Καρπός και βλάστημα του ελληνικού και άγιοτόκου Πόντου υπήρξε ή άγια παρθενομάρτυς Ελένη ή νέα. Έζησε τον 18ο αιώνα στην όμορφη παραλιακή πόλη του Ευξείνου Πόντου, τη Σινώπη, σε εποχή τουρκικής σκλαβιάς.
Γεννήθηκε και ανατράφηκε από γονείς πιστούς και ευσεβείς, το ζεύγος Μπεκιάρη. Με ιδιαίτερη προσοχή οι γονείς έσκυψαν και έσπειραν στην απαλή ψυχή της μικρής τους Ελένης το σπόρο της χριστιανικής διδασκαλίας.
Αλλά και ό θείος της Ελένης, πού ήταν εκεί δάσκαλος σε ελληνικό κρυφό σχολείο, επέδρασε στη διαμόρφωση του ακέραιου και γενναίου χαρακτήρα της.
Τα χρόνια περνούσαν. Ή Ελένη είχε φθάσει στην ηλικία των 15 ετών και αγωνιζόταν με ενθουσιασμό να «μορφώνει» μέσα της τον Χριστό. Ήταν τόσο πολύ αγνή στην καρδιά, ώστε το πρόσωπο της έλαμπε ολόκληρο από σπάνια και ζηλευτή ωραιότητα.
Κάποια μέρα ή μητέρα της την έστειλε στο κατάστημα του Κρύωνα για να αγοράσει νήματα για κέντημα Με προθυμία, όπως πάντα, υπάκουσε στο θέλημα της μητέρας.
Ό δρόμος όμως για το κατάστημα περνούσε από την κατοικία του πασά – διοικητή της Σινώπης, του Ουκούζογλου. Ή Ελένη ανυποψίαστη πέρασε και από το μέρος αυτό.
Στο βάδισμα της ήταν πάντοτε και παντού προσεκτική και προσευχομένη. Έτυχε όμως και την είδε ό πασάς και θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Ή ψυχή του πλημμύρισε από ακόλαστη επιθυμία και διέταξε τούς φρουρούς του να τη φέρουν μπροστά του για να μολύνει την παρθενία της.
Όμως ή γενναία και πιστή Ελένη απέκρουσε με πείσμα τις άνομες προτάσεις του. Μια αόρατη μυστική δύναμη εμπόδισε τον πασά να αγγίξει την αγνή κόρη. Ή «φοβερά προστασία» του παντοδυνάμου Θεού περιτείχιζε την πιστή Ελένη, πού συνέχεια προσευχόταν από μέσα της λέγοντας τον Εξάψαλμο.
Ή προσπάθεια του πασά ναυάγησε. Διέταξε να κλείσουν στο σπίτι του την Ελένη. Όμως ή ιδία διέφυγε απαρατήρητη από τους φρουρούς για το σπίτι της.
Όταν έμαθε τη φυγή της ό πασάς, έξαλλος διέταξε τη Δημογεροντία των Ελλήνων να του φέρει πίσω την Ελένη, διαφορετικά θα διέτασσε σφαγή όλων των Ελλήνων της Σινώπης.
Ό πατέρας της ενημερώθηκε αμέσως. Και αναγκάστηκε για το συμφέρον του τόπου να παραδώσει με αβάστακτο πόνο τον μονάκριβο θησαυρό του στον αιμοβόρο τύραννο.
Ό πασάς άντίκρυσε με χαρά τη χριστιανή κόρη, την ‘Ελένη. Είχε πολλές ελπίδες ότι θα ικανοποιούσε τώρα τα κατώτερα ένστικτα του. Όμως πάλι νικήθηκε.
Οι θερμές προσευχές της γενναίας πιστής Ελένης τον εμπόδισαν να ασελγήσει. Ή αόρατη μυστική δύναμη του Θεού, όπως και πριν, τον απωθούσε από το «θήραμα» του.
Επιχείρησε και την επόμενη μέρα. Όμως διαλύθηκαν και πάλι τα δόλια του σχέδια. Ό πανάγαθος Κύριος ενίσχυε και ασφάλιζε το κρίνο του αυτό – την Ελένη – από κάθε είδους βεβήλωση.
Αγανακτισμένος ό πασάς διέταξε και την έκλεισαν στις υγρές και σκοτεινές φυλακές της Σινώπης. Ή μικρή – έφηβη Ελένη δεν φοβήθηκε ούτε το σκοτάδι, ούτε τη μοναξιά, ούτε τις νέες απειλές τού Ούκούζογλου. Με τη δύναμη και πάλι του Νυμφίου Κυρίου της απωθούσε με πείσμα τον φοβερό πειρασμό και νικούσε.
Οργισμένος ό πασάς τώρα διέταξε να τη βασανίσουν, να τη θανατώσουν και να της τρυπήσουν το κεφάλι με δύο καρφιά. Ατάραχα και γενναία δέχθηκε ή Ελένη τα κτυπήματα, τους βασανισμούς και τον οδυνηρό θάνατο. Πέρασε ένδοξα στην αθανασία με «άσπιλο τον θεούφαντο χιτώνα της ψυχής της», όπως ωραία σημειώνει ό υμνογράφος της.
Το Ιερό της λείψανο το έβαλαν σε ένα σάκο και το έριξαν στη θάλασσα,. Αντί όμως να βυθιστεί, το λείψανο της Αγίας επέλπλεε και ένα ουράνιο φως το φώτιζε.
Το σεπτό Λείψανο συνέχισε να επιπλέει, ώσπου έφτασε στην τοποθεσία Γάει, όπου λόγω του μεγάλου βάθους της θάλασσας τα νερά είναι μαύρα. Εκεί πλέον βυθίστηκε.
Μετά από αρκετές ημέρες, ένα ελληνικό πλοίο αγκυροβόλησε στην τοποθεσία Γάει. Ένα βράδυ, ο φύλακας του πλοίου παρατήρησε ότι από το πυθμένα της θάλασσας έβγαινε ένα φως και νόμισε ότι εκεί θα υπήρχε ένα μεγάλος θησαυρός από χρυσό.
Αμέσως ειδοποίησε τον καπετάνιο και δύτες ανέλκυσαν το σάκο που όμως αντί χρυσού υπήρχε το τίμιο λείψανο της Αγίας. Ο καπετάνιος του πλοίου μετέφερε κρυφά την τιμία Κάρα της Αγίας στον ιερό Ναό της Παναγίας στην Σινώπη, το δε σεπτό σκήνωμα της το έβαλε σε ένα άλλο πλοίο, το οποίο έφευγε με Έλληνες για την Ρωσία.
Στο σημείο της θάλασσας που βυθίστηκε το Ιερό Λείψανο, άρχισε να βγαίνει γλυκό νερό και από τότε η περιοχή αυτή ονομάστηκε «Αγιάσματα».
Διά της τιμίας Κάρας της Αγίας Παρθενομάρτυρος Ελένης γίνονταν πολλά θαύματα στην Σινώπη. Ιδιαίτερα, όσοι υπέφεραν από πονοκεφάλους, καλούσαν τον Ιερέα, ο οποίος έφερνε την αγία Κάρα, έψαλλε την Παράκληση, έκαμνε Αγιασμό και θεραπεύονταν ο πόνος.
Μέχρι το 1924 ή τιμία κάρα της βρισκόταν θησαυρισμένη στον Ιερό Ναό Παναγίας της Σινώπης. Ερχόμενοι όμως τότε στη Θεσσαλονίκη οι διωχθέντες ευσεβείς Πόντιοι αδελφοί μας της Σινώπης έφεραν μαζί τους και τον πλούτο τους, την Αγία τους.
Ή τιμία κάρα της νεομάρτυρος Ελένης, πού μάλιστα κάποτε και ευωδιάζει, φυλάσσεται σήμερα στον Ιερό Ναό Αγίας Μαρίνας Άνω Τούμπας Θεσσαλονίκης. Αλλά και στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Τρικάλων υπάρχουν ιερά Λείψανα της Αγίας. Πλήθη ευσεβών πιστών συγκινούνται καθώς μελετούν τη ζωή της ένδοξου Νεομάρτυρος. Και την τιμούν. Τελούν με πίστη Ιερές Παρακλήσεις. Και οι ικεσίες της θαυματουργούν ιδιαίτερα στους πάσχοντες από πονοκεφάλους.
Ή αγία Ελένη ή νεομάρτυς ή Σινωπίτις με τη δύναμη της θερμής προσευχής κατέβαλε τον πολυμήχανο εχθρό της και κράτησε τον θησαυρό της αγνείας της ασύλητο.
Με το παντοδύναμο όπλο της προσευχής μπορούμε και μείς πάντα να νικούμε στις μεγάλες ώρες των πειρασμών. Ιδιαίτερα οι σημερινοί χριστιανοί νέοι στο μεγάλο τους αγώνα για τη διατήρηση της αγνότητας ας έχουν δυνατό πρότυπο τους την άγια Ελένη. «Πάνσεμνε του Χριστού κόρη Ελένη, ή καθελούσα τον έχθρόν τη δυνάμει της πίστεως, διά παντός έκδυσώπει, έλεηθήναι τάς ψυχάς ημών».
Πηγές:
https://sites.google.com/site/synaxari/home/e-agia-parthenomartys-elene-e-nea-e-ek-sinopes
Facebook Comments