Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, η Παναγία δεν μας άφησε λείψανo καθώς μετέστη. Αν και έγινε η ταφή της, αναστήθη και ανελήφθη στους Ουρανούς.
Άρα δεν υπάρχει λείψανο όπως των υπολοίπων Αγίων. Το μνήμα της Παναγίας είναι κενό. Δηλαδή ο θάνατος είναι κενός, όπως θα έπρεπε να είναι για κάθε Χριστιανό, αφού δεν είναι θάνατος αλλά μετάσταση για εμάς.
Η Παναγία μας έχει αφήσει μόνο δύο αντικείμενα τα οποία σχετίζονται με την ίδια. Την Τίμια Ζώνη και την Τίμια Εσθήτα. Την Τίμια Εσθήτα, τη δώρισε η Παναγία σε μία ευλαβή γυναίκα της εποχής της, πριν την Κοίμησή της κι από εκεί και πέρα, λέει η παράδοση, πως η γυναίκα αυτή την έδινε από γενιά σε γενιά, σε απογόνους της.
Η Τιμία Εσθήτα ή το Ιερόν Μαφόριον (λατ. mafortium, εβρ. ma’aforet) ήταν το πέπλο των γυναικών, ένα είδος χιτώνα που κάλυπτε την κεφαλή και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Μαφόριο (ή μανοφόριο) ή Εσθήτα της Θεοτόκου ονόμαζαν οι βυζαντινοί αυτό το πορφυρό (κυρίως) ύφασμα που στις εικόνες της βλέπουμε να σκεπάζει το κεφάλι και το σώμα της Παναγίας πάνω από τον εσωτερικό χιτώνα.
Έτσι, κάπου στο 450 μ.Χ, το φόρεμα κατείχε μία ευλαβής γριά, η Άννα η Γαλιλαία, η οποία δεν αποκάλυπτε το μυστικό της για δύο λόγους: αφενός γιατί κινδύνευε από κλοπή, αφετέρου κινδύνευε από εχθρούς της πίστης που ήθελαν να εξαφανίσουν οτιδήποτε έχει σχέση με τον Χριστό και την Παναγία.
Η ιστορία και η παράδοση αναφέρει πως πολλοί άνθρωποι συνέρρεαν στο σπίτι της Άννας, από το οποίο έφευγαν θεραπευμένοι. Οι άρρωστοι γίνονταν καλά, οι θλιβόμενοι ένιωθαν ανακούφιση φεύγοντας.
Κάποια στιγμή, δύο πατρίκιοι, οι Γάλβιος και Κάνδιδος, επισκέφθηκαν τους Άγιους Τόπους. Όταν είδαν τον κόσμο έξω από το σπίτι της Άννας, αναρωτήθηκαν τι συνέβαινε και πλησίασαν. Έμαθαν για τα θαύματα και μπήκαν στο σπίτι της Άννας για να τη γνωρίσουν.
Η γριά γυναίκα, εντυπωσιασμένη από τους Κωνσταντινουπολίτες και μετά από την πίεση να τους αποκαλύψει που οφείλονταν τα θαύματα, αποκάλυψε στους δύο άντρες το μυστικό της και την ανησυχία της για το που θα μεταβιβάσει την Εσθήτα αργότερα αφού δεν είχε απογόνους. Οι δύο πατρίκιοι σκέφτηκαν να αποσπάσουν την Τίμια Εσθήτα με ένα τέχνασμα. Ζήτησαν να κοιμηθούν σπίτι της, όχι όμως σε οποιοδήποτε δωμάτιο, αλλά στο συγκεκριμένο που φυλαγόταν η Τίμια Εσθήτα, για να προσευχηθούν κοντά της. Αυτό που ήθελαν όμως ήταν να μετρήσουν τις διαστάσεις του φορέματος. Στην επόμενη επίσκεψή τους, άρπαξαν το φόρεμα και το αντικατέστησαν με κάποιο δικό τους ρούχο.
Μετέφεραν το ένδυμα στην Κωνσταντινούπολη και το τοποθέτησαν σε Ναό που ανήγειραν στην περιοχή των Βλαχερνών επ’ ονόματι των Αποστόλων Πέτρου και Μάρκου, και όχι της Θεοτόκου, φοβούμενοι μη τυχόν δώσουν στόχο για την πράξη τους.
Όμως η Χάρη της Παναγίας ενεργούσε θαύματα και το θέμα πήρε διαστάσεις. Γύρω στο 473 μ.X, ο αυτοκράτορας Λέων ο Μέγας πληροφορήθηκε την παρουσία του ιερού κειμηλίου στην ΚΠολη και με μεγάλη χαρά το μετέφερε σε Ναό της Θεοτόκου στις Βλαχέρνες (κτισμένου ήδη από την αυτοκράτειρα Πουλχερία), έκτισε σφαιροειδές Παρεκκλήσιο με νάρθηκα και τοποθέτησε την Τιμία Εσθήτα σε ειδική σορό δηλ. σε λειψανοθήκη, από ατόφιο ασήμι με επίχρυσα σκαλίσματα. Γι’ αυτό και το Παρεκκλήσιο ονομάσθηκε της «Αγίας Σορού». Αυτό το γεγονός εορτάζουμε στις 2 Ιουλίου κάθε χρόνο.
Τον Ιούνιο του 860 μ.Χ και ενώ ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’ μόλις είχε ξεκινήσει εκστρατεία κατά των Αράβων, το έθνος των Ρως, επιτέθηκε εναντίον του Βυζαντίου. Με στόλο 200 πλοίων, περικύκλωσαν την πρωτεύουσα την οποία άρχισαν να λεηλατούν. Ο αυτοκράτορας επέστρεψε στην πολιορκούμενη πόλη και μαζί με τον Πατριάρχη Φώτιο προσπαθούσαν να ενθαρρύνουν το τρομοκρατημένο πλήθος. Τότε ο Πατριάρχης, πραγματοποίησε μαζί με τον κόσμο λιτανεία γύρω από τα τείχη της Πόλης και περιφέροντας την Τίμια Εσθήτα, βάπτισε τα νερά. Ξέσπασε τότε θύελλα και θαλασσοταραχή, η οποία έτρεψε σε φυγή τον ρωσικό στόλο. Οι κάτοικοι της Πόλης, απέδωσαν τη διάσωση της Πόλης στην Τίμια Εσθήτα, καθιστώντας την Παναγία προστάτιδα της.
Πού πλέον ευρίσκεται η ιερά Έσθήτα;
Η ιερά Εσθήτα από την Πόλη μετακομίσθηκε σε μονή της Γαλλίας, προφανώς από τους Σταυροφόρους, στην οποία και μάλλον υπάρχει.
Η βυζαντινή λειψανοθήκη του Τιμίου Σταυρού, η επονομαζόμενη Σταυροθήκη του Limburg
Η βυζαντινή λειψανοθήκη του Τιμίου Σταυρού, η επονομαζόμενη Σταυροθήκη του Limburg, είναι ένα από τα αριστουργήματα της βυζαντινής τέχνης.
Η βυζαντινή λειψανοθήκη του Τιμίου Σταυρού ήταν μέρος του βυζαντινού αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου μέχρι το 1204, όταν το θησαυροφυλάκιο λεηλατήθηκε από τους σταυροφόρους της τέταρτης σταυροφορίας και το πολύτιμο αντικείμενο κατέληξε στην Γερμανία, όπου και δωρήθηκε στο μοναστήρι Augustinernonnenkloster Stuben an der Mosel από την οικογένεια του σταυροφόρου ιππότη Heinrich von Ülmen. Σήμερα βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της πόλης Limburg an der Lahn. Πολλά άλλα βυζαντινά θρησκευτικά και καλλιτεχνικά αντικείμενα βίωσαν την ίδια μοίρα, γεγονός που εξηγεί την παρουσία τόσων πολλών από αυτά στη Δύση τον 13ο αιώνα.
Η βυζαντινή λειψανοθήκη του Τιμίου Σταυρού έχει σχήμα ορθογώνιο και αποτελείται από δύο τμήματα που συνταιριάζονται μαζί. Το πρώτο τμήμα είναι μία κασετίνα με τεμάχιο Τιμίου Ξύλου σε σχήμα σταυρού και το δεύτερο είναι ένα κάλυμμα που ολισθαίνει και εφαρμόζει πάνω στην κασετίνα. Και τα δύο τμήματα είναι κατασκευασμένα από ξύλο πλατανιάς ενδεδυμένο με χρυσό, σμάλτο και πολύτιμους λίθους.
Η εσωτερική κασετίνα είναι πλούσια διακοσμημένη με χρυσές και σμάλτινες πλάκες που τοποθετούνται κατά μήκος του σταυρού και καλύπτουν θήκες με τεμάχια αγίων λειψάνων του Πάθους του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου και του Ιωάννη του Βαπτιστή (τεμάχια αγίων λειψάνων από: τα σπάργανα, το λέντιον, τον ακάνθινο στέφανο, τα πορφυρόν ιμάτιον, την σινδόνην, τον σπόγγον, το μαφόριον της Θεοτόκου, τη ζώνη της Θεοτόκου από τα Χαλκοπράτεια, τη ζώνη της Θεοτόκου από τη Ζήλα και μαλλιά από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο).ατανιάς ενδεδυμένο με χρυσό, σμάλτο και πολύτιμους λίθους.
Η σταυροθήκη του Stavelot
Η τρίπτυχη σταυροθήκη του Stavelot είναι μία μεσαιωνική σταυροθήκη Τιμίου Ξύλου από χρυσό και σμάλτο. Δημιουργήθηκε για να στεγάσει τα δύο εσωτερικά τρίπτυχα βυζαντινής προέλευσης που έλαβε πιθανότατα ως δώρο, ο ηγούμενος του αββαείου των Βενεδικτίνων μοναχών του Stavelot (στο σημερινό Βέλγιο) Wibald (1098-1158), ο οποίος είχε σταλεί σε διπλωματική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα τον χειμώνα του 1154.
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, ο Wibald έλαβε τα δύο μικρότερα τρίπτυχα ως διπλωματικό δώρο από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνό, και μετά την επιστροφή του στο Stavelot, ανέθεσε σε καλλιτέχνες της κοιλάδας του ποταμού Meuse (Μεύσης) να δημιουργήσουν το μεγαλύτερο εξωτερικό τρίπτυχο. Έτσι έχουμε ένα σπάνιο συνδυασμό βυζαντινών τρίπτυχων σταυροθηκών Τιμίου Ξύλου που ενσωματώθηκαν στο εσωτερικό λατινογενούς τρίπτυχης σταυροθήκης που λειτουργούσε και ως φορητό αλτάριο (= η αγία τράπεζα των Καθολικών). Η σταυροθήκη μάλιστα του Stavelot θεωρείται σήμερα και ένα εξαιρετικό αριστούργημα της Ρωμανικής αργυροχρυσοχοΐας και τέχνης.
Το μικρότερο βυζαντινό τρίπτυχο (αυτό που βρίσκεται ψηλότερα) φέρει σε μία εσωτερική κρυφή κοιλότητα: ένα μικροτεμάχιο Τιμίου Ξύλου, τεμάχιο από φόρεμα της Παναγίας, αντικείμενο από τον Πανάγιο Τάφο του Χριστού (που δεν μπορεί να αναγνωριστεί με βεβαιότητα, ίσως λίθος) και μικρό φύλλο περγαμηνής με την ακόλουθη επιγραφή στα λατινικά: De ligno Domini, de sepulchro domini, de vestimento marie virginis (= από το Ξύλο του Κυρίου, από τον Τάφο του Κυρίου, από φόρεμα της Μαρίας της Παρθένου). Η περγαμηνή και η επιγραφή είναι της ίδιας εποχής και πιθανότητα το σημείωμα γράφτηκε από τον ίδιο τον ηγούμενο Wibald, όταν έλαβε τα δώρα.
Ο Χιτώνας της Παναγίας στη Γεωργία
Πρόκειται για την τιμία Εσθήτα, που φυλασσόταν στις Βλαχέρνες; Μάλλον όχι, αν εκείνη ήταν μαφόριο και όχι χιτώνας (όπως περιγράφεται πιο πάνω). Ίσως πρόκειται για το δεύτερο ένδυμα της Παναγίας, που δώρισε πριν την κοίμησή της (το μαφόριο και το χιτώνα – γι’ αυτό ήταν δύο τα ενδύματα, ενώ, αν ήταν ίδια, θα ήταν λογικό να είχε μόνο ένα & να είχε ήδη δώσει το άλλο σε κάποιον φτωχό). Έτσι επιβεβαιώνεται και η πληροφορία της παράδοσης περί δύο ενδυμάτων. Δημοσιεύουμε το κειμενάκι από την Πηγή Ζωής.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΑΥΤΟ ΚΕΙΜΗΛΙΟ ΦΥΛΑΣΣΕΤΑΙ ΣΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΖΟΥΓΚΔΙΔΙ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ.
ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΓΕΩΡΓΙΑ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ (8ος ΑΙΩΝΑΣ) Ή, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΑΛΛΕΣ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (15ος ΑΙΩΝΑΣ).
ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΧΙΤΩΝΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΡΤΥΡΟΥΝ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ (1641-1688), ΟΙ ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΦΕΝΤΟΝ ΕΛΤΣΙΝ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΣ ΖΑΧΑΡΙΕΒ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΤΩΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ.
Ο ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΟΣ ΧΙΤΩΝΑΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ 1,80 Χ 1,50 Μ., ΗΤΑΝ ΒΑΜΜΕΝΟΣ, ΑΛΛΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ Η ΒΑΦΗ ΕΦΥΓΕ.
ΕΙΝΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΜΕΝΟΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟ ΞΥΛΙΝΟ ΚΙΒΩΤΙΟ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΠΗΓΗ ΕΥΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΥΠΑΘΟ ΓΕΩΡΓΙΑΝΟ ΛΑΟ.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ (ΔΙΠΛΑ) ΕΙΝΑΙ ΕΥΛΟΓΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΕ ΗΓΟΥΜΕΝΟ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΙΜΟΘΕΟ ΣΤΗΡΙΖΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ.
Πηγές:
https://fdathanasiou.wordpress.com/2014/07/01/το-μαφόριο-της-θεοτόκου-ψάχνοντας-θεο/, πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου
Facebook Comments