Έχω γεννηθεί στις 3 Οκτωβρίου του 1917 16-17 ετών ήμουν τότε, πού άρχισε ή μητέρα μου να πηγαίνη στα Κεραμιά, ήτοι το 1933. Ή μητέρα μου τον θαυματουργό Τίμιον Σταυρόν τον είχε γράψει σε μένα στη διαθήκη της. Από τότε λοιπόν πού πέθανε ή μητέρα μου, τον έχω εγώ και κάνω το έργον πού κάνει εκείνη. Γι’ αυτό και δεν παντρεύτηκα, παρόλο πού με ζήτησαν πάρα πολλά άτομα.
Ήθελα να αφιερωθώ και αφοσιωθώ εις την διακονία του Τιμίου Σταυρού!
Εκατοντάδες άτομα με έχουν καλέσει μέχρι σήμερα δαιμονισμένα ή και από άλλες αρρώστιες, να τους πάω τον Τίμιον Σταυρόν, να τον προσκυνήσουν, να τον ασπασθούν και πηγαίνω με τον ιερέα μαζί. Πάρα πολλά θαύματα και θεραπείες αρρώστων έχουν ιδεί τα μάτια μου, όταν δαιμονισμένους ή αρρώστους τους σταυρώνει ο ιερεύς με τον Τίμιον Σταυρόν. Γινόντουσαν τελείως καλά και δεν ξαναρρωστούσανε! Βεβαίως αναλόγως με την πίστη των αρρώστων. Άλλα και ο ιερεύς μας είναι με μεγάλη πίστη και αρετή. Να τον ακούτε να διαβάζει και να εξορκίζει, τότε θα πειστείτε γι’ αυτά πού σας λέγω.
Έτσι τότε, όταν ζούσε ή μητέρα μου, διάβαζε παρακλήσεις της Παναγίας μας, με ζωντανή πίστη στους αρρώστους.
Αυτά πού έλεγε ή μητέρα μου εις τους δαιμονισμένους, όταν τους σταύρωνε με τον Τίμιον Σταυρόν, τα είχε διδαχθεί τρόπον τινά, από την Χάρι του Χριστού” δηλαδή την είχε οδηγήσει ή Χάρις του Χριστού και έλεγε τα έξης περίπου: «Εις το όνομα τον Πατρός και τον Υιού και του Άγιου Πνεύματος. Αμήν. Σάς εξορκίζω πονηρά και ακάθαρτα πνεύματα να φύγετε, με την δύναμιν τον Ζωοποιού Σταυρόν, από τον δούλον σας τάδε και να μην έχετε εξουσία να πειράζετε ούτε τους εν τη γην αέρι και θαλασσή κ.ο.κ.».
Εις τους δαιμονισμένους πού φώναζαν, ότι θα φύγουν από το μάτι και θα τον τυφλώσουν ή από τα αυτιά και θα τον κουφάνουν ή από το στόμα και θα τον βουβάνουν, απαντούσε ή μητέρα και τους έλεγε; «Όχι, ακάθαρτα πνεύματα να φύγετε από το μικρό δαχτυλάκι, και να μη βλάψετε καθόλου τον ασθενή». Απαντούσαν οι δαίμονες: «Μωρή χονδρέλα αυτός πού είναι εκεί επάνω, Αυτός μωρή σ’ οδήγησε να λέγεις αυτά τα λόγια και να μας καις με τον στραβόν!!! πού κρατάς κ.λπ.»’ και εννοούσαν την Χάριν του Χριστού πού την βοηθούσε, και τον Τίμιον Σταυρόν.
Έτσι με την Χάριν του Τιμίου Σταυρού, πολλά δαιμόνια φυγαδεύοντο και οι άρρωστοι θεραπευόντουσαν.
Πολλές φορές έβλεπε στον ύπνο της τους αρρώστους, πού τους πάλευε με τον Τίμιον Σταυρόν και το πρωί πράγματι τους έφερναν και με την Χάρι του Τιμίου Σταυρού έφευγαν οι δαίμονες.
Γι’ αυτό συχνά μου έλεγε: «Σήκω παιδί μου να καθαρίσεις το σπίτι, γιατί θα φέρουν σήμερα ένα άρρωστο κ.ο,κ.». Ήτο ή μητέρα πολύ καθαρή σε όλα και στο σπίτι και στο σώμα και στην ψυχή.
Έτσι κάποτε μου λέγει: «Σήκω κόρη μου θα φέρουν μία άρρωστη». Έμενα, δεν ξέρω πώς, μου ξέφυγε και της λέγω: «Προφήτευσες πάλι μάνα!» Όχι, ότι δεν πίστευα, αλλά έτσι μου ξέφυγε. Τότε μου ξαναλέγει ή μητέρα: «Αύριο, θα ιδείς». Πράγματι, ακόμη δεν είχε ξημερώσει, φέρανε μία κοπέλα από τα Χανιά, και την λέγανε Αικατερίνη Ληψάκη. Ακούμε ξαφνικά έξω από το σπίτι μας, σφυρίγματα, γαυγίσματα, φωνές, κακό, φτυσίματα
κ.λπ., πού έκανε ή δαιμονισμένη. «Σήκω επάνω», μου λέγει ή μητέρα, «να ιδείς πού φέρανε μία δαιμονισμένη». Τότε ο αδελφός της δαιμονισμένης, μόλις βγήκα έξω, μου λέγει: «Σάς παρακαλώ, εδώ μένει μια ‘Ρεθυμνιώτισσα, πού έχει τον Τίμιον Σταυρόν;» «Μάλιστα, απαντώ, είναι ή μητέρα μου». Ανοίγω την πόρτα, βλέπω την κοπέλα.
Από αυτά πού έκανε ή δαιμονισμένη, φαινότανε σα γριά. Μόλις μπήκε στο σπίτι, εκεί πλησίον στο εικονοστάσι στάθηκε και γυρίζοντας προς εμένα μου λέγει: «’Προφήτευσες πάλι μάνα!» Έκανε κάπως και τη φωνή μου!
Ανατρίχιασα ολόκληρη μόλις τα άκουσα! Αυτό πού την προηγουμένη είπα στη μάνα μου, το δαιμόνιο το είπε. Έπεσα από τα σύννεφα, διότι ήτανε τότε, κάνα δυο φορές πού έβλεπα δαιμονισμένη, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό. και συνέχισε: «και όχι μωρή, πώς δεν πίστευσες, αλλά εγώ σε έβαλα και τα είπες αυτά!»
Κατεβαίνει και ή συγχωρεμένη ή μητέρα μου’ της λέγει: «Χονδρέλα, όλη νύχτα με πάλευες». Είχε στα χέρια της ένα χαρτί, οπού έγραφε τα έξης: «Να πάτε στο ‘Ρέθυμνο, εκεί είναι ή κλινική του Υιού μου. Να πάτε εις την Στεφάναινα και θα γίνει τελείως καλά». Είχε ιδεί την Παναγία στον ύπνο της ή μητέρα της κόρης και της είπε αυτά τα λόγια! και την επομένη ήρθαν από τα Χανιά στο ‘Ρέθυμνο.
Έμεινε οχτώ ήμερες σπίτι μας. Μαζεύτηκαν πάρα πολλοί από το ‘Ρέθυμνο. Καθενός πού ήρχετο, του έλεγε ο τρισκατάρατος τα αμαρτήματα του, π.χ. μωρέ εσύ δεν πηγαίνεις στην εκκλησία, μωρή εσύ δεν κοινώνησες 20 χρόνια, μωρέ εσύ έκλεψες εκείνο, έκανες το άλλο, πήγες εκεί κ.ο.κ. οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούμενοι να μην ακουστούν τα αμαρτήματα τους, φεύγανε.
Ή μητέρα μου τότε τον σταύρωνε και έλεγε να σιωπήσει. «Όχι, χονδρέλα με πιέζει ή δύναμης του στραβού και τα λέμε’ μας αναγκάζει ή δύναμης του και τα λέμε!!!»
Οχτώ ήμερες την πάλευε ή μητέρα μου. οι δαιμονικές της κρίσεις συχνότατες. Άλλαζε το πρόσωπον της όταν πάθαινε κρίση ύβριζε αισχρά την μητέρα μου κ.λπ. Τελευταία είπε το δαιμόνιο ότι μπήκε μέσα της, διότι οι συγγενείς του γαμβρού (ήτανε αρραβωνιασμένη) της έκαναν μάγια! Επί οχτώ ήμερες, το τι γινότανε εις το σπίτι μας, δεν περιγράφεται. Την τελευταία ήμερα έφυγαν οι δαίμονες, έγινε τελείως υγιής ή κοπέλα. Η μητέρα μου αποφάσισε να τη στεφάνωση.
Άλλα χρήματα δεν υπήρχαν για το γάμο και στεναχωριότανε. Ένα βράδυ βλέπει ή μητέρα την Παναγία εις τον ύπνο της και της λέγει: «Μη στεναχωριέσαι, εγώ θα φωτίσω μία χριστιανή, να σου δώση χρήματα για τον γάμο! και στον χρόνο αυτόν, Θα στεφάνωσης κι ένα σου παιδί!» Έτσι ακριβώς και έγινε. Δηλαδή της μίλησε ή χάρις της Παναγίας στο όνειρο και πραγματοποιήθηκαν όλα. Αυτό το περιστατικό συνέβη το 1944. Τον Αύγουστο την φέρανε και έγινε καλά και τα Χριστούγεννα την στεφάνωσε.
Ή πεθερά και οι δύο κουνιάδες της δεν τη θέλανε άπ’ αρχής και αυτές της είχαν κάνει τα μάγια. Δεν ξέρανε τι έχει ή κοπέλα και οι δικοί της την πηγαίνανε σε διαφόρους γιατρούς χωρίς αποτέλεσμα.
Έτσι δια της θαυματουργικής ενεργείας του Τιμίου Σταυρού, έγινε τελείως καλά. Την στεφάνωσε ή μητέρα μου. Απέκτησε παιδιά (ένα το ονόμασε Σταυρούλα) τα πάντρεψε. Έχει τώρα δύο χρόνια πού πέθανε ο άντρας της. Ήτανε ένας πολύ καλός άνθρωπος.
Άλλα θυμάμαι το πόσο φοβήθηκα και ανατρίχιασα, όταν ή δαιμονισμένη τότε κοπέλα, μόλις μπήκε στο σπίτι μου είπε: «Προφήτευσες πάλι μάνα!» τότε επενέβη ή μάνα μου και λέγει: «Τρισκατάρατε, μη τη φοβερίζεις». Ξαναλέγει, ή δαιμονισμένη: «Έχει πίστη σαν κι εσένα, αλλά την τσίτωσα εγώ! Εγώ την ανάγκασα και το είπε!» Όταν θεραπεύτηκε ή κοπέλα, λέγω στην μητέρα μου: «Μαμά, βλέπω την αξία του Τιμίου Σταυρού, βλέπω και την άξια σου. Εγώ πρώτα ο Θεός, (να ζήσης 100 χρόνια), όταν θα φυγής, θα σε αναπληρώσω. Δεν με νοιάζει κι αν μείνω ελεύθερη, χάριν της διακονίας του Τιμίου Σταυρού», για να υπηρετήσω την χάριν του ΤΙμίου Σταυρού.
Κάποτε με κάλεσαν να πάω στα Χανιά σε μια δαιμονισμένη από την Χαλέπα, Κατίνα το όνομα της. “Ήτο έγγαμος με τρία παιδιά. Την βλασφήμησε ο άντρας της και δαιμονίσθηκε! Πήρα τον Τίμιον Σταυρόν και μαζί με τον Ιερέα πήγαμε. Όπως στην μητέρα μου οι δαιμονισμένοι έλεγαν πολλές μαντινάδες, έτσι πρώτη φορά τότε, άκουσα και εγώ την δαιμονισμένη, να λέγει μια μαντινάδα για μένα.
«Στάσου μωρή καμπούρα, να πω και τη δική σου μαντινάδα: Ήρθε ή κόρη της χονδρής μ’ ένα μικρό τσιράκι, κι ώσπου να φτάσει την πίστη της μάνας της, θα πιή πολύ φαρμάκι. Ήρθε ή κόρη της χονδρής κι έβγαλε την γλωσσάρα, τους αγίους ονομάζω όλους από την αράδα. Εκάψατέ με κατά πολλά, με τ’ αγιάσματα, με τα ευχέλαια, με τα τρισάγια, με Θεία Κοινωνία, φεύγω και λευτερώνεται, δεν έχω πια αξία!»
και έφυγε το δαιμόνιον και θεραπεύτηκε ή γυναίκα και έκτοτε είναι τελείως καλά.
Τα πρώτα χρόνια είχαμε έναν Ιερέα εδώ στην περιοχή μας, 95 ετών. Ήτο όντως αγαθός άνθρωπος. Όταν φέρανε πάλι μία δαιμονισμένη στο σπίτι μας, τον φωνάξαμε. Μόλις μπήκε μέσα του λέγει ή δαιμονισμένη:
«Τράγε, φωτιά να σε κάψει. Αν υπήρχαν τραγιά σαν κι εσένα και τις χονδρέλες, σαν τούτο το ξυλοβάρελο, χαρά στον κόσμο». Κι έκανε ή δαιμονισμένη επίθεση κατά του Ιερέως, να τον χτυπήσει, να τον δαγκώσει, αλλά δεν την άφηνε ή χάρις του Χριστού. Είχε πολύ μεγάλη πίστη και αρετή’ 110 χρονών κοιμήθηκε. Το μνήμα του είναι εις τον Σωτήρα Χριστόν, γυναικείο μοναστήρι.
Θεραπεύτηκε ή δαιμονισμένη. Πριν φύγει το δαιμόνιον, είπε την έξης μαντινάδα στον ιερέα:
«Κρίμας στα τριγυρίσματα πού έχω κανωμένα και φεύγω και μου μένουνε τα σφάκελα σε μένα»
Είπε και για την μητέρα μου μία μαντινάδα. Την παλεύανε ο ιερεύς μαζί με την μητέρα μου από το πρωί 8 ή ώρα, και 3.15 απόγευμα έγινε τελείως καλά.
Όταν ερχόντουσαν οι άρρωστοι, τους κρατούσαμε στο σπίτι μας τρεις, δέκα, είκοσι ή και περισσότερες ήμερες. Θυμάμαι έναν πού τον κρατήσαμε τρεις μήνες με την μητέρα του! οι περισσότεροι γινόντουσαν τελείως καλά και επέστρεφαν στα σπίτια τους. Σχεδόν όλοι εθεραπεύοντο.
Ή μητέρα μου έκανε πολλή νηστεία για τους αρρώστους! Κάνανε και οι άρρωστοι και οι συγγενείς ανάλογη νηστεία, όταν μπορούσανε. Διότι όπως γνωρίζουμε, τα δαιμόνια φεύγουν με νηστεία και προσευχή. Επίσης χρειάζεται πίστις και ταπείνωσις!
Ή μητέρα μου γεννήθηκε επταμηνίτικο το 1885. Το 1888 βρήκε τον Τίμιον Σταυρόν και τον είχε μέχρι το 1956. Δεν υπάρχουν σήμερα τέτοιοι άνθρωποι.
Από τον καημό μου, Όταν πρωτοπέθανε ή μητέρα (όχι ότι γόγγυσα στην Χάρι του Χριστού), έλεγα: «Χριστέ μου, γιατί δεν την άφησες στη ζωή, πού θεραπεύοντο τόσοι άνθρωποι κ.λπ.», και τότε την βλέπω εις το όνειρο μου και μου λέγει:
«Πολύ με βάραινες την ψυχή μου. Γιατί κλαις από το πρωί μέχρι το βράδυ και μου βαραίνεις την ψυχή μου; Ηθέλησε ή Χάρις του Χριστού να με πάρη, γιατί τελείωσα την αποστολή μου, τον αγώνα της ζωής μου».
Εγώ από τον καημό μου, πράγματι, έκλαιγα ήμερα νύκτα. Αφού στα σαράντα της, πολλοί δεν με γνώρισαν. Άργησα να την ιδώ και στον ύπνο μου. Την είδα μετά 5-6 μήνες, λες και ήταν ζωντανή και μου λέγει:
«Παιδί μου, από όλα μου τα παιδιά σ’ αγαπώ ιδιαιτέρως. Το πνεύμα μου θα σε οδηγεί. Να μη φοβάσαι’ τίποτε δεν θα πάθεις. Να έχεις πίστη ακράδαντη. Κι εγώ θα σου αποκαλύψω, πότε θα ανοίγει ο Τίμιος Σταυρός!»
Πράγματι! Από βραδύς ονειρεύτηκα την μητέρα μου και το πρωί τον άνοιξαν, έγινε ή παράδοσης. Δηλαδή επί 7 χρόνια έκλεισαν το εκκλησάκι μας και τον Τίμιον Σταυρόν τον πήγανε εις την Μητρόπολη, εις το σκευοφυλάκιο. Ό Δεσπότης (Θεός σχωρέστον, έχει 4-5 χρόνια πού έχει πεθάνει), δεν ήταν κακός άνθρωπος, αλλά άλλοι πήγαιναν και του έλεγαν: «Να ή Στεφάναινα τον εκμεταλλεύεται τον Σταυρόν» και άλλες συκοφαντίες και παρασύρθηκε ο Δεσπότης και έκλεισε την Χάριν Του.
Όταν πήγα να τον πάρω, δεν παρουσιάσθηκε ο Δεσπότης. Δεν ξέρω γιατί τώρα ντράπηκε γι` αυτά πού είχε κάνει, δεν ξέρω. Ήτανε ο γραμματέας του, αυτός είχε υπογράψει αντί για τον Δεσπότη, να κλείση το εκκλησάκι και να πάρουν τον Τίμιον Σταυρόν.
Γονατίζω κάνω τον σταυρό μου.
Τον είχαν κλεισμένο μέσα σ’ ένα κουτί. Ή συγκίνησίς μου μεγάλη. Μόλις άνοιξε το κουτί ο γραμματεύς, μία λάμψις έντονος βγήκε από το κουτί και φώτισε το δωμάτιο. Εγώ δάκρυσα. Όλοι είδαν την λάμψιν και έμειναν κατάπληκτοι, ίδιος ο γραμματεύς, ο όποιος είπε αμέσως: «Μα, τι είναι αυτό το φως πού έβγαλε;»
Όλοι λοιπόν θαμπώθηκαν. Εγώ γονατιστή ευρισκόμενη, σκεπτόμουνα: «Αχ, να ήταν και ή μητέρα μου εδώ να τον ιδή, πού τον λάτρευε τον Τίμιον Σταυρόν τόσα και τόσα χρόνια!» Αυτό ήταν θα έλεγα το πρώτο θαύμα πού έκανε ο Τίμιος Σταυρός, από την στιγμή πού επανήλθε στην οικογένεια μας.
στις 13 Δεκεμβρίου 1955 μας πήραν τον Τίμιον Σταυρόν και έκλεισαν την εκκλησία. στις 6 Μαρτίου 1956, δηλαδή περίπου σε τρεις μήνες, πέθανε ή μητέρα μου.
Την τελευταία βραδιά όλο έψελνε και έλεγε πάρα πολλές προσευχές. Εκείνο το βράδυ και εγώ χωρίς να το θέλω, με είχε πιάσει ένας λυγμός και έκλαιγα συνέχεια με άφθονα δάκρυα. οι προσευχές της μητέρας μου συνεχίζοντα όλη τη νύκτα. Κατά την μία μετά τα μεσάνυχτα μου λέγει: «κοιμάσαι, παιδί μου;» «τι θέλεις μητέρα;» «Πλάγιασε παιδί μου να κοιμηθείς λίγο, διότι αρκετά σ’ έχω κουράσει και μάθε ότι αύριο Θα γίνει ή δίκη μου». Μετά από ώρα αρκετή την ακούω να λέγει:
«Μεγαλόχαρη μου Παναγία, σ’ ευχαριστώ πού ήρθες. Άφησε με ακόμη να ζήσω να ιδώ την αποκατάστασιν του ορφανού μου, της Γαλάτειας και κατόπιν ας γίνει το θέλημα σου». Έβλεπε την Παναγία ή όποια της είπε ότι θα την πάρη. Κατόπιν συνέχισε σαν εξομολόγηση τρόπον τινά: «πέρασα μεγάλες θλίψεις, πέρασα και καλές ημέρες, πολλά βάσανα με τα παιδιά, πείνες, δυστυχίες κ.λπ.»
Θα πέρασε αρκετή ώρα. Ξαφνικά ακούω να λέγει, κάνοντας τον σταυρό της: «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν ελθης εν τη Βασιλεία Σου μνήσθητί μου Άγιε, όταν ελθης εν τη Βασιλεία Σου μνήσθητί και ημών Δέσποτα όταν ελθης εν τη Βασιλεία Σου». Και αμέσως ανοίγει το στόμα της και κάνει όπως ακριβώς όταν κοινωνήση ένας άνθρωπος. Τα κρεβάτια μας ήτανε πολύ κοντά και τα παρακολουθούσα όλα. Με τα λόγια αυτά συνεχίζει: «Δόξα σοι ο Θεός δόξα σοι ο Θεός’ δόξα σοι ο Θεός’ οπότε θέλεις πάρε με!» Εκείνη τη στιγμή σαν να έριξαν πολλά αρώματα και ευωδίασε όλο το δωμάτιο! (ενώ εγώ δεν είχα καθόλου άρωμα σπίτι). Έμεινα κατάπληκτη από την άρρητη ευωδιά!
Μετ’ ολίγον μου λέγει: «Δεν μπορώ παιδί μου, φέρε μου λίγο νερό». «Μητέρα, λέγω, ομιλούσες προηγουμένως Όνειρο έβλεπες;» «Είδα παιδί μου, την Παναγία αρχικώς από τα Καστελάτα (θαυματουργός εικών) και μου είπε ότι θα γίνει ή δίκη μου αύριο». «Κατόπιν τι έβλεπες, μιλούσες;»
«Κατόπιν παιδί μου, είδα την χάριν του Χριστού αλλά δεν έβλεπα το πρόσωπον Του και βάσταγε το Αγιον Ποτηριών και κοινώνησα!» «Γι’ αυτό είπες δόξα σοι ο Θεός και μνήσθητί μου Κύριε κ.λπ.;» «Ναι παιδί μου. Να έχεις την ευχή μου και όλα μου τα παιδιά, κι εσύ ιδιαιτέρως, από τα φύλλα της καρδιάς μου».
Άρχισε να πρήζεται συνεχώς. Κάνει ξαφνικά τον σταυρό της, με φωνάζει και λέγει: «Τελειώνω, παιδί μου».
Κατά την κηδεία ήσαν τουλάχιστον 2.000 άνθρωποι. Θα ήσαν πολύ περισσότεροι, αλλά εγράφη: «Κηδεύεται ή Αικατερίνη Βασιλάκη», ενώ ο κόσμος ο πολύς την γνώριζε ως «Στεφάναινα από το ‘Ρέθυμνο». Αλλιώς θα ήρχοντο από όλη την Κρήτη, διότι πάρα πολλοί είχαν ευεργετηθεί από την χάριν του Τιμίου Σταυρού.
Εις τα 40 της ήρθε πάρα πολύς κόσμος. Επί 6 μήνες το κανδηλάκι της ήτο αναμμένο. Πήγαιναν οι άρρωστοι πού θεραπεύτηκαν από την χάρι του Τιμίου Σταυρού και άναβαν το κανδηλάκι!
Την ήμερα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, 29 Αυγούστου, ανοίχθηκε το εκκλησάκι. Έμενα με ονείρεψε, ότι θα ανοιχθεί το εκκλησάκι και θα δοθεί ο Τίμιος Σταυρός. Την είδα (σαν οπτασία), να ανεβαίνει προς το εκκλησάκι και να κρατά τον Τίμιον Σταυρόν. Δίπλα της δε ένας ιεροπρεπής, σαν ιερέας. Μου λέγει: «Παιδί μου, ήρθε ή ώρα τώρα, να ανοιχθεί ή εκκλησία του Τιμίου Σταυρού και να μπει στην θέσιν του!» Ξαφνικά σπάζουν τα λουκέτα και ανοίγουν οι πόρτες της εκκλησίας και εισέρχονται μέσα. Πράγματι, την επομένη ήμερα πήρα τον Τίμιον Σταυρόν και ανοίχθηκε το εκκλησάκι του!
Έκτοτε από 1ης Σεπτεμβρίου μέχρι της 14ης Σεπτεμβρίου, γίνεται καθημερινώς πρωί λειτουργία και το απόγευμα παράκλησις και έρχεται κόσμος πολύς. Χιλιάδες κόσμος! Κάθε χρόνο έρχεται και ο Δεσπότης, κάνει και λειτουργία. Εφέτος ήτανε και στον μέγα εσπερινό. Έρχονται από όλη την Κρήτη και από όλη την Ελλάδα δια την χάριν του Τιμίου Σταυρού. Ήτανε φέτος όπως και κάθε χρόνο και ο κ. Κωνσταντίνος Κωστουράκης, διδάσκαλος, από τα Χανιά, ο όποιος έγραψε τα «Κεραμιανά» και έτσι ή χάρις του Αγίου και Τιμίου Σταυρού, μαθεύτηκε εις το Πανελλήνιον. Παραμονή του Τιμίου Σταυρού και ανήμερα έρχονται χιλιάδες κόσμος.
Μία φορά, τότε πού είμασταν στο κάτω σπίτι, τότε πού ζούσε ή μητέρα μου, μία κοπέλα ήρθε σπίτι μας. Ήρθε να ιδεί μία δαιμονισμένη, πού είχαμε στο σπίτι. Μόλις μπήκε μέσα στο σπίτι ή κοπέλα (ούτε ή άρρωστη γνώριζε την κοπέλα, ούτε ή κοπέλα την άρρωστη), ή δαιμονισμένη άρχισε να γελά συνέχεια. Λέγει ή συγχωρεμένη μητέρα μου: «Γιατί τρισκατάρατε γελάς, μόλις μπήκε ή κοπέλα;»
«Εγώ θα σου πω χονδρέλα. Αυτή πού την βλέπεις, πήγε μία φορά σε μία φλυτζανού, σε μια μάγισσα και της άνοιξε το φλιτζάνι!» «Για εσάς είναι αμαρτία αυτό, για μας δεν είναι. Διότι εμείς παρουσιαζόμαστε σ’ αυτές τις φλυτζανούδες είναι δικοί μας άνθρωποι και στ’ αυτί τους τις λέγουμε ότι θα πάρη αυτή εκείνον και θα γίνει αυτό κι εκείνο’ και όταν βγαίνουν, παρασέρνει ή μία την άλλη και την φέρνει εις την φλυτζανού. Για εμάς είναι ή μάνα μας ή φλυτζανού, ή μάγισσα, διότι κάνει τα έργα μας! Κι αυτή εδώ μόλις ήρθε κάνει τον στραβό της, θαρρείς πώς είναι αγιασμένη».
Τότε ή συγχωρεμένη ή μητέρα μου ρωτά: «Βασιλικούλα, τα έκανες πράγματι αυτά». «Ναι, κυρία Στεφάνου, Ναι, πράγματι πήγα. Ό Θεός να μη επιτρέψει όμως να ξαναπατήσω. Άλλα που το ξέρει αύτη ότι πήγα;»
«Εγώ μωρή πού σε τσίτωσα και πήγες (λέγει ή δαιμονισμένη, δηλαδή ο τρισκατάρατός), εγώ μωρή το ξέρω, και γι’ αυτό το φανέρωσα!»
Δεν ξαναπήγε ή κοπέλα στην φλυτζανού. Ήρχετο κάθε βράδυ και έκανε τον σταυρό της και ομολογούσε πώς παρασύρθηκε και πήγε στην φλυτζανού.
Πάνω από 40 χρόνια ζήσαμε στο κάτω σπίτι’ και εκεί έφερναν τους άρρωστους. Ή μητέρα μου έζησε περί τα 72 χρόνια. Τον Τίμιον Σταυρόν, όπως σας είπα, τον βρήκε όταν ήτανε περίπου 3 χρονών κοριτσάκι. Μάζευαν ελιές, κοντά σε μια ερειπωμένη ερημοκλησιά. Ενώ έπαιζε Εις το ιερόν της εκκλησιάς, βρήκε τον Τίμιον Σταυρόν.
Ήτανε ασημένιος και μέσα είχε Τίμιον Ξύλον.
Μετά έκανε ή μητέρα μου μεγαλύτερη θήκη και έβαλε μέσα πολλών αγίων τεμαχίδια αγίων λειψάνων. Στο επάνω τμήμα της θήκης ήτο ο Τίμιος Σταυρός και στα άλλα δύο, δεξιό και αριστερό, άγια λείψανα. Γι’ αυτό οι δαιμονισμένοι (οι τρισκατάρατοι πού ήσαν μέσα τους), έλεγαν συχνά: «Έχει ή χονδρέλα ένα τρικέφαλο στραβό, πού μας καίει!»
Όταν διαβάζαμε τροπάρια εις τους δαιμονισμένους, οι τρισκατάρατοι πολύ φοβόντουσαν το «Θεοτόκε Παρθένε» κ.λπ., και το φυλλάδιο του αγίου Κυπριανού. Επίσης όταν λέγαμε το «Σταυρός ο φύλαξ πάσης της οικουμένης» κ.λπ. Δηλαδή οι δαιμονισμένοι την ώρα εκείνη, ταράσσονταν πάρα πολύ, έτρεμαν!
Δήλωσα να εργάζομαι προαιρετικά στην χάρι του Τιμίου Σταυρού, χωρίς να πληρώνομαι. Σε Λειτουργίες, βαπτίσια, γάμους, βοηθώ τους ιερείς σ’ όλα, χωρίς να πληρώνομαι. Μόνον για ψυχική ωφέλεια. Καμία φορά μου λέγει ο ιερεύς ο παπα-Γιάννης να μου δώσει λίγα χρήματα. Όχι, του λέγω’ εγώ θα εργάζομαι όσο θάχω την υγειά μου προαιρετικά, δωρεάν. Βοηθώ στα πρόσφορα, στο ψάλσιμο και ότι περνάει από το χέρι. Έχω σύνταξι από το Ι.Κ.Α.
Από 14 ετών έχω αναλάβει τον Τίμιον Σταυρόν. Με την χάρι του Τιμίου Σταυρού δεν φοβούμαι τους δαιμονισμένους. Δέκα οκτώ χρόνια εδώ επάνω μόνη, δε φοβήθηκα να μένω, πού ήτο ο τόπος παλαιότερο έρημος. Έχω πάρει πολύ θάρρος πού έβλεπα την μητέρα μου, πού δεν φοβόταν καθόλου τους δαιμονισμένους και επίσης από την μεγάλη δύναμη πού έχει ο Τίμιος Σταυρός, τον όποιον τρέμουν οι τρισκατάρατοι.
Τώρα έγινε αυτή ή συνοικία του Τιμίου Σταυρού. Πριν, ούτε σπίτια πέριξ της εκκλησίας ούτε φως ούτε νερό. Μόνη τόσα χρόνια σ’ αυτό το παραγκάκι.
Ή συγχωρεμένη μητέρα μου είχε βαπτίσει 100 παιδιά. Εκ τούτων τα 85 ήσαν υγιέστατα, 15 δε ήσαν δαιμονισμένα, από την περιοχή των Κεραμιών. Την βάπτιση την φοβάται πάρα πολύ ο τρισκατάρατος.
Πάρα πολλοί παρακαλούσαν την μητέρα να βάπτιση το παιδί τους. Πολλοί τάζανε τα παιδιά τους εις την χάριν του Τιμίου Σταυρού και έδιναν το όνομα Σταύρος -Σταυρούλα.
Και ο πατέρας μου είχε βαπτίσει 70 παιδιά. Τα περισσότερα εκ τούτων ελάμβαναν το όνομα Σταύρος -Σταυρούλα, διότι έτσι ήθελαν οι γονείς. και εγώ έχω βαπτίσει πέντε παιδιά.
Πολλές φορές δαιμονισμένους πού είχαμε στο σπίτι, προσπάθησαν εν ώρα κρίσεως και δαιμονικής ενεργείας, να με χτυπήσουν αλλά δεν τους άφηνε ο Τίμιος Σταυρός. Ορμούσανε να με χτυπήσουνε, δεν τους άφηνε όμως ή χάρις του Τιμίου Σταυρού.
Μία φορά πού φέρανε έναν δαιμονισμένο, χτύπησε την μητέρα μου Εις το στόμα και εις το πόδι. Εγώ φοβήθηκα. «τι έπαθες μητέρα;» λέγω κλαίγοντας. «Μη φοβάσαι παιδί μου, λέγει ή συγχωρεμένη. Δεν θ’ αφήσει ο Τίμιος Σταυρός να πάθω τίποτε». Πράγματι, αμέσως έβαλε αγιασμό Εις τα μωλωπισμένα μέρη και τα σταύρωσε με τον Τίμιον Σταυρόν.
Σε λίγο υποχώρησαν, εξαφανίσθηκαν τελείως οι μώλωπες (οίδημα, αιμάτωμα και μελανάδα). Ό δαιμονισμένος φώναζε: «Μωρή χονδρέλα, είσαι μάνα του στραβού και δεν σ’ αφήνει να πάθεις τίποτα’ κι εγώ μωρή σου κανα μια ζημιά, αλλά ο στραβός σε γιάτρεψε». Ή δε μητέρα, ούτε να κλάψει ούτε να στεναχωρεθή από τα χτυπήματα. Έλεγε πάντοτε: «Να γίνει καλά μόνον ο άρρωστος, ο δαιμονισμένος κι εμένα ή χάρις του Τιμίου Σταυρού, δεν μ’ αφήνει να πάθω κακό».
Επί 15 ήμερες συνέχεια κατόπιν, ή μητέρα μου και εγώ, πηγαίναμε στο σπίτι του, πού ήτανε κοντά. Συνέχεια προσευχές, παρακλήσεις, εξορκισμούς κ.λπ. Έγινε τελείως καλά και έκτοτε είναι υγιέστατος.
Μάλιστα, σε μια κρίση του, χτυπώντας την μητέρα, της έσπασε 4 δόντια. Αμέσως ή μητέρα του λέγει: «Να φυγής από το παιδί, δαίμονα εγώ τα δόντια θα τα βάλω», Δεν φοβήθηκε, δεν δείλιασε καθόλου. και πράγματι έφυγε το δαιμόνιον’ ζει σήμερα αυτό το άτομο και ευγνωμονεί την μητέρα μου πάντοτε, ή οποία με την δύναμιν του Τιμίου Σταυρού, τον απήλλαξε από το φοβερό και τυραννικό δαιμόνιο πού είχε.
Οι δαιμονισμένοι ποτέ δεν την έλεγαν την μητέρα με το όνομα της. Πάντοτε την έβριζαν: «Χονδρέλα, ξυλοβάρελο κ.λπ. αισχρές κουβέντες». Πολλά υπέφερε ή μητέρα από τους δαιμονισμένους.
Εδώ στο εκκλησάκι πού παλαιότερα ήτανε τελείως ερημιά, είμαι 27 χρόνια. Μερικές νύχτες ήρθαν κλέφτες να διαρρήξουν το εκκλησάκι, το σπιτάκι πού μένω, αλλά με την χάρι και την δύναμη του Τιμίου Σταυρού, ουδέποτε έγινε κακό, ουδέποτε φοβήθηκα. Έπαιρνα τον Τίμιον Σταυρόν, σταύρωνα το σπίτι, κοιμόμουνα ήσυχη. Ή χάρις του πάντοτε με προστατεύει, παραπάνω από ότι ήλπιζα.
Ή μητέρα μας πέθανε κατά την ήμερα της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού υπό της Αγίας Ελένης.
Εις το σπίτι μας είχαμε ένα μεγάλο δωμάτιο, οπού βάζαμε τους αρρώστους, τους δαιμονισμένους.
Την Όλγα την Καντηλιεράκη, την δαιμονισμένη, την είχαμε έξι μήνες στο σπίτι μας. Ένας προπάππος της είχε κλέψει τα τιμαλφή από την Ί. Μονή της Αγίας Τριάδος και δι’ αυτό υπέφερε πολλά από τους δαίμονας, λεγεώνα δαιμονίων είχε μέσα της. Την είχε φέρει ο αδελφός της σπίτι μας από τα Κεραμιά Χανίων και παρακάλεσε θερμώς τους γονείς μου, να την κρατήσομε σπίτι μας, διότι είχε ακούσει για την δύναμη του Τιμίου Σταυρού και τα θαύματα πού εγίνοντο με την χάρι Του. Μας περιέγραψε δε το μαρτύριο πού ή ίδια τραβούσε και ή μαρτυρική κατάστασι πού επικρατούσε Εις το σπίτι.
Ερώτησης: Ποία Ήτο ή συμπεριφορά της δαιμονισμένης Όλγας Εις το σπίτι σας;
Απάντησης: Μόλις την σταυρώναμε με τον Τίμιον Σταυρόν, την έπιανε κρίσης μεγάλη, έβριζε, έλεγαν οι τρισκατάρατοι, γιατί μπήκανε μέσα της. Αυτό έγινε, όταν την φέρανε σπίτι το 1933. Έτσι γνώρισε ή μητέρα μας τα Κεραμιά και τους δαιμονισμένους των Κεραμιών και την ιστορία τους. Έκτοτε πήγαινε πολύ συχνά εις Κεραμιά.
Όταν την έπιανε ή δαιμονική κρίσης, αγρίευε τόσο πολύ, έβριζε, έφτυνε κ.λπ., πού να σε πληρώνανε δεν την πλησίαζες. Άνοιγε το στόμα διάπλατα, πού φαινότανε ο φάρυγγας της, γούρλωνε τα μάτια, έτοιμη να ορμήξη επάνω σου, αλλά δεν άφηνε ή χάρις του Σταυρού. Αυτή τράβηξε πράγματι μαρτύριο από τους δαίμονας.
Έβγαζε και αφρούς από το στόμα της. Έβλεπε κανείς Εις τον λαιμό της κάτι σαν καρύδι να μετακινείται, αλλά και σ’ όλο το σώμα της κόμβοι – κόμβοι σαν ρόγες σταφυλιού να μετακινούνται και άλλοτε να εμφανίζονται εδώ, άλλοτε εκεί.
Όταν δεν είχε κρίσεις δαιμονικές, τότε ήτο ήσυχη, γαλήνια, ομιλούσε, έκανε δουλειές, έραβε, έπλεκε κ.λπ. Ξαφνικά εκεί πού ήτανε ήσυχη, άρχιζε να τρέμει ολίγο, άρχιζε να γελάει, αγρίευε, και ξέραμε ότι σε λίγο θα άρχιζε ή δαιμονική κρίσης.
Με την κρίση άρχιζε ο τρισκατάρατος να βρίζει, να ομιλεί κ.λπ. πού προηγουμένως ανάφερα. Εις τις αρχές πού την είχαμε φέρει Εις το σπίτι μας την Όλγα, μου λέγει ένα βράδυ ή μητέρα μου: «Να κοιμηθείς με την Όλγα μαζί». «Μα, μητέρα, αν την πιάσει κρίσης και μου κάνει κακό;» «Δεν σου κάνει τίποτε παιδί μου’ μην φοβάσαι».
Όταν την νύχτα την έπιασε κρίσης, άρχισε να λέγει αγριεμένη: «Μωρή, θα σε πνίξω». Εγώ άρχισα να κάνω τον σταυρό μου και να λέγω το πιστεύω.
Όση ώρα έκανα τον σταυρό μου και έλεγα το πιστεύω, ο τρισκατάρατος δεν μπορούσε να μου κάνη τίποτε, μόνον συνέχεια έλεγε: «Τον κακό σου τον καιρό κ.ο.κ.», όση ώρα έλεγα εγώ σιγανά το πιστεύω. Δηλαδή δεν ήθελε να τελειώσω το πιστεύω” τον έκαιγε.
Είδα λοιπόν, ότι κάνοντας τον σταυρό μου, λέγοντας το πιστεύω, έχοντας κοντά μου την Αγία Γραφή και φορώντας φυλαχτό (σταυρό με άγια λείψανα), για το όποιο έλεγε ο τρισκατάρατος, ότι τον καίει και ζητούσε να το πετάξω, δεν είχε καμία εξουσία επάνω μου, πήρα πολύ θάρρος και κοιμόμουνα επί μήνες κάθε βράδυ μαζί της!
Μου έλεγε ή μητέρα μου: «Να κοιμάσαι μαζί της διότι όταν έχει έναν άνθρωπο κοντά της, δεν έχει εξουσία ο τρισκατάρατος να την πολυβασανίζη».
Στην αρχή φοβόμουνα και εγώ και έλεγα μέσα μου «Παναγία μου, μήπως με πνίξει καμία φορά»” αλλά έβλεπα πώς με τον Τίμιον Σταυρόν την δάμαζε ή μητέρα μου και δεν μπορούσε να την βλάψει.
Την πρώτη φορά, την νύχτα πού την έπιασε κρίσης, πήγα μόλις τελείωσα το πιστεύω και φώναξα την μητέρα μου. Μου λέγει: «Μη φοβάσαι πάρε τον Τίμιον Σταυρόν από το εικονοστάσι και βάλε τον πάνω της». Ή Όλγα έλεγε: «Μη μωρή’ μην τον φέρνεις, γιατί θα σε πνίξω κ.λπ.». Εγώ πήγα, τον έβαλα επάνω της και λες και κόλλησε σαν βεντούζα και τότε δεν μπορούσε ούτε χειρονομία να μου κάνη ούτε να με βλάψει σε τίποτε. Έτσι πήρα θάρρος και έλεγα: «Δεν έχεις Καμία εξουσία επάνω μου ή χάρις του Τιμίου Σταυρού δεν θα σ’ αφήσει να με βλάψεις».
Έτσι όταν την έπιανε ή κρίσης την νύκτα, έπαιρνα τον Τίμιον Σταυρόν και τον έβαζα επάνω της και ξεκούραζα έτσι την μητέρα μου, πού πολύ κουρασμένη κοιμότανε κάθε βράδυ, φροντίζοντας τόσο για το σπίτι και τα παιδιά της, όσον και για τους τόσους αρρώστους, πού έτρεχε για να βοηθήσει.
Ή Σταυρούλα, ή αδελφή μου, φοβότανε πάρα πολύ και δεν πλησίαζε καθόλου την Όλγα. Της έβγαλε το όνομα Σταυρούλα και την προόριζε αυτή να αναλάβει τον Τίμιον Σταυρόν και να εξυπηρετεί τους άρρωστους, γι’ αυτό και αυτήν είχε πάρει μαζί της Εις τα Κεραμιά κατά τον έξαφορισμόν του 1936. ‘Αλλά δεν πλησίαζε τους αρρώστους τους φοβότανε πολύ.
Το 1936 εγώ ήμουν 19 ετών, ενώ ή Σταυρούλα 14 ετών. Τελικά ή μητέρα μου άφησε τον Τίμιον Σταυρόν σ’ έμενα, λέγοντας: «Παιδί μου, σε εσένα αφήνω τον Τίμιον Σταυρόν. Αν θέλεις πάντρεψαν και αν ΄θέλεις μείνε ελεύθερη. Ότι σε φώτιση ή χάρις του Τιμίου Σταυρού»,
Ή Όλγα ή Κανδηλιεράκη από μικρό κοριτσάκι αρρώστησε. Νόμιζαν όμως ότι είναι επιληψία ή κάποια άλλη αρρώστια και την πηγαίνανε στους ιατρούς, την βάζανε ενέσεις κ.λπ. Όταν έγινε κοπέλα και αντίκρισε τον Τίμιον Σταυρόν, τότε εκδηλώθηκε το δαιμόνιο.
Μία ημέρα είχε αρκετό κόσμο.
Την είχε πιάσει πάλι φοβερή κρίσης. Ή μητέρα την σταύρωνε με τον Τίμιον Σταυρόν. Εμείς διαβάζαμε την παράκλησι. Ακούμε την μητέρα να λέγει: «Τρισκατάρατε, να φυγής, να μην την βλάψεις’ από το μικρό δάκτυλο του ποδιού της να φυγής». Την σταύρωνε συνέχεια. Ξαφνικά βλέπομε όλοι να μεγαλώνη το πόδι της και από το δάχτυλο του ποδιού της μία σταγόνα αίμα. Συνήλθε από την φοβερή δαιμονική κρίση. Όχι, ότι θεραπεύτηκε, αλλά οπωσδήποτε θα έφυγαν πολλά δαιμόνια, διότι είχε λεγεώνα δαιμονίων μέσα της. Έκτοτε οι δαιμονικές κρίσεις δεν ήσαν τόσο φοβερές.
Όταν συνερχόταν από τις κρίσεις, σου μιλούσε με αγάπη και έλεγε κανείς: «Μα, αγία είναι».
Ό επίσκοπος Ξηρουχάκης είχε δώσει εντολή, να εορτάζουνε κάθε χρόνο οι άρρωστες το γεγονός το μεγάλο της θεραπείας τους κατά τον έξαφορισμόν. Αυτό εγίνετο επί χρόνια. Σήμερα δεν γνωρίζω αν γίνεται αυτό εις τα Κεραμιά, διότι οι περισσότεροι, σχεδόν όλοι από τους θεραπευθέντας, έχουν αποθάνει.
Ή Όλγα όταν έγινε καλά, μας έλεγε, ότι τον διάβολο τον έβλεπε άλλοτε σαν Τούρκο, άλλοτε με ουρά, με κέρατα κ.ο.κ. εμείς βλέπαμε μόνον τις δαιμονικές κρίσεις και τις μετακινήσεις σ’ όλο της το σώμα, σαν γρουμπούλια – γρουμπούλια μετακινούμενα!
Όταν έγινε καλά από τα Κεραμιά κατέβηκαν Εις το Βατέ. Είχα πάει και εγώ και έμεινα 10 ήμερες κοντά της, στο σπίτι του Γιάννη του αδελφού της. Ήτο τελείως καλά. και ουδέποτε την έπιασε κρίσης έκτοτε.
Ό Γιάννης ήτο πολύ καλός, ο αδελφός της (και ο Μιλτιάδης), και την συγκρατούσε στην αρρώστια της.
οι δαίμονες την σήκωναν εις τον αέρα. Πάρα πολλά άτομα το είχανε ιδεί αυτό.
Πολλά έλεγαν οι δαιμονισμένοι, όταν τους σταύρωνε ή μητέρα: «Σάς συμφέρει τρισκατάρατοι να τα λέγετε, να τα αποκαλύπτετε αυτά».
«Ναι, μωρή χονδρέλα, διότι ή δύναμης του στραβού μας πιέζει, μας πατάει και τα λέμε».
Μια φορά μου λέγει ή Όλγα σε μια κρίση της: «Μωρή καμπούρα πού σ’ έβγαλε ή μάνα σου τσιράκι της! Έτσι μου έρχεται να σε πνίξω μωρή!»
– «Δεν μπορείς δεν σ’ αφήνει ή χάρις του Τιμίου Σταυρού να με πειράξεις τρισκατάρατε, έλεγα».
Όταν ήμουνα 14 ετών περίπου, θυμάμαι, τεμπέλιαζα και δεν ήθελα να πάω στην εκκλησία. Μία Κυριακή πρωί μου λέγει: «Θα έρθεις στην εκκλησία, γιατί αλλοίμονό σου». «Θα έρθω», της λέγω. Άλλα με πήρε ο ύπνος, ξύπνησα αργά και σηκώθηκα κατόπιν και έπλενα τα πιάτα. Όταν επέστρεψε ή μητέρα μου λέγει: «Γιατί δεν ήρθες στην εκκλησία;» «Να, είπα, ήθελα να πλύνω τα πιάτα κ.λπ.». Τότε πήρε ένα ξύλο και με έδειρε πολύ, λέγοντας: «”Αν άλλη φορά δεν έλθεις στην εκκλησία, θα σε σκοτώσω από το ξύλο!» “Έκτοτε ουδέποτε σταμάτησα να πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή και εορτή (εκτός αν είμαι άρρωστη), να εξομολογούμαι και να κοινωνώ. Θεός σχωρέστην την μητέρα μας, πού έτσι μας διαπαιδαγώγησε.
Ή μητέρα μας έκανε 12 παιδιά και τα ανέθρεψε με πείνα και στέρησι! Ουδέποτε την είδα Κυριακή και εορτή να απουσιάζει από την εκκλησία. Έτρεχε συνέχεια σε νοσοκομεία, σε σπίτια, σε κλινικές, όπου την καλούσαν παντού. Πήγαινε παντού χωρίς να παίρνει χρήματα.
Διότι ή χάρις του Χριστού σ’ ένα όνειρο της, της έδωσε εντολή, σαν να ήκουσε φωνή:
«Να πηγαίνεις, όπου σε ζητήσουν, για να βοηθάς. Να μην παίρνεις χρήματα και να μη γογγύσεις, γιατί τότε είναι σαν να παίρνεις χρήματα και θα χάσης την χάρι του Τιμίου Σταυρού».
Άνθρωπος δεν υπάρχει πού να είπή, ότι του είπε ή μητέρα: «Έφερα τον Τίμιον Σταυρόν, σταύρωσα τον ασθενή κ.λπ., δώσε μου 10, 20 δραχμές». Ουδέποτε πήρε χρήματα. Ενίοτε της έλεγαν: «Πάρτε αυτά τα χρήματα να ανάψετε ένα κεράκι κ.λπ.».
– «Όχι, πάρτε και μόνος σας ανάψτε ένα κεράκι, έλεγε ή μητέρα. Εγώ δεν αναλαμβάνω». Γι’ αυτό έκανε και ή χάρις του Τιμίου Σταυρού θαύματα. Δεν έγινε ποτέ εκμετάλλευσης.
Γι’ αυτό και εγώ όταν με καλούσαν, δεν ήθελα να παίρνω τον Σταυρόν και να πηγαίνω εις τα σπίτια, για να μη νομίζουν ότι τα κάνω για εκμετάλλευση. Κάθε φορά πού με ζητούσαν, έπαιρνα τον ιερέα και πήγαινα.
Μία νύχτα, μεσάνυχτα περίπου, χτύπησαν την πόρτα μου. και μου ζήτησαν να πάω να σταυρώσω στο νοσοκομείο έναν άρρωστο πού ήτανε βαρεία. Τότε κάλεσα και τον ιερέα και μαζί πήγαμε. Τον σταύρωσε ο ιερεύς με τον Τίμιον Σταυρόν και διάβασε και διάφορες ευχές. Το πρωί ο άρρωστος ήτανε τελείως καλά!
Ό ιερεύς πού έχομε είναι πολύ καλός, λέγεται Κύταρης Ιωάννης, έχει και πέντε παιδάκια. Εγώ τον Τίμιον Σταυρόν δεν τον δίδω ούτε σε συγγενή μου, αν δεν είμαι και εγώ μαζί. Σ’ αυτόν τον ιερέα όμως έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Μία ήμερα μου λέγει: «Έλα κάτω στον Άγιο Κωνσταντίνο, θα κάνω αγιασμό για την έναρξιν των κηρυγμάτων, των ομιλιών αν μπορείς, έλα».
«Πάτερ μου, του λέγω, δεν μπορώ σήμερα, δι’ αυτόν και δι’ αυτόν τον λόγο αλλά αν θέλετε τον Σταυρόν για τον αγιασμό, σ’ εσάς έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και σας τον εμπιστεύομαι».
Του έδωσα τον Σταυρόν και μ’ ευχαρίστησε πολύ. Έκανε αγιασμό, τους σταύρωσε όλους και όλοι τον προσκύνησαν.
Τον ιερέα αυτόν τον σέβομαι σαν πνευματικόν μου πατέρα, κάνει κηρύγματα σύντομα πολύ ωφέλιμα και μαζεύεται πολύς κόσμος. ‘Αλλά κι αυτός λέγει πάντοτε: «Ή Γαλάτεια είναι πνευματικόν μου παιδί!»
Μία ήμερα έμαθα ότι ο π. Ιωάννης δεν λειτούργησε. Ερώτησα και έμαθα, ότι ήτο άρρωστος. Πήγα να τον ιδώ, παίρνοντας μαζί μου τον Τίμιον Σταυρόν. Τον βλέπω να έχει στραβώσει το στόμα του και έτρεχαν σάλια. και από το ένα μάτι του έτρεχαν πολλά δάκρυα. Σαν συμφόρηση να πούμε. Μόλις του έδωσα τον Τίμιον Σταυρόν, έκανε τον σταυρόν του, άρχισε να κλαίει έντονα και σταυρώθηκε τρεις φορές.
Αμέσως την ώρα εκείνη, μπροστά σε μένα, στην παπαδιά και στους συγγενείς του, γύρισε το στόμα του και ήρθε στη θέση του. «Ω, μεγάλη ή χάρις σου Τίμιε Σταυρέ», λέγανε όλοι οι συγγενείς και κλαίγανε. «Περαστικά σου», του λέγω’ «όποτε θελήσεις θα στον ξαναφέρω». Όλα αυτά έγιναν στο νοσοκομείο. Άρχισε αμέσως να ομιλεί. Αισθανόταν τελείως καλά. Εγώ έφυγα.
Σε λίγο ήρθε ο ιατρός και έμεινε έκπληκτος από την μεγάλη βελτίωση και ότι ομιλούσε.
Του είπε ο π. Ιωάννης: «Έφερε ή Γαλάτεια τον Τίμιον Σταυρόν και από αυτήν την στιγμήν νιώθω υγιής». «Καλά, λέγει ο ιατρός. ‘Αλλά να πάρεις τα φάρμακα και να παραμείνεις 5-6 ήμερες στο νοσοκομείο». Εκείνος όμως το βράδυ σηκώθηκε και πήγε σπίτι του, διότι αισθανότανε τελείως υγιής και δεν πήρε καθόλου φάρμακα. Ή χάρις του Τιμίου Σταυρού του είχε δώσει την υγεία του. Κατόπιν σε μία ομιλία είπε: «Έπαθα μία στενοχώρια και μου ήρθε σαν συμφόρησης. Στράβωσε το στόμα μου, δεν μπορούσα να ομιλήσω, έτρεχε δάκρυα το μάτι μου κ.λπ. και ή αδελφή Γαλάτεια έφερε τον Τίμιον Σταυρόν, σταυρώθηκα και έγινα τελείως καλά!
Την ίδια ήμερα έφυγα από το νοσοκομείο, από την κλινική την παθολογική, οπού νοσηλευόμουν. Μεγάλη Του ή χάρις, μεγάλη Του ή χάρις! Πολλά θαύματα έχουν γίνει με την χάριν του Τιμίου Σταυρού, από την εποχή πού τον είχε ή αείμνηστη Κατίνα και συνεχίζονται τώρα, ευρισκόμενος νυν ο Τίμιος Σταυρός εις την κόρη της Γαλάτειας, Εις τον ιερόν ναό του Τιμίου Σταυρού».
Αυτός ο ιερεύς με έγραψε και στο Ι.Κ.Α. Είκοσι δύο χρόνια συνεργάζομαι μαζί του. Έχομε ιδεί και οι δυο μας πολλά θαύματα με την δύναμη του Τιμίου Σταυρού.
Στα Χανιά υπάρχει άσυλο για τους τρελούς’ πολλοί από αυτούς όμως έχουν δαιμόνια και όχι τρέλα. Μία φορά μας κάλεσε ο Διευθυντής να σταυρώσομε μία άρρωστη. Ή μητέρα μου ζούσε τότε, αλλά επειδή είχε δουλειά, έστειλε έμενα.
Ή άρρωστη ελέγετο Χαρίκλεια και ήτο από το ‘Ρέθυμνο. Με γνώρισε αμέσως μόλις με είδε, διότι την είχαν φέρει σπίτι μας σε μία κρίση της. Ή πεθερά της την είχε κάνει μάγια και μετά, για να το σκεπάσουνε, κάνανε χαρτιά και την κλείσανε στο ψυχιατρείων, στο άσυλο πού βάζανε τους τρελούς.
Ήτανε την ώρα εκείνη στα καλά της. Όταν έβγαλα τον Τίμιον Σταυρόν και άρχισα να την σταυρώνω, αμέσως έπαθε δαιμονική κρίση άρχισε να γαβγίζει σαν σκυλί, να με βρίζει: «Καμπούρα, γιατί τον έφερες; φωτιά να σε κάψει κ.λπ.». Ξαφνικά τον Σταυρόν τον έβαλε στο στόμα της’ άρχισε να ουρλιάζει: «Εκάηκα, εκάηκα κ.λπ.» και σε μισή ώρα είχε συνέλθει και ήτο τελείως υγιής.
Τότε ο Διευθυντής λέγει: «Πείτε στους συγγενείς της να έρθουν να υπογράψουν και να την πάρουν αυτή δεν έχει τρέλα έχει δαιμόνιον, όπως οι δαιμονισμένοι των Κεραμιών. Γιατί εγώ παρευρέθηκα στα Κεραμιά’ είδα τους δαιμονισμένους, έτσι και αύτη. Όταν είναι καλά, είναι καλή, ευγενής, βοηθάει κ.λπ. Όταν την πιάσει δαιμονική κρίσης και την πιάνει, όταν θα έρθει με κάτι αγιαστικό, τότε είναι φοβερό να την βλέπεις. Είναι δαιμονισμένη. Να έρθουν να την πάρουν και να την πάνε σε προσκυνήματα.
Μόνον με αγιαστικά μπορεί να θεραπευτή».
Κατά την κηδεία της μητέρας, όπως είπα προηγουμένως, ήλθε πάρα πολύς κόσμος, δεν τους χωρούσε ούτε ή μεγάλη αυλή μας ούτε το στενό ούτε το άλλο κάτω στενό. Μέχρι το νεκροταφείο έφθανε ο κόσμος.
Ήσαν άτομα πού είχαν ευεργετηθεί από την μητέρα, με την χάρι του Τιμίου Σταυρού και οι συγγενείς των, διότι το σπίτι μας χρόνια πολλά ήτο σαν κλινική. και οχτώ αρρώστους – δαιμονισμένους έφτασε να έχει το σπίτι μας, την ίδια ήμερα!
Κάποτε, πού πήγα στον τάφο της, βρήκα μία γυναίκα πού άναβε το κανδήλι της μητέρας και έλεγε: «Αχ, κυρά – Στεφάναινα ο Θεός να σε αγιάσει, πού ήμουνα άρρωστη και έφερες την χάρι του Τιμίου Σταυρού και έγινα τελείως καλά. Πού ποτέ δεν μας πήρες χρήματα, αλλά μας έδιδες και ελεημοσύνη! και εγώ θα έρχομαι να σου ανάβω το κανδηλάκι σου μέρα – νύχτα». Επί 6 μήνες πράγματι το κανδηλάκι της μητέρας μας ήτανε αναμμένο από διάφορα άτομα πού είχαν ευεργετηθεί.
Φέτος του Τιμίου Σταυρού χιλιάδες κόσμος είχε έρθει Εις την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού. Πάρα πολλοί ήσαν εκείνοι πού έλεγαν «Ό Θεός να την αγιάσει την Στεφάναινα, ο Θεός να την αγιάσει, πού ευεργέτησε τόσον κόσμο, πού έκτισε την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού κ.λπ.».
Κάποτε φέρανε στο σπίτι μας ένα κοριτσάκι 11 ετών, ονόματι Ευαγγελία Καντηλιεράκη, εξαδέλφη της Όλγας.
Το κοριτσάκι αυτό ήτο δαιμονισμένο. Έμεινε αρκετούς μήνες σπίτι μας. Όταν πάθαινε κρίσεις δαιμονικές, τον καναπέ τον έσπαγε από την αγωνία και τα χτυπήματα. Την χτυπούσε ο τρισκατάρατος και αίμα έβγαζε από το στόμα της, το φουκαριάρικο!
Στην κρίση της, σε όσους παρευρίσκοντο, έλεγε αμαρτίες τους και ό,τι είχαν κάνει. Φοβερό να το βλέπη κανείς στις δαιμονικές κρίσεις!
Είχαν φέρει και ένα παιδί δαιμονισμένο, πού επί τρία χρόνια ήτο δέσμιο στον σατανά. Ό πατέρας αυτού του παιδιού είχε πάρει πάνω από εκατό φορές ψεύτικους όρκους. Όταν πάθαινε κρίσεις, έβγαζε την γλώσσα του και γινότανε σαν το φτυάρι του φούρνου. Γούρλωνε τα μάτια του και αγρίευε και ήτο σαν φονιάς. Όνομαζότανε το παιδί αυτό Γεώργιος Καμαριανάκης. Όταν τον έβλεπε κανείς σε κρίση, ήταν κάτι φοβερό, τρομάρα τον έπιανε. Όταν τον σταύρωνε ή μητέρα, έλεγαν οι δαίμονες: «Χονδρέλα, μπήκαμε στο Γιώργη, διότι έκανε 102 όρκους ο πατέρας του κ.λπ.». Έλεγαν επίσης οι δαίμονες: «Θα τσιτώνομε συνεχώς τον πατέρα του για να μην πιστέψει». Ό πατέρας αυτού του παιδιού δυστυχώς αυτοκτόνησε. Ό Γεώργιος κατά τον έξαφορισμόν πού έγινε το 1936 (ήτανε από τα Κεραμιά), θεραπεύτηκε! Στην κατοχή τον Γιώργο τον σκότωσαν οι Γερμανοί.
Μία δαιμονισμένη, όταν πήγε ή μητέρα στα Κεραμιά με τον Τίμιον Σταυρόν, της είπε της έξης μαντινάδα:
«Ανάθεμα σε ‘Ρέθυμνε και νάθελα βούλησης, και την χονδρέλα τούτη δα, να θελα να την πνίξεις!
Σιγά – σιγά την κάναμε, χονδρέλα την δουλειά μας μα ήρθες και μας δίκασες κι έκαψες την καρδιά μας.
Χονδρή πού μας δίκασες την άμμο να μετρούμε αχ, και να ημπορούσαμε ούλοι να σε χυθούμε.
Για να σε εξολοθρεύσουμε, να μη μας βασανίζης, άγιασμα μας πότιζες για να μας θανατώνης,
και το μαχαίρι πού κρατάς, βαρεία μας πληγώνει. και όταν γεννήθηκες σου δόθηκε ή χάρις κι όταν σε βαπτίζανε στραβός έγινε στο λάδι (δηλαδή στην κολυμβήθρα έγινε σταυρός)!»
Όπως είπα και προηγουμένως, ή γιαγιά και ο παππούς μου μάζεψαν τις ελιές εις τον Αγιον Γιάννη, εις ένα ερημοκλήσι. Εκεί είχαν κτήμα με ελιές οι παππούδες μας. Είχαν πάρει μαζί τους και την μητέρα μου, πού ήτο 3 ετών κοριτσάκι και έπαιζε εκεί, στο μισογκρεμισμένο ερημοκλήσι. και εκεί μέσα βρήκε τον Τίμιον Σταυρόν. Πήγε αμέσως στην γιαγιά μου και λέγει: «Μαμά, βρήκα ένα λιλάκι»” δηλαδή το θεώρησε για παιχνίδι. «Παιδί μου, λέγει ή γιαγιά μου, αυτός είναι Σταυρός και στον έστειλε ο Χριστός». Πήγανε σπίτι, τον καθάρισαν τον λιβάνισαν και τον προσκύνησαν. Το ίδιο βράδυ ή γιαγιά στον ύπνο της βλέπει μία λάμψη να γεμίζει το δωμάτιο και ακούει φωνή:
«Το δώρο πού έδωσα στο παιδί σον, να το πάρεις εσύ, να τον λατρεύεις προσωρινώς και όταν το παιδί σον γίνει 15 ετών, θα της τον παραδώσης. Είναι δώρο ιδικό της. Να πηγαίνετε εις την εκκλησία, να λιβανίζης και να τιμάτε τον Τίμιον Σταυρό και πριν τον αναλάβει το παιδί σον, θα ιδείτε και το πρώτο Θαύμα».
Πράγματι, όταν ή μητέρα μου ήταν επτά ετών, τότε στο διπλανό χωριό δαιμονίσθηκε μία λεχώνα, την οποίαν είχε βλασφημήσει ο άνδρας της και ονομάζετο Ζηζήνα. Λέγει ή γιαγιά μου: «Αντε παιδί μου, να πάμε να σταυρώσομε την Ζηζήνα, πού είναι άρρωστη». Μόλις πήγαν ή δαιμονισμένη άρχισε να λέγει:
«Ό Μεγάλος Καπετάνιος έστειλε τον στραβόν! και αν την στραβώσετε την Ζηζήνα Θα φύγωμε! Εμείς μπήκαμε μέσα της, διότι μας έστειλε ο άντρας της».
Ή μητέρα μου μικρό κοριτσάκι, δεν ένοιωθε. Ή γιαγιά έβαλε τον Τίμιον Σταυρόν εις το δεξί χέρι της μητέρας μου’ τότε ο Τίμιος Σταυρός φεύγει από το χέρι της μητέρας μου και πηγαίνει και κολλά μόνος του, εις το στήθος της Ζηζήνας! Έπαθε εκείνη την στιγμή μεγάλη κρίση. Σε μία ώρα σηκώθηκε τελείως υγιής και δεν θυμότανε τίποτε. Κάθε φορά, όταν την έπιανε κρίσης προηγείτο μία ζάλη’ από εκεί και υστέρα, τι έκανε, τι έλεγε, δεν ήξερε, δεν θυμότανε!
Όταν έφθασε 15 ετών, την ζήτησε ένα παιδί την μητέρα μου. Τότε ο παππούς και ή γιαγιά μου της το είπαν. Εκείνη απήντησε: «Όχι, εγώ δεν παντρεύομαι. Μια και βρήκα την χάριν του Τιμίου Σταυρού, ίσως γίνω καλόγρια, ίσως μείνω έτσι. Πάντως δεν παντρεύομαι». Το ίδιο βράδυ βλέπει τον Χριστόν εις τον ύπνο της και ακούει φωνή:
«Να παντρευτείς. Ό Σταυρός πού σον έδωκα θα είναι κληρονομικός., των παιδιών σον των παιδιών και θα κάνης 12 παιδιά, θα σου δοθεί πίστης και με την χάριν τον Τιμίου Σταυρόν, θα πολεμάς τα δαιμόνια, χωρίς εκμετάλλευση και χωρίς γογγυσμό. Θα σε καλούνε και θα πηγαίνεις και εγώ πάντοτε θα σε βοηθώ και θα είμαι πάντοτε μαζί σον και να μη φοβάσαι πού τα πονηρά πνεύματα θα τσιτώνουν τους αρρώστους, να σε στενοχωρούν ποικιλοτρόπως. Να τα αντιμετωπίζεις με ανδρεία όλα. Θα σον αποκαλύψω δε, πότε θα κτίσης εκκλησία, έπ’ ονόματι τον Τιμίου Σταυρού!»
Έτσι ή μητέρα μου είπε το Ναι’ παντρεύτηκε. Αρχικώς ο πατέρας δεν πήγαινε στην εκκλησία, δεν έξομολογείτο, δεν κοινωνούσε. Ή μητέρα μου προσηύχετο συνεχώς” εις τον Χριστόν και εις την χάριν του Τιμίου Σταυρού να φωτιστή και να πάρη τον δρόμο της σωτηρίας. Τελικά φωτίσθηκε από τον Θεόν και μία ημέρα λέγει εις την μητέρα μου:
«Κατίνα, αποφάσισα με την καλή σου συμπεριφορά και με την χάριν τον Τιμίου Σταυρού, να πάω να εξομολογηθώ και να μεταλάβω».
Άπαντα ή μητέρα: «Ή χάρις του Τιμίου Σταυρού να σε φώτιση, να το κάνης».
Ή μητέρα μου έλεγε μετά: «Δεν αισθάνθηκα μεγαλύτερη χαρά στη ζωή μου, όταν είδα τον πατέρα σου να εξομολογείται και να κοινωνεί των Άχραντων Μυστηρίων».
Μετά τόσο πολύ άλλαξε ο πατέρας μου, πού έγινε από τους καλύτερους χριστιανούς. Έλεγε κατόπιν στη μητέρα μου:
«Ό Θεός να στο πλήρωση πού με βοήθησες και εξομολογήθηκα, κοινώνησα και γνώρισα τον Χριστόν! Ό Θεός να στο πλήρωση!»
Στο σημείο αυτό, αγαπητοί, οφείλομε να εκφράσουμε τις θερμές μας ευχαριστίες στον σεβαστό μοναχό π. Σάββα πού πήρε αυτές τις ζωντανές διηγήσεις με πρόσωπα θεραπευθέντα και πού είχαν άμεσες και έμμεσες εμπειρίες των φοβερών γεγονότων με τους δαιμονισμένους των Κεραμειών, και έτσι διασώθηκαν και δημοσιεύονται προς δόξα Θεού και ψυχική ωφέλεια μας.
Πηγή: http://apantaortodoxias.blogspot.com/2009/10/blog-post_7036.html
Ο σταυρός της Στεφάναινας (Κατίνας Βασιλάκη), φυλάσσεται στο γνωστό εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού (στο λόφο πάνω από το νοσοκομείο της πόλης του Ρεθύμνου), όπου κάθε χρόνο το πρώτο μισό του Σεπτέμβρη γίνονται κάθε πρωί και βράδυ λειτουργίες, παρακλήσεις και εσπερινοί (ανάλογα με την ώρα) και όπου την παραμονή και ανήμερα του Τιμίου Σταυρού (13 και 14 Σεπτέμβρη) όλη η πόλη έρχεται να προσκυνήσει (αν δεν έχεις πάει, πήγαινε). Ο σταυρός αυτός έχει κάνει πάρα πολλά θαύματα, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί και σε πολλούς εξορκισμούς, με κυριότερο τον τρομερό εξορκισμό στα Κεραμιά Χανίων τη δεκαετία του 1930 (μαζική και τρομερή περίπτωση δαιμονισμού, γνωστή στους παλαιότερους), όπου η Στεφάναινα συμμετείχε μαζί με τον τότε επίσκοπο Χανίων Αγαθάγγελο. Η περίπτωση αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι η τελική απάντηση σε όποιον νομίζει ότι ο δαιμονισμός «δεν υπάρχει» αλλά είναι απλώς ψυχική ασθένεια…
Η Στεφάναινα έχτισε αυτό το εκκλησάκι μετά από σειρά θαυμάτων και δώρισε το σταυρό στην Εκκλησία του Ρεθύμνου (τον είχε βρει, όταν ήταν μικρή, σε κάποιο χωράφι στο χωριό της και λέγανε πως πετάχτηκε εκεί με την ανατίναξη του Αρκαδίου). Υπάρχει ολόκληρο βιβλίο για την ιστορία του λόφου και τα θαύματα του Τιμίου Σταυρού. Αναζητήστε το στη βιβλιοθήκη της πόλης μας ή σε σπίτια χριστιανών της παλιάς γενιάς.
Πηγή: https://rethemnos.gr/istoriki-ke-thavmatourgi-stavri-sto-rethimno/
Facebook Comments