Η Αγία Βαρβάρα έζησε το τέλος του 3ου αι. και αρχές του 4ου στην Ηλιούπολη, πόλη της Κοίλης Συρίας. Ο πατέρας της ονομαζόταν Διόσκουρος και ήταν φανατικός ειδωλολάτρης. Ήταν πολύ πλούσιος και διοικητής της Ηλιούπολης με μεγάλη πολιτική εξουσία και δύναμη.
Οι ιστορικές πληροφορίες δεν αναφέρουν καθόλου το όνομα της μητέρας της, ούτε ποιά στάση τήρησε σε όλη την περιπέτεια και στο φρικτό μαρτύριο της κόρης της. Υποθέτουμε πώς είχε πεθανει. Η Βαρβάρα ήταν το μονακριβο παιδί τους. Ήταν αφάνταστα ωραία στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, και είχε πολλή χάρη, ευφυία, σεμνότητα και σωφροσύνη.
Όταν έφθασε σε ηλικία γάμου παρουσιάστηκαν πολλοί υποψήφιοι γαμπροί, και από τους εξέχοντες άρχοντες και από τους μεγιστάνες και από τους λοιπούς επιφανείς άνδρες της Ηλιούπολης. Όλα όμως τα προξενιά η Βαρβάρα τα έδιωχνε, πράγμα που ο πατέρας της δεν το έβλεπε με καλό μάτι. Ήταν γι’ αυτόν αδικαιολόγητη η εμμονή της κόρης του να μη θέλει διακεκριμένους γαμπρούς, που την ζητούσαν σε γάμο. Υπέθεσε όμως πώς ήταν μιά νεανική ιδιοτροπία και είχε την ελπίδα ότι αργότερα θα υποχωρούσε και θα δεχόταν να παντρευτεί.
Εν τω μετάξύ, όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε αφάνταστα και η ομορφιά της και την έκανε «περιλάλητη και περιμάχητη». Όσο περνούσε ο καιρός, ο Διόσκουρος γέμιζε πιό πολύ από ποικίλους φόβους και φαίνεται ο πιό μεγάλος του φόβος ήταν ορισμένοι ψίθυροι ότι η Βαρβάρα του συμπαθούσε τον Χριστιανισμό. Γι’ αυτό και περιόρισε την ελευθερία της τόσο, όσο να μην την βλέπει κανείς, ούτε και να την συναναστρέφεται. Μόνο υπηρέτες και υπηρέτριες, πιστοί στον Διόσκουρο, την συνόδευαν. Κατα την παράδοση, τόσο την περιόρισε, που έφτιαξε ειδικό πύργο και την έκλεισε μεσα.
Οι φόβοι του όμως βγήκαν αληθινοί. Η πανεύφημη Βαρβάρα ξαφνικά παρουσιάζεται χριστιανή. Φαίνεται κάποια από τις υπηρέτριες ήταν κρυπτοχριστιανή και μετέδωσε στη Βαρβάρα τα σωτήρια χριστιανικά δόγματα και διδάγματα. Αυτη λοιπόν η κρυπτοχριστιανή υπηρέτρια της Βαρβάρας, την πήγε κρυφά στην χριστιανική κατακόμβη, την γνώρισε με έναν ιερέα από την Αλεξάνδρεια, την κατήχησε και μετά από λίγο καιρό τη βάπτισε στο όνομα της Αγίας Τριάδος.
Η Βαρβάρα ζεί τώρα πιά σε καινούργιο κόσμο. Η χαρά της είναι αφάνταστη. Τώρα νιώθει την πραγματική ευτυχία και αγαλλίαση. Καταλαβαίνει όλο και πιό πολύ ότι η ομορφιά και τα πλούτη και η μόρφωση δέν έχουν καμμιά αξία μπροστά στο μεγάλο θησαυρό της αληθινής πίστεως, που της αποκάλυψε ο Θεός και που τον ζεί πιά χωρίς τον πραγματικό δισταγμό. Αγάπησε ολοκληρωτικά το Νυμφίο της Χριστό. Θυσίασε τα πάντα γιά να κερδίσει«τον πολύτιμο μαργαρίτη». Μπροστά στην πραγματική ευσέβεια και αρετή, και πρό παντός μπροστά στην αγάπη του Χριστού, η παμμακάριστη Βαρβάρα, παραμέρισε όλες τις αμαρτωλές απολαύσεις του κόσμου, νέκρωσε όλα τα ψυχοφθόρα σαρκικά σκιρτήματα, περιφρόνησε κοσμικές τιμές και δόξες, τα θυσίασε όλα και προτίμησε να υποστεί τις θλίψεις τού μαρτυρίου προκειμένου να κερδίσει τον πολύτιμο, άφθαρτο και αναφαίρετο θησαυρό, την αιώνια ζωή.
Ο Διόσκουρος χωρίς να υποψιάζεται τίποτα γιά όλα αυτα που είχαν συμβεί, κάνει πρόταση γάμου στην Βαρβάρα. Εκείνη με σθένος του είπε: «Μη μού κάνεις ξανα λόγο γιά γάμο, γιατί τότε δεν θα σε ξαναπώ πατέρα και θα με αναγκάσεις να σκοτωθώ μόνη μου». Της άφησε χρόνο να το σκεφτεί. Όμως είχε πάρει σταθερή και αμετάκλητη την απόφαση περί παρθενίας και αφοσίωσης στο Νυμφίο Χριστο, και ήδη ζούσε μεσα στον πύργο «εν προσευχή και νηστεία».
Ο Διόσκουρος αλλάζει τακτική. Της επιτρέπει πιά να βγαίνει όποτε θέλει από τον πύργο, να δημιουργεί σχέσεις και συναναστροφές με όποιους θέλει, και να πηγαίνει όπου θέλει. Έτσι άρχισε να βγαίνει έξω και να συναναστρέφεται χριστιανές, και με πολλή προφύλαξη να παρακολουθεί ακολουθίες και κηρύγματα των καταδιωκόμενων χριστιανών. Ιδιαίτερα, τα μαρτύρια των χριστιανών που μάθαινε την βοήθησαν πολύ να στερεωθεί και να ανδρωθεί στην πίστη.
Ο πατέρας της έμαθε τώρα ότι η κόρη του ήταν χριστιανή. Αποφάσισε να φύγει προσωρινα για υποθέσεις του σε άλλη χώρα. Πρίν φύγει θέλησε να κατασκευάσει έξω από τον πύργο ένα ωραίο λουτρό. Έκαμε το σχέδιο, το έδωσε στούς τεχνίτες, με τις αναλογες οδηγίες και έφυγε. Κάποια μερα η Αγία κατέβηκε από τον πύργο και είδε το λουτρό. Καθώς το παρατηρούσε πρόσεξε ότι η οικοδομη είχε δύο μόνο παράθυρα. Ρώτησε τούς κτιστες και εκείνοι απάντησαν ότι αυτή την εντολή είχαν. Η Βαρβάρα τούς είπε να κάνουν και ένα τρίτο παράθυρο και αυτή θα είχε την ευθύνη.
Οι τεχνίτες υπάκουσαν και το έφτιαξαν. Βλέποντας η Αγία τα τρία παράθυρα ένιωσε ανεκλάλητη χαρά και ικανοποίηση. Ο δέ Παναγαθος και Ελεήμων Θεός φώτιζε συνεχώς την ψυχή της, γέμιζε με Άγιο Πνεύμα την καρδιά της και μεγάλωνε το θάρρος και την παρρησία της για να ομολογήσει πέρα γιά πέρα την αλήθεια για τον αγαπημένο της Νυμφίο. Κάποια φορά που κατέβηκε να δει το λουτρό, σταθηκε στο σημείο που ήταν η κολυμβήθρα του, ανατολικά, και χάραξε με το δάκτυλό της πάνω στο μάρμαρο το σημείο τού Σταυρού. Και ω τού θαύματος! Σάν να ήταν το δάκτυλό της μιά σμίλη από σίδερο και άνοιξε τόσο βαθύ λάξευμα στο μάρμαρο, ώστε το σημείο εκείνο να φαίνεται μεχρι σήμερα και να δοξάζεται η αδιαίρετη Αγία Τριάδα.
Ο πατέρας της επέστρεψε και έμαθε το γεγονός και από εδώ και πέρα αρχίζει η φρικτή μαρτυρική ζωή και το σύντομο τέλος της ενάρετης Βαρβάρας. Απολογείται στον πατέρα της για την κατασκευή των τριών παραθύρων και του τονίζει ότι «οι τρεις θυρίδες φωτίζουν πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».
Με αυτόν τον τρόπο αποκάλυψε με περίσσιο θάρρος και παρρησία την πίστη και αφοσίωσή της στον Τριαδικό Θεό των χριστιανών και τη σφοδρή και πλήρη αντίθεσή της στους θεούς των ειδώλων. Ο Διόσκουρος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ζήτησε από την κόρη του καθαρή ομολογία. Η Βαρβάρα τότε είπε στον πατέρα της καθαρά πως γνώρισε και αγάπησε τη χριστιανική πίστη και πως, με την πίστη αυτή, γέμισε η διάνοιά της από φως, η καρδιά της από αγνότητα και το πνεύμα της από επανάπαυση. Ακούγοντας αυτά ο Διόσκουρος δεν μπορούσε να τα πιστέψει. Γι’ αυτό της ζήτησε την επομένη να τον ακολουθήσει σε μιά ειδωλολατρική τελετή. Η Βαρβάρα αρνήθηκε και βλέποντας την αμετάκλητη απόφασή της φούντωσε από το κακό του. Άδειασε η καρδιά του από κάθε πατρική στοργή και όλη η αγάπη του μετατράπηκε σε λυσσαλέο μίσος. Λησμόνησε ότι ήταν σπλάχνο του και με την καρδιά του γεμάτη από φαρμάκι σήκωσε το ξίφος του να την σκοτώσει.
Συγκρατήθηκε όμως. Κι έδωσε εντολή να την περιορίσουν πολύ αυστηρά. Η σεμνότατη μάρτυς εμποδίζεται, περιορισμένη τώρα μέσα στα σίδερα και κάτω από τα μάτια των φρουρών της, να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα. Έτσι κατόρθωσε με την βοήθεια κάποιας πιστής της υπηρέτριας να δραπετεύσει και να καταφύγει στο πιό κοντινό βουνό.
Μόλις έφθασε εκεί σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό και ζήτησε τη βοήθεια του Θεού να την γλιτώσει από τα χέρια του τυράννου πατέρα της. Και ο Θείος Δημιουργός δέν άργησε να απαντήσει και άνοιξε θαυματουργικά ένας βράχος στα δύο που προστάτεψε την μάρτυρα. Το ίδιο θαύμα είχε γίνει και άλλοτε για να προστατευθεί η πρωτομάρτυς και ισαπόστολος Θέκλα…….
Ο Διόσκουρος την χάνει από τα μάτια του. Συνεχίζει να την ψάχνει για να την βρει. Συναντά δύο βοσκούς και τους ρωτά άν είδαν μιά κοπέλλα. Ο ένας, καλοκάγαθος, προτίμησε να πεί ψέμα, που θα ήταν σωτήριο, παρά αλήθεια βλαπτική. Ο άλλος, άθλιος και πονηρός δέν μίλησε αλλά με το δάκτυλό του έδειξε το σημείο που ήταν κρυμμένη. Η καταδίωξη τού Διόσκουρου πέτυχε. Μετά από λίγο συνέλαβε την κόρη του. Δεν ήταν όμως πιά πατέρας, αλλά σωστος τύραννος. «Εξακολουθείς να επιμένεις;» της λέγει. «Δεν μπορώ πατέρα να αρνηθώ τον Αληθινό Θεό». Τότε εκείνος την άρπαξε από τα μαλλιά, με μανία λιονταριού, την τίναξε πολλές φορές και με σφοδρή και βίαιη πτώση την έριξε κάτω στην γή. Έδωσε εντολή να την οδηγήσουν ξανά στον πύργο. Εκεί την έκλεισε σε ένα μικρό δωμάτιο με σιδερένια κάγκελα και έβαλε φρουρούς να την φυλάνε. Πέρασε έτσι ένας μήνας.
Κάθε δύο μέρες ο Διόσκουρος έπαιρνε μαζί του έναν ιερέα της ειδωλολατρίας και προσπαθούσε να της αλλάξει γνώμη. Εκείνη υποστήριζε αλύγιστα την πίστη της στο Χριστό και το Ευαγγέλιο. Έτσι την κατήγγειλε στον ηγεμόνα Μαρκιανό με την κατηγορία ότι βρίζει τα είδωλα.
Εκείνος όταν αντίκρυσε την όμορφη νεαρή γυναίκα, ξέχασε τα λόγια του άστοργου πατέρα της και άρχισε με καλοπιάσματα να την κάνει να αλλάξει γνώμη, αλλά μάταια. Η Αγία δεν δελεάστηκε με τίποτα. Τότε ο Μαρκιανός έδωσε εντολή να αρχίσουν τα φοβερά βασανιστήρια. Την γύμνωσαν, την κτύπησαν με σκληρά βούνευρα χωρίς έλεος, και για να την κάνουν να νιώθει τους πόνους πιο δριμείς έτριβαν τις πληγές της με τρίχινα ρούχα.
Τόση ήταν η μαστίγωση που το άγιο εκείνο σώμα καταπληγώθηκε και κατατρυπήθηκε και από το άσπιλο αίμα των πληγών της κατακοκκίνησε το μέρος της γης που την βασάνιζαν. Μετά από πολύωρα και σκληρά βασανιστηρια την κλείσανε στη φυλακή. Πονεμένη και αιμόφυρτη την έριξε στην φυλακή. Γύρω στα μεσάνυκτα της παρουσιάστηκε μέσα σε δυνατό φως ο Ιησούς Χριστός και αφού της έδωσε κουράγιο, την θεράπευσε και την ευλόγησε. Μονομιάς τα τραύματα της θεραπεύτηκαν. Απέκτησε μεγαλύτερη υπομονή και καρτερία. Χαιρόταν για τα παθήματα της. Περίμενε με χαρά νέα βασανιστηρια σαν να πήγαινε σε γάμο.
Αρχίζει η δεύτερη εξέταση. Ο Μαρκιανός κάλεσε ενώπιόν του την Βαρβάρα και καθώς την είδε υγιή, απέδωσε το γεγονός σε παρέμβαση των θεών της πίστεώς του. Η Βαρβάρα το αρνήθηκε, υποδεικνύοντας ως μόνο θεραπευτή της τον Ιησού Χριστό. Τότε εκείνος θυμωμένος διέταξε τους παρευρισκόμενους να ξύσουν τα πλευρά της Μάρτυρος με σιδερένια νύχια και επιπλέον με αναμένες λαμπάδες να καίνε τα ήδη ξυσμένα μέλη. Έπειτα διέταξε με ένα σφυρί να χτυπάνε την τιμία της κεφαλή.
Σ’ αυτό το σημείο παρουσιάζεται και δεύτερη μάρτυς του Χριστού. Είναι η ενάρετη Ιουλιανή. Παρακολουθούσε τα μαρτύρια της Βαρβάρας και βλέποντας το αίμα να τρέχει άφθονο από όλο το σώμα της Αγίας δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει. Τότε ο Μαρκιανός διέταξε να την συλλάβουν και να την κρεμάσουν στο ξύλο δίπλα στην Βαρβάρα και με σιδερένιες ξύστρες να ξεσχίσουν τις πλευρές της. Το μαρτύριο αυτό οι δύο γυναίκες το υπέμεναν προσευχόμενες στον Θεό να τους δώσει δύναμη να το αντέξουν μέχρι τέλους. Κατόπιν ο άκαρδος Ηγεμόνας έδωσε εντολή να τους κόψουν τους μαστούς τους με σμίλη. Επειδή όμως η μια ενίσχυε την άλλη με προσευχή και λόγους φιλάδελφους, ο Ηγεμόνας τις χώρισε, και την μεν Ιουλιανή φυλάκισε, την δε Βαρβάρα έδωσε εντολή γυμνή και ματωμένη να την περιφέρουν στους δρόμους για να διαπομπευθεί. Η Αγία Βαρβάρα ζήτησε την θεία βοήθεια σ’αυτό το μαρτύριο και η χάρις του Θεού την ενέδυσε με φωτεινή εκ του ουρανού νεφέλη που την κατέστησε αόρατη στα μάτια του πλήθους…
Ο Μαρκιανός τυφλωμένος δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει όλα αυτά που συνέβαιναν και με περισσότερη λύσσα διέταξε να τις αποκεφαλίσουν με ξίφος. Σε όλα αυτά τα μαρτύρια μπροστά ήταν και ο πατέρας της που ούτε καν πόνεσε. Μόλις ο δικαστής έβγαλε την καταδικαστική απόφαση, άρπαξε σαν λυσσασμενο λιονταρι την κόρη του για να την οδηγήσει στον τοπο του αποκεφαλισμού και να την φονεύσει ο ίδιος με τα καταραμεέα χέρια του. Η Αγία χωρίς να του καταλογίσει καθόλου την τόση σκληρότητα, είπε με πολλή συμπάθεια και τρυφερότητα «Πατέρα μου»! Είναι η εφαρμογή της τρομερής εκείνης διακήρυξης του Χριστού και το πρωτακουστο μηνυμά του πάνω στη γη : «αγαπάτε τους εχθρούς υμών».
Στο άκουσμα αυτό ο Διόσκουρος ταράχτηκε και της είπε : «δεν έχεις τίποτα το κοινό μαζί μου. Και για να ξεπλύνω το κακό που έκαμα με το να σε γεννήσω, θα σε θανατώσω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Αυτή θα είναι η μόνη μου ευτυχία».
Κατησχυμμένος ο Μαρκιανός για άλλη μια φορά έδωσε οριστική εντολή να θανατωθούν οι δύο γυναίκες με αποκεφαλισμό. Ο πατέρας της Αγίας την άρπαξε από τα μαλλιά ετοιμάζοντας με τα ίδια τα χέρια του την σφαγή. Ανεβάζοντάς την στο βουνό ακολουθούσε μαζί της και η Ιουλιανή. Τότε η Αγία Βαρβάρα γονάτισε προσευχόμενη και για τις δύο και είπε με θέρμη τα εξής : «Άναρχε Θεέ, ο τον ουρανόν τείνας ωσεί καμάραν, την δε γην εφ’υδάτων εδράσας, ο νεφέλαις ύειν προστάττων, ήλιόν τε φωταγωγόν πάσι παραστησάμενος, και τας κοινάς ταύτας απολαύσεις δικαίοις τε και αδίκοις, αγαθοίς άμα και πονηροίς χορηγών, αυτός και νύν εμού δεομένης επάκουσον, βασιλεύ, και ός άν του Σου ονόματος και της εμής αθλήσεως τω οίκω αυτού επισκήψειε, μη άλλο τι μηδέν των λωβάσθαι σώματα και λυπείν δυναμένων. Οίδας γαρ, Κύριε, ότι σάρκες ημείς και αίμα, ποίημα των σών αχράντων χειρών και εικόνι ση και ομοιώσει τετιμημένοι». Αυτά είπε και ακούστηκε τότε φωνή ουράνια που καλούσε τις μάρτυρες στον ουρανό, υποσχόμενη η φωνή, εκπλήρωση όσων αιτήθηκε η θαρραλέα Μάρτυς.
Με χαρά οι δύο Αγίες πλησίασαν στον τόπο της τελειώσεώς τους. Και την μεν Ιουλιανή αποκεφάλισε δήμιος, την δε Βαρβάρα ο κακούργος πατέρας της. Η θεία δίκη όμως δεν άργησε να παρέμβει. Κεραυνός κατέκαψε τον Διόσκορο και τον έκανε στάκτη.
Στίχοι : «Ξίφει πατήρ θύσας σε, μάρτυς Βαρβάρα,
υπήρξεν άλλος Αβραάμ διαβόλου.
Βαρβάρα αμφί τετάρτη χερσί τοκήος ετμήθη».
Από τον Συμεών τον Μεταφράστη, που έγραψε τον κατά πλάτος βίο της αγίας, μαθαίνουμε ότι ένας ευλαβής και θεοφοβούμενος άντρας, ο Ουαλεντίνος, κήδεψε το ιερό λείψανο της αγίας Βαρβάρας σε ένα σεμνό οίκημα στο χωριό Γελασσός, σ’ένα τόπο αποκαλούμενο «της Νύσσου», που απέχει δώδεκα μίλια από τα Ευχάϊτα, πόλη της μικρασιατικής Παφλαγονίας, που σήμερα ονομάζεται Ζαφραμπολού και ανήκει στο Βιλαέτι Κασταμπολού.
Από τον ίδιο συγγραφέα, καθώς επίσης και από τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, μαθαίνουμε ότι το λουτρό της αγίας -στο οποίο αρχικά είχαν ανακομισθεί και τα λείψανά της- και επάνω στα μάρμαρα του οποίου η ίδια με το δάκτυλό της είχε χαράξει το σήμα του σταυρού, αποτελούσε τόπο λατρείας και ιαμάτων και συγκέντρωνε πλήθη πιστών. Σ’αυτόν τον τόπο προσκύνησε με ευλάβεια και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
«Εν τω κολύμβω, υπέρ νάματα βρύει τα των παντοδαπών αρρωστημάτων ιάματα, και των έλκεσι λοιμικοίς, ή ετέρα νόσω καμνόντων, και ετέροις μώλωψι κατατρυχομένων τα σώματα, των σωτηρίων υδάτων αψάμενα, θάττον θανασίμω απονίπτεται νοσήματι».
Το ιερό λείψανο μετακομίστηκε στην Κων/λη απο τον Λέοντα ΣΤ΄ το Σοφό και τοποθετήθηκε σε ναό επ’ ονόματι της αγίας. Τμήματα του λειψάνου μεταφέρθηκαν στην Βενετία και στο Κίεβο.
Η εορτή της Αγίας Βαρβάρας έχει οριστεί επίσημη εορτή του Πυροβολικού σε πολλά κράτη του κόσμου. Ο τιμωρός αυτός κεραυνός που σκότωσε τον πατέρα της συμβολίζει τα πυρά του Πυροβολικού. Για πρώτη φορά έγινε επίσημος εορτασμός στην Ελλάδα την 4η Δεκεμβρίου 1829. Τότε έγινε δοξολογία και δόθηκε δείπνο, για τους αξιωματικούς και οπλίτες του Πυροβολικού. Η εικόνα της τοποθετείται στα ασπίδια των πυροβόλων όπλων.
Μεταξύ των πολλών που έχουν γράψει εγκώμια για την αγία Βαρβάρα είναι οι Άγιοι Αρσένιος Κερκύρας, Ιωάννης Σάρδεων και Ιωάννης ο Δαμασκηνός (9ος αιώνας). Ο τελευταίος μάλιστα στο εγκώμιό του προς την αγία, μεταξύ των χαιρετισμών που της απευθύνει γράφει: «Χαίρε, η των μαστίγων τας αλγηδόνας, και σιδήρων καταξέσεις, και τραχυτάτων τριχίνων υφασμάτων εκτρίψεις, και αιμάτων ροάς, και πυρός φλογισμούς, και μελών εκτομάς, και γυμνήν εκπόμπευσιν, και κεφαλής και ζωής αφαίρεσιν δια Χριστόν υπομείνασα, ίνα το σώμα λοιπόν λάβης αθάνατον, αφθαρσίας μαρμαρυγάς απαστράπτον, και δόξης ημφιεσμένον στολήν άφραστον και ανεκλάλητον».
Η παλαιά Ακολουθία της εξεδόθη πολλές φορές (βλ. L.Petit, Bibliographie des Acolouthies grecques, σελ. 20-22). Στα νεώτερα χρόνια Ακολουθία της Αγίας έγραψε ο Όσιος Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης όπως και Παρακλητικό Κανόνα, Χαιρετισμούς, Μακαριστάρια. Έτερα Υμνογραφήματα συνέθεσε η Ηγουμένη Ισιδώρα Αγιεροθεΐτισσα.
Το όνομα της αγίας αν και ήταν διαδεδομένο στην Δύση από την εποχή που εδραιώθηκε ο Χριστιανισμός, παρ’όλ’αυτά η ευλάβειά σ’αυτήν εξαπλώθηκε αρκετά από το 1298 με το περίφημο βιβλίο του Jacobo da Voragine «Χρυσοί Θρύλοι». Τότε και λίγο αργότερα, είναι που ενέπνευσε μεγάλους καλλιτέχνες όπως τον Μποτιτσέλι, τον Ραφαήλ κ.α. οι οποίοι εμπνευσμένοι από την μορφή της αγίας δημιούργησαν αριστουργήματα. Στην τέχνη της Δύσης η αγία Βαρβάρα παριστάνεται ντυμένη με βασιλικά ενδύματα ή τέτοια που να μαρτυρούν την ευγενική καταγωγή της και απεικονίζεται με δύο σύμβολα. Τον πύργο, που είτε στέκεται μπροστά του, είτε τον κρατά σε μικρογραφία στα χέρια της και, το Άγιο Ποτήριο, σύμβολο της θυσίας της και της αγάπης της στο Χριστό. Στην Βυζαντινή τέχνη η αγία παριστάνεται συνήθως ντυμένη με ρούχα αρχοντικά, κρατώντας σταυρό και φοίνικα και φορώντας βασιλικό διάδημα.
Η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την μνήμη των δύο Μαρτύρων γυναικών στις 4 Δεκεμβρίου, που είναι και η ημέρα του μαρτυρίου τους.
Απολυτίκιο
«Τῆς Τριάδος τήν δόξαν ἀνακηρύττουσα, ἐν τῷ λουτρω τρεῖς θυρίδας ὑπεσημήνω σοφως, κοινωνίν πατρικήν λιπουσα πανσεμνέ• ὅθεν ἠγώνισαι λαμπρως, ὡς παρθένος εὐκλεής, Βαρβάρα Μεγαλομάρτυς. Ἀλλά μή παύση πρεσβεύειν, ἐλεηθηναι τάς ψυχᾶς ἠμων»
Facebook Comments