζει και εμείς βαρυγκομούμε τόσο; Εάν υπομείνουμε με υπομονή την σύντομη αυτή δοκιμασία, θα κερδίσουμε μεγάλα οφέλη. Ο χρυσός, με την δοκιμασία μέσα στην φωτιά, καθαρίζεται και λάμπει.
Στην συνέχεια προφήτευσε:
-Δοκιμάσαμε για λίγο την στέρηση, το πρωΐ, θα απολαύσουμε την αφθονία.
Η πρόρρησίς του εκπληρώθηκε. Το επόμενο πρωΐ, ένας άγνωστος έστειλε στο μοναστήρι μία μεγάλη ποσότητα φρεσκοψημένου ψωμιού, άφθονα ψάρια και πολλά άλλα μαγειρευμένα φαγητά.
-Αυτά τα στέλνει ένας καλός χριστιανός, στον αββά Σέργιο και στους αδελφούς που ζουν μαζί του· είπαν οι απεσταλμένοι.
Οι μοναχοί, τους παρακάλεσαν επίμονα να συμφάγουν, εκείνοι όμως αρνήθηκαν λέγοντας ότι τους δόθηκε εντολή να μην καθυστερήσουν καθόλου. Βλέποντας οι αδελφοί την ποσότητα των τροφών κατάλαβαν ότι ο Κύριος τους επισκέφθηκε και με θέρμη εκδήλωσαν την ευγνωμοσύνη τους. Ιδιαίτερη εντύπωσι τους έκανε η ασυνήθιστα ωραία γεύσις που είχε το ψωμί. Οι τροφές που έλαβαν επαρκούσαν για πολλές ημέρες. Ο Όσιος ηγούμενος εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία να διδάξη τους υποτακτικούς του:
-Βλέπετε αδελφοί, πόση θαυμαστή είναι η πρόνοια του Θεού. Βλέπετε πόσο πλούσια ανταμοιβή μας έδωσε ο Θεός, για την υπομονή που δείξαμε. Ο Κύριος ουδέποτε θα εγκαταλείψη τον άγιο αυτό τόπο και τους πιστούς δούλους Του, που ζουν εδώ και Τον υπηρετούν ημέρα και νύχτα.
Η μεγάλη ταπείνωσις του Οσίου και το πατρικό του ενδιαφέρον για τους αδελφούς, φαίνεται και από το επόμενο παράδειγμα:
Όταν πρωτοήλθε στην έρημο, διάλεξε έναν τόπο άνυδρο, για να προμηθεύεται το νερό, από μεγάλη απόσταση και να σκληραγωγεί έτσι περισσότερο το σώμά του.
Όταν όμως με το θέλημα του Θεού αυξήθηκαν οι αδελφοί, και δημιουργήθηκε μοναστήρι, άρχισε να παρατηρήται μεγάλη έλλειψη νερού, που έπρεπε να το φέρνουν από μακρυά, και με μεγάλο κόπο. Μερικοί λοιπόν, βαρυγκόμησαν:
-Γιατί, διάλεξες τόσο αδιάκριτα και απερίσκεπτα αυτο το μέρος; Γιατί, έκτισες εδώ το μοναστήρι, αφού δεν υπάρχει καμμία κοντινή πηγή;
-Εγώ αδελφοί μου, απαντούσε ταπεινά, διάλεξα αυτό το μέγος για να ασκούμαι στην ησυχία μόνος μου. Θέλημα του Θεού ήταν να εγκατασταθή εδώ μονή. Αυτός μπορεί να μας χαρίσει και το νερό. Μόνο μη γογγύζετε. Έχετε εμπιστοσύνη στον Θεό, και προσεύχεσθε με πίστη. Εάν από μία ξερή πέτρα έβγαλε μέσα στην έρημο νερό, για τον απειθάρχητο λαό των Εβραίων, το ίδιο δεν μπορεί να κάνει και για μας που με αφοσίωση τον υπηρετούμε;
Έπειτα από τα λόγια αυτά, πήρε έναν αδελφό, και κρυφά από τους άλλους, κατέβηκαν στο πυκνό, κοντινό δάσος. Βρήκαν εκεί σε μία τάφρο λίγο βρόχινο νερό.
Ο Άγιος γονάτισε και προσευχήθηκε:
-Θεέ, και Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εσύ που δημιούργησες τον ουρανό και την γη και όλα τα ορατά και τα αόρατα, εσύ που έπλασες τον άνθρωπο και δεν θέλεις τον θάνατο του αμαρτωλού πλάσματός Σου, δέξου την ικεσία των αθλίων δούλων Σου. Άκουσε τον στεναγμό μας και φανέρωσε την δόξα Σου, όπως στην έρημο του Σινά. Όπως τότε με τον Μωϋσή θαυματούργησες αναβλύζοντας νερό από τον βράχο, έτσι και εδώ φανέρωσε την δύναμη Σου. Χάρισέ μας νερό στον τόπο αυτό, για να πιστεύσουν όλοι ότι ακούς τις προσευχές των δούλων Σου και να δοξάσουν Εσένα τον άναρχο Πατέρα, και τον μονογενή Σου Υιό, και το πανάγιο Πνεύμα, νυν και αεί και εις στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ξαφνικά, ανέβλυσε μία πηγή, με άφθονο νερό. Κατάπληκτοι και γεμάτοι θαυμασμό, το πληροφορήθηκαν οι αδελφοί. Ωνόμασαν την πηγή· Σέργιεβιμ. Ο Όσιος όμως θεωρούσε σαν βάρος την ανθρώπινη δόξα. Για αυτό τους είπε:
-Δεν σας έδωσα εγώ το νερό, αλλά ο ίδιος ο Κύριος. Το έστειλε σε μας τους αμαρτωλούς. Για αυτό μην ονομάζετε την πηγή, με το όνομά μου.
Πειθαρχώντας στην εντολή του, οι μοναχοί, έπαυσαν να την λένε Σέργιεβιμ. Ποτέ πλέον δεν δοκίμασαν έλλειψη νερού. Το αντλούσαν πάντοτε άφθονο για τις ανάγκες της μονής, και συχνά, άρρωστοι που το έπιναν με πίστη, θεραπεύονταν.
Ε. Η θαυματουργική δύναμις.
Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που ο Όσιος θεμελίωσε την μονή, και πολλοί ασκητές, κινημένοι από την φήμη της αγιότητός του, άρχισαν να εγκαταβιώνουν στον έρημο εκείνο τόπο. Πολλοί επίσης λαϊκοί, του ζητούσαν την ευλογία η την προσευχή του. Αρκετοί ακόμη εξασφάλιζαν την συντήρησή τους από τις ελεημοσύνες της μονής. Ο Κύριος δώρισε στον δούλό του ασυνήθιστη θαυματουργική δύναμη. Κάποτε μάλιστα ανέστησε νεκρό:
Στα περίχωρα της μονής ζούσε κάποιος που έτρεφε βαθύ σεβασμό, και πίστη στον Όσιο. Ο μοναχογυιός του έπασχε από ανίατη αρρώστεια. Με την προσδοκία της θεραπείας ήλθε να τον παρακαλέσει φέρνοντας τον άρρωστο μαζί του. Όμως από την ταλαιπωρία του δρόμου το παιδί του πέθανε! Χάνοντας έτσι κάθε ελπίδα, άρχισε να θρηνεί και να λέει στον Όσιο:
-Αλλοίμονο σε μένα. Ήλθα εδώ με την βεβαιότητα ότι θα με βοηθούσες, αλλά το μονάκριβο παιδί μου, πέθανε στον δρόμο. Καλύτερα θα ήταν να μην ερχόμουν, γιατί έτσι δεν θα κλονιζόταν η πίστη μου σε σένα.
Με δάκρυα και στεναγμούς, ο ταλαίπωρος πατέρας πήγε να φέρει το φέρετρο και τα σάβανα για την κηδεία. Ο Όσιος τον λυπήθηκε πολύ, και έπειτα από μία θερμή προσευχή, ανέστησε το παιδί! Όταν ο συντριμμένος από την θλίψη πατέρας, ήλθε κουβαλώντας τα αναγκαία για την κηδεία, ο Όσιος του λέει:
-Μην κουράζεσαι, και μην στενάζεις άδικα. Το παιδί σου δεν πέθανε, αλλά ζει.
Ο πατέρας, που είχε διαπιστώσει τον θάνατο του γυιού του, δεν μπορούσε να πιστέψει τα λόγια αυτά. Πλησιάζοντας όμως πείσθηκε για το θαύμα και έξαλλος από χαρά, ευγνωμονούσε τον άγιο.
-Μην απατάσαι, του είπε ταπεινά ο Άγιος. Ίσως το πολύ κρύο να πάγωσε το παιδί, και το νόμισες πεθαμένο, ενώ εδώ στο ζεστό κελλί, θερμάνθηκε και συνήλθε.
Ο χωρικός, δεν πίστεψε αυτή την εκδοχή. Συνέχισε να ομολογεί, ότι ο Όσιος ανέστησε με την προσευχή του το παιδί. Εκείνος τότε τον απείλησε:
-Εάν δεν σταματήσεις να διηγήσαι στους άλλους το περιστατικό αυτό, θα χάσεις τον γυιό Σου.
Ο πατέρας επέστρεψε στο σπίτι, δοξάζοντας τον Θεό, και τον δούλο Του Σέργιο. Διηγήθηκε αργότερα το θαύμα σε έναν μαθητή του Οσίου, και αυτός μας το γνωστοποίησε.
Κάποτε, έφεραν από τις όχθες του Βόλγα, έναν επίσημο άρχοντα, ο οποίος είχε καταληφθεί από ακάθαρτο πνεύμα και βασανιζόταν φρικτά. Άλλοτε δαγκωνόταν, άλλοτε χτυπιόταν, άλλοτε ξέφευγε από τους φύλακές του και έτρεχε εδώ και εκεί. Δέκα άνθρωποι μόλις μπορούσαν να τον συγκρατήσουν. Οι οικείοι του αποφάσισαν να τον οδηγήσουν στον Όσιο. Με πολλή προσπάθεια κατάφεραν να τον μεταφέρουν. Πλησιάζοντας στην μονή, ο δαιμονισμένος άρχοντας έσπασε τις σιδερένιες αλυσίδες και άρχιζε να φωνάζει τόσο δυνατά, που ακουγόταν σε όλο το μοναστήρι. Ο Όσιος μόλις πληροφορήθηκε για τον ερχομό του, άρχισε να διαβάζει μία παράκληση για αυτόν. Εκείνος ησύχασε και μπήκε ήρεμα στο μοναστήρι. Όταν όμως ο Όσιος πλησίασε και άρχισε να τον σταυρώνει, τινάχτηκε, έβγαλε άναθρες κραυγές, και ρίχτηκε στην στέρνα, που μάζευαν τον βρόχινο νερό. Κατόπιν, ηρέμησε τελείως και έδωσε εξηγήσεις γιατί έπεσε στην στέρνα.
-Είδα μία μεγάλη φλόγα να βγαίνει από τον Σταυρό που κρατούσε ο Όσιος, και με την σκέψη ότι θα με κάψει, ρίχτηκα στο νερό.
Ο Όσιος ντυνόταν πάντοτε φτωχικά. Για αυτό και δεν τον αναγνώριζαν οι επισκέπτες. Κάποιος χωρικός από ένα μακρινό χωριό, άκουγε πολλά για τον Όσιο. Επιθύμησε λοιπόν, να τον δει. Ήλθε στην μονή, και άρχισε να ρωτά που θα τον συναντούσε. Του είπαν ότι βρισκόταν στον κήπο. Πήγε στον κήπο και είδε έναν απλό μοναχό, να σκάβει την γη, ντυμένο με ένα ρούχο γεμάτο μπαλώματα. Ο χωρικός, σκέφτηκε ότι του είπαν ψέμματα. Περίμενε να δει έναν κομψοντυμένο ηγούμενο μέσα σε δόξα και τιμή. Γύρισε λοιπόν στο μοναστήρι και άρχισε να παρακαλεί:
-Πέστε μου που είναι ο γέροντας. Ήλθα από πολύ μακρυά, και θέλω να τον δω και να τον προσκυνήσω.
Οι αδελφοί του απάντησαν:
-Αυτός που είδες στον κήπο είναι ο Όσιος πατέρας μας.
Ο χωρικός, ήταν απαρηγόρητος. Στενοχωρήθηκε τόσο, που όταν ο Όσιος γύρισε από τον κήπο και μπήκε στο μοναστήρι, έστρεψε αλλού το προσωπό του, για να μην τον κοιτάξει.
-Τόσους κόπους έκανα και ήλθα εδώ, συλλογιζόταν, για να δω έναν ένδοξο προφήτη και τώρα βλέπω έναν φτωχό, και κακοντυμένο μοναχό.
Ο φωτισμένος Όσιος διάβασε τους λογισμούς του χωρικού, και ολόψυχα ευχαρίστησε τον Κύριο, διότι όσο ο φιλόδοξος χαίρεται στις τιμές και τους επαίνους, τόσο ο ταπεινός χαίρεται στις θλίψεις και τους εξευτελισμούς. Συμπαθώντας όμως τον απλοϊκό χωρικό, τον κάλεσε κοντά του, του πρόσφερε φαγητό, και του είπε χαρούμενα:
-Μην λυπάσαι αδελφέ, σε λίγο θα αντικρύσεις αυτόν που τόσο πολύ επιθυμείς να δεις.
Μόλις ο μακάριος είπε τα λόγια αυτά, ήλθε αγγελιαφόρος και ανήγγειλε την άφιξη του πρίγκηπα της χώρας. Ο Όσιος σηκώθηκε και βγήκε να υποδεχθεί τον επίσημο επισκέπτη, που ήλθε με μία μεγάλη συνοδία. Ο πρίγκηπας βλέποντας τον ηγούμενο, έβαλε από μακρυά εδαφιαία μετάνοια, ζητώντας ταπεινά, την ευλογία του. Ο Όσιος ευλόγησε τον πρίγκηπα και με τιμή, τον οδήγησε στο εσωτερικό της μονής. Κάθησαν ο ένας δίπλα στον άλλο και άρχισαν να συζητούν, ενω όλοι οι συνοδοί, έμειναν όρθιοι. Ο χωρικός, δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Αυτός που με τόσο σεβασμό, προσκύνησε ο πρίγκηπας, ήταν ο μοναχός, τον οποίο ο ίδιος περιφρόνησε και δεν ήθελε να αντικρύσει; Πλησίασε δειλά, και ρώτησε κάποιον:
-Αδελφέ, ποιός είναι αυτός που κάθεται πλάϊ στον πρίγκηπα;
-Ξένος είσαι και δεν τον γνωρίζεις; Είναι ο ηγούμενος Σέργιος.
-Πραγματικά, τυφλώθηκα και δεν αναγνώριζα τον γέροντα· κακολογούσε τον εαυτό του ο χωρικός.
Πλησίασε αργότερα γεμάτος ντροπή τον Όσιο και προσκυνώντας τον ζήτησε συγγνώμη για την προηγούμενη στάση του. Εκείνος τον ενθάρρυνε:
-Μην λυπάσαι. Να χαίρεσαι γιατί είσαι ο μόνος που σκέφτηκες σωστά για μένα. Οι άλλοι πλανώνται νομίζοντας ότι είμαι κανένα σπουδαίο πρόσωπο.
Ο Όσιος ευχαριστήθηκε περισσότερο για την περιφρόνηση του χωρικού, παρά για τις τιμές του άρχοντα. Ο χωρικός, πάλι, τόσο εντυπωσιάσθηκε από το ταπεινό φρόνημα του Οσίου, που λίγο αργότερα ήλθε ξανά στο μοναστήρι και έγινε μοναχός.
Στ) Το κοινοβιακό τυπικό.
Μια βραδυά, που ο Όσιος προσευχόταν μέσα στην γαλήνη για τους υποτακτικούς του, άκουσε μία φωνή, που τον καλούσε:
-Σέργιε…
Παραξενεύθηκε, άνοιξε το παράθυρο, για να δη ποιός τον φωνάζει. Μία υπερκόσμια λάμψις τότε καταύγασε τον νυκτερινό ουρανό, και ακούσθηκαν τα λόγια:
-Σέργιε. Ο Κύριος άκουσε την προσευχή που κάνεις για τα πνευματικά σου τέκνα. Κοίταξε το πλήθος των μοναχών που θα έρθουν στο μοναστήρι σου…
Ρίχνοντας μία ματιά ο Όσιος, είδε αναρίθμητα εξαίσια πουλιά, να πετούν γύρω του και να ψέλνουν μία υπέροχη μελωδία. Ακούσθηκε πάλι η φωνή:
Έτσι θα αυξηθούν οι μαθητές σου και μετά από σένα ο αριθμός τους δεν θα λιγοστεύσει. Και όσοι θελήσουν να ακολουθήσουν τα ίχνη σου, θα στολισθούν με πολλά χαρίσματα.
Ο Άγιος έμεινε έκθαμβος από το θαυμαστό όραμα και τις θείες προφητείες. Θέλοντας να απολαύσει και κάποιος άλλος μαζί του την ουράνια οπτασία, φώναξε με δυνατή φωνή, τον μοναχό Συμεών, που κατοικούσε πλησιέστερα. Κατάπληκτος για το ασυνήθιστο κάλεσμα του ηγουμένου, ο π. Συμεών, ήλθε βιαστικά, αλλά δεν αξιώθηκε να αντικρύσει ολόκληρο το όραμα. Πρόλαβε μόνο να δει την ουράνια λάμψη. Ο Όσιος του διηγήθηκε τι είδε και τι άκουσε, και οι δύο τους αγρύπνησαν μαζί, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό.
Λίγες μέρες αργότερα, ήλθαν απεσταλμένοι από τον αγιώτατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεο (1355 και 1362-1376) και του έφεραν μαζί με την ευλογία του πατριαρχικά δώρα: σταυρό, πολυσταύρι και σχήμα.
-Μήπως τα στέλνει σε κανέναν άλλο; ρώτησε ο ταπεινός Όσιος. Είμαι πολύ αμαρτωλός, για να λάβω δώρα από τον αγιώτατο Πατριάρχη.
Οι απεσταλμένοι απάντησαν:
-Όχι Πάτερ. Δεν κάναμε λάθος. Σε σένα τα στέλνει ο Πατριάρχης.
Μαζί με τα δώρα του έδωσαν και την επόμενη πατριαρχική επιστολή:
Φιλόθεος, ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικός Πατριάρχης, εύχομαι στον αγαπητό μου υιό και συλλειτουργό μου Σέργιο, χάρη, ειρήνη και ευλογία. Άκουσα για την ενάρετη ζωή σας και δόξασα τον Θεό. Αυτό όμως που λείπει από το μοναστήρι σας είναι το κοινοβιακό τυπικό. Για το κοινόβιο ο προφήτης Δαβίδ, είπε: Ιδού δη τι καλόν η τι τερπνόν, αλλ’ η το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό (Ψαλμός ρλβ’ 1). Σας συμβουλεύω λοιπόν, να δημιουργήσετε ένα κοινόβιο. Είθε να σας ενισχύει το έλεος του Θεού και η δική μου ευλογία.
Με την πατριαρχική αυτή επιστολή στο χέρι, ο Όσιος ξεκίνησε για τον μητροπολίτη Μόσχας Αλέξιο. Δείχνοντάς του την επιστολή τον ρώτησε:
-Άγιε Δέσποτα, τι λέτε; Να προχωρήσουμε για την δημιουργία κοινοβίου;
Ο μητροπολίτης απάντησε:
-Ο ίδιος ο Θεός, δοξάζει τους δούλους του! Το όνομά σου και η ζωή σου ακούσθηκαν στα πέρατα της οικουμένης. Συμφωνώ με την γνώμη του μεγάλου οικουμενικού πατριάρχου και σε προτρέπω να δημιουργήσεις κοινόβιο.
Έτσι ξεκίνησε το κοινοβιακό σύστημα στην μονή της Αγίας Τριάδος του Ράντονεζ. Ο Όσιος Σέργιος απαιτούσε την αυστηρή τήρηση των κοινοβιακών κανονισμών.
Οι μοναχοί, έπρεπε να μην έχουν τίποτε δικό τους, αλλά σύμφωνα με τις εντολές των Αγίων Πατέρων να τα έχουν όλα κοινά.
Η πλατειά φήμη και η ανθρώπινη δόξα αποτελούσαν ένα μαρτύριο για τον άγιο ηγούμενο. Επιθυμώντας να αποσυρθεί, και μέσα στην ησυχία της ερήμου να κοπιάσει για τον Κύριο, έφυγε κρυφά από το μοναστήρι του και σε απόσταση εξήντα τεσσάρων χιλιομέτρων, κοντά στο ποταμό Κιρζάτς, βρήκε μία τοποθεσία που του άρεσε πολύ.
Οι αδελφοί, βλέποντας τους εαυτούς του εγκαταλελειμμένους και μάλιστα από έναν τέτοιο οδηγό και κυβερνήτη, βυθίστηκαν σε μεγάλη θλίψη και σύγχυση. Ήσαν πρόβατα χωρίς ποιμένα. Άρχισαν λοιπόν, να τον αναζητούν παντού μέσα στα παρθένα δάση. Τελικά, τον ανακάλυψαν και με δάκρυα τον παρακάλεσαν να επιστρέψει.
Ο Όσιος όμως που αγαπούσε την σιωπή, και την μόνωση, προτίμησε να παραμείνη στο μέρος εκείνο. Τότε, πολλοί υποτακτικοί του άφησαν και αυτοί την μονή, και εγκαταστάθηκαν κοντά του. Έκτισαν νέο μοναστήρι και ναό αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Οι μοναχοί όμως που απέμειναν στο αρχικό μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, μην υποφέροντας να ζουν χωρίς τον ποιμένα τους και μη μπορώντας να τον πείσουν να επιστρέψει, κατέφυγαν στην βοήθεια του μητροπολίτου Μόσχας Αλεξίου. Τον ικέτευσαν να πείσει τον Όσιο να επιστρέψει.
Ο μητροπολίτης έστειλε δυο αρχιμανδίτες, παρακαλώντας τον Όσιο να μην παραβλέψει την επιθυμια τόσων αδελφών. Τον συμβούλευσε να επιστρέψει και να τους παρηγορήσει, για να μην διασκορπισθούν σαν πρόβατα και ερημώσει η μονή, που ο ίδιος ίδρυσε. Ο υπάκους και ταπεινός Σέργιος δεν επέμεινε, αλλά επέστρεψε στον τόπο της αρχικής του διαμονής, πράγμα το οποίο χαροποίησε πολύ την αδελφότητα.
Ο Άγιος Στέφανος επίσκοπος Πέρμσκυ, που έτρεφε μεγάλη αγάπη στον Όσιο, ταξίδευε κάποτε από την επαρχία του στην Μόσχα. Ο δρόμος που ακολουθούσε πλησίαζε το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος πέρίπου οκτώμισυ χιλιόμετρα. Αλλά επειδη βιαζόταν, το προσπέρασε με την σκέψη να επισκεφθεί τον Όσιο στον γυρισμό. Πριν όμως απομακρυνθεί από το πλησιέστερο σημείο, σταμάτησε την άμαξα, είπε το· Άξιον εστί, και υποκλίθηκε προς την κατεύθυνση της μονής, λέγοντας:
-Ειρήνη σε σένα πνευματικέ αδελφέ.
Αυτό έγινε την ώρα που ο Όσιος βρισκόταν μαζί με τους αδελφούς στην τράπεζα. Βλέποντας όμως με τα διορατικά του μάτια τον επίσκοπο να βάζει μετάνοια, διέκοψε το γεύμα, σηκώθηκε όρθριος, προσευχήθηκε και έβαλε και αυτός με την σειρά του μετάνοια προς την κατεύθυνση του επισκόπου, λέγοντας:
-Χαίρε και συ, ποιμένα του ποιμνίου του Χριστού. Η ευλογία του Κυρίου να σε συνοδεύει.
Οι αδελφοί έμειναν κατάπληκτοι! Τι να συνέβαινε στον ηγούμενό τους; Μερικοί, κατάλαβαν ότι αξιώθηκε να δει κάποιο όραμα. Όταν τελείωσε η τράπεζα τον πλησίασαν και τον ρώτησαν τι συνέβη.
-Την ώρα που σηκώθηκα, τους απάντησε, ο επίσκοπος Στέφανος, καθώς πήγαινε στην Μόσχα, σταμάτησε απέναντι από το μοναστήρι μας, έβαλε μετάνοια στην Αγία Τριάδα, και ευλόγησε εμάς τους αμαρτωλούς.
Οι μαθητές του Οσίου, που επιβεβαίωσαν το γεγονός, θαύμασαν το διορατικό χάρισμα που δώρισε ο Θεός στον γέροντα τους.
Σε ανάμνηση του θαύματος αυτού, μέχρι σήμερα υπάρχει στην λαύρα της Αγίας Τριάδος η εξής συνήθεια: Πριν τελειώσουν το φαγητό, με το κτύπημα ενός κουδουνιού, όλοι οι μοναχοί σηκώνονται και ο εφημέριος ιερομόναχος απαγγέλλει το: Δι’ ευχών… Μετά, κάθονται πάλι και συνεχίζουν το γεύμα.
Πολλοί αδελφοί έλλαμψαν με την αρετή τους στην λαύρα της Αγίας Τριάδος. Πολλοί από αυτούς έγιναν ηγούμενοι σε άλλα μοναστήρια και επίσκοποι. Όλοι αυτοί προώδευαν με τις συμβουλές, και την καθοδήγηση του Οσίου.
Μεταξύ των υποτακτικών του ήταν κάποιος που λεγόταν π. Ισαάκιος. Ο π. Ισαακιος επιθυμούσε να αφιερώσει τον εαυτό του στην άσκηση της τελείας σιωπής και για αυτό παρακαλούσε επίμονα τον Όσιο. Κάποτε λοιπόν, ο σοφός ποιμένας, του απάντησε:
-Εάν παιδί μου θέλεις να ασκηθείς στην σιωπή, θα σου δώσω αύριο την ευλογία μου.
Την επομένη, μετά την Θεία Λειτουργία, τον σταύρωσε με τον τίμιο σταυρό, λέγοντας:
-Ο Κύριος ας εκπληρώσει την επιθυμία σου.
Ο π. Ισαάκιος, είδε να βγαίνει από τα χέρια του Οσίου μία φλόγα και να τον περιβάλλει. Από τότε παρέμεινε σιωπηλός, και μόνο μία φορά, ένα άλλο θαυμαστό όραμα του άνοιξε τα χείλη:
Κάποτε, ο Όσιος συλλειτουργούσε μαζί με τον αδελφό του π. Στέφανο και τον ανεψιό του π. Θεόδωρο. Ξαφνικά, ο π. Ισαάκιος βλέπει στο ιερό ένα τέταρτο ιερέα με αστραφτερά άμφια. Στην μικρή είσοδο του Ευαγγελίου ο συλλειτουργός αυτός άκολούθησε τον Όσιο έχοντας ένα πρόσωπο τόσο φωτεινό, που ο π. Ισαάκιος δεν μπορούσε να το ατενίσει. Γεμάτος έκπληξη, άνοιξε τα χείλη του και ρώτησε τον διπλανό του π. Μακάριο:
-Τι θαυμαστό θέαμα είναι αυτό Πάτερ! Ποίος να είναι αυτός ο ολοφώτεινος ιερεύς;
Ο π. Μακάριος, που σαν ενάρετος αξιώθηκε να δει και αυτός το ίδιο όραμα, του απάντησε:
-Δεν τον γνωρίζω. Μένω και εγώ έκπληκτος. Μήπως ήρθε κανένας ιερεύς μαζί με τον πρίγκηπα Βλαδίμηρο;
Ο πρίγκηπας Βλαδίμηρος Ανδρέγιεβιτς βρισκόταν την ώρα εκείνη στον ναό, μαζί με τους μεγιστάνες του. Οι μοναχοί, ρώτησαν έναν άρχοντα μήπως είχαν στην συνοδεία τους κανέναν ιερέα. Εκείνος απάντησε αρνητικά. Τότε κατάλαβαν ότι συλλειτουργούσε μαζί με τον Όσιο και ένας Άγγελος του Θεού. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας οι δύο πατέρες πλησίασαν τον ηγούμενο και τον ρώτησαν. Στην αρχή εκείνος προσπάθησε να τους αποκρύψει την αλήθεια.
-Τι ασυνήθιστο είδατε; Λειτουργήσαμε ο π. Στέφανος, ο π. Θεόδωρος και εγώ ο αμαρτωλός.
Εκείνοι όμως επέμεναν να τον παρακαλούν και τότε τους είπε:
-Παιδιά μου… Εάν ο Κύριος σας απεκάλυψε κάτι, πως να σας το αποκρύψω εγώ; Αυτός που είδατε ήταν Άγγελος του Θεού. Και όχι μόνο τώρα, αλλά πάντοτε, σε όλες μου τις λειτουργίες, συλλειτουργεί μαζί μου. Να φυλάξετε όμως και να μην πήτε σε κανένα αυτά που είδατε και ακούσατε μέχρις ότου πεθάνω.
Ζ. Η ίδρυσις νέων μονών.
Ο π. Ανδρόνικος ήταν ένας υποτακτικός που είχε κοινή καταγωγή με τον Όσιο, την πόλη Ροστώβ. Είχε έλθει νέος στο μοναστήρι και απέκτησε πολλές αρετές. Ασκήθηκε πολύ, και σήκωσε μεγάλους κόπους στους ώμους του. Ο Όσιος τον αγαπούσε πολύ, για τον ζήλό του και θερμά προσευχόταν για την πρόοδό του. Ο μητροπολίτης Μόσχας Αλέξιος έχοντας στενές σχέσεις με τον Όσιο, σε μία από τις συχνές επισκέψεις του πρότεινε:
-Επιθυμώ να σου ζητήσω μία χάρη και ελπίζω ότι η αγάπη σου δεν θα μου την αρνηθεί.
-Άγιε Δέσποτα, απάντησε ο Όσιος, όλοι είμαστε στην πνευματική εξουσία σου. Κάθε επιθυμία σου είναι σεβαστή στην μονή μας.
-Επιθυμώ, με την βοήθεια του Θεού να κτίσω ένα μοναστήρι, είπε ο μητροπολίτης. Επιστρέφοντας από την Κωνσταντινούπολη, πέσαμε σε φοβερή τρικυμία. Το πλοίο καταποντιζόταν στα κύματα του Ευξείνου Πόντου. Μας απειλούσε το ναυάγιο. Όλοι άρχισαν να προσεύχονται. Τότε εγώ μαζί με την προσευχή, έκανα τάμα στον Θεό, να κτίσω έναν ναό, στο όνομα του Αγίου εκείνου, ο οποίος θα γιόρταζε την ημέρα που θα βγαίναμε στην στεριά. Από την ώρα εκείνη η τρικυμία κόπασε. Η Μαύρη Θάλασσα ησύχασε και ο Κύριος μας αξίωσε να σωθούμε και να βγούμε στην στεριά την 16η Αυγούστου. Θέλω λοιπόν, να εκπληρώσω το τάμα μου, να κτίσω ναό, αφιερωμένο στην αχειροποίητη εικόνα του Κυρίου, και δίπλα στην εκκλησία να ιδρύσω ένα κοινόβιο. Για τον σκοπό αυτό, σε παρακαλώ, δώσέ μου τον αγαπητό σου μαθητή Ανδρόνικο.
Ο Όσιος ικανοποίησε ευχαρίστως την επιθυμία του μητροπολίτη και έτσι ο π. Ανδρόνικος έγινε ηγούμενος στην μονή Σπάσο-Ανδρόνικωφ της Μόσχας στις όχθες του ποταμού Γιάουζι το 1361. Ο Όσιος Σέργιος επισκέφθηκε και ευλόγησε το μοναστήρι και τον μαθητή του βλέποντας:
-Κύριε, επίβλεψον εξ ουρανού στον τόπο αυτό και χαρίτωσε τον δούλό Σου.
Αργότερα, ο ίδιος ο μητροπολίτης αφού θεράπευσε θαυματουργικά, την βασίλισσα των Ταρτάρων Ταϊδουλή, θεμελίωσε το 1365 στην Μόσχα, μέσα στο Κρεμλίνο και άλλο μοναστήρι αφιερωμένο στο εν Χώναις θαύμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που γιορτάζει στις 6 Σεπτεμβρίου. Και για το μοναστήρι αυτό, ζήτησε αδελφούς από τον Όσιο.
Ο ανηψιός του Οσίου π. Θεόδωρος, είχε αρχή του να μην κρύβει από τον γέροντά του κανένα λογισμό. Έτσι του αποκάλυψε κάποτε, ότι επιθύμησε να θεμελιώσει ένα μοναστήρι. Ο Όσιος διερεύνησε τον λογισμό, και διέκρινε σε αυτόν θείο θέλημα. Ευλόγησε λοιπόν, τον άξιο υποτακτικό του και του έδωσε και μερικούς αδελφούς, για να δημιουργήσει συνοδεία. Έτσι με την ενθάρρυνση του Οσίου, ο π. Θεόδωρος ίδρυσε στην Μόσχα την μονή Σιμωνώφ, το 1370. Έκτισε ναό, αφιερωμένο στο Γενέσιο της Υπεραγίας Θεοτόκου και καθιέρωσε σε αυτή το κοινοβιακό τυπικό. Η φήμη της ασκητικής ζωής του νέου ηγουμένου συγκέντρωσε πολλούς αδελφούς. Ο ίδιος ο Όσιος Σέργιος, ερχόταν συχνά, και βοηθούσε στις δυσκολίες και στους κόπους την νέα αδελφότητα. Έπειτα από μερικά χρόνια, ο Όσιος Θεόδωρος, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Ροστώβ. Μέχρι τέλους της ζωής του (28 Νοεμβρίου 1394), ακτινοβολούσε σαν φωτεινό αστέρι με την αγνότητα και το ζήλό του.
Πολλοί μαθητές του Οσίου Σεργίου θεμελίωσαν από διάφορες αιτίες, όχι μόνο στην Μόσχα, αλλά και σε άλλες περιοχές, μοναστήρια που έγιναν φάροι και εστίες της αληθινής πίστεως. Έτσι ο κυρίαρχος μεγάλος πρίγκηπας Δημήτριος Ιωάννοβιτς θέλοντας να ιδρύσει στο Γολουτβίνο της Κολόμνας ένα μοναστήρι, παρακάλεσε τον Όσιο να ευλογήσει την τοποθεσία και να κτίσει ναό. Συγκινημένος ο Όσιος από την ευλάβεια του μεγάλου πρίγκηπα, ξεκίνησε πεζός, όπως πάντα, για την Κολόμνα, και έκτισε ναό, αφιερωμένο στα Άγια Θεοφάνεια. Έπειτα από παράκληση του Δημητρίου Ιωάννοβιτς έστειλε στην νέα μονή, τον ευλαβέστατο μαθητή του ιερομόναχο Γρηγόριο. Η μονή αυτή, που αργότερα μεταφέρθηκε μέσα στην Κολόμνα και ωνομάσθηκε Νοβογολουτβίν, άνθισε πολύ γρήγορα.
Με την παράκληση ενός άλλου πρίγκηπα, του Βλαδιμήρου Ανδρέγιεβιτς, ο Όσιος ευλόγησε μία τοποθεσία στην Σερπουχώφ, για την ίδρυση μονής, αφιερωμένης στην Σύλληψη της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αργότερα έστειλε από εκεί έναν από τους περισσότερους αγαπητούς υποτακτικούς του τον π. Αθανάσιο, που διακρινόταν για την τέλεια υπακοή, και την επίδοσή του στην αντιγραφή βιβλίων.
Η αγγελική ζωή του Οσίου, και η βαθιά του ταπείνωσις, οι κόποι του για την δόξα του Θεού και της Εκκλησίας, παρεκίνησαν τον Άγιο Μητροπολίτη Μόσχας Αλέξιο να τον επιθυμεί σαν διάδοχο και αντικαταστάτη. Βλέποντας λοιπόν, να πλησιάζει το τέλος του, τον κάλεσε κοντά του και παίρνοντας τον αρχιερατικό σταυρό του, που ήταν στολισμένος με χρυσό, και πολύτιμες πέτρες, τον πρόσφερε στον Όσιο. Εκείνος σκύβοντας ταπεινά, είπε:
-Συγχώρεσέ με Άγιε Δέσποτα. Από την νεανική μου ηλικία, δεν έβαλα ποτέ πάνω μου τίποτε το χρυσό. Πολύ περισσότερο θέλω να παραμείνω φτωχός, τώρα στα γεράματά μου.
Ο μητροπολίτης του απάντησε φορώντας του τον σταυρό:
-Γνωρίζω πόσο απλή και απέριττη είναι η ζωή σου. Υπάκουσε όμως και δέξου την ευλογία που σου προσφέρω. Σε κάλεσα εδώ γιατί θέλω να σου προτείνω κάτι σπουδαίο· Επί πολλά χρόνια, ποιμαίνω την Ρωσική Εκκλησία, την οποία μου εμπιστεύθηκε ο Θεός. Αλλά τώρα βρίσκομαι στο τέλος της ζωής μου. Επιθυμώ λοιπόν, προτού πεθάνω να βρω τον διάδοχό μου, αυτόν που θα μπορούσε να ποιμάνει το λογικό ποίμνιο του Χριστού. Όλες μου οι σκέψεις για το θέμα αυτό, στρέφονται σε σένα. Γνωρίζω μάλιστα πολύ καλά, ότι και ο πρίγκηπας και οι άρχοντες και το ιερατείο, αλλά και όλοι οι πιστοί, σε αγαπούν και θα σε παρακαλέσουν να αναλάβεις τον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
Ακούγοντας αυτά ο Όσιος ταράχθηκε και θεωρώντας τον εαυτό του εντελώς ανάξιο, απάντησε:
-Συγχώρησέ με Δέσποτα. Θέλεις να επωμισθώ φορτίο υπεράνω των δυνάμεών μου. Αυτό είναι αδύνατο. Είμαι πολύ αμαρτωλός, και ο έσχατος από όλους τους ανθρώπους.
Πως να τολμήσω να αναλάβω ένα τόσο υψηλό αξίωμα;
Επί πολλή ώρα προσπαθούσε ο μητροπολίτης να πείσει τον Όσιο. Αλλά αυτός έμεινε ακλόνητος:
Άγιε Δέσποτα, εάν δεν θέλεις να με διώξεις από την περιοχή αυτή, μην συνεχίζεις αυτή την συζήτηση και μη επιτρέπεις σε κανέναν άλλον να με απασχολεί με το ίδιο θέμα. Με κανέναν δεν θα συμφωνήσω.
Βλέποντας την σταθερότητά του ο διακριτικός ιεράρχης άλλαξε συζήτηση με τον φόβο μήπως εκείνος φύγει σε καμμία μακρινή έρημο και η Μόσχα χάσει έναν τέτοιο λύχνο. Έπειτα λοιπόν, από την παρηγοριά μιας πνευματικής συνομιλίας, τον άφησε να επιστρέψει ειρηνικός στην μονή του.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Άγιος Αλέξιος εκοιμήθη, όπως το είχε προβλέψει. Τότε όλοι επίμονα παρακαλούσαν τον Όσιο Σέργιο να αναλάβει την διαποίμανση της Ρωσικής Εκκλησίας. Εκείνος όμως αρνήθηκε και αντιστάθηκε σε κάθε πίεση.
Κατά την περίοδο αυτή των διαπραγματεύσεων, τόλμησε να ανέβει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Μόσχας, ο αρχιμανδίτης Μιχαήλ. Βιάσθηκε μάλιστα να φορέσει την αρχιερατική στολή, και το χαρακτηριστικό του αξιώματος λευκό κουκούλιο, προτού χειροτονηθεί επίσκοπος. Σαν να μην έφθαναν αυτά, με την σκέψη ότι ο Όσιος θα αντιδράσει στην τολμηρή του διάθεση και θα επιχειρήσει να καταλάβει την μητροπολιτική έδρα, άρχισε να συκοφαντεί τον Όσιο και την μονή της Αγίας Τριάδος. Ο μακάριος, μόλις το πληροφορήθηκε, είπε στους υποτακτικούς του:
-Ο π. Μιχαήλ, ο οποίος υπερηφανεύθηκε και συκοφαντεί την μονή μας, και την ταπεινότητά μου, δεν θα λάβει αυτό που επιθυμεί, ούτε θα φθάσει στην Κωνσταντινούπολη για να χειροτονηθεί αρχιερεύς.
Η προφητεία του Οσίου εκπληρώθηκε. Ενώ ταξίδευε ο π. Μιχαήλ, προς την Βασιλεύουσα, αρρώστησε και σύντομα πέθανε. Στον θρόνο της Μόσχας, ανέβασαν τον π. Κυπριανό (1378-1391).
Η. Εμψυχωτής του έθνους.
Η Ρωσσική γη περισσότερο από 150 χρόνια στέναζε κάτω από έναν βαρύ ζυγό. Περισσότερο από 150 χρόνια πέρασαν από τότε που την είχαν κατακτήσει οι Τάταροι.
Ηταν βαρύς, και ταπεινωτικός, ο ζυγός αυτών των τρομερών κατακτητών. Κάθε τόσο πολυάριθμα στίφη τους έκαναν επιδρομές σε ολόκληρες επαρχίες. Τις επιδρομές αυτές τις συνόδευαν φοβερές καταστροφές, σφαγή του πληθυσμού, κατεδαφίσεις εκκλησιών, αιχμαλωσίες, απαιτήσεις μεγάλων λύτρων… Όλα αυτά τα δεινά, κατατυραννούσαν την Ρωσσία.
Οι φόρου υποτελείς πρίγκηπες, σαν διοικητές των διαφόρων περιοχών, συχνά έπρεπε να υποκλίνονται στους τυράννους, και να υπομένουν διάφορες ταπεινώσεις.
Αλλά και μεταξύ τους υπήρχαν διαφωνίες και διαμάχες, πράγμα που τους εμπόδιζε να ενωθούν και να αποτινάξουν τον ζυγό της υποταγής στους αλλοπίστους.
Ιδιαίτερα την περίοδο αυτήν, κατά θεία παραχώρηση για τις αμαρτίες του λαού, ένας από τους χαγάνους των Ταρτάρων, ο Μαμάης, ξεσηκώθηκε εναντίον της Ρωσσίας, με όλα τα αναρίθμητα στρατεύματά του. Ο υπερήφανος Μαμάης ήθελε να εξαφανίσει και την ορθόδοξη πίστη. Μέσα σε ένα παραλήρημα οιήσεως έλεγε στους μεγιστάνες του:
-Θα κυριεύσω την ρωσική γη. Θα εξολοθρεύσω όλους τους Ρώσσους πρίγκηπες. Θα εξαφανίσω την χριστιανική εκκλησία.
Μάταια ο ευσεβής μεγάλος πρίγκηπας Δημήτριος Ιωάννοβιτς προσπαθούσε με τα δώρα και την έκφραση της υποταγής του να μετριάσει την μανία των Ταρτάρων. Ο χάγανος με τίποτε δεν άλλαζε γνώμη και το απέραντο σμήνος των εχθρών σαν ένα απειλητικό σύννεφο πλησίαζε προς τα σύνορα της Ρωσσίας. Ο μεγάλος πρίγκηπας Δημήτριος άρχισε και αυτός να ετοιμάζεται για τον πόλεμο, αλλά προτού ξεκινήσει πήγε πρώτα στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος για να προσκυνήσει τον Κύριο και να πάρει την ευλογία του Αγίου ηγουμένου Σεργίου. Αφού προσευχήθηκε θερμά, μπροστά στην εικόνα της Αγίας Τριάδος, ο Δημήτριος είπε στον Όσιο:
-Γνωρίζεις πάτερ, τι μεγάλη συμφορά, απειλεί όλους τους ορθοδόξους. Ο άθεος χάγανος Μαμάης κίνησε όλα τα στρατεύματά του και έρχονται στην προγονική μας γη για να καταστρέψουν τις άγιες εκκλησίες και να εξολοθρεύσουν τον ρωσσικό λαό. Προσευχήσου, πάτερ, να μας λυτρώσει ο Θεός, από αυτή την μεγάλη συμφορά.
Ο Όσιος άρχισε να ενθαρρύνει τον πρίγκηπα:
-Ο Θεός, σε σένα αναθέτει να ενδιαφερθείς για το έθνος και να πολεμήσεις εναντίον των αλλοπίστων εχθρών. Μη διστάσεις να περάσεις τον ποταμό Ντον, και να συντρίψεις τους αντιπάλους στην πεδιάδα που απλώνεται εκεί.
Τον προσκάλεσε έπειτα να παρακολουθήσει την Θεία Λειτουργία και να παρακαθίσει στην μοναστική τράπεζα, αν και ο μεγάλος πρίγκηπας βιαζόταν να επιστρέψει στα στρατεύματά του. Ο Όσιος δεν έπαυε να τον ενισχύει:
-Ο Κύριος θα είναι βοηθός σου. Δεν έφθασε για σένα ο καιρός ενός ενδόξου θανάτου, για πολλούς όμως ανδρείους συναγωνιστές σου ετοιμάσθηκαν μαρτυρικοί στέφανοι.
Ο εχθρός θα ηττηθή, θα καταστραφεί τελείως, ενώ εσύ θα γνωρίσεις το έλεος, την βοήθεια και την δόξα του Θεού. Ας έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη στον Κύριο και στην Υπεραγία Θεοτόκο. Προχώρα χωρίς κανένα φόβο. Με την θεία ενίσχυση θα νικήσεις τους εχθρούς.
Οι προφητείες του Οσίου συγκίνησαν και εμψύχωσαν τον υπερασπιστή της ρωσικής γης.
Τον ραντισε με αγιασμό, τον σταύρωσε με τον τίμιο σταυρό, και τον κατευόδωσε. Ο μεγάλος πρίγκηπας του ζήτησε σαν συνοδούς στην μάχη δύο μοναχούς, τον π. Αλέξανδρο Περεσβέτ, και τον π. Ανδρέα Οσλιάμπα, οι οποίοι πριν γίνου μοναχοί, ήταν στρατιωτικοί, δοκιμασμένοι σε σκληρές πολεμικές επιχειρήσεις. Ο στάρετς αμέσως εξεπλήρωσε την επιθυμία του Δημητρίου Ιωάννοβιτς. Έδωσε εντολή να φορέσουν στους δύο μοναχούς, το σχήμα με την παράσταση του Σταυρού και τους είπε:
-Παιδιά μου, ας είναι αυτό το σχήμα για σας, όπλο ακαταμάχητο, αντί για πολεμική περικεφαλαία και ασπίδα.
Ο πρίγκηπας υποσχέθηκε:
-Εάν ο Κύριος με βοηθήσει να νικήσω τους εχθρούς, θα θεμελιώσω μοναστήρι στο όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Στις 7 Σεπτεμβρίου τα ενωμένα στρατεύματα των ρώσων πριγκήπων κάτω από την αρχιστρατηγία του μεγάλου πρίγκηπα Δημητρίου πέρασαν τον ποταμό Ντον, και αναπτύχθηκαν στην πεδιάδα Κουλίκοβο, για να αντιμετωπίσουν τον φοβερό αντίπαλο, εκεί που τους υπέδειξε ο Όσιος. Το πρωί της 8ης Σεπτεμβρίου, γιορτή του Γενεσίου της Υπεραγίας Θεοτόκου ετοιμάζονται για την ιστορική σύγκρουση. Πριν αρχίσει η μάχη, ο Όσιος Σέργιος ενισχύει για ακόμη μία φορά τον ανδρείο πρίγκηπα. Του στέλνει με τον μοναχό Νεκτάριο και δύο άλλους αδελφούς, την ευλογία της Αγίας Τριάδος, πρόσφορα από την Θεία Λειτουργία και μία επιστολή, στην οποία τον παρηγορεί, τον συμβουλεύει να ελπίζει στην βοήθεια του Κυρίου και το πιο σημαντικό, του προφητεύει κατηγορηματικά, την νίκη.
Η είδησις για την νέα αυτή επέμβαση του ξακουστού ηγουμένου αστραπιαία διαδόθηκε από σύνταγμα σε σύνταγμα, από λόχο σε λόχο, και εμψύχωσε τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς. Ελπίζοντας όλοι στις προσευχές του Οσίου άφοβα βαδίζουν στην μάχη, έτοιμοι να πεθάνουν για την ορθόδοξη πίστη και την πατρική γη.
Οι στρατιές των Ταρτάρων άρχισαν να εμφανίζονται και ανάμεσα στα αναρίθμητα πληθη τους ξεχώριζε ένας πανύψηλος γίγαντας, ο Τελεμπέυ. Σαν τον αρχαίο Γολιάθ, ο Τελεμπέυ, φώναζε και προκαλούσε οποιοδήποτε ρώσσο να μονομαχήσει μαζί του. Ποιός όμως θα τολμούσε. Φοβερή ήταν η μορφή του πανίσχυρου γίγαντα. Κάποιος όμως από το ρωσσικό στράτευμα τόλμησε! Ήταν ο ταπεινός μοναχός του Αγίου Σεργίου, ο π. Αλέξανδρος Περεσβέτ.
Ζήτησε νοερά, ευλογία από τον πνευματικό του πατέρα, καθώς και από τον παράδελφό του π. Ανδρέα Οσλιάμπα καθώς και την άδεια από τον μεγάλο πρίγκηπα. Ωπλισμένος με θερμό ζήλο ο ηρωϊκός αυτός υπερασπιστής της πίστεως και της πατρίδος ώρμησε ακάθεκτος κατά του υπερήφανου αντιπάλου. Η σύγκρουσις υπήρξε τρομακτική.
Η θυελλώδης όμως επίθεσις του μοναχού έκαμψε την φοβερά δύναμη του γίγαντα και σε λίγο έπεσαν και οι δυο νεκροί.
Τότε άρχισε η πολυαίμακτη μάχη. Έγινε σφαγή πρωτοφανής για την ρωσσική ιστορία. Ρώσοι και Τάταροι πολεμούσαν με τα δόρατα, με τα ρόπαλα, με τα μαχαίρια, με τα σπαθιά. Έπνιγαν ο ένας τον άλλον με τα ίδια τους τα χέρια. Πέθαιναν λιωμένοι από τα πέταλα των αλόγων. Η σκόνη και τα αμέτρητα βέλη έκρυβαν τον ήλιο.
Το αίμα ανθρώπων και ζώων κυλούσε σαν ποτάμι σε μήκος χιλιομέτρων. Έπεσαν ηρωϊκά την μέρα εκείνη πλήθη ρωμαλέων ρώσσων στρατιωτών. Οι εχθροί όμως έπαθαν πανωλεθρία. Έτρεχαν ντροπιασμένοι για να σωθούν αφήνοντας πίσω τους το πεδίο της μάχης κατάσπαρτο από πτώματα ομοεθνών τους.
Ο ίδιος ο αρχηγός του Μαμάης μόλις κατάφερε να γλυτώσει.
Σε όλο το διάστημα της άγριας πάλης, ο Όσιος Σέργιος είχε συγκεντρώσει όλους τους αδελφούς, και προσευχόταν θερμά, να χαρίσει ο Κύριος την νίκη στο ρωσσικό ορθόδοξο στράτευμα. Με το διορατικό του χάρισμα έβλεπε σαν να συνέβαιναν μπροστά του όλα τα περιστατικά της μάχης. Πληροφορούσε τους αδελφούς για την εξέλιξή της και ανέφερε λεπτομέρειες γεγονότων που ελάμβαναν χώρα σε μεγάλη απόσταση. Ανήγγειλε στην αδελφότητα την τελική νίκη και τα ονόματα ορισμένων πεσόντων, για τους οποίους προσευχήθηκε. Ο Κύριος όλα τα απεκάλυπτε στον δούλο Του.
Ο μεγάλος πρίγκηπας Δημήτριος Ιωάννοβιτς, που έλαβε την προσωνυμία Ντονσκόυ για την ένδοξη νίκη του, επέστρεψε θριαμβευτικά στην Μόσχα και αμέσως φρόντισε να συναντήσει τον Όσιο Σέργιο. Έφθασε στην μονή, και προσευχήθηκε γεμάτος ευγνωμοσύνη προς τον Κύριον, τον δυνατόν εν πολέμοις. Ευχαρίστησε τον άγιο ηγούμενο και όλους τους αδελφούς για τις προσευχές τους και την συμπαράστασή τους στον υπέρτατο αγώνα και διηγήθηκε λεπτομέρειες της μεγάλης συμπλοκής. Έδωσε πλούσια δώρα στο μοναστήρι. Τέλος παρεκάλεσε να τελούν Θείες Λειτουργίες και μνημόσυνα υπέρ των πεσόντων στο πεδίο της μάχης του Κουλίκοβο. Από τότε καθιερώθηκε το δημητριάτικο ψυχοσάββατο, για να μνημονεύονται οι πεσόντες στην μάχη αυτή και γενικά, όλοι οι νεκροί.
Θυμήθηκε ακόμη το τάμα που έκανε πριν από την μάχη, να κτίσει ένα καινούριο μοναστήρι. Με την καθοδήγηση και βοήθεια λοιπόν του Οσίου, οικοδομήθηκε η μονή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου στον ποταμό Ντουμπένσκ, σε απόσταση 43 χιλιομέτρων από την λαύρα της Αγίας Τριάδος.
Η ειρήνη και η χαρά, για την θριαμβευτική νίκη δεν κράτησε πολύ καιρό. Οι Τάταροι κάτω από την αρχηγία νέου χαγάνου, του Τοχταμίς, επετέθησαν με ύπουλο και σατανικό τρόπο εναντίον της Ρωσσίας. Ο στρατός του Τοχταμίς, κατέλαβε ξαφνικά την Μόσχα και σκόρπισε παντού τον όλεθρο και την καταστροφή. Ο ίδιος ο Όσιος απομακρύνθηκε στην πόλη Σβερ, όταν οι φοβεροί εχθροί πλησίασαν στην λαύρα.
Η παντοδύναμη όμως δεξιά του Υψίστου διεφύλαξε το μοναστήρι από την λεηλασία και την καταστροφή. Έφθασε η είδησις ότι ο μεγάλος πρίγκηπας Ντονσκόυ πλησιάζει με το στράτευμά του. Αμέσως τότε ο Τοχταμίς, εγκατέλειψε το εγκληματικό εγχείρημά του και αποσύρθηκε σύντομα από την ρωσσική γη.
Θ. Συμφιλιωτής, και διδάσκαλος.
Οι επιδρομές των Τατάρων ήσαν περισσότερο επικίνδυνες σε εποχές που οι πρίγκηπες είχαν διαφορές σχετικά με την κυριαρχία του μεγάλου πριγκηπάτου. Οι διαφορές αυτές, έφθαναν μερικές φορές, σε εμφύλιο σπαραγμό, και το ακόμα χειρότερο σε συμφωνίες με τους εχθρούς της ρωσσικής γης Τατάρους, Πολωνούς, η Λιθουανούς.
Ο Όσιος Σέργιος προσπαθούσε να αποτρέπει αυτόν τον κίνδυνο και να ισχυροποιεί την ενότητα του έθνους κάτω από την εξουσία του μεγάλου πρίγκηπα, τόσο κατά την ιστορική μάχη του Κουλίκοβο, όσο και μετά από αύτήν. Πολλές φορές, ο ίδιος πήγαινε από τον έναν πρίγκηπα στον άλλον και με τον εμπνευσμένο λόγο του διέλυε τις φιλονικίες. Έτσι π.χ. το 1365 επισκέφθηκε την περιοχή του Κάτω Νοβγκορόντ, και έπεισε τον πρίγκηπα Μπόρις Κωνσταντίνοβιτς να την επιστρέψει ειρηνικά στον αδελφό του από τον οποίο την είχε αρπάξει και να υποταγεί στον μεγάλο πρίγκηπα Δημήτριο Ιωάννοβιτς. Συμφιλίωσε επίσης με τον μεγάλο πρίγκηπα και τον πρίγκηπα της Ριαζάν Ολέγο, ο οποίος πολλές φορές, καταπατούσε τις συμφωνίες και ερχόταν σε προδοτικές συνεννοήσεις με τους εχθρούς. Ο Ντονσκόυ, ακολουθώντας τις εντολές του Χριστού, επανηλειμμένα του πρότεινε να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους, αλλά εκείνος απέρριπτε διαρκώς τις προστάσεις του. Τότε ο μεγάλος πρίγκηπας απευθύνθηκε στον Όσιο με την παράκληση να βοηθήσει τον Ολέγο να υποχωρήσει μπροστά στο γενικό συμφέρον της πατρίδος. Το 1385 ο ταπεινός ηγούμενος ξεκίνησε για την πόλη Ριαζάν πεζός, σύμφωνα με την συνήθειά του. Τελικά, ο Ολέγκο μαλάκωσε, σεβάστηκε τον άγιο άνδρα και συμφώνησε να συνάψει παντοτεινή ειρήνη με τον μεγάλο πρίγκηπα.
Ο πρίγκηπας Βλαδίμηρος Ανδρέγιεβιτς έτρεφε μεγάλη αγάπη και αφοσίωση στον μακάριο Σέργιο. Πολλές φορές, ερχόταν προς αυτόν ο ίδιος ή του έστελνε υλικές προσφορές. Κάποτε μάλιστα που του έστελνε φαγώσιμα είδη με τον δούλό του, εκείνος έφαγε μερικά στον δρόμο. Όταν έφθασε στο μοναστήρι, παρέδωσε τα υπόλοιπα στον Όσιο λέγοντας ότι αυτά τα φαγητά, τα στέλνει ο πρίγκηπας. Ο διορατικός όμως Όσιος, δεν θέλησε να τα δεχθεί και του είπε:
Γιατί, παιδί μου, υπεχώρησες στον δαίμονα της λαιμαργίας; Γιατί παγιδεύθηκες στην γαστριμαργία και έφαγες χωρίς ευλογία από τα φαγητά που προσφέρθηκαν στο μοναστήρι;
Ο ανύποπτος για το διορατικό χάρισμα του Οσίου δούλος έπεσε στα πόδια του και με δάκρυα του ζήτησε συγνώμη. Τότε μόνον έγινε δεκτή η προσφορά του πρίγκηπα, τον οποίον ο Όσιος ευχαρίστησε και του έστειλε την ευλογία του.
Πολλοί, ζητούσαν την συμβουλή, την βοήθεια και την προστασία του Αγίου. Εκείνος ανταποκρινόταν πρόθυμα σε όλες τους τις ανάγκες. Υπεράσπιζε τους καταπιεσμένους και τους αδικουμένους. Ελεούσε τους φτωχούς. Δίδασκε με σοφία τον κόσμο.
Κοντά στην μονή, ζούσε ένας φιλάργυρος και σκληρόκαρδος άνθρωπος. Αυτός αδίκησε τον φτωχό γείτονά του αρπάζοντάς του έναν χοίρο, τον οποίο και έσφαξε, χωρίς να πληρώσει τίποτε. Ο αδικημένος γείτονας κατέφυγε στον Όσιο. Εκείνος κάλεσε τον φταίχτη και του είπε:
-Παιδί μου, πιστεύεις στον Θεό; Ο Κύριος είναι κριτής δικαίων και αδίκων, πατέρας ορφανών και χηρών. Είναι έτοιμος να εκδικηθεί και να τιμωρήσει κάθε αδικία.
Είναι φοβερό, να πέσει κανείς στα χέρια του. Πως δεν τρέμουμε αρπάζοντας τα πράγματα του πλησίον; Δεν είμαστε ικανοποιημένοι που μας χαρίζει άφθονα τόσα αγαθά, θέλουμε να κλέβουμε και τα ξένα; Περιφρονούμε την μακροθυμία του; Δεν βλέπουμε πόσο παραδειγματικά τιμωρούνται στην ζωή αυτή οι άδικοι; Τα σπίτια τους δεν δυστυχούν; Και δεν τους περιμένει αιώνια κόλαση.
Με τον τρόπο αυτόν τον συμβούλευσε και τελικά, του παρήγγειλε να αποκαταστήσει την ζημιά. Ο μέχρι τότε σκληρόκαρδος γείτονας μετάνιωσε ειλικρινά, υποσχέθηκε να διορθώσει και να δώσει τα ανάλογα χρήματα στο φτωχό, που αδίκησε. Αργότερα όμως άλλαξε διάθεση και δεν έδωσε το αντίτιμο της αξίας του χοίρου. Η τιμωρία δεν άργησε να έλθει. Μπαίνοντας στο κελάρι, που είχε το χοιρινό κρέας, το βλέπει γεμάτο σκουλήκια, καίτοι ήταν περίοδος παγωνιάς. Τρόμαξε και φοβήθηκε τόσο, που έτρεξε αμέσως να πληρώσει ολόκληρο το χρέος.
Κάποτε, ήλθε από την Κωνσταντινούπολη στην Μόσχα ένας επίσκοπος. Είχε ακούσει πολλά για τον Άγιο Σέργιο και του φαινόταν απίστευτα και για αυτό έλεγε:
-Είναι δυνατόν, να εμφανισθεί στις χώρες αυτές ένα τέτοιο πνευματικό αστέρι;
Με την απορία αυτή ήλθε στην λαύρα της Αγίας Τριάδος και ζήτησε να δει τον ηγούμενο. Μα τι του συνέβη; Μόλις αντίκρυσε τον γέροντα, αμέσως τυφλώθηκε. Ο Όσιος τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο κελλί του. Ο επίσκοπος με δάκρυα άρχισε να τον ικετεύη. Ωμολόγησε την απιστία του και γεμάτος μετάνοια παρακαλούσε να ξαναβρή το φως του. Ο Όσιος του μίλησε με πραότητα και τον συμβουλεύσε να μην επαίρεται. Εκείνος που προηγουμένως αμφέβαλλε, βεβαιώθηκε ότι βρισκόταν μπροστά σε έναν άνθρωπο του Θεού και ότι αξιώθηκε να αντικρύσει έναν επίγειο άγγελο και ουρανοπολίτη.
Ι. Τέλη μακάρια.
Μια νύκτα, ο Όσιος στεκόταν μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και προσευχόταν:
-Παναγία, Μητέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ελπίδα και προστασία των πιστών, γίνε μεσίτρια για μας τους αναξίους. Ικέτευε τον Υιό και Θεό Σου να εκδηλώνει την ευσπλαγχνία του στον άγιο αυτό τόπο. Εσένα, την Μητέρα του γλυκύτατου Χριστού, καλούμε σε βοήθεια οι δούλοί Σου, γιατί εσύ είσαι για όλους μας καταφυγή, και δύναμις.
Τελειώνοντας την προσευχή αυτή, καθώς και τον ευχαριστήριο κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο, κάθησε για λίγο να πάρει μία ανάσα. Ξαφνικά, λέει στον μαθητή του Μιχαία:
-Παιδί μου, μείνε άγρυπνος και νηφάλιος. Σε λίγο θα έχουμε μία θαυμαστή επίσκεψη.
Μόλις πρόλαβε να προφέρει τα λόγια αυτά, ακούσθηκε μία φωνή:
-Ιδού, έρχεται η Πανάχραντη.
Ο Άγιος βγήκε γρήγορα από το κελλί του στον προθάλαμο, όπου τον περιέβαλε ένα φως, πιο λαμπρό και από τον ήλιο. Αξιώθηκε να δη ολοφώτεινη την Μητέρα του Θεού συνοδευόμενη από τον Απόστολο Πέτρο και τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Μη μπορώντας να αντέξει την εκτυφλωτική λαμπρότητα του οράματος, ο Όσιος έπεσε καταγής.
Η Υπεραγία Θεοτόκος έσκυψε, τον άγγιξε με τα χέρια της και του είπε:
-Μη φοβάσαι εκλεκτέ μου! Ήλθα να σε επισκεφτώ, γιατί άκουσα τις προσευχές που κάνεις για το μοναστήρι και τους αδελφούς. Μη λυπάσαι και μην ανησυχής λοιπόν για την μονή αυτή. Από τώρα και στο εξής θα έχει κάθε ευλογία. Δεν θα παύσω να φροντίζω για τον τόπο αυτό και τώρα που ζης, αλλά και μετά την εκδημία σου.
Η υπερκόσμιος λάμψις έσβησε και ο Άγιος παρέμεινε άναυδος. Μόλις συνήλθε βλέπει τον μαθητή του ακίνητο σαν νεκρό, από τον φόβο και την έκπληξη. Τον βοήθησε να συνέλθη. Εκείνος έπεσε στα πόδια του γέροντα λέγοντας:
-Πάτερ, για χάρη του Χριστού, μίλησέ μου για αυτό το θαυμαστό όραμα. Με συγκλόνισε τόσο που νοιώθω την ψυχή μου να χωρίζεται από το σώμα.
-Παιδί μου, περίμενε λίγο γιατί και εγώ δεν μπορώ ακόμη να συνέλθω· του απάντησε γεμάτος θεϊκή χαρά, και ανέκφραστη ευφροσύνη ο Όσιος.
Έπειτα διέκοψε την σιωπή:
-Ειδοποίησε να έλθει εδώ ο π. Ισαάκ και ο π. Συμεών.
Όταν ήλθαν οι πατέρες, τους διηγήθηκε με λεπτομέρειες την θαυμαστή επίσκεψη της Υπεραγίας Θεοτόκου και των δύο Αποστόλων. Οι καρδιές όλων πλημμύρισαν από συγκίνηση και χαρά. Έψαλαν την παράκληση προς την Παναγία, και ο Όσιος παρεμεινε όλη την νύκτα άγρυπνος συλλογιζόμενος το όραμα και ευγνωμονώντας την Πανάχραντη.
Το γεγονός αυτό, έγινε το 1338, τέσσερα χρόνια πριν την κοίμηση του Οσίου.
Κάποια φορά, που ο Όσιος λειτουργούσε, ο π. Συμεών, υπηρετώντας σαν εκκλησιαστικός, βλέπει μία φλόγα να βγαίνει από την αγία τράπεζα και να περιβάλλει τον Όσιο, έτσι που από την κορυφή, μέχρι τα πόδια, να λούζεται σε αυτό το υπερκόσμιο φως, που φώτιζε όλο το ιερό. Όταν ο Όσιος ετοιμάσθηκε να μεταλάβει, η φλόγα ανυψώθηκε, μαζεύτηκε σαν ένα πέπλο και βυθίστηκε στο άγιο ποτήριο. Βλέποντας αυτά ο π. Συμεών, στεκόταν κατάπληκτος. Αφού κοινώνησε ο Όσιος, απομακρύνθηκε από την αγία τράπεζα, και καταλαβαίνοντας ότι ο π. Συμεών, αξιώθηκε να αντικρύσει θείο όραμα, τον ρώτησε:
-Παιδί μου, γιατί φαίνεσαι τόσο πολύ φοβισμένος;
-Πάτερ, αξιώθηκα να δω την χάρη του Αγίου Πνεύματος να σε περιβάλλει.
Τότε ο Όσιος, είπε επιτακτικά:
-Μην αναφέρεις ο,τι είδες σε κανένα, μέχρις ότου ο Κύριος με καλέσει κοντά Του.
Και οι δύο ευγνωμονούσαν θερμά τον Θεό, που τους φανέρωσε το έλεος Του.
Αφού έζησε πολλά χρόνια με αυστηρή εγκράτεια και άλλους ασκητικούς αγώνες, ο Όσιος έφθασε στο τέλος της επιγείου ζωής του. Είχε συμπληρώσει τα εβδομήντα οκτώ έτη. Προαισθανόμενος την αναχώρησή του για την αιώνια πατρίδα έξη μήνες νωρίτερα, κάλεσε την αδελφότητα και ανέθεσε την χειραγωγία της στον μαθητή του π. Νίκωνα, ο οποίος γιορτάζεται στις 17 Νοεμβρίου.
Ο π. Νίκων, αν και ήταν νέος στα χρόνια, ήταν προικισμένος με πολλή σύνεση και πείρα πνευματική. Σε όλη του την ζωή, προσπαθούσε να μιμηθή τον οδηγό και διδάσκαλό του. Ο Όσιος αφού τον ανέδειξε ηγούμενο της λαύρας, παραδόθηκε στην απόλυτη σιωπή, και στην ετοιμασία για το μεγάλο ταξίδι.
Τον Σεπτέμβριο αρρώστησε βαριά, και νοιώθοντας το τέλος να πλησιάζει, συγκέντρωσε τους μοναχούς. Τους συμβούλευσε να διατηρήσουν αλώβητη την ορθόδοξη πίστη και την μεταξύ τους ομόνοια. Τους παρεκάλεσε να αγωνισθούν για την ψυχική, και σωματική τους αγνότητα και καθαρότητα. Τους προέτρεψε να τρέφουν προς όλους ανυπόκριτη αγάπη. Τους συνέστησε να αποφεύγουν τις κακές συνήθειες και τα αισχρά παθη, να έχουν εγκράτεια, μέτρο στην τροφή και να μισούν την γήϊνη δόξα.
Τελικά, τους ευχήθηκε:
Αναχωρώ από τον κόσμο αυτό και πηγαίνω προς τον Κύριο, που τόσο ποθώ. Σας αναθέτω στον Χριστό, και στην Υπεραγία του Μητέρα. Αυτοί ας είναι για σας το καταφύγιο και το τείχος από τα βέλη του πονηρού.
Τις τελευταίες στιγμές, ο Όσιος επιθύμησε να κοινωνήσει. Επειδή δεν μπορούσε πλέον να ανασηκωθή από το κρεββάτι, τον ανασήκωσαν και τον συγκράτησαν οι μαθητές του καθώς λάβαινε για τελευταία φορά, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Έπειτα, ύψωσε τα χέρια σε προσευχή, και σε αυτή την στάση παρέδωσε την αγνή ψυχή του στον Θεό. Ήταν 25 Σεπτεμβρίου του 1392. Μία απερίγραπτη ευωδία γέμισε το κελλί, ενώ το πρόσωπό του έλαμπε από ουράνια μακαριότητα. Φαινόταν πολύ ήρεμος, σαν βυθισμένος σε βαθύ ύπνο.
Οι αδελφοί που στερήθηκαν τον διδάσκαλο και γέροντά τους, έκλαιγαν με λυγμούς, και δάκρυα. Έμοιαζαν πλέον με πρόβατα χωρίς ποιμένα. Με βαθιά οδύνη κήδεψαν τον Άγιο και έθαψαν το τίμιο σώμα μέσα στο περίβολο της λαύρας.
ΙΑ. Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι.
Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε. Ο Κύριος θέλησε να δοξάσει περισσότερο τον εκλεκτό δούλο Του. Την εποχή εκείνη ζούσε κοντά στην μονή ένας ευσεβής, που έτρεφε μεγάλη ευλάβεια στον Όσιο και συχνά ερχόταν και προσευχόταν στον τάφο του. Κάποια νύκτα, έπειτα από θερμή προσευχή, τον πήρε ο ύπνος και ξαφνικά, του εμφανίζεται ο Όσιος και του λέει:
-Πες στον ηγούμενο της μονής, γιατί με αφήνει τόσο καιρό στον τάφο και τα νερά περιβάλλουν το σώμά μου;
Ο άνθρωπος ξύπνησε γεμάτος φόβο και χαρά. Χωρίς καθυστέρηση συνάντησε τον ηγούμενο Νίκωνα και του διηγήθηκε το όραμα. Οι μοναχοί, με συγκίνηση πληροφορήθηκαν το γεγονός, και πολύς κόσμος συγκεντρώθηκε στην λαύρα. Έφθασε και ο πρίγκηπας του Ζβενιγόρσκυ Γιούρι Δημητρίγιεβιτς, που τιμούσε σαν πατέρα τον Όσιο και ενδιαφερόταν εξαιρετικά για την μονή.
Μόλις άνοιξαν τον τάφο, ξεχύθηκε τριγύρω μία θαυμαστή ευωδία. Τότε κατάπληκτοι οι συγκεντρωμένοι είδαν ότι όχι μόνο το σώμα του Αγίου διατηρήθηκε άφθαρτο και ακέραιο, αλλά και τα ιερά του ενδύματα παρέμειναν ανέπαφα. Όλοι με ιερή αγαλλίαση και ενθουσιασμό δοξολόγησαν τον Θεό, που χαρίτωσε τον Όσιό του. Πανηγυρικά, τοποθέτησαν το άγιο λείψανο σε μία καινούρια λαρνάκα. Η ανακομιδή αυτή του ιερού σκηνώματος, για την οποία θεσπίστηκε γιορτή, έγινε στις 5 Ιουλίου του 1422.
Ο Κύριος με θαυμαστό τρόπο δόξασε τον Όσιό του. Πολυάριθμα θαύματα εκδηλώνονται σε όσους με πίστη επικαλούνται τον Όσιο και προσκυνούν το ιαματικό λείψανό του. Όσο ο ταπεινός αγωνιστής απέφευγε την δόξα, τόσο η παντοδύναμη δεξιά του Υψίστου τον υπερύψωνε. Όσο περισσότερο εκείνος ταπείνωνε τον εαυτό του, τόσο ο Θεός τον δόξαζε.
Ενόσω ζούσε στην γη αυτή ο Όσιος επιτελούσε πολλά θαύματα και αξιώθηκε να δει εξαιρετικά οράματα. Γεμάτος όμως πραότητα και ταπείνωση απαγόρευε στους μοναχούς του να τα διηγούνται. Μετά την κοίμηση, ο Κύριος τον χαρίτωσε τόσο, που το πλήθος των θαυμάτων του, μοιάζει με τα αστείρευτα νερά, ενός μεγάλου ποταμού.
Θαυμαστός ο Θεός, εν τοις Αγίοις Αυτού (Ψαλμός ξζ’, 36). Οι τυφλοί ξαναβλέπουν, οι χωλοί περπατούν, οι κωφάλαλοι ομιλούν, οι δαιμονισμένοι ελευθερώνονται, οι άρρωστοι θεραπεύονται, οι θλιμμένοι παρηγορούνται, οι αδικημένοι προστατεύονται. Ο Όσιος όλους τους ευεργετεί. Λάμπει ο ήλιος και θερμαίνει με τις ζωογόνες ακτίνες του την γη. Πιο φωτεινά όμως λάμπει ο θαυματουργός Όσιος, που φωτίζει με τα θαύματά του και τις προσευχές του τις ψυχές των πιστών. Και ο μεν ήλιος ανατέλλει και δύει, ενώ η δόξα αυτού του θαυματουργού ποτέ δεν μειώνεται. Το ευεργετικό του γαλήνιο φως, θα λάμπει πάντοτε σύμφωνα με τα λόγια της Αγίας Γραφής· Οι δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι (Παροιμιών ε’, 15).
Την άνοιξη του 1408, όταν ηγουμένευε ο μαθητής του Οσίου Νίκων, άρχισαν να πλησιάζουν στα περίχωρα της Μόσχας οι Τάταροι με αρχηγό τον θηριώδη Εντιγέα.
Ο Όσιος Νίκων κατέφυγε στον Θεό, παρακαλώντας τον να σώσει τον αγιασμένο τόπο και να τους υπερασπισθεί από την βαρβαρική επιδρομή. Στην θερμή προσευχή του καλούσε σε πρεσβεία και τον Όσιο Σέργιο. Μόλις τελείωσε, κάθισε λίγο να ξεκουρασθεί και τον πήρε ο ύπνος. Βλέπει τότε τους Αγίους Ιεράρχες Πέτρο και Αλέξιο να έχουν μαζί τους τον Όσιο, ο οποίος του λέει:
-Είναι θέλημα του Θεού να καταπατήσουν οι αλλοεθνείς τον τόπο αυτό. Εσύ όμως να μην στενοχωριέσαι, γιατί η μονή δεν θα ερημώσει αλλά θα ανθίσει ακόμη περισσότερο.
Οι τρεις Άγιοι τον ευλόγησαν και εξαφανίσθησαν. Ο Όσιος Νίκων, μόλις συνήλθε, έτρεξε στην πόρτα του κελλιού του να τους προλάβει. Η πόρτα ήταν κλεισμένη.
Όταν την άνοιξε είδε τους Αγίους να μπαίνουν στον ναό. Τότε κατάλαβε ότι δεν ήταν όνειρο, αλλά πραγματικό όραμα.
Η πρόρρησις του Οσίου Σεργίου πολύ σύντομα πραγματοποιήθηκε. Οι Τάταροι κατέστρεψαν με φωτιά την λαύρα.
Χάρη όμως στην θαυμαστή προειδοποίηση του Οσίου, οι αδελφοί είχαν εγκαίρως απομακρυνθεί και όταν οι εισβολείς υποχώρησαν ξανάκτισαν το μοναστήρι και ύψωσαν πέτρινο ναό, προς τιμήν της Αγίας Τριάδος. Τα εγκαίνιά του έγιναν στις 25 Σεπτεμβρίου του 1412. Μέσα στον ναό αυτό αναπαύεται το ιερό λείψανο του Αγίου Σεργίου. Πολλοί ενάρετοι μοναχοί, τον έβλεπαν να εμφανίζεται στα εγκαίνια των νέων κτηρίων της μονής.
Ενώ ηγουμένευε ακόμη ο Όσιος Νίκων ένας αδελφός, καθώς έκοβε με το τσεκούρι ξύλα για να κατασκευάσει καινούριο κελλί, τραυματίσθηκε επικίνδυνα στο πρόσωπο. Από τον φρικτό πόνο σταμάτησε την εργασία και επέστρεψε στο κελλί του.
Πλησίαζε να νυχτώσει και ο ηγούμενος έλειπε την ώρα εκείνη από το μοναστήρι. Ξαφνικά κτύπησε η πόρτα του κελλιού και κάποιος που ωνόμασε τον εαυτό του ηγούμενο, παρεκάλεσε να μπει μέσα. Αποκαμωμένος από τον πόνο και την απώλεια του αίματος ο αδελφός δεν μπορούσε να σηκωθεί και να ανοίξει. Τότε η πόρτα άνοιξε μόνη της και όλο το κελλί, φωτίσθηκε από ένα θαυμαστό φως. Ανάμεσα στην λάμψη ο μοναχός, διέκρινε δύο άνδρες, έναν ιεράρχη και έναν μοναχό.
Άρχισε ο ασθενής να ζητά την ευλογία τους. Ο φωτοφόρος μοναχός, έδειξε στον ιεράρχη τα θεμέλια του κελλιού και εκείνος τα ευλόγησε. Τότε ο αδελφός κατάπληκτος ένοιωσε να σταματούν οι πόνοι και η αιμορραγία. Θεραπεύθηκε αμέσως. Κατάλαβε ότι αξιώθηκε να δει τον Άγιο Ιεράρχη Αλέξιο και τον Όσιο Σέργιο. Η αδελφική αγάπη που τους ένωνε στην ζωή, εμφανιζόταν άρρηκτη και μετά θάνατο.
Ο Όσιος είχε προφητεύσει την γέννηση ενός Μοσχοβίτη, του Συμεών. Ο Συμεών, κάποτε αρρώστησε τόσο βαριά, που δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί. Σχεδόν χωρίς φαγητό, και ύπνο παρέμεινε ξαπλωμένος ζωντανός-νεκρός, στο κρεββάτι του. Μέσα στην βαθιά του οδύνη παρακαλεί με θέρμη τον Όσιο.
-Βοήθησέ με Άγιε Σέργιε. Απάλλαξέ με από την δοκιμασία αυτή. Εσύ που παρηγορούσες τους γονείς μου και που προείπες την γέννησή μου, μη με εγκαταλείπης στην θλίψη μου.
Ξαφνικά, παρουσιάσθηκαν δύο σεβάσμιοι μοναχοί. Ο ένας ήταν ο ηγούμενος Νίκων. Ο άρρωστος τον ανεγνώρισε αμέσως γιατί είχε συνδεθεί μαζί του, όταν ο ηγούμενος βρισκόταν στην ζωή. Κατάλαβε ότι ο δεύτερος ήταν ο ίδιος ο Άγιος Σέργιος. Ο Όσιος τον πλησίασε και τον σταύρωσε. Ο άρρωστος ένοιωσε σαν να ξεκολλάει το δέρμα του από το σώμα. Οι Όσιοι εξαφανίσθηκαν, ενώ ο Συμεών, κατάλαβε ότι δεν ξεκόλλησε το δέρμα του, αλλά η αρρώστεια απομακρύνθηκε τελείως από αυτόν.
Μία χρονιά, συγκεντρώθηκε πολύς κόσμο στην μονή της Αγίας Τριάδος, γιατί πλησίαζε η πανήγυρίς της. Μεταξύ των προσκυνητών ήταν και ένας τυφλός, που έχασε το φως του σε ηλικία επτά ετών. Στεκόταν έξω από την κεντρική εκκλησία και παρακολουθούσε με ευλάβεια την μεγαλοπρεπή ακολουθία. Είχε μία βαθιά λύπη που δεν μπορούσε να μπει μέσα και να προσκυνήσει τα λείψανα του Οσίου, που χάριζαν, όπως συχνά άκουε, τόσες θεραπείες. Ο συνοδός του για κάποια αιτία απομακρύνθηκε
από κοντά του και η λύπη του μεγάλωσε ακόμη περισσότερο. Τότε εμφανίζεται ο Όσιος Σέργιος, τον πιάνει από το χέρι και τον οδηγεί μέσα στον ναό, κοντά στην λειψανοθήκη. Ο τυφλός, προσκύνησε και αμέσως θεραπεύθηκε. Πλήθη πιστών ήσαν μάρτυρες του θαύματος και δόξαζαν τον Θεό, και τον Όσιο. Ο ίδιος ο πρώην τυφλός, γεμάτος ευγνωμοσύνη παρέμεινε στην μονή, για να βοηθεί τους πατέρες στα διακονήματά τους.
Το 1551 ο τσάρος Ιωάννης Βασίλιεβιτς Γρόνζυ, -δηλαδή, ο Ιβάν ο τρομερός, που βασίλευσε από το 1533 ως το 1584- για να προφυλαχθεί απο τους Τατάρους, έκτισε την πόλη Σβιάζσκγ. Στην πόλη αυτή υπήρχε μία μονή της Αγίας Τριάδος, στην οποία φυλασσόταν μία θαυματουργή εικόνα του Οσίου. Όχι μόνο πιστοί, αλλά και ειδωλολάτρες απολάμβαναν τις ευεργεσίες του. Κάποτε, παρουσιάσθηκε στην πόλη αυτή μία επίσημη αντιπροσωπεία από ορεινούς Τσερεμισίους [4] και ανήγγειλε τα εξής:
-Πέντε χρόνια προτού θεμελιωθεί η πόλις και ενώ υπήρχε απέραντη ερημιά, ακούγαμε συχνά, εκκλησιαστικές ρωσικές κωδωνοκρουσίες. Στέλναμε τότε νέους να τρέξουν να δουν τι συμβαίνει. Οι νέοι άκουγαν υπέροχες ψαλμωδίες, αλλά δεν βλέπαμε κανέναν. Μόνον ένας μοναχός, περιφερόταν με τον σταυρό στο χέρι και ευλογούσε προς όλες τις κατευθύνσεις. Έμοιαζε σαν να υπελόγιζε την έκταση της σημερινής πόλεως. Στο πέρασμά του όλη η περιοχή, πλημμύριζε από ευωδία. Οι νέοι έρριχναν επάνω του βέλη αλλά αυτά έσπαζαν και έπεφταν στην γη. Τα περίεργα εκείνα φαινόμενα τα διηγηθήκαμε στους άρχοντες και στην βασίλισσά μας.
Όλοι κατάλαβαν ότι εμφανιζόταν ο Όσιος, του οποίου η εικόνα θα συγκέντρωνε αργότερα πλήθη πιστών.
ΙΒ. Μία πολιορκία της Λαύρας.
Η Λαύρα της Αγίας Τριάδος του Αγίου Σεργίου πολιορκήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1608 από 30.000 Πολωνούς, και Κοζάκους, με αρχηγούς τον Λισόφσκυ και τον Σαπέγα.
Οι υπερασπιστές της ήταν ασυγκρίτως λιγότεροι, περίπου 2.000, με πεσμένο ηθικο μπροστά στην εχθρική υπεροπλία. Μέσα σε γενικό θρήνο τέλεσαν ολονυχτία αγρυπνία την παραμονή της 25 Σεπτεμβρίου κατά την οποία γιορτάζεται ο Όσιος.
Η Λαύρα της Αγίας Τριάδος
Ο Άγιος δεν περίμενε να τελειώσει η ακολουθία. Εμφανίσθηκε στον μοναχό Ποιμένα. Ενώ προσευχόταν στον πολυεύσπλαγχνο Σωτήρα και στην πανάχραντη Θεοτόκο, το κελλί του γέμισε φως σαν νάταν ημέρα. Σκέφθηκε ότι οι εχθροί μπήκαν και έκαιγαν το μοναστήρι. Τρέχει έξω από το κελλί, και βλέπει στον τρούλλο του ναού της Αγίας Τριάδος μία πύρινη στήλη που έφθανε στον ουρανό. Κάλεσε αμέσως τους μοναχούς, και τους κοσμικούς, και όλοι θαύμασαν το εξαιρετικό φαινόμενο.
Αφου πέρασε λίγη ώρα, η στήλη άρχισε να χαμηλώνει, να μικραίνει, και τέλος σαν πυρακτωμένο σύννεφο μπήκε μέσα στον ναό, από το παράθυρο της εισόδου. Έπειτα εξαφανίσθηκε.
Στο διάστημα αυτό οι πολιορκητές έρραναν το μοναστήρι με αναρίθμητες οβίδες, αλλά η παντοδύναμη δεξιά του Υψίστου το έσωζε. Τα βλήματα έπεφταν σε ακατοίκητες περιοχές, και προκαλούσαν ελάχιστες ζημιές, ενώ υπήρχε σε πολλά σημεία υπερβολικός συνωστισμός των πιστών που κατέφυγαν στην μονή.
Οι εχθροί εκτός από το πυροβολικό, και τις συχνές επιδρομές, με τις οποίες έφθειραν τις δυνάμεις των πολιορκημένων, άρχισαν να σκάβουν υπόγεια σήραγγα κάτω από τα τείχη. Ο Όσιος εμφανιζόταν να περπατεί στις επάλξεις και να αγιάζει τα τείχη. Μία Κυριακή, εμφανίσθηκε στον κανδηναλάπτη Ειρήναρχο και του προείπε μία επικείμενη έφοδο των εχθρών.
Πραγματικά, την επόμενη νύχτα οι Πολωνοί, ενήργησαν μία φοβερή επίθεσι εναντίον της λαύρας, αλλά οι προειδοποιημένοι υπερασπιστές της τους απέκρουσαν με επιτυχία, προξενώντας τους μεγάλες απώλειες.
Οι πολιορκημένοι γνώριζαν για το σκάψιμο κάτω από τα τείχη, δεν μπορούσαν όμως να προσδιορίσουν την θέση της σήραγγος. Έτσι κάθε στιγμή, τους απειλούσε η ολοκληρωτική καταστροφή. Ο καθένας έβλεπε τον θάνατο μπροστά του. Όλοι με βαθιά συναίσθηση κατέφυγαν στον ναό της Αγίας Τριάδος. Όλοι θερμά παρακαλούσαν για την σωτηρία τους. Όλοι μετανοούσαν για τις αμαρτίες του. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην στρεφόταν με απέραντη πίστη προς τα άγια λείψανα των μεγάλων υπερμάχων και ιδρυτών της μονής Σεργίου και Νίκωνος. Όλοι αξιώθηκαν να κοινωνήσουν τα Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου.
Στις ζοφερές αυτές ημέρες, ο Όσιος Σέργιος εμφανίσθηκε στον αρχιμανδίτη Ιωάσαφ. Του ανήγγειλε ότι ο Κύριος θα τους ελεήσει και θα τους σώσει και τον συμβούλευσε να συνεχίζουν την προσευχή, και την μετάνοια και μετά την απαλλαγή από τον θανάσιμο κίνδυνο.
Ο αρχιμανδίτης Ιωάσαφ παρηγόρησε τους αδελφούς με το όραμα αυτό. Έπειτα από λίγες μέρες αξιώθηκε να ξαναδεί τον Όσιο, την ώρα που έκανε τον μοναχικό του κανόνα, και να ακούσει και άλλα παρηγορητικά λόγια:
-Σήκω και ευχαρίστησε την πανάχραντη Θεοτόκο, γιατί, θερμά προσεύχεται για την σωτηρία σας προς τον Υιό και Θεό Της.
Ο Όσιος εμφανιζόταν όχι μόνο στους υπερασπιστές της μονής, αλλά και στους εχθρούς που την πολιορκούσαν. Έτσι ένας από τους Κοζάκους ήλθε στο μοναστήρι και διηγήθηκε ότι πολλοί στρατηγοί των αντιπάλων έβλεπαν να φωτίζουν στα τείχη δύο φωτόλουστοι στάρετς, που έμοιαζαν με τους θαυματουργούς Αγίους Σέργιο και Νίκωνα. Ο ένας θυμίαζε το μοναστήρι και ο άλλος το ράντιζε με αγιασμό. Μετά απευθύνθηκαν στα στρατεύματα των Κοζάκων μέμφοντάς τους γιατί ενώθηκαν με ετερόδοξους για να καταστρέψουν τον οίκο της Αγίας Τριάδος.
Μερικοί από τους Πολωνούς, άρχισαν να τοξεύουν τους δύο στάρετς, αλλά τα βέλη τους επέστρεφαν και τραυμάτιζαν τους ίδιους. Οι Όσιοι προείπαν και στους εχθρούς την καταστροφή τους. Μερικοί Κοζάκοι τρομαγμένοι από την εμφάνιση των εχθρών και επέστρεψαν στα σπίτια τους, δίνοντας την υπόσχεση να μην ξαναπιάσουν ποτέ τα όλα εναντίον των ορθοδόξων.
Με την θεία καθοδήγηση οι πολιορκούμενοι κατόρθωσαν να ανακαλύψουν την υπόγεια σήραγγα, που έσκαβαν οι εχθροί. Μερικοί γενναίοι την κατέστρεψαν θυσιάζοντας την ζωή τους. Εκπλήρωσαν έτσι τα θεία λόγια: Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού (Ιωανν., ιε’, 13). Ο φοβερός ρωσικός χειμώνας ανάγκασε τους εχθρούς να περιορίσουν τις συχνές επιδρομές. Δυσκόλευσε όμως αφάνταδτα και τους υπερασπιστές της μονής. Υπέφεραν από την στενότητα του χώρου και την κακή διατροφή. Άρχισε να τους αποδεκατίζει και η αρρώστεια τσίνγα που δημιουργούσε πρίξιμο των σιελογόνων αδένων και εμφάνιση πληγών στα πόδια. Πολλοί, πέθαιναν και οι πολεμιστές απέμειναν διακόσιοι. Το ηθικό τους διαρκώς έπεφτε. Γόγγυζαν και θεωρούσαν υπερβολικά παράτολμο να στείλουν απεσταλμένο στην Μόσχα για βοήθεια. Ο Όσιος Σέργιος εμφανίσθηκε πάλι στην κανδηναλάπτη Ειρήναρχο:
-Πες στους αδελφούς, και σε όλους τους υπερασπιστές ότι σήμερα τα μεσάνυχτα έστειλα εγώ απεσταλμένους στην Μόσχα τους μαθητές μου Μιχαία, Βαρθολομαίο και Ναούμ. Οι εχθροί τους είδαν. Δεν τους συνέλαβαν όμως. Ρωτήστέ τους γιατί δεν τους συνέλαβαν. Σε μία προσπάθεια επικοινωνίας με τους εχθρούς το όραμα επαληθεύθηκε. Οι Πολωνοί, πραγματικά ειδαν τρεις γέροντες καβαλάρηδες να βγαίνουν από το μοναστήρι και να κατευθύνονται προς την Μόσχα. Θεωρούσαν σίγουρη την σύλληψή τους γιατί τα άλογά τους δεν φαίνονταν υγιή. Απατήθηκαν όμως. Καίτοι τους κυνηγούσαν με μανία δεν κατόρθωσαν να τους φθάσουν. Τα άλογα των γερόντων κάλπαζαν τόσο γρήγορα, σαν να πετούσαν. Τα άλογα αυτά ήταν προηγουμένως τυφλά, και τα είχαν εγκαταλείψη έξω από τα τείχη λόγω ελλείψεως τροφής!
Την ίδια μέρα οι Μοσχοβίτες είδαν έναν μοναχό, να οδηγεί μία σειρά από δώδεκα αμάξια γεμάτα ψωμί. Ο μοναχός, κατευθυνόταν προς την μονή των Θεοφανείων, που ήταν μετόχι της λαύρας της Αγίας Τριάδος. Η Μόσχα ήταν και αυτή περικυκλωμένη από εχθρικά στρατεύματα και όλοι απορούσαν πως ο μοναχός, πέρασε ανάμέσα τους ανενόχλητος. Όταν τον ρώτησαν για την κατάσταση της λαύρας, απάντησε:
-Ο Κύριος δεν θα μας εγκαταλείψει στην διάθεση των απίστων. Μη φοβάσθε και μην απελπίζεσθε.
Η ασφυκτική πολιορκία είχε φέρει τους Μοσχοβίτες σε δεινή κατάσταση πείνας. Ο ίδιος τότε ο τσάρος Βασίλειος (1606-1610) και ο πατριάρχης Άγιος Ερμογένης (1606-1612) μόλις πληροφορήθηκαν την άφιξη εφοδίων, παρεκάλεσαν τον οικονόμο της λαύρας ιερομόναχο Αβραάμ Παλίτσιν να πωλεί σε χαμηλή τιμή, στον πεινασμένο λαό, τα αποθέματα που θαυματουργικά έλαβε. Ο ιερομόναχος Αβραάμ έχοντας βαθιά πίστη στον Θεό, και στον Άγιο Σέργιο ικανοποίησε την παράκλησή του. Παρατήρησαν τότε και άλλο εκπληκτικό φαινόμενο. Ενώ τροφοδοτούσαν άφθονα τον κόσμο, τα αποθέματα της μονής δεν λιγόστευαν.
Η λαύρα του Οσίου, εκτός από την υλικη βοήθεια στον λαό της Μόσχας πρόσφερε και μία άλλη υπηρεσία για την σωτηρία της Ρωσσίας από την εχθρική εισβολή.
Ο αρχιμανδρίτης της Διονύσιος και ο οικονόμος Αβραάμ, έγραψαν συγκινητικά γράμματα προς τις ελεύθερες πόλεις της χώρας παρακινώντας τους Ρώσσους πατριώτες, που δεν κτύπησε η μάστιγα, να ενωθούν και να συμβάλλουν στην σωτηρία της πίστεως και της πατρίδος.
Στην πόλη Νίζνι Νόβγκοροντ ζούσε ένας κρεοπώλης ο Κοσμάς Μίνιν-Σουκόρουκ. Ο Όσιος Σέργιος του παρουσιάσθηκε σε όραμα και τον διέταξε να συγκεντρώσει χρήματα, να συγκροτήσει στρατό, και να ελευθερώσει την Μόσχα από τους εχθρούς. Όταν ξύπνησε, και συνήλθε ο Κοσμάς άρχισε να σκέπτεται ότι δεν ήταν ο ίδιος καθόλου κατάλληλος στο να στρατολογεί και έτσι παρέμεινε αδρανής. Ο Όσιος εμφανίσθηκε για δευτέρη φορά, αλλά και πάλι ο Κοσμάς έμεινε αναποφάσιστος. Τότε ο Άγιος παρουσιάζεται για τρίτη φορά, και του λέει:
Ο φιλάνθρωπος Θεός, θέλει να ελεήσει τους ορθοδόξους και να τους χαρίσει την σωτηρία και την ειρήνη. Για αυτό σου παρήγγειλα να ξεκινήσεις για την απελευθέρωση της ρωσικής γης από τους εισβολείς. Μη φοβάσαι του δισταγμούς των ηλικιωμένων. Οι νεώτεροι με ενθουσιασμό θα σε ακολουθήσουν. Το ξεκίνημά σου θα στεφθεί από την νίκη.
Ο Κοσμάς ταράχθηκε τόσο με το τελευταίο όραμα, που αρρώστησε. Αργότερα όμως ζήτησε την ευλογία του Αγίου και ανέλαβε με ζήλο τον απελευθερωτικό αγώνα.
Άρχισε να στρατολογεί πολλούς νέους διαθέτοντας όλη του την περιουσία. Οι συμπολίτές του τον ενίσχυσαν και έτσι με την θεία βοήθεια και την ιδιαίτερη επέμβαση του Οσίου Σεργίου η χώρα λυτρώθηκε από τους εχθρούς.
Η λύσις της πολυχρονίου πολιορκίας της λαύρας της Αγίας Τριάδος του Αγίου Σεργίου έγινε την 12η Ιανουαρίου του 1610. Οι ευγνώμονες Ρώσσοι τιμούν την ημέρα αυτή. Την γιορτάζουν με ειδική Θεία λειτουργία και λιτανεία κατά την Κυριακή, που προηγείται από την ημερομηνία αυτή.
——————————————————————————–
[1]
Η σημερινή κωμόπολις Γοροντόκ, που βρίσκεται μεταξύ της Μόσχας και της Λαύρας του Αγίου Σεργίου, 13 χιλιόμετρα από την τελευταία.
[2]
Το μοναστήρι είχε την εποχή εκείνη δύο τμήματα, ένα για μοναχούς, και ένα για μοναχές.
[3]
Όνομα ρωμαϊκό, που σημαίνει· υψηλός η ευυπόληπτος.
[4]
Φιννική φυλή, διασκορπισμένη στις επαρχίες Σβιάσκ, Καζάν, Όρενμπουργκ, Πέρμσκη, Κοστρόμ, και Νιζέγκοροντ.
(Ιερά Καλύβη Αγ. Σεργίου Καψάλας, Ι. Μ. Παντοκράτορος,
Πηγή: ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΜΑΜΑΛΟΥΓΚΟΣ, www.nektarios.gr
Η/Υ ΠΗΓΗ: voutsinasilias.blogspot.gr http://voutsinasilias.blogspot.gr/2012/09/25_28.html
Πηγή: μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη σελίδα μας
Πηγές φωτο:
https://nefthalim.blogspot.gr/2011/09/blog-post_8559.html
http://www.pemptousia.gr/2017/07/o-agios-sergios-tou-rantonez/