Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά. Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου

Πολλά έχουν γραφεί για την πτώση της Πόλης και τον γενναίο υπερασπιστή της Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. 

Όμως πολύ λίγο έχουν ασχοληθεί όλοι οι ιστορικοί με την μετέπειτα ζωή και το τέλος της τελευταίας συζύγου του Αυτοκράτορα Κων/νου.

Το στέμμα που φόρεσε στο κεφάλι, εκείνους τους τελευταίους μήνες, που η Κων/λη ήταν ακόμη ελεύθερη (ήταν η τρίτη κατά σειράν σύζυγος του Κων/νου) ήταν όχι με διαμάντια, αλλά με αγκάθια. Η πορφύρα της ήταν ποτισμένη με δάκρυα, όχι μόνο για τα δικά της βάσανα, αλλά και τα δάκρυα ολάκερης της Ρωμιοσύνης.

Ας τα πάρουμε από την αρχή. Η Άννα γεννήθηκε στην Πόλη, από τον Λουκά Νοταρά, που αργότερα υπήρξε ο πρωθυπουργός της Πόλης επί Κων/νου. Η ακριβής ημερομηνία της γέννησης της είναι άγνωστη αλλά εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο Κωνσταντίνος πρέπει να ήταν 10 περίπου χρόνια μεγαλύτερος της. 

Εξ απορρήτων του αυτοκράτορα ήταν τότε ο, πατέρας της Άννας, Λουκάς Νοταράς, που είχε παντρευτεί την αδελφή του αυτοκράτορα. Γιος του (επί αυτοκράτορα Μανουήλ Β’) «μεγάλου διερμηνευτή» Ιωάννη Νοταρά, ο Λουκάς είχε φθάσει στο βαθμό του «μεσάζου» (διοικητή), που ήταν ανώτατο αξίωμα στην αυτοκρατορική αυλή. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης του είχε τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη, ώστε, αμέσως μετά τη στέψη του (1425), είχε αναθέσει σ’ αυτόν και στον (επίσης εξ απορρήτων των Παλαιολόγων) Γεώργιο Φραντζή να διαπραγματευτούν με τον σουλτάνο Μουράτ Β’ τη σύναψη ειρήνης.. 

Τον Κων/νο Παλαιολόγο τον γνώρισε ως παιδί η Άννα στον Μυστρά. Ωστόσο ξανασυναντήθαν στην Πόλη στο 10μηνο διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 1435 ως τον Ιούνιο του 1436, όταν ο Κωνσταντίνος πρωτοεπισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη. Πήγε εκεί για να συναντήσει τον αδελφό του, αυτοκράτορα Ιωάννη Η’, και να εξετάσει μαζί του τρόπους για την επίλυση των προβλημάτων που δημιουργούσε η συμβίωση με τα άλλα τους αδέλφια στην Πελοπόννησο.

Το 1449 ο Κωνσταντίνος πηγαίνει ξανά στη Πόλη, ως αυτοκράτορας. Και ξεκινάει μεταξύ τους ένας παράφορος έρωτας. Ανεκπλήρωτος κατά τον Ιταλό χρονικογράφο Marin Sanudo, που ήθελε την Άννα να πεθαίνει «υπεραιωνόβια και παρθένα». Έτσι μια από τις πρώτες ενέργειες του αυτοκράτορα ήταν να διακόψει το συνοικέσιο που του προτείνουν με πριγκίπισσες από τη Βενετία. «Επειδή ήταν καθολικές και στην Κωνσταντινούπολη φυσούσε ανθενωτικός άνεμος», υποθέτουν κάποιες πηγές. Όμως, και η πρώτη του γυναίκα, η Μαγδαληνή Τόκο, (που είχε πεθάνει) ήταν καθολική αλλά βαπτίστηκε ορθόδοξη, πήρε το όνομα Θεοδώρα και παντρεύτηκαν.

Ώσπου, στα 1451, ήρθαν τα πάνω κάτω: Ο σουλτάνος Μουράτ Β’ πέθανε και στον θρόνο των Οθωμανών ανέβηκε ο 19χρονος τότε Μωάμεθ Β’. Ο νέος σουλτάνος είχε μείνει ορφανός από πολύ μικρή ηλικία και είχε μεγαλώσει κάτω από την προστασία της γυναίκας του Μουράτ, Μάρας, την οποία υπεραγαπούσε, σεβόταν και εκτιμούσε. Και η Μάρα ήταν κόρη του ηγεμόνα της Σερβίας, Γεωργίου Μπράνκοβιτς, και ανιψιά του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, Ιωάννη Δ’ Μεγάλου Κομνηνού. Τιμώντας την, ο Μωάμεθ της επέτρεψε να γυρίσει στον πατέρα της και μάλιστα φορτωμένη με δώρα.

Ο δαιμόνιος Φραντζής σκέφτηκε ότι ήταν η τέλεια νύφη, παρ’ όλο που διάδοχο, στα 50 της, δύσκολα μπορούσε να αποκτήσει! Ήταν γνωστό ότι η Μάρα επηρέαζε τον νεαρό σουλτάνο. Κι αν ο αυτοκράτορας την παντρευόταν, ο Μωάμεθ, από σεβασμό και μόνο προς αυτήν, θα δυσκολευόταν να κινηθεί εναντίον της αυτοκρατορίας. Κι ακόμα, ο γάμος θα εξασφάλιζε τη συμμαχία με την Τραπεζούντα. Αγνοούμε αν στη σκέψη του Φραντζή υπήρχε και η ελπίδα ότι, με τη Μάρα αυτοκράτειρα, θα εξανεμιζόταν και η όποια επιρροή της Άννας και των Νοταραίων.

Μπροστά στον θανάσιμο κίνδυνο που απειλούσε την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας αποδέχτηκε την ιδέα να την παντρευτεί. Ο Φραντζής ξεκίνησε αμέσως τις ενέργειες για την υλοποίηση του στόχου του. Κατάφερε να πάρει γρήγορα τη συγκατάθεση της εκκλησίας και των συγγενών της αλλά το ανυπέρβλητο εμπόδιο ήταν η ίδια η Μάρα. Είχε κάνει τάμα να μπει σε μοναστήρι, ευχαριστώντας τον Θεό που την απάλλαξε από τους Οθωμανούς απίστους!

Ο Φραντζής δεν πτοήθηκε. Έπεισε τον αυτοκράτορα να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά Γεώργιου της Ιβηρίας (στον Εύξεινο, στα όρια της σημερινής Γεωργίας). Τον Σεπτέμβριο του 1451, ο Κωνσταντίνος έστειλε σχετική πρόσκληση στον μέλλοντα πεθερό για την επόμενη άνοιξη («Συν Θεώ τω ερχομένω έαρι ελεύσεται μετά τριήρεων παραλαβείν την εμήν σύνευνον την νεόνυμφον»).

Όμως, το 1452 μπήκε ζοφερό. Ο Μωάμεθ έβαλε κι έκτισαν το κάστρο που έλεγχε τα στενά του Βοσπόρου (ήταν έτοιμο τον Σεπτέμβριο), οπότε ο γάμος ματαιώνεται. Κατά τα επίσημα έγγραφα, ο Κωνσταντίνος δεν ξαναπαντρεύτηκε.

Ωστόσο όλα αυτά τα εμπόδια δεν έκαναν τον έρωτα του Κωνσταντίνου με την Άννα να κοπάσει. Και λίγο καιρό πριν ξεκινήσει η πολιορκία της Πόλεως από τους Οθωμανούς, τελείται στα ανάκτορα, σε κλειστό κύκλο, ο επίσημος αρραβώνας τους. 

Σε κείμενο του Μοσχοβίτη του Ανώνυμου (που εκδόθηκε το 1855 στην Αγία Πετρούπολη) αναφέρεται αναφέρει ότι, τέσσερις ημέρες πριν από την άλωση, στις 25 Μαΐου, ο πατριάρχης συμβούλευε τον αυτοκράτορα «να πάρει την αυτοκράτειρα και να φύγουν από την Κωνσταντινούπολη, να γλιτώσουν». Κι ακόμα, ότι ο Κωνσταντίνος και η γυναίκα του κοινώνησαν στις 29 Μαΐου. Και ο μεν αυτοκράτορας έμεινε να πολεμήσει, όμως η αυτοκράτειρα και άλλες αριστοκράτισσες παραλήφθηκαν από τον Λουκά Νοταρά και οδηγήθηκαν στα πλοία του Γενοβέζου Ιωάννη Ιουστινιάνη που τις μετέφεραν στον Μοριά και στα νησιά. Ο ίδιος συμπληρώνει ότι τη φυγή της αυτοκράτειρας την έμαθε ο Μωάμεθ, όταν θέλησε να πληροφορηθεί για την τύχη του Κωνσταντίνου.

Από αρκετό καιρό πριν από την άλωση, ο Λουκάς Νοταράς είχε φροντίσει να μεταφέρει μεγάλο μέρος της περιουσία του σε πιστωτικά ιδρύματα της Ιταλίας. Η Άννα την βρήκε να την περιμένει. Και ο καρδινάλιος Βησσαρίων, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, την πήρε κάτω από την προστασία του.

Υποκλίνονταν στο πέρασμά της οι Βενετσιάνοι. Κι όταν εκείνη προσπερνούσε, την έδειχναν με θαυμασμό και ψιθύριζαν: «Η αρραβωνιαστικιά του αυτοκράτορα». 

Έχοντας μείνει η μοναδική που επιζούσε από την οικογένειά της, η Άννα Νοταρά, ήταν η τελευταία Μεγάλη Δούκισσα της πρώην Βυζαντινής αυτοκρατορίας. «Αρραβωνιαστικιά του αυτοκράτορα», για τους πολλούς. Για άλλους, «χήρα του αυτοκράτορα». «Ρωμαία και χριστιανή», όπως αναφέρει η ίδια στη διαθήκη της (αξίζει να σημειωθεί ότι υπέγραφε ως «Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά»). Φανατική ανθενωτική, σε σημείο που αρνιόταν ακόμα και να μάθει λατινικά και να εκκλησιάζεται σε εκκλησίες των καθολικών, σύμφωνα με όλες τις πηγές. Ανορθόγραφη στα ελληνικά της, κατά κάποιες μαρτυρίες. Η δράση της απέσπασε τον θαυμασμό των Ιταλών, παρ’ όλο που γι’ αυτούς ήταν «αιρετική». Την ανέχονταν.

Η Αννα δεκαοκτώ μήνες μετά την Αλωση, πλήρωσε τα λύτρα για την απελευθέρωση του αντιπάλου του πατέρα της, του Γεωργίου Φραντζή, όπως και άλλων Ελλήνων. Έγινε η προστάτισσα των Ελλήνων προσφύγων που, κυρίως μετά το 1470, κατά κύματα έφταναν στην Ιταλία. Ανάμεσα σε άλλα, στα 1472 (χρονιά που πέθανε ο προστάτης της, καρδινάλιος Βησσαρίων) ή 1474, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την πολιτεία της Σιένα, στην Τοσκάνη, ζητώντας να της παραχωρηθεί μια εγκαταλειμμένη έκταση με ένα κάστρο στη βαλτώδη Μαρέμα, για να στήσει εκεί ελληνική αποικία. Η κοινότητα θα αριθμούσε γύρω στις εκατό οικογένειες (κυρίως από τη Χιμάρα και τη Μάνη), θα διεπόταν από τους δικούς της νόμους και θα τηρούσε τα δικά της έθιμα, με τον όρο ότι θα ήταν σύμμαχος με τη Σιένα. Παρ’ όλο που οι διαπραγματεύσεις προχώρησαν αρκετά, τελικά δεν καρποφόρησαν. Από την αλληλογραφία όμως με την ηγεσία της Σιένα, προκύπτουν κάποια διόλου ευκαταφρόνητα στοιχεία:

Εκπρόσωπος της Άννας στις διαπραγματεύσεις ήταν ο Φραγκούλης Σερβόπουλος, επιφανής Βυζαντινός, σεβαστός στην Ιταλία, ανήκε στο στενό οικογενειακό περιβάλλον των Νοταραίων. Σε γράμμα του προς τις αρχές της Σιένα, αποκαλεί την Άννα «sponsa imperialis», που σημαίνει «μνηστή του αυτοκράτορα».

Στα 1475, η Άννα εγκαταστάθηκε οριστικά στη Βενετία. Τον επόμενο χρόνο, γνωρίστηκε με τους Κρητικούς Νικόλαο Βλαστό και Ζαχαρία Καλλιέργη. Τη συντροφιά απασχολούσε η διάσωση της ελληνικής γλώσσας. Η Άννα ξόδευε χρήματα για να αγοράσει ελληνικά χειρόγραφα. Και η τυπογραφία διάνυε ήδη την τέταρτη δεκαετία της αφ’ ότου την ανακάλυψε ο Γουτεμβέργιος. Έστησαν τυπογραφείο που εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο σπουδαία της Ιταλίας, εφάμιλλο του σπουδαίου αντίστοιχου της Φλωρεντίας και της «αλδιανής τυπογραφίας» (του Άλδου Μανούτιου) της Βενετίας.

Η επιχείρηση είχε καθαρά ελληνικό χρώμα, καθώς μόνον Έλληνες εργάζονταν σ’ αυτήν. Το πιο σπουδαίο επίτευγμά της ήταν η έκδοση (το 1499) του λεξικού «Ετυμολογικόν Μέγα κατά αλφάβητον το πάν ωφέλιμον» που προετοιμαζόταν επί έξι ολόκληρα χρόνια. Στο τέλος της έκδοσης, αναφέρονται τα εξής:

«Το Μέγα Ετυμολογικόν πέρας είληφεν ήδη συν Θεώ εν Ενετία αναλώμασι μεν του ευγενούς και δοκίμου ανδρός κυρίου Nικολάου Bλαστού του Kρητός, παραινέσει δε της λαμπροτάτης κυρίας Άννης Θυγατρός του πανσεβάστου και ενδοξοτάτου κυρίου Λουκά Nοταρά πότε Mεγάλου Δουκός Kωνσταντινουπόλεως, πόνω δε και δεξιότητι Zαχαρίου Kαλλιέργου του Kρητός».

Το τυπογραφείο έκλεισε στα 1501. Η Άννα πέθανε υπέργυρη και ανύμφευτη (αν δεν είχε παντρευτεί τον Παλαιολόγο) στην Βενετία το 1507. Άφησε την περιουσία και τα υπάρχοντά της στους Έλληνες της Βενετίας. Σύμφωνα με το ημερολόγιο του Μαρίνου Σανούτου, στις 14 Μαρτίου 1514, ο Νικόλαος Βλαστός αποδέχτηκε μέρος της περιουσίας και ανέλαβε πληρεξούσιος του συνόλου της, σε εκτέλεση των επιθυμιών της Άννας, όπως αυτές καταγράφονταν στη διαθήκη της.

Εκείνο που η Άννα δεν κατάφερε να πετύχει όσο ζούσε, ήταν η ανέγερση ελληνορθόδοξου ναού στη Βενετία. Το πέτυχε η ελληνική κοινότητα μετά τον θάνατό της: Είχαν περάσει μόλις 45 μέρες αφότου ο Βλαστός ανέλαβε τη διαχείριση της περιουσία της Άννας, όταν (30 Απριλίου 1514) ο δόγης της Βενετίας, Λεονάρντο Λορεντάν, γνωστοποίησε στην ελληνική παροικία ότι το Συμβούλιο των Δέκα ενέκρινε την οικοδόμηση ναού «στο όνομα του Αγίου Γεωργίου» και τη δημιουργία ορθόδοξου κοιμητηρίου.

Η ανέγερσή του τελείωσε στα 1573 και στοίχισε 15.000 χρυσά δουκάτα, όλα συνεισφορά Ελλήνων της διασποράς. Αριστερά της Ωραίας Πύλης, υπάρχει η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα του ΙΔ’ αιώνα, που η Άννα Νοταρά έφερε μαζί της από την Κωνσταντινούπολη. Τη θαύμασε ο Γκαίτε, ενώ ο επί δεκαετία υπουργός Πολιτισμού του προέδρου της Γαλλίας, στρατηγού Ντε Γκολ, λογοτέχνης Αντρέ Μαλρό, έγραψε ότι είναι μια από τις ωραιότερες βυζαντινές δημιουργίες που είδε στη ζωή του.

Η Άννα ενταφιάστηκε στην συνοικία του Σαν Ζουλιέν αναπαύεται γαλήνια στην συνοικία του Σαν Ζουλιέν, η Μεγάλη Κυρία και Βασίλισσα, η τελευταία των Ρωμαίων. Ακόμη και σήμερα όποιος επισκέπτεται την εκκλησία μπορεί να ιδεί το μνήμα της, του πιο σεβάσμιου προσώπου, που πέρασε από την ενορία τους.

Εκεί στον μαρμάρινο τάφο της υπάρχει η επιγραφή:

Εδώ κείται η Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά, σύζυγος του τελευταίου αυτοκράτορα των Ρωμαίων Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Δραγάση, που τόσο αγαπήθηκε και μισήθηκε από το λαό της.

Πηγές:

http://historyreport.gr/index.php/Από-τον-θρύλο/Βυζάντιο-Μεσαίωνας/97-Άννα-Παλαιολογίνα-Νοταρά-Η-αρραβωνιαστικιά-του-αυτοκράτορα, του Κάρολου Μπρούσαλη

https://www.ekirikas.com/αννα-παλαιολογίνα-νοταρά-γυναίκα-που/

https://www.almyros.gr/2016/05/31/άννα-παλαιολογίνα-νοτάρα-η-τελευτα/,Ελένη Φυτιλή

http://www.diakonima.gr/2010/08/16/το-ιερό-δισκοπότηρο-της-βυζαντινής-ισ/

προηγούμενο
επόμενο

Facebook Comments