Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος ὁ Κολλυβᾶς, ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἐξέχουσες μορφὲς τοῦ μοναστικοῦ φρονήματος τοῦ 18ου αἰῶνος, καθὼς καὶ μία φωτισμένη μορφὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ γένους.
Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἀθανάσιος Τούλιος καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ νησὶ τῆς Πάρου. Ὁ ἴδιος ξεχώρισε σὲ μία δύσκολη ἐποχὴ γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ γένος, γιὰ τὴ θεολογικὴ κατάρτισή του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ θύραθεν παιδεία του, ἀφοῦ διετέλεσε διδάσκαλος καὶ σχολάρχης.
Ὁ Ὅσιος ἐγεννήθηκε τὸ 1722 ἢ 1723, στὸ Κῶστο τῆς Πάρου καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἀπόστολος Τούλιος μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Σίφνο, ἀλλὰ ἐκατοίκησε στὸ Κῶστο, ἀφοῦ ἐνυμφεύθηκε Κωστιανή. Η μητέρα του ήταν Παριανή, από το αρχοντικό γένος Δαμία.
Ἐκεῖ ἐδιδάχθηκε τὰ πρῶτα του γράμματα στὰ ὁποῖα ἔδειξε ἰδιαίτερη κλίση, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ πατέρας του τὸν ἔστειλε στὴ Σχολὴ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Ναούσης Πάρου. Στὴν συνέχεια τὸν ἀπέστειλε στὴ Σχολὴ τοῦ Παναγίου Τάφου στὴ Σίφνο καὶ κατόπιν μὲ ἔξοδα τῆς Μονῆς Ἁγίου Ἀντωνίου Κεφάλου στὴ Σχολὴ τῆς Ἄνδρου, ἂν καὶ οἱ βιογράφοι του δὲν συμφωνοῦν ὄλοι μὲ αὐτό.
Τὸ 1745, σὲ ἡλικία 23 ἐτῶν ἀποχαιρετᾶ τοὺς γονεῖς του καὶ φθάνει στὴ Σμύρνη, ὅπου ἐγγράφεται στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολή. Μιὰ σχολὴ ὅπου ἐφοίτησαν ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς καὶ ὁ Νικόλαος Καλλιβούρτσης, δηλαδὴ ὁ μετέπειτα στενός του συνεργάτης Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, παραμένοντας ἐκεῖ γιὰ ἕξι ἔτη.
Ὅταν πληροφορήθηκε τὴ λειτουργία τῆς Ἀθωνιάδας Σχολῆς μὲ διευθυντὴ τὸ Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, ἀπὸ τὴν Πάτρα, ἐγγράφεται ἀμέσως (1751), τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀναλαμβάνει Διευθυντὴς ὁ Διάκονος τότε, Εὐγένιος Βούλγαρης. Ἀπὸ τὸ Νεόφυτο ἐκπαιδεύτηκε στὰ «Γραμματικὰ» καὶ στὰ «Περὶ Συντάξεως» τοῦ Θεοδώρου Γαζῆ, ἐνῶ ἀπὸ τὸν Εὐγένιο στὰ φιλοσοφικὰ μαθήματα καὶ τὶς ὑπόλοιπες ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς. Κατόπιν ἐκπαιδεύεται στὴ ρητορικὴ καὶ τὴν ποιμαντική, ἐνῶ σταδιακὰ ἀρχίζει νὰ ξεχωρίζει γιὰ τὶς ἰκανότητές του. Ἡ διαρκὴς ἀνέλιξή του τὸν καθιστᾶ «δεξὶ χέρι» τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη καὶ σὲ ἡλικία 35 ἐτῶν, ἀναλαμβάνει τὴ θέση τοῦ καθηγητοῦ τῆς Σχολῆς.
Ἡ φήμη του γιὰ τὶς ἰκανότητές του ἐμαθεύθηκε ἀνάμεσα στὴν ὑπόδουλη ὀρθόδοξη κοινότητα, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς τὸν ζητοῦν γιὰ τὴ Διεύθυνση τῆς Σχολῆς τους. Μὲ παρότρυνση ἀλλὰ καὶ πίεση τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη δέχεται, ἂν καὶ ἀρχικὰ προέβαλε κάποιες ἐνστάσεις. Ἔτσι διευθύνει τὴ Σχολὴ ἐπιτυχῶς γιὰ τέσσερα χρόνια (1758 – 1762), ὅταν καὶ τὸ 1762 ἡ Σχολὴ κλείνει λόγῳ ἐπιδημίας πανώλης. Ἔτσι καταφεύγει σὲ μία σχολὴ στὴν Κέρκυρα, ποὺ τὴ διευθύνει ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης.
Ἐκεῖ τελικὰ ὁλοκληρώνει τὶς σπουδές του καὶ ὁδηγεῖται στὸ Μεσολόγγι, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ συμμαθητοῦ του στὴν Ἀθωνιάδα Παναγιώτη Παλαμᾶ, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ἀπὸ τὸ 1760 τὴν Παλαμιαία Σχολή. Μετὰ τὰ Ὀρλωφικὰ (1768 – 1774), ἡ Παλαμιαία Σχολὴ εὑρίσκεται σὲ ἀκμὴ μὲ τὸν Ἀθανάσιο νὰ διαδραματίζει σημαντικὸ ρόλο, ὅμως τότε λαμβάνει τιμητικὴ πρόσκληση ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο ἀναφέροντάς του: «Ἡ μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία διὰ γραμμάτων Συνοδικῶν τὸν παρακαλεῖ ν’ ἀπέλθει εἰς Ἅγιον Ὄρος ὡς διδάσκαλος καὶ σχολάρχης τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς μετὰ τὸν ἀοίδιμον Εὐγένιον».
Ὁ ἴδιος δέχεται ἄμεσα καὶ παρεπιδημεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου συναντᾶ τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, ὁ ὁποῖος τὸν προτρέπει νὰ χειροτονηθεῖ. Ὁ Ἀθανάσιος ὑπακούει καὶ χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο πρεσβύτερος. Τὸ 1777, πικραμένος ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίσθηκαν οἱ Κολλυβάδες καὶ μετὰ ἀπὸ κάλεσμα ἐπιστρέφει ὡς Σχολάρχης στὴ Σχολὴ τῆς Θεσσαλονίκης. Διευθύνει τὴ Σχολὴ γιὰ 6 ἔτη (1777 – 1783) ἢ γιὰ ἄλλους 8 ἔτη (1777 – 1785).
Τὸ ποίμνιο τῆς Θεσσαλονίκης τὸν γνωρίζει πλέον καὶ ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος ὡς Ἱερέα. Τώρα μὲ νέα Πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ καλεῖται νὰ ἀναλάβει τὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τοῦ ζητοῦν μάλιστα νὰ καθορίσει μόνος του τὸ ὕψος τῆς ἀμοιβῆς του. Ὁ ἴδιος ὅμως θὰ ἀπαντήσει: «Τὰς μὲν ἀρχιερατείας τιμῶ καὶ προσκυνῶ ἀλλ’ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος. Ἂν ἐκαταλάμβανα ὅτι ἔκαμνα περισσότερον καρπὸν εἰς τὴν Βασιλεύουσαν πόλιν, ἤθελα ἔλθει αὐτόκλητος. Ἐπειδὴ ὅμως, ὡς στοχάζομαι, αὐτοῦ εἶναι κάποια ἐμπόδια, διὰ τοῦτο, ἄφετέ μέ, παρακαλῶ, ἐδῶ εἰς τὰ πέριξ νὰ ὠφελῶ ὅσον δύναμαι τοὺς ἀδελφούς μου καὶ τὸ Γένος μου». Καὶ τὸν ἄφησαν…
Ἡ ὁριστική του ἀπόφαση εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα του, τὴν Πάρο. Καὶ ἐνῶ τὸ πλοῖο κατευθύνεται πρὸς τὸ νότιο Αἰγαῖο, ξεσπάει ὁ Ρωσοτουρκικὸς πόλεμος καὶ τὸ πλοῖο ἀναγκάζεται νὰ προσορμισθεῖ στὴ Χίο (5 – 6 Νοεμβρίου 1786, 64 ἐτῶν). Ἀποσύρεται στὸ μονύδριο τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἐκεῖ μελετᾶ καὶ προσεύχεται.
Ξεκινᾶ τὸ Θεολογικὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τὴΛογικὴ τοῦ ἀοιδίμου Εὐγένιου Βούλγαρη. Ὅταν τελειώνει ὁ πόλεμος, δέχεται νὰ παραμείνει στὴ Χίο, στὰ χέρια τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ. Τελικὰ θὰ παραμείνει ἐκεῖ τρεῖς δεκαετίες. Ἡ «Φιλοσοφικὴ Σχολή», ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσαν, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του γνωρίζει τεράστια ἀκμὴ καὶ ἀνάλογη φήμη. Τὸ 1812, 90 ἐτῶν πλέον, παραιτεῖται.
Σε ηλικία 90 περίπου χρόνων αποσύρθηκε στο μονίδριο του Αγίου Γεωργίου Ρευστών, όπου πέθανε στις 24 Ιουνίου 1813 μ.Χ. Στην επιτύμβια πλάκα ο συνασκητής του Όσιος Νικηφόρος (βλέπε 1 Μαΐου) έγραψε:
«Η πολύκροτος Αθανασίου φήμη
Η περικλεής και πανένδοτος μνήμη
Πάντων τοις ωσίν ενηχεί θαυμασίως
Και εις έπαινον πάντας κινεί αξίως….».
Στον ίδιο τάφο ετάφη αργότερα ο Όσιος Νικηφόρος. Τα οστά του οσίου Αθανασίου μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκειο του εκεί ναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν κατά τον εμπρησμό του 1822 μ.Χ.
Η Αγιοκατάταξη του Αγίου Αθανασίου έγινε το 1995 μ.Χ. Ακολουθία προς τιμήν του αγίου έγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Ο Αθανάσιος ανήκει στη μεγάλη χορεία των διδασκάλων του Γένους που με όλη τους τη δύναμη εργάστηκαν ακαταπόνητα για τη μόρφωση του. Πρέπει όμως να σημειωθεί εδώ ότι ο Πάριος διδάσκαλος ήταν πολέμιος των νέων ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επαναστάσεως, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να ξεσηκώσει τη σφοδρότατη διαμαρτυρία του Αδαμάντιου Κοραή.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ πὼς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς διωκόμενους Κολλυβάδες μοναχοὺς (ὅπως ὑποτιμητικὰ τοὺς ἀποκαλοῦσαν, λόγῳ τῆς θεολογικῆς διαμάχης γιὰ τὴ χρήση τῶν Κολλύβων), οἱ ὁποῖοι μὲ ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα, προσπάθησαν καὶ τελικὰ κατάφεραν νὰ διατηρήσουν, ἀπὸ τὶς νοθεῖες τοῦ Πρωτεσταντισμοῦ καὶ τῆς Οὐνίας, τὴν Ὀρθόδοξη πίστη.
Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἐδέχθηκε σφοδρὸ διωγμὸ στὸ Πατριαρχεῖο, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, τὸν Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, τὸν Ἀγάπιο τὸν Κύπριο, τὸν Ἰάκωβο τὸν Πελοποννήσιο καὶ τὸν Χριστόφορο Προδρομίτη, γιὰ τὸν ἀγώνα τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας. Ὁ ἴδιος καθαιρεῖται ἀπὸ ἱερέας καὶ καταδικάζονται οἱ ὑπόλοιποι. Διώκονται καὶ ἐξορίζονται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐνῶ ὁ Ἀθανάσιος ὁδηγεῖται, ὅπως προαναφέρθηκε, στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ πίκρα ὅμως τῶν διωγμῶν αὐτῶν ἔγινε τὸ νερὸ ποὺ ἐπότισε μὲ τοὺς διασκορπισμένους Κολλυβάδες τὸ Ὀρθόδοξο Γένος σὲ μία δύσκολη καὶ μεταβατικὴ ἱστορικὴ ἐποχή.
Τὸ 1771 ἐντέλει, ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία διαπίστωσε τὶς συκοφαντίες καὶ τοὺς ἀθωώνει. Μεταξὺ ἄλλων ἡ ἀθώωση ἀναφέρει:
«Δύναται πολλάκις καὶ συρραφεῖσα διαβολὴ ὑποκλέψαι τοῖς ἀνεγκλήτοις καὶ ἀναιτίου καταδίκης αἰτία γενέσθαι πρὸς ἄνδρας ἀθώους καὶ ἀμετόχους τῶν κατ’ αὐτῶν λαληθέντων… Ἐπειδὴ τοιγαροῦν καὶ ὁ κὺρ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ἀνὴρ ὢν οὐ τῶν εὐκαταφρονήτων, σοφίας τὲ μετασχηκὼς τῆς θύραθεν καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς καὶ καλῶς μεμνημένος τὰ θεῖα… ἀθῶος ὑπάρχει… ἔχων καὶ τὸ ἐνεργοῦν τῆς ἱερωσύνης αὐτοῦ ἀκωλύτως…».
Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα ἀπόμερο μέρος τῆς Χίου, τὰ Ρεστά, ὅπου ὑπῆρχε μονύδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖ μαζί του ἡσύχαζε καὶ ὁ μαθητὴς καὶ φίλος του Νικηφόρος καὶ ὁ Ἱεροδιάκονος Ἰωσὴφ ἀπὸ τὰ Φουρνὰ τῶν Ἀγράφων, ὁ ὁποῖος εἶχε χρηματίσει καὶ δάσκαλος στὴ Σχολή. Ἐδῶ συγγράφει τὸ πόνημά του «ἀλεξίκακον πνευματικὸν» κατὰ τῶν τότε «ἐκσυγχρονιστῶν» ποὺ ἀντέλεγαν καὶ ἐφέρονταν καταφρονητικὰ σὲ ζητήματα τῶν Θείων Γραφῶν.
Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του παθαίνει ἀποπληξία. Ὁ ἴδιος προετοιμάσθηκε πνευματικά, μετέλαβε καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μιὰ ἡμέρα μετά, στὶς 24 Ἰουνίου 1813. Στὰ προπύλαια τοῦ ναοῦ ἐθαψαν τὸ σεπτό του σκήνωμα, ἐνῶ οἱ συνασκητὲς στὸ κελί του βρῆκαν μόνο μία τριμμένη στολή, ἕνα μελανοδοχεῖο καὶ ἕνα λυχνάρι. Τὰ ὀστά του τοποθετήθηκαν στὸ ὀστεοφυλάκιο τοῦ ναϋδρίου, ἀλλὰ ἀποτεφρώθηκαν κατὰ τὴ μεγάλη πυρκαγιά, τὸ 1822.
Ἡ ὅλη πολιτεία καί ὁ βίος τοῦ Ἀθανασίου ἀποδεικνύουν τήν ἁγιότητά του. Λιτοδίαιτος καί ἀσκητικώτατος, ἐλεήμων σέ σημεῖο πατερικῆς περιωπῆς (δέν ἔπρεπε – ἔλεγε – ὁ νέος χρόνος νά τόν βρῆ μέ χρήματα), διένειμε τόν μισθό του στούς ἔχοντες ἀνάγκη. Ταπεινός, χωρίς νά ὑπερηφανεύεται ποτέ γιά τήν πολυμάθειά του, ἀναγνωρίζοντας τίς ἐλλείψεις του, ἀπέρριψε τήν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας νά γίνη Ἐπίσκοπος – παρά τόν μεγάλο σεβασμό καί πρός τήν Ἐκκλησία κάι πρός τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα – γιατί προτίμησε τό ἔργο τῆς ἀθόρυβης προσφορᾶς.
Ἀνεξίκακος, δέν μνησικακεῖ, ὅταν ἡ βρωμερή συκοφαντία τῶν ἀντιπάλων του, γιά δῆθεν διδασκόμενες κακοδοξίες, κατάφερε νά ἐπιτύχη τήν καθαίρεσή του ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἀρκέσθηκε μόνο στό δικαίωμα πού ἔχει κάθε χριστιανός – ἄν τό θέλη – νά ἀπολογῆται ὑπερασπιζόμενος τόν ἑαυτό του καί τό δίκαιό του. Καί ὅταν, ἀργότερα, ἡ ἀλήθεια διέλαμψε καί, μετά τήν πανηγυρική ἀθώωσή του ἀπό τό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο, μάλιστα, ἀναγνωρίζοντας τήν ἀξία του, τόν ἐχρησιμοποίησε, πολλές φορές, ντροπιάστηκαν οἱ ἐχθροί του, ποτέ δέν θέλησε νά τούς ἐκδικηθῆ. Ἐκοιμήθη ἐν μέσῳ τῆς πνευματικῆς συντροφιᾶς, στήν ὁποία καί ὁ ἴδιος ἀνῆκε, πρωτοστατώντας, δεχόμενος τίς ἰδιαίτερες περιποιήσεις τοῦ ἀγαπημένου του μαθητῆ Ἁγίου Νικηφόρου, ὁ ὁποῖος, ἐκτός τῶν ἄλλων, τόν ἐτίμησε ἐκδίδοντας τό 1819 τό «Νέον Λειμωνάριον», τό ὁποῖον συνέταξε μαζί μέ τόν Ἅγιο Μακάριο, ἔγραψε δέ καί ἐπιγράμματα, στά ὁποῖα ἐξυμνεῖ τά προσόντα, τίς ἀρετές καί τήν ὅλη προσφορά του.
Όπως αναφέραμε, ο όσιος Αθανάσιος υπήρξε ενεργό, δραστήριο, τολμηρό και άφοβο μέλος της ευκλεούς τριάδος, μετά του Μακαρίου και Νικοδήμου, των Κολλυβάδων. «Η προσωνυμία τούτη έλαβε από τότε χαρακτήρα ιερό, τίτλο τιμής, για τους μεγάλους αυτούς ανακαινιστές… Κολλυβάς έγινε ταυτόσημο μέ το αναδημιουργός. Γιατί πραγματικά οι Κολλυβάδες εζητούσαν αλλαγές. Όχι βέβαια νεωτεριστικές μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα· εννοούσαν να ξαναφέρουν τόσο στο μοναχισμό όσο και στου λαού γενικά τη ζωή, το πρωτοχριστιανικό, το γνήσιο του Χριστού πνεύμα. Πλην δε από τα άλλα συνιστούσαν και τη συχνή θεία Κοινωνία, σύμφωνα με την παράδοσι του Μυστηρίου από τον Κύριο και την πράξι της Αρχαίας Εκκλησίας. Σε τούτο όμως σφοδρά αντιδρούσανε μεγάλο μέρος Αγιορειτών Πατέρων. Η Εκκλησία μ’ αλλεπάλληλες αποφάσεις εκανόνισε το θέμα κατά την αρχική παράδοσι. Μάλιστα ο Γρηγόριος ο Ε΄ με δυο του εγκυκλίους (1807 και 1819) εδικαίωσε πέρα για πέρα των Κολλυβάδων τις απόψεις».
Ο όσιος Αθανάσιος και οι ομόφρονές του Κολλυβάδες «δεν ημπορεί να εζήτουν απλώς μίαν στενόκαρδον προσήλωσιν εις τύπους. Πίσω από την ημέραν της τελέσεως των μνημοσύνων και την συνεχή θεία μετάληψιν εκρύπτετο το πλέον σοβαρόν αίτημα της Ορθοδοξίας. Η Παράδοσις». Πιστός πάντοτε στις παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας αγωνίσθηκε πολύ κατά των επιδράσεων του ρωμαιοκαθολικισμού και του γαλλικού διαφωτισμού. Στον αγώνα του είχε πρότυπα δύο μεγάλους αγίους, τον Αγιορείτη Γρηγόριο τον Παλαμά και τον Μάρκο Ευγενικό Εφέσου. Για τον πρώτο γράφει βιβλίο, που περιλαμβάνει σε παράφραση τον βίο του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, και για τον δεύτερο επίσης βιβλίο με τον τίτλο «Ο Αντίπαπας».
Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου εἶναι πλούσιο καὶ πολὺ σημαντικό. Ἀφορᾶ σχεδὸν ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς χριστιανικῆς δράσεως (βίοι Ἁγίων, δογματικά, κοινωνικά, λειτουργικά, παιδαγωγικά, ποιμαντικά) καὶ ἀξιολογεῖται σήμερα τὴ βιβλική, κοινωνικὴ καὶ δογματική του κατάρτιση, ὡς ἕνα ἐξαιρετικὸ δεῖγμα ὀρθόδοξης ποιμαντικῆς διακονίας.
Το συγγραφικό έργο του καλύπτει ευρύτατο χώρο της θεολογικής και της θύραθεν επιστήμης. Τα έργα του, εκδομένα και ανέκδοτα, θα μπορούσαν να καταταγούν στις παρακάτω γενικές κατηγορίες: Απολογητικά, Δογματοκανονικά, Λειτουργικά, Παιδαγωγικά, Βιογραφικά, Ποιητικά, Ομιλίες – λόγοι, Επιστολές.
Ἡ Χίος καυχᾶται, ἰδιαίτερα, γιατί ὑπῆρξε, χωρίς ἀμφιβολία, ἡ δεύτερη πατρίδα τοῦ Ἁγίου, ἔγινε ἡ κονίστρα μεγάλων πνευματικῶν του ἀγώνων καί δέχτηκε τήν εὐεργετική ἐπίδραση τῆς ἁγιότητάς του. Σήμερα τόν τιμᾶ, προσκυνώντας τά τίμια Λείψανά του, – ὅσα διασώθηκαν ἀπό τήν τρομερή λαίλαπα τοῦ 1822,- εὐλαβεῖται τόν τάφο του καί πανηγυρίζει τή μνήμη του.
Ἡ πρώτη πανηγυρική Θεία Λειτουργία τελέστηκε τό ἔτος 1995, τήν ἡμέρα τῆς μνήμης του, στόν Ἅγιο Γεώργιο τοῦ Ρεστά, τῆς Συντεχνίας τῶν Βυρσοδεψῶν, Χοροστατοῦντος τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. κ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, ὁ ὁποῖος καί ἀνέγνωσε, πρό τοῦ τάφου του, τήν Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, γιά τήν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσίου Ἱερομονάχου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου καί ἐπικαλέστηκε τίς πρός τόν Θεό πρεσβεῖες του γιά ὅλο τό λαό τοῦ Θεοῦ.
Απολογητικά
1) Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Aντίπαπας (ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός) (1785 μ.Χ.)
2) Aντιφώνησις
3) Oυρανού κτίσις
4) Nέος Ραψάκης
5) Φραγγέλιον
6) Aλεξίκακον πνευματικόν
7) Απολογία Χριστιανική (1798 μ.Χ.)
8) Έκθεσις ορθοδόξου Πίστεως
9) Eγχειρίδιον απολογητικόν
Δογματοκανονικά
10) Δήλωσις
11) Επιτομή
12) Προαναφώνησις
13) Λατίνων αναβαπτισμός
14) Περί νεομαρτύρων
15) Έθος και Παράδοσις
16) Επιστολή
17) Λόγος εις την Β’ Κυριακήν των νηστειών
18) Βάπτισμα ανάγκης
19) Χρίσις με μύρον των επιστρεφόντων ετεροδόξων
20) Ερωτήματα
21) Απόκρισις
22) Θεόν ουδείς εώρακε πώποτ
23) Περί αγγέλων και θείου κάλλους
24) Περί Εκκλησιασμού
25) Επιστροφή εις ορθοδοξίαν Αρμενίου
26) Σαφής απόδειξις ότι οι ετερόδοξοι είναι αιρετικοί
Λειτουργικά
27) Ο Μέγας Αγιασμός
28) Περί των αγίων εικόνων
29) Περί αναθημάτων, σκευών και αμφίων
30) Περί μνημοσύνων
31) Η γονυκλισία της Πεντηκοστής
Παιδαγωγικά
32) Γραμματική του Νεοφύτου
33) Ρητορική πραγματεία
34) Στοιχεία Μεταφυσικής
35) Σχολική επίτασις
36) Θεματογραφία
37) Εξήγησις, της «προς τους νέους παραινέσεως του Μεγάλου βασιλείου»
38) Διογένης ή περί αρετής
39) Εξήγησις, εις τον «προς Δημόνικον του Ισοκράτους παραινετικόν λόγον κλπ»
Βιογραφικά
40) Βίος του εν αγίοις Πατρός ημών Κλήμεντος αρχ/που Βουλγαρίας ( Μετάφραση στη δημοτική)
41) Βίος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
42) Μαρτύριον αγίου Γεωργίου του Εφεσίου (+1806)
43) Μαρτύριον του αγίου Ιωάννου του Κρητός (+1811)
44) Μαρτύριον αγίου Δημητρίου του Χίου (+1802)
45) Διήγησις του εν Χίω θαύματος του Τιμίου Προδρόμου κατά των Αγαρηνών εν έτει 1740
46) Διήγησις του εν Χίω γεγονότος θαύματος, της Υπεραγίας Θεοτόκου κατά αρμενίων εν έτει 1748
47) Βίος και πολιτεία του αγίου Μακαρίου Νοταρά
48) Συναξάρια όλων των Κυριακών και των μεγάλων εορτών
Ποιητικά
49) Επιγράμματα
50) Ακολουθία εις Άγιον Κλήμεντα
51) Ακολουθία εις άγιον Γρηγόριον Παλαμάν
52) Ακολουθία εις Άγιον Ελευθέριον
53) Ακολουθία εις Άγιον Φανούριον
54) Ακολουθία εις Αγίαν Παρασκευήν
55) Ακολουθία εις Άγιον νεομ. Δημήτριον
56) Ακολουθία εις Άγιον Μακάριονω
57) Ακολουθία εις Οικουμενικήν Σύνοδον Αγίας Σοφίας
58) Ανάπτυξις τροπαρίου Αγίας Παρασκευής, «Την σπουδήν σου τη κλήσει κατάλληλον»
Ομιλίες-Λόγοι (Σώζονται)
59) Εις Αγίαν Αικατερίναν
60) Εις Μέγαν Αθανάσιον
61) Εις Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου
62) Εις τον Τίμιον Σταυρόν
63) Εξήγησις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού κλπ
Επιστολές (Σώζονται λίγες)
64) Δύο απολογητικές προς Κοραήν – Ιωάννην – Παναγ. Παλαμάν κ.ά. (κώδ. 5716 και 6175 Ι.Μ. Αγ. Παντελεήμονος Άθω
65) Εις Μονήν Πάτμου
66) Προς θεοφιλέστατον επίσκοπον (Εις Μονήν Πάτμου)
67) Προς επίσκοπον Αρδαμερίου
68) Προς μητροπολίτην Γεννάδιον
69) Προς ελλογιμότατον Κυπριανόν (χειρ. 1344, Εθνική Βιβλιοθήκη)
Ἀπολυτίκιον
Σοφία κοσμούμενος, παντοδαπεί ευσεβώς, διδάσκαλος ένθεος, της Εκκλησίας Χριστού, και βίου ορθότητος, στήλη λαμπρά ωράθης, Αθανάσιε Πάτερ. Όθεν η νήσος Πάρος, τη ση δόξη καυχάται, και πάντες σου τα θεία, τιμώμεν προτερήματα.
Πηγές :
http://www.synaxarion.gr/gr/sid/3962/sxsaintinfo.aspx
http://www.saint.gr/625/saint.aspx
http://www.imchiou.gr/index.php/iera-mitropoli/2011-06-05-16-33-57/155-2011-06-14-17-04-16, τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμ. Θρόνου π. Γεωργίου Λιαδῆ
https://www.pemptousia.gr/2011/06/osios-athanasios-o-parios/, Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007