Υπάρχουν δύο τρόποι για να ανάψει κανείς το καντήλι.
Ο πρώτος και ο πιο διαδεδομένος, είναι να βάλουμε στο ποτήρι πρώτα νερό, μετά το λάδι και στο τέλος τη καντηλήθρα με το φιτίλι.
Στο δεύτερο τρόπο, τοποθετούμε στο βάθος του ποτηριού χονδρό αλάτι ή ένα μικρό βότσαλο (που εύκολα μπορούμε να βρούμε σε κάποια παραλία), αφού το πλύνουμε. Μετά βάζουμε το λάδι. Αυτό το κάνουμε για να μην έρθει σε επαφή η καντηλήθρα με το φιτίλι (όταν τελειώσει το λάδι), με το γυαλί και προκληθεί θραύση του εξαιτίας της θερμότητας αλλά και γιατί το αλάτι και το βότσαλο δεν λιώνουν. Έτσι η καντηλήθρα θα κάτσει μαλακά χωρίς να γυρίσει.
Αν χρησιμοποιήσουμε νερό αντί για αλάτι ή βοτσαλάκια, όταν τελειώνει το λάδι, επειδή το φιτίλι τραβά και νερό μαζί, θα ακούσουμε το καντήλι να τσιτσιρίζει και πολλές φορές θα δούμε να πετάγονται σπίθες από αυτό.
Για τη σωστή καύση του φιτιλιού μας πρέπει να χρησιμοποιούμε ελαιόλαδο. Εδώ πρέπει να θυμόμαστε ότι σωστό είναι να βάζουμε το καλύτερο λάδι που μπορούμε να προσφέρουμε στο Θεό.
Η καντηλήθρα πρέπει να είναι από καλής ποιότητας φελλό για να ελαχιστοποιήσουμε τις πιθανότητες να γυρίσει όταν είναι αναμμένο το καντήλι και να προκληθεί πυρκαγιά.
Το φιτίλι που θα χρησιμοποιήσουμε θα πρέπει να το τοποθετήσουμε στη καντηλήθρα με τέτοιο τρόπο ώστε να τραβά τη ποσότητα που χρειάζεται για την καύση και όχι λιγότερο. Το τοποθετούμε έτσι ώστε να είναι περίπου τα 2/3 του φιτιλιού βουτηγμένα στο λάδι και το υπόλοιπο 1/3 για τη φλόγα. Αν εξέχει περισσότερο από την πάνω μεριά, τότε το καντήλι θα καπνίζει και θα καίγεται γρήγορα το φιτίλι. Προσέχουμε το φιτίλι να είναι καλά στερεωμένο μέσα στην καντηλήθρα.
Όταν σβήνει το καντήλι ακόμη και αυτό που έχουμε στο σπίτι μας, το καμένο φιτίλι του δεν πρέπει να το πετάμε στον νεροχύτη ή στα σκουπίδια αλλά σε μια γλάστρα ή στο χώμα. Το ίδιο ισχύει και για το νερό του καντηλιού κάτω από το λάδι όταν θέλουμε να το αλλάξουμε, δεν το ρίχνουμε στο νεροχύτη.
Λίγα ακόμα που πρέπει να θυμόμαστε:
α. Να ανάβουμε το καντήλι μας με γνήσιο λάδι, καλύτερο από αυτό πού τρώμε, και ο Θεός θα μας το ανταποδώσει από αλλού βλέποντας την οικονομική θυσία μας. Δεν χρησιμοποιούμε σπορέλαια, βαμβακέλαια, πυρηνέλαια, και έλαια τηγανισμένα και για πέταμα. Έλαιον δίνουμε, έλεος παίρνουμε. Λαμπιόνια αντί για καντήλια είναι κάτι πού δεν πιάνει, και πάει χαμένο.
β. Το καντήλι μας να φέρει οπωσδήποτε μεταλλικό κάλυμμα με τρύπες, γιατί χωρίς κάλυμμα υπάρχει κίνδυνος να σκάσει το φιτίλι και να πετάξει κάφτρα, με κίνδυνο πυρκαγιάς. Ποτέ καντήλι ξεσκέπαστο και ποτέ καντήλι πάνω από στρώματα και πάνω από μάλλινα ρούχα, χαλιά, κλπ.
γ. Εάν έχουμε μονοκατοικία καλό είναι σε μια γωνιά τού κήπου μας να έχουμε ένα φραγμένο, μικρό, απάτητο χώρο, ή ένα χωνευτήρι για να πετάμε, ή να καίμε (καλύτερα) τα φιτιλάκια, καρβουνάκια, σκισμένες ή παλιές εικόνες, έντυπα χριστιανικά που δεν χρειαζόμαστε κλπ.
δ. Εάν είμαστε σε πολυκατοικία τότε να έχουμε έξω στο μπαλκόνι μας σε μια γωνιά, μια γλάστρα με χώμα και μέσα εκεί να πετάμε τα καρβουνάκια, κλπ. Όταν θέλουμε να αδειάζουμε τη γλάστρα, παίρνουμε την σακούλα και την πετάμε σε απάτητο τόπο, κυρίως όμως σε ποτάμι ή θάλασσα. Ποτέ στα σκουπίδια με τις ακαθαρσίες πού εκεί υπάρχουν.
ε. Να λιβανίζουμε πρωί και βράδυ όλα τα δωμάτια αρχίζοντας από το εικονοστάσι πού πρέπει να έχουμε στον τοίχο τού σπιτιού μας και πάντα Ανατολικά, έστω κι΄ αν έχουμε την στεφανοθήκη μας μόνο και μια εικόνα καρφωμένη στον τοίχο. Όταν λιβανίζουμε να ψέλνουμε έστω και ένα τροπάριο και να μη πιάνουμε συζήτηση με τούς άλλους γύρω μας με το λιβανιστήρι στο χέρι. Είναι στιγμές αφιερωμένες στον Θεό και ας είμαστε προσεκτικοί.
στ. Σχετικά με το άναμμα των καντηλιών η Αγία Ματρώνα τής Μόσχας έλεγε τα παρακάτω:
Την ρώτησε κάποτε ή Ζηναϊδα Ζδάνοβα, “Γιατί επέτρεψε ο Θεός να κλείσουν και να γκρεμίσουν τόσες Εκκλησίες στην Ρωσία;” και απάντησε με τα παρακάτω λόγια,
“Αυτό ήταν το θέλημα τού Θεού. Ο λαός είναι σαν υπνωτισμένος και μια φοβερή δαιμονική δύναμη έχει μπει σε δράση. Βρίσκεται στον αέρα, και διεισδύει παντού. Παλιά, ή δαιμονική αυτή δύναμη κατοικούσε στα έλη και στα πυκνά δάση, επειδή οι άνθρωποι πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία, φορούσαν και τιμούσαν τον σταυρό. Τα σπίτια τους ήταν προστατευμένα από τίι εικόνες, τα κανδήλια πού έκαιγαν, τον αγιασμό πού έκαναν… Τα δαιμόνια πετούσαν μακριά και φοβόντουσαν να πλησιάσουν… Σήμερα όμως, τά σπίτια αυτά αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουνε γίνει κατοικητήριο δαιμόνων για την απιστία τους και την απομάκρυνσή τους από τον Χριστό…”
Εδώ νά σημειώσω ότι ο π. Παϊσιος ξεχώριζε τούς Χριστιανούς σε 2 μεγάλες κατηγορίες. Στους ευσεβείς, και στούς ευλαβείς. Καί πρόσθετε περίπου, ότι το άρωμα τής Ορθόδοξης πίστης βρίσκετε στούς “ευλαβείς” κι΄ όχι στούς απλώς καί ώς έτυχε “ευσεβείς”. Ότι θέλουμε λοιπόν διαλέγουμε.
Επιμέλεια κειμένου Χώρα Του Αχωρήτου
agiooros.net
Facebook Comments