Τα Θεοφάνεια του Γιαννιού

Τα Θεοφάνεια εκείνα τα θυμόταν πάντα. Και κάθε χρόνο, ξημερώνοντας τα Φώτα, έκανε τον σταυρό του και ψέλλιζε «σ’ ευχαριστώ, Θεέ, Πατέρα, σ’ ευχαριστώ που μ’ έσωσες».

Θα είχαν περάσει σίγουρα σαράντα χρόνια από τα Φώτα εκείνα, που κιντύνεψε η ίδια η ζωή του. Δεν ήταν η πρώτη φορά βέβαια. Αλλά τότες ήταν το δίχως άλλο ο μεγαλύτερος κίντυνος, σύμφωνα με τον κάπως βαρύ ιδιωματισμό του, αν βέβαια είχες ποτέ την τύχη ν’ ακούσεις την φωνή του.

Ο λόγος της ιστορίας γίνεται για τον Γιαννιό. Ο Γιαννιός ήταν το μοναχοπαίδι μιας πλούσιας αριστοκρατικής οικογένειας της Θεσσαλονίκης. Μεγάλωσε και ανατράφηκε «με γαλλικά και πιάνο».

Με νταντάδες, μόρφωση, ταξίδια, χορούς. Και με εφόδιο μια τεράστια περιουσία, που κληρονόμησε μόλις ενηλικιώθηκε, καθώς στα δεκάξι του έχασε από δυστύχημα και τους δυο γονείς, ξανοίχτηκε πια σε επιχειρήσεις. Εμπόριο λαδιού και οινοποιεία, εισαγωγές και εξαγωγές.

Λίγο, όμως, ο αυθορμητισμός της νιότης, λίγο οι κακοί συμβουλάτορες και σπασμωδικές ενθουσιαστικές κινήσεις, έπεσε έξω.

Άρχισε σιγά σιγά να χάνει τα χρήματά του στην αρχή και την περιουσία του, στην συνέχεια. Έχασε την εμπιστοσύνη των τραπεζών και των τραπεζιτών, που κατέσχεσαν αντρόπιαστα τα πάντα, ακόμα και το σπίτι, που έμενε τελευταία. 

Όχι το αρχοντικό της «Λεωφόρου των Πύργων» – της Βασιλίσσης Όλγας, όπως είναι σήμερα γνωστή, που το κατέσχεσαν πρώτο πρώτο, αλλά την γκαρσονιέρα στην Αγγελάκη, το τελευταίο περιουσιακό στοιχείο, που τού’ χε απομείνει.

Έμεινε πραγματικά επί ξύλου κρεμάμενος. Μόνος, φτωχός, άστεγος, πεινασμένος, χωρίς ούτε έναν φίλο, καθώς οι πάλαι ποτέ φίλοι ένας ένας όλοι απομακρύνθηκαν, όταν έμεινε χωρίς λεφτά. Στην αρχή έμεινε για μερικά χρόνια σε μια παράγκα, ένα παράπηγμα λαμαρινένιο σε μια παλιά μάντρα του πατέρα του.

Και κάποιοι άνθρωποι, που είχαν υποχρέωση στην οικογένειά του, γιατί έφαγαν «ψωμί» από τις δουλειές τους, του πήγαιναν ένα πιάτο φαΐ, λίγη ρετσίνα, κανένα ρούχο και κουβέρτες.

Και πάντα σχολίαζαν φεύγοντας με άλλα λόγια το˙ «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν». Γιατί η ιστορία του Γιαννιού είχε γίνει πρώτο θέμα συζητήσεων και κατακρίσεων, μέχρι και οι εφημερίδες κάναν θέμα αυτήν την πιασάρικη και ευπώλητη ιστορία.

Με τα χρόνια, όμως, ξεχάστηκε από όλους. Ζούσε αφανής στην παράγκα του και κάπως ιδιότυπα ευτυχισμένος. Σχεδόν αμέριμνος.

Μέχρι, που ένα πρωΐ δικαστικός επιμελητής, αφού εξακρίβωσε τα στοιχεία ταυτότητας του Γιαννιού, επέδωσε σε αυτόν δικαστική απόφαση, σύμφωνα με την οποία έπρεπε μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες να αποχωρήσει από το μέρος, στο οποίο διέμενε, καθώς επρόκειτο για ξένη ιδιοκτησία.

Η απόφαση αυτή τον πόνεσε περισσότερο από όλα. Εκεί ήταν όλη η ζωή του. Είχε την σόμπα του, έβραζε το τσάι και τον ροβιθένιο του καφέ, κουκουλωνόταν στο κρεβάτι του, αν μπορείς να πεις κρεβάτι τα σανίδια εκείνα, πού’ ταν στρωμένα με δυο τρεις παλιές κουβέρτες.

Μέχρι τότε, ένοιωθε αξιοπρεπής. Αισθάνθηκε, όμως, τώρα βαθειά προσβολή. Κανέναν δεν ενοχλούσε. Το οικόπεδο ήταν εγκατελειμένο και ούτε θα το αξιοποιούσε κανείς.

Αλλά οι συνεχείς καταγγελίες ορισμένων γειτόνων περί «υγειονομικής βόμβας» και περί «ακαλαίσθητης παραφωνίας» στην δήθεν αριστοκρατική γειτονιά τους έπιασαν τόπο. Και έπρεπε τώρα, σε εικοσιτέσσερις μόνο ώρες να τους αδειάσει την γωνιά!

Έτσι ξεκίνησε μία άλλη πολύ δυσκολότερη φάση στην ταλαίπωρη ζωή του. Φόρτωσε σε ένα καρότσι την πραμάτεια του, δυο ρούχα, τις κουβέρτες του, ένα γκαζάκι, ένα μπρίκι και ένα κατσαρόλι μπακιρένιο, λίγα βιβλία και μια εικόνα τ’ Άη Γιαννιού, όπως τον έλεγε. Η εικόνα αυτή ήταν και η μοναδική παρηγοριά του.

«Εμείς οι δύο μοιάζουμε», έλεγε κοιτώντας την εικόνα. «Κι οι δυο κουρέλια είμαστε ντυμένοι, κι είμαστε συνέχεια νηστικοί και διωγμένοι. Βοήθα με και μένα, Άι Γιάννη μου, πού’ χω και τ’ όνομά σου. Σε λίγο με βλέπω να χορταίνω σαν και σένα τρώγοντας ακρίδες».

Όλη μέρα γύριζε. Σκάλιζε κανένα κάδο και αν έβρισκε τίποτα φαγώσιμο έκανε τον σταυρό του και τό’ τρωγε, και αν έβρισκε και τίποτα «πολύτιμο» ανηφόριζε στον μπαρμπα – Δήμο, στου Μπιτ Παζάρ την αγορά, και το πουλούσε για λίγες δραχμές.

Τα βράδια, όταν σταματούσε η κίνηση των περαστικών, πήγαινε σε ένα παγκάκι, «το δικό του» πάντα, κοντά στον Λευκό Πύργο και κοιμόταν τέσσερις – πέντε ώρες, μέχρι η πρωϊνή υγρασία, πριν το χάραμα, του τρυπήσει το κορμί και τιναχτεί όρθιος, για να ξεκινήσει πάλι την καινούρια μέρα. Μοναδική ίσως συντροφιά του, δυο τρία μεγαλόσωμα σκυλιά, σαν κι εκείνα πού’ γλειφαν τις πληγές του Λάζαρου στην παραβολή, και που τον ακολουθούσαν πιστά και τον προστάτευαν κι ας μην είχε τίποτα σπουδαίο να τα ταΐσει. Μοιραζόταν, όμως, πάντα με δικαιοσύνη «το μενού της ημέρας» μαζί τους.

Μισοχαλασμένα φρούτα, αποφάγια, δαγκωμένες τυρόπιτες αλλά κάποιες φορές ακόμα και σουβλάκια, από κείνα, που πετούσαν σκασμένοι μετά το πολύ φαΐ στις βόλτες τους, οι άνθρωποι της πόλης.

Κείνα τα Φώτα, όμως, ήταν αλήθεια δύσκολα. Η πόλη ήταν παγωμένη, πρέπει νά’ ταν μάλλον το εξινταοκτώ, αν θυμόταν καλά, σύμφωνα με την διήγησή του, που τέτοιο κρύο δεν θυμόταν. Κουκουλωμένος με καμιά δεκαριά κουβέρτες και σιγοπερπατώντας σέρνοντας το βαρύ καρότσι του προς το υπαίθριο και παραθαλάσσιο «κατάλυμά» του, δεν κατάφερε να φτάσει ως εκεί. Κάπου εκεί στο Πάρκο Εθνικής Αμύνης, απέναντι από τον Λευκό Πύργο, οι άμυνες του οπισθοχώρησαν άτακτα. Παραδόθηκε στον εχθρό χιονιά κι είπε˙ ας ξαπλώσω λίγο εδώ και συνεχίζω μετά. 

Κι έπεσε στο χιονισμένο χορτάρι μπρούμυτα. Δεν ένοιωθε πολλά πράγματα, ούτε το κρύο καλά καλά ούτε την παγωνιά. Και θα πέρασαν σίγουρα δυο ώρες, μέχρι την ώρα εκείνη, περίπου έντεκα το βράδυ, ανήμερα των Θεοφανείων, που σταμάτησε εκεί δίπλα ακριβώς ένα αυτοκίνητο.

Ο οδηγός βλέποντας το περίεργο θέαμα του Γιαννιού προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Βέβαια, δεν ήταν ο πρώτος, που πέρασε και τον είδε. Είχαν περάσει πριν δεκάδες άνθρωποι, που άλλοι με οίκτο άλλοι με αδιαφορία και άλλοι με επικριτικό τρόπο είδαν και προσπέρασαν τον Γιαννιό.

«Δεν μπορεί νά’ ναι άνθρωπος»! Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη του οδηγού εκείνου, που έτυχε να είναι και γιατρός. Κατέβηκε, όμως, τυλιγμένος στα κασκόλ και τους σκούφους του να δει τι συμβαίνει και έκπληκτος επιβεβαίωσε ότι εκείνος ο όγκος μέσα στα χιόνια ήταν άνθρωπος στα αλήθεια.

Πλησίασε το αυτοκίνητο, τον σήκωσε μόνος του και τον ξάπλωσε στις πίσω θέσεις. Φόρτωσε στο πορτ μπαγκάζ ό,τι χωρούσε από την πραμάτεια του και έτρεξε στο εφημερεύον νοσοκομείο, τον Άγιο Δημήτριο.

Γιατρός και ο ίδιος βοήθησε με τις συστάσεις του και έδωσαν απόλυτη προτεραιότητα στον ψυχορραγούντα Γιαννιό, που παραμονή της γιορτής του, λίγο έλειψε να αφήσει την τελευταία του πνοή εκεί στο παγωμένο πάρκο της Παύλου Μελά.

Βδομάδες κάναν να τον συνεφέρουν. Δεν ήταν μόνο τα κρυοπαγήματα. Ο οργανισμός του ήταν πλήρως εξασθενημένος και εξουθενωμένος. Και ένοιωσε για μερικές βδομάδες και αυτός την φροντίδα, που κάθε άνθρωπος δικαιούται, ίσως αυτός πολύ περισσότερο από άλλους. Όταν τον συνέφεραν, τον έκαναν μπάνιο. Τρεις εθελοντές ταυτόχρονα τον έτριβαν για ώρες.

Κι αυτός ήθελε και δεν ήθελε. Ντρεπόταν και χαιρόταν. Ένοιωσε την αγάπη, που είχε να νοιώσει από τα δεκάξι του, τότε που έχασε τους γονείς του. Και έκανε μια σκέψη˙ ότι άξιζαν αυτές και μόνο οι στιγμές για όλα όσα είχε περάσει τόσα χρόνια. Δεν θυμόταν πολλά πράγματα από την νύχτα εκείνη και πως έπεσε αναίσθητος και παγωμένος αλλά θα θυμόταν για πάντα τον άγγελο εκείνο, τον γιατρό, που σίγουρα ο πτεροφόρος Άη Γιαννιός του έστειλε να τον σώσει την ύστατη στιγμή.

Δυνάμωσε σιγά σιγά με ορούς και ενδοφλέβια φάρμακα, που άφθονα του χορήγησαν και ήρθε η ώρα να πάρει εξιτήριο. Στα λόγια δεν ήταν καλός, είχε ξεχάσει τις συνήθειες των ανθρώπων, κι ας είχε μεγαλώσει «με γαλλικά και πιάνο». Πριν φύγει, όμως, ζωγράφισε κρυφά σε ένα χαρτί τον Λευκό Πύργο και τον εαυτό του εκεί μπροστά να σέρνει το καρότσι, έγραψε με μεγάλα γράμματα από πίσω ένα μονάχα μα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» και τό’ κρυψε κάτω από το μαξιλάρι, για να το βρουν αφού θα είχε φύγει.

Μετά από αυτά ο Γιαννιός γύρισε και πάλι στην παλιά ζωή του. Ήταν φτυχισμένος με αυτήν. Αγαπούσε την μοναξιά του, αν και είχε ένα μυστικό! Μόνος δεν ένοιωσε ποτέ! Και το μυστικό αυτό το αποκάλυψε, πριν λίγο καιρό σ’ έναν παπά περαστικό.

Είχε κάτι στενοχώριες ο παπάς και ήταν κάπως βεβαρυμένη η καρδιά του. Αί, πάτερ, κάτσε να σου πω. «Πάλι λεφτά θα θέλει ο ζητιάνος», ήταν ο πρώτος λογισμός του ιερέα, που σταμάτησε να ακούσει το αίτημα του άστεγου. «Αί, μην στενοχωριέσαι, πάτερ. Δεν θα αφήσει ο Θεός»!

Και αφού αποκάλυψε με διορατικό τρόπο στον ιερέα όσα τον βασάνιζαν με λεπτομέρειες, για να τον παρηγορήσει του είπε στην συνέχεια αυτή την δική του ιστορία.

Και στο τέλος, του αποκάλυψε και το μυστικό, που είπαμε πιο πάνω. «Δεν είμαι μόνος πάτερ! Μ’ αφήσαν μόνο οι αντρώποι μα είναι πάντοτε μαζί μου αυτοί οι δύο». Και ανοίγοντας το πορτοφόλι του, το άδειο, του έδειξε δυο εικονίτσες πλαστικές. Η μία του Χριστού και η άλλη του γέροντος (τότε – αγίου νυν) Παϊσίου.

«Αυτοί οι δυο είναι πάντοτε μαζί μου, με φυλάν και με προστατεύουν, δεν με εγκατέλειψαν ποτέ. Αυτοί οι δύο και ο Άη Γιαννιός, που μ’έσωσε παραμονή της χάρης του».

Και αφού άκουσε όλη αυτή την ιστορία ο παπάς έφυγε δοξάζοντας τον Θεό, που με τόσο παράδοξο τρόπο, με το στόμα και την ιστορία ενός τούτων των ελαχίστων, έδωσε απαντήσεις σε όλα τα προβλήματά του και δεν τόλμησε ποτέ ξανά να αμφισβητήσει ούτε την θεία σοφία, ούτε την θεία πρόνοια, ούτε την θεία δικαιοσύνη.

Η ιστορία του Γιαννιού κόλαφος στους λογισμούς του.

Του π. Γεωργίου Οικονόμου 

Πηγή: http://www.romfea.gr/pneumatika/12524-ta-theofaneia-tou-gianniou-diigima

προηγούμενο
επόμενο

Facebook Comments