Ο μακαριστός Γέροντας Ιάκωβος γεννήθηκε την 5η Νοεμβρίου του 1920 στα ευλογημένα και ματωμένα χώματα της αγιοτόκου Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα στο Λιβίσι της Μάκρης, μία μικρή πόλη απ’ τις παραθαλάσσιες της Ιωνικής Γης, στο ύψος περίπου του Καστελλόριζου, από γονείς ενάρετους και ευσεβείς, τον Σταύρο Τσαλίκη και την Θεοδώρα, κόρη του Γεωργίου και της Δέσποινας Κρεμμυδά. Οι γονείς του Γέροντος γέννησαν εννέα παιδιά, αλλά στη ζωή αυτή επέτρεψε ο Θεός να μείνουν μόνον τρία.
Ένιωθε πάντοτε μια ιδιαίτερη αγάπη για την Κύπρο. Η μάνα του Θεοδώρα, όταν ήθελε να παρακαλέσει την Παναγία, εγύριζε κατά τα βουνά του Κύκκου και φώναζε: «Παναγία του Κύκκου μου. Φύλαγε τα παιδιά του κόσμου και τα δικά μου». Αυτή τη σχέση της μάνας του με την Παναγία του Κύκκου, με την Κύπρο, θα την κληρονομήσει ο γέροντας μαζί με όλη τη μικρασιατική παράδοση και θα τη μεταφέρει πρόσφυγας το 1922 στη βόρεια Εύβοια.
Η οικογένεια του Γέροντος ήταν από τις πιο εύπορες οικογένειες της περιοχής, ο μεγάλος της όμως πλούτος ήταν η ευσέβειά της και η αγνή χριστιανική πίστη που είχε πολύ βαθιές ρίζες. Το γενεαλογικό δέντρο της είχε να καυχηθεί με την εν Χριστώ καύχηση επτά γενεές Ιερομονάχων, έναν αρχιερέα και έναν άγιο.
Τα θλιβερά γεγονότα όμως της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι θηριωδίες και τα εγκλήματα των αγριανθρώπων Νεοτούρκων και των Κεμαλικών σε βάρος των χιλιάδων Ελλήνων της Μ. Ασίας και του Πόντου, που είχαν ήδη αρχίσει από το 1915 και 1917 μέχρι το 1920, έπληξαν και την οικογένεια του Γέροντος Ιακώβου.
Ο παππούς και νονός του, ο Γιώργης Κρεμμυδάς, άνθρωπος πραγματικά του Θεού, ο θείος του, ο γιατρός Χατζηδουλής, καθώς και άλλοι οικείοι του συνελήφθησαν απ’ τους Τούρκους και στη διάρκεια της εξοντωτικής πορείας για τα τάγματα εργασίας στα βάθη της Τουρκίας ξεψύχησαν κοντά στη Νίγδη απ’ τα βασανιστήρια των άγριων και αιμοβόρων Τούρκων ζαπτιέδων – χωροφυλάκων – και στρατιωτών.
Ο πατέρας του, Σταύρος Τσαλίκης, πιάστηκε αιχμάλωτος κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες του Λιβισιού στις αρχές του 1922. Μετά από φοβερές κακουχίες, ατέλειωτες οδυνηρές οδοιπορίες και αναγκαστικές εργασίες σε ορυχεία, νταμάρια και αλλού, τον πήγαν στα μέρη της Τραπεζούντας και τον έβαλαν να χτίζει νοσοκομείο.
Ο ξεριζωμός
Ο π. Ιάκωβος, δύο χρονών τότε παιδάκι, με τη γιαγιά του, τη μητέρα του, τα δύο του αδέλφια, τον Γιώργο τεσσάρων χρονών και την Αναστασία, σαράντα μόλις ημερών, ξεριζώθηκαν κι αυτοί απ’ την πατρίδα τους, το Λιβίσι, μαζί με τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα και τους γέροντες, καταληστευμένοι και ταλαιπωρημένοι πολύ απ’ τους Τούρκους, που είχαν γίνει πιά για τους Έλληνες μόνο μαχαιροβγάλτες, άρπαγες και βιαστές. «Θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς…».
Τα καράβια της προσφυγιάς που μετέφεραν τους Έλληνες πρόσφυγες, βασανισμένους από πείνα, δίψα και ψείρα, «πιάσανε» στον Πειραιά. «Όταν κατεβήκαμε στο λιμάνι του Πειραιά», αφηγείτο ο ίδιος ο Γέροντας, «παρόλη τη νηπιακή μου ηλικία, θυμάμαι ότι ακούσαμε για πρώτη φορά στην ζωή μας κάποιους Έλληνες να βλαστημάνε τα Θεία. Τότε η γιαγιά μου είπε: “Πού ήρθαμε εδώ; Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω να μας σκοτώσουν οι Τούρκοι, παρά να ακούμε τέτοια λόγια. Στη Μικρά Ασία δεν ξέραμε τέτοια αμαρτία». Τα λόγια αυτά της γιαγιάς του Γέροντος Ιακώβου φανερώνουν το πώς οι Μικρασιάτες ζούσαν τον Θεό.
Από τον Πειραιά το καράβι που μετέφερε και την οικογένειά του Γέροντα έφυγε για την Ιτέα, όπου εκεί τους κατέβασαν μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες και στη συνέχεια τους οδήγησαν ποδαρόδρομο σ’ ένα χωριό της Άμφισσας, τον Άγιο Γεώργιο, όπου έμειναν μαζί με άλλες οικογένειες κάτω από δύσκολες συνθήκες, σε μία μακρόστενη αποθήκη για δύο χρόνια.
Η πρόνοια του Θεού έφερε μετά από δύο χρόνια στην περιοχή όπου ζούσαν τον πατέρα του Γέροντος για αναζήτηση εργασίας, ο οποίος είχε δραπετεύσει απ’ τους Τούρκους, παρόλο που τον φύλαγαν σαν τα μάτια τους, γιατί τον είχαν ανάγκη για αρχιμάστορα, κι έτσι ξανάσμιξε με την οικογένειά του με θαυμαστό τρόπο.
Ο γέροντας ένιωθε πάντοτε ότι ήταν απόγονος αγίων ανδρών, αφού άκουε από τη μάνα του ότι καταγόταν από εφτά γενεές ιερέων. Ένας από αυτούς ήτο ασκητής στα Ιεροσόλυμα, την ίδια δε τη μάνα του Θεοδώρα τη χαρακτήριζε ως ασκήτρια. Είχε τόση αρετή η ευλογημένη αυτή γυναίκα, που προείδε τον θάνατό της πολλές μέρες πριν και τον ανακοίνωσε στα παιδιά της, για να τα προετοιμάσει.
Η κλίση του προς το Θεό
Ο Γέροντας Ιάκωβος, πέντε χρονών παιδάκι τότε, για παιχνίδι του είχε ένα κεραμιδάκι στο οποίο έβαζε καρβουνάκι απ’ την πυροστιά που μαγείρευαν και ψάλλοντας «αλούγια – αλούγια» (αλληλούϊα), λιβάνιζε την οικογένειά του κι όλες τις προσφυγικές οικογένειες που έμεναν στην αποθήκη, έχοντας για χωρίσματα κουβέρτες που κρέμονταν ανάμεσά τους. Μένανε πάντα στην αποθήκη, γιατί τους έδιναν υποσχέσεις ότι σε λίγο θα τους μεταφέρουν αλλού, θα τους δώσουνε χωράφια και θα τους φτιάξουνε σπίτια…
Ο μικρός Ιάκωβος δεν έβγαινε να παίξει καθόλου στον δρόμο, δεν μπορούσε να ακούει τα παιδάκια του χωριού και μαζί μ’ αυτά και προσφυγόπουλα να λένε τις κακές λέξεις, έστω κι αν δεν τις καταλάβαινε. Προτιμούσε να πηγαίνει κάθε απόγευμα με τη γιαγιά και τη μητέρα του ν’ ανάβουνε τα καντηλάκια και να βάζει τη γιαγιά του να του λέει για τους βίους των αγίων και για τους Ιερομόναχους της οικογένειάς τους.
Η εγκατάσταση στην Βόρεια Εύβοια
Στα τέλη του 1925 η οικογένεια του Γέροντος Ιακώβου μεταφέρθηκε μαζί μ’ άλλους πρόσφυγες στην Βόρεια Εύβοια, στο χωριό Φαράκλα. Εγκαταστάθηκαν αρχικά σε κάτι σκηνές και μετά από δύο χρόνια σε μικρά σπίτια και καλλιεργούσαν κτήματα.
Το προσφυγικό σπιτάκι, στη Φαράκλα, της οικογένειας Τσαλίκη
Ο πατέρας του Γέροντα ήταν και πολύ καλός τεχνίτης, χτίστης, κι ο κόσμος τον προτιμούσε και γι’ αυτό συχνά έλειπε απ’ το σπίτι. Έτσι, καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Γέροντα Ιακώβου έπαιξε η προσωπικότητα της μητέρας του, Θεοδώρας. Στολισμένη εκείνη με τις αρετές της πίστεως, της ευσεβείας και της ελεημοσύνης, της εγκρατείας (νηστείας-σωφροσύνης), της εργατικότητας και της νοικοκυροσύνης, τις μετέδωσε με αγάπη και υπομονή στην απαλή ψυχή του παιδιού της, Ιακώβου.
Του έμαθε επίσης να προσεύχεται και να κάνει πολλές μετάνοιες. Από έξι χρονών ο μικρός Ιάκωβος, χωρίς να ξέρει ακόμη γράμματα, είχε μάθει απ’ έξω τα της Θείας Λειτουργίας και τα σιγόψελνε μόνος του, κάνοντας ελάχιστα λάθη. Τόση αγάπη δε απέκτησε στις μετάνοιες, ώστε ακόμη και τις Κυριακές που πήγαινε απ’ τη νύχτα στην εκκλησία για να διακονήσει αρχικά στο ιερό κι αργότερα στο αναλόγιο, μέχρι να έλθει ο κόσμος έκανε συνέχεια μετάνοιες στρωτές.
Αφηγείτο σχετικά ο Γέροντας Ιάκωβος: «Κάποια Κυριακή πρωΐ με βρήκε ο ιερέας να κάνω μετάνοιες στο ιερό και μου είπε: Παιδί μου Ιάκωβε, σήμερα Κυριακή, ημέρα αναστάσιμη, ανέστη ο Κύριος, δεν κάνουν μετάνοιες». Κι εγώ του απάντησα: «Κάνω μετάνοιες πάτερ, γιατί η μητέρα μου έτσι με έμαθε».
Έλεγε επίσης ο Γέροντας: «Όταν λειτουργούσε ο παπάς του χωριού, την ώρα που οι ψάλτες έψαλλαν “Οι τα χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες…”, εγώ άκουα φτερουγίσματα γύρω απ’ την αγία Τράπεζα». «Ο παπάς», έλεγε ο Γέροντας, «νόμιζα ότι δεν έχει σώμα. Είναι άγγελος. Έλεγα έχει δύο κόκκαλα στους ώμους, σαν κρεμάστρα και κρέμονται τα ράσα απ’ εκεί».
Έτσι έβλεπαν την ιεροσύνη τα παιδικά μάτια της ψυχής του, και έτσι στ’ αλήθεια τα θεία πράγματα είναι. έβλεπε τον παπά, σαν επίγειο άγγελο, που λειτουργεί με τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Από μικρός απόκτησε χερουβικούς οφθαλμούς, να θεωρεί τα επουράνια μυστήρια.
Όταν μια μέρα ο παπάς του χωριού τον πήρε μαζί του στα μελίσσια, που είχε στο δάσος, κάπου πιάστηκαν τα ράσα του παπά και φάνηκε το παντελόνι από κάτω από το αντερί. Τότε για πρώτη φορά άρχισε να υποψιάζεται ότι και ο παπάς είναι άνθρωπος, «σάρκα φορών και τον κόσμο οικών».
Η αγάπη του μικρού Ιακώβου για τα προσκυνητάρια και τα εξωκκλήσια τον έκανε να επισκέπτεται τακτικά και το εξωκκλήσι της αγίας Παρασκευής, σ’ ένα λόφο λίγο έξω απ’ το χωριό, που στα πρώτα χρόνια λειτουργούσε εκεί και το σχολείο του. Ανάβοντας τα καντήλια και περιποιούμενος τον ναό της, είχε την ευλογία, παιδάκι τότε οκτώ – εννέα ετών, να δεί αρκετές φορές ολοζώντανη την αγία.
Ο γέροντας Ιάκωβος και η Αγία Παρασκευή
Τα βράδια, όταν όλοι κοιμόντουσαν στο σπίτι, έβγαινε κρυφά και πήγαινε στο ξωκλήσι του χωριού, για να προσευχηθεί, στην Αγία Παρασκευή. Εκεί έκανε πολλές μετάνοιες, όπως τον συνήθισε η μάνα του Θεοδώρα, και προσευχόταν για ώρες πολλές. Μετά γύριζε στο σπίτι, χωρίς να καταλαβαίνει κανείς τίποτα.
Ένα βράδυ εκεί στο ξωκλήσι, που γονατιστός ο μικρός Ιάκωβος προσευχόταν, είδε μια σκιά μέσα στο ιερό. Αυτός φοβήθηκε και το πρωί το είπε στη μάνα του. Η διακριτική κυρία Δωρούλα του λέει: «Μη φοβάσαι, Ιακωβάκο μου, το ράσο του παπά θα είναι και το φεγγάρι του κάνει σκιά». Έτσι διασκέδασε το λογισμό του Ιακωβάκου της.
Το βράδυ πήγε πάλι ο μικρός μας γέροντας στο ξωκλήσι για τον κανόνα του. Όταν τέλειωσε και εξερχόταν από το ταπεινό ξωκλήσι, είδε κάτω από ένα μεγάλο δένδρο μια ψηλή μαυροφορεμένη γυναίκα να του κάνει νόημα να την πλησιάσει.
Πήγε κοντά της και τον ρωτά: «Τι θέλεις, Ιάκωβέ μου, να σου χαρίσω για τις τόσες προσευχές, που κάνεις στο σπίτι μου;».
«Ποια είσαι εσύ, καλή μου κυρία;»
«Εγώ είμαι η Αγία Παρασκευή και ό,τι μου ζητήσεις θα στο δώσω».
«Εγώ είμαι μικρός και δεν ξέρω τι θέλω, θα ρωτήσω όμως τη μάνα μου και ό,τι μου πει θα στο ζητήσω».
Το πρωί λέει στην ευλογημένη μάνα: «Μάνα, ψες έξω από το ξωκλήσι είδα την Αγία Παρασκευή και μου είπε, ό,τι της ζητήσω θα μου το δώσει. Τι να της ζητήσω, μάνα;». Άνοιξε τότε η μάνα τα δυο της χέρια διάπλατα, σαν να ‘θελε να χωρέσουν όλον τον ουρανό, και έκραξε φωνή μεγάλη: «Την τύχη μου, Αγία Παρασκευή, να μου δώσεις, την τύχη μου».
Την επομένη ο μικρός Ιάκωβος επανέλαβε, σαν γνήσιος υποτακτικός, τα λόγια της γερόντισσάς του στην αγία. Η Αγία Παρασκευή στην απλοϊκή απάντηση της μάνας Θεοδώρας απάντησε προφητικά: «Θα σου δώσω εγώ τύχη, να τη ζηλέψουν πολλοί. Άκουσέ με, Ιάκωβε. Θα δείς δόξες πολλές, πολύς κόσμος θά ‘ρχεται να σε δεί, πολλά χρήματα θα περάσουν απ’ τα χέρια σου, αλλά δεν θα μείνουν». Και πράγματι όλα αυτά επαληθεύτηκαν.
Έλεγε αργότερα σ’ εμάς ο γέροντας: «Και μήπως ψέματα μου είπε, παιδάκι μου, η Αγία Παρασκευή; Μικρή τύχη του έδωκε; Με έκαμε ιερέα των μυστηρίων του Θεού!».
Το μεγάλο δώρο της πίστεως και η ταπείνωση του μικρού Ιακώβου, καθώς και οι προσευχές της οσίας μητέρας του ήταν αιτία, ώστε ο Γέροντας Ιάκωβος από παιδί να έχει μία ζωντανή, μία θαυμαστή πραγματικά σχέση με την Παναγία μας και τους αγίους μας. Έτσι, πολύ απλά, πολύ φυσικά, είδε να τον ευλογεί και να τον θεραπεύει από δύσκολη ασθένεια ο άγιος Χαραλάμπης, του οποίου είχαν στο σπίτι τους μία μικρή ασημένια εικόνα θαυματουργή από τη Μικρά Ασία, πατρογονικό κειμήλιο έως εξακοσίων ετών.
Το ίδιο απλά και φυσικά προσέτρεξε λίγο αργότερα στη χάρη της Παναγίας μας και την παρακάλεσε με κλάματα, της μίλησε όπως το παιδί στη μητέρα του μπροστά στη θαυματουργή της εικόνα της επωνομαζόμενης Ξενιάς, την οποία είχαν φέρει για προσκύνημα σε διπλανό χωριό, και είδε την Παναγία μας να του θεραπεύει σχεδόν αμέσως τα πληγωμένα πέλματα των ποδιών του, απ’ τα οποία έτρεχαν υγρά και με τα οποία είχε κάνει μαρτυρική πορεία δύο ωρών για να την προσκυνήσει.
Η αγία ζωή του μικρού Ιακώβου έκανε τους συγχωριανούς του, αλλά και τους κατοίκους των γύρω χωριών, όπου πήγαινε είτε ως μαστορόπουλο, βοηθός του πατέρα του, είτε για να ψάλλει με τη μελωδική και επιβλητική φωνή του στις γιορτές τους, να τον σέβονται και να τον υπολογίζουν ως παιδί της εκκλησίας, παιδί του Θεού. Κι έγινε η καταφυγή τους. Απ’ τα εννέα του χρόνια και μετά όλοι τον είχαν για γιατρό.
Ο ίδιος ο Γέροντας, χαριτολογώντας, έλεγε αργότερα: «Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Είχα μία Σύνοψη και ό,τι προσευχή έβρισκα τους διάβαζα, τους σταύρωνα, τους ράντιζα με αγιασμό και γινόντουσαν καλά». Από μικρό λοιπόν παιδί ήταν στην υπηρεσία του Θεού και μάλιστα προικισμένο με το χάρισμα το ιαματικό, αλλά και το προορατικό, αφού με την καθαρότητα καρδίας και νου που είχε αποκτήσει με την άσκηση και την προσευχή, προέβλεψε τα μεγάλα κακά που πλησίαζαν λόγω του Ελληνοϊταλικού και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού όπου πήγαινε είχε σ’ όλες τις τάξεις άριστη επίδοση. Εντυπωσίαζε δε τόσο πολύ και για την συμπεριφορά του, ώστε τον μικρό Ιάκωβο τον σεβότανε κι ο δάσκαλος, που μαζί με τον Επιθεωρητή επέμεναν στους γονείς του να τον στείλουν στη Χαλκίδα στο Γυμνάσιο, για να συνεχίσει τη μόρφωσή του και να μην αδικηθεί ένα τέτοιο μυαλό. Ο πατέρας του όμως, φοβούμενος μήπως το παιδί του κινδυνέψει ποικιλοτρόπως απ’ τις παγίδες της κοινωνίας, δεν το επέτρεψε.
Έμεινε έτσι ο νεαρός Ιάκωβος στο χωριό και δούλευε στα χωράφια τα δικά τους και σε ξένα για μεροκάματο. Έπειτα ο πατέρας του τον πήρε μαζί του βοηθό στα χτισίματα.
Τα πρώτα βήματά του στην άσκηση
Ο Ιάκωβος, το παιδί των 13 και 14 ετών, έγινε σιγά-σιγά ένας μικρός ασκητής. Όλη μέρα στη δουλειά, για το μεροκάματο ή για τις εξυπηρετήσεις των συγχωριανών του, που όλους τους συμπονούσε πολύ και δεν έλεγε όχι σε όποιον και όπου του ζητούσε χέρι βοηθείας, και το βράδυ στο σπίτι στην προσευχή και στις μετάνοιες.
Στις νυχτερινές μετάνοιες που στην ηλικία των 15-16 ετών έφτανε τις δύο χιλιάδες και περισσότερες. Αλλά και στο θέμα της νηστείας εβίαζε πολύ τον εαυτό του. Για μεγάλα διαστήματα, όχι συνεχή, από την Κυριακή το απόγευμα μέχρι το Σάββατο που πήγαινε να λειτουργηθεί, δεν έτρωγε τίποτα. Μεταλάμβανε, έπαιρνε αντίδωρο και μετά έτρωγε λίγο προσφάϊ. Την Κυριακή έτρωγε κανονικά. Στην περίοδο της Κατοχής όμως απ’ την άσκηση, αθέλητα, κινδύνεψε δύο-τρείς φορές η υγεία του, γιατί συνέβη μετά την εβδομάδα της αφαγίας του να βρεθούν πεινασμένα παιδιά τη μια φορά και ανήμποροι γέροι την άλλη, τους έδωσε ό,τι είχε να φάει για τρείς-τέσσερις ημέρες και ο ίδιος έμεινε χωρίς τίποτα.
Δεν έλειπαν βέβαια και οι ειρωνείες και τα πειράγματα από ορισμένους συγχωριανούς. Αλλά ο νεαρός Ιάκωβος ούτε απαντούσε, ούτε ανταπέδιδε. Η φράση «ευχαριστώ μπάρμπα-Γιώργη» έμεινε παροιμιώδης στο χωριό Φαράκλα και στην ευρύτερη περιοχή. Ήταν η απάντηση του νέου τότε Ιακώβου προς κάθε χυδαία βρισιά του συγχωριανού του μπάρμπα-Γιώργη, ο οποίος ενώ του είχε κλέψει τη σειρά στο πότισμα των χωραφιών, τον έβριζε χυδαία, όταν ο νέος Ιάκωβος διεκδίκησε τη σειρά του.
Στο χωριό γιατρός τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε. Υπήρχε όμως ο πατήρ Ιάκωβος. Από τον καιρό, που ήτο δεκαπενταετής, όλοι οι κάτοικοι του χωριού έβλεπαν ότι ο Ιάκωβος του Τσαλίκη ήταν άνθρωπος του Θεού, σκεύος εκλογής, γι’ αυτό και τον φώναζαν, πάτερ Ιάκωβε. Όποιος αρρώσταινε καλούσαν τον πατέρα Ιάκωβο, του διάβαζε μια ευχή και γινόταν καλά. Πολλές γυναίκες, που είχαν δυσκολίες στη γέννα, καλούσαν τον πατέρα Ιάκωβο να κάνει προσευχή, και αυτές αμέσως απελευθερώνονταν. Έτσι μια μέρα ο παπάς του χωριού κάλεσε τον πατέρα Ιάκωβο, που ήτο τότε δώδεκα ή δεκατριών ετών, να διαβάσει την ετοιμόγεννη παπαδιά. «Επήρα και εγώ μια παλαιά εκκλησιαστική φυλλάδα προσευχών, που είχα, και με μεγάλη ντροπή γονάτισα σε μια γωνιά και έκανα την προσευχή για την παπαδιά». Μόλις βγήκε από την πόρτα, γέννησε το Βαγγελάκη.
Κέρδιζε το σεβασμό όλων, καθώς τον άκουγαν να προσεύχεται, ενώ κουβαλούσε πέτρες και λάσπη στις οικοδομές. Έλεγε Παρακλήσεις και ψιθύριζε Τροπάρια. Ήταν ένας μικρός ασκητής, που το μόνο που ήθελε ήταν να γίνει καλόγερος. Ο Μητροπολίτης Χαλκίδας Γρηγόριος όταν έμαθε για το νέο αυτό αγόρι θέλησε να το γνωρίσει. Πράγματι εντυπωσιάστηκε από το ήθος και το χαρακτήρα του νέου και τον χειροτόνησε Αναγνώστη.
Είχε αποκτήσει τέτοια καθαρότητα καρδιάς και νου με την άσκηση και την προσευχή, ώστε τον επισκέπτονταν Άγιοι και του ζητούσαν ή προέλεγαν διάφορα γεγονότα. Η Θεοτόκος, ως Ζωοδόχος Πηγή, του ζήτησε να της χτίσει προσκυνητάρι, ενώ η Αγία Παρασκευή αρχές του 1940 εμφανίστηκε και του είπε θλιμμένη ότι θα γίνει πόλεμος και πράγματι ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος.
Η άσκηση, η νηστεία, η πείνα και οι κακουχίες είχαν επιβαρύνει την υγεία του. Έδινε το λιγοστό του φαγητό σε ανήμπορους και πεινασμένους ανθρώπους, ενώ ο ίδιος, παρά την εξάντληση, προσευχόταν, έψελνε και αγρυπνούσε. Μάλιστα το 1943 οι Γερμανοί είχαν συλλάβει τον ίδιο και τους συγχωριανούς του, ώστε να τους εκτελέσουν. Μετά από πολλή προσευχή στην Αγία Τριάδα, ανεστάλη η εκτέλεσή τους κι αφέθηκαν ελεύθεροι.
Πριν τελειώσει η Κατοχή, ο Ιάκωβος απέκτησε από τις θείες του ένα δωμάτιο, το οποίο μετέτρεψε σε μικρό εκκλησάκι. Το καντήλι, το θυμιατό, το αναλόγιο, τα ιερά βιβλία, παλιές εικόνες, ξύλινα σταυρουδάκια, που έφτιαχνε μόνος του και ένα φθηνό ράσο γέμιζαν το δωμάτιο, αλλά και την ψυχή του Ιάκωβου με αγαλλίαση και χαρά.
Η μάνα του Γέροντα, Θεοδώρα
Η μητέρα του Θεοδώρα «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής», και βλέποντας αυτά τα σημεία στον Ιάκωβό της, αντελήφθη ότι το παιδί αυτό έχει ιερά αποστολή να επιτελέσει. Η μάνα του γέροντα δεν ήτο μια οποιαδήποτε συνηθισμένη γυναίκα του λαού. Ο ίδιος ο γέροντας την αποκαλούσε ασκήτρια. Περνούσε τη ζωή της με υπομονή στις θλίψεις, συνεχή νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, χαμαικοιτία. Μικρασιάτισσα. Γυναίκα της Ανατολής. Για τον π. Ιάκωβο ήτο η γερόντισσά του, κι υποτασσόταν σ’ αυτή μέχρι την κοίμησή της. Μια μέρα βροχερή της είπε: «Μάνα πάλι βρέχει!». Και η αυστηρή γερόντισσα του απάντησε επιτιμητικά: «Παιδί μου, Θεός είναι, ό,τι θέλει κάνει».
Στις μαύρες μέρες του 1942, παλληκάρι τότε είκοσι δύο ετών, ο Γέροντας Ιάκωβος πέρασε ένα μεγάλο πόνο και μια μεγάλη λύπη απ’ την κοίμηση της μητέρας του Θεοδώρας, με την οποία είχε πολύ μεγάλο φυσικό και πνευματικό σύνδεσμο και η οποία εκοιμήθη μ’ ένα θάνατο αληθινά οσιακό, προγνωρίζοντάς τον από ειδοποίηση του αγγέλου της τρεις μέρες πριν την κοίμησή της.
Η μάνα Θεοδώρα προετοίμασε τα παιδιά της, για να μη λυπηθούν υπερβαλλόντως. Παρ’ όλα αυτά ο ευαίσθητος π. Ιάκωβος κόντεψε να ξεψυχήσει και αυτός πάνω στον τάφο της αγίας μητέρας του. Ένεκεν αυτής του της στάσεως στον θάνατο της μάνας του πάντα μας τόνιζε να είμεθα εγκρατείς στις θλίψεις και ότι η υπερβολική στενοχωρία ή λύπη είναι αμαρτία.
Η μετά θάνατον όμως εμφάνισή της στον ύπνο του και οι νουθεσίες που του έδωσε ενδυνάμωσαν και παρηγόρησαν την ψυχή του. Συνέχισε έτσι την ίδια ασκητική ζωή μέχρι την ηλικία των είκοσι επτά ετών, οπότε τον πήραν στρατιώτη, καθυστερημένα βέβαια, λόγω του ότι είχε κηρυχθεί ο πόλεμος, υπήρχαν ανώμαλες καταστάσεις, Κατοχή, ανταρτοπόλεμος και δεν τους είχανε καλέσει.
Ο π. Ιάκωβος ως στρατιώτης το 1949, μαζί με το συνταγματάρχή του Πολύκαρπο Ζώη και συναδέλφούς του
Η εποχή πού πήγε στρατιώτης (1947) ήταν η περίοδος του εμφυλίου και αδελφοκτόνου πολέμου στην πατρίδα μας. Με την πίστη του στον Θεό, τις προσευχές και τις δεήσεις του, έχοντας πάντοτε μαζί του το θαυματουργό εικονισματάκι του αγίου Χαραλάμπη, με τον σεβασμό και την πειθαρχία προς τους ανωτέρους του, την εργατικότητα και τη σεμνότητά του, ξεπέρασε τις ποικίλες δυσκολίες και δοκιμασίες που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της τριετούς στρατιωτικής του θητείας, αρχικά στο Βόλο κι ύστερα στον Πειραιά.
Δεν «συσχηματίσθηκε» ποτέ με άτοπες και απρεπείς επιθυμίες ορισμένων συστρατιωτών του και γι’ αυτό είχε, τουλάχιστον στην αρχή, να πολεμήσει με τα πειράγματα και τη χλεύη τους. Με την ενάρετη όμως ζωή του εδίδαξε πολλούς και στο τέλος όλοι τον αγάπησαν, γιατί στις δυσκολίες και στις αρρώστιές τους ήταν πάντα δίπλα τους.
Ο Γέροντας Ιάκωβος συνέχισε και στο Στρατό την άσκησή του. Ουδέποτε κατά τη διάρκεια της θητείας του έφαγε λαδερό φαγητό τις Τετάρτες και τις Παρασκευές, καθώς και τις Σαρακοστές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Αυτό βέβαια γινόταν με μεγάλες θυσίες…
Η ευχαρίστησή του ήταν μεγάλη που πήγαινε και προσκυνούσε όλους τους μεγάλους ναούς και τα εκκλησάκια που υπήρχαν στη διαδρομή απ’ τον Πειραιά μέχρι την Αθήνα. Αυτό γινόταν με καθημερινή σχεδόν πεζοπορία, η οποία βέβαια άφησε τα σημάδια της που φάνηκαν αργότερα.
Οι ευχές που του ζητήσανε επίμονα να διαβάσει στο σπίτι ενός εφέτη στην Αθήνα και οι προσευχές που έκανε, όντας ακόμη στρατιώτης, ελευθέρωσαν την οικογένεια απ’ τον δαίμονα, τον οποίο η σύζυγος του εφέτη είδε με τη μορφή μαύρου φοβερού σκύλου που έβγαινε απ’ το σπίτι της, λέγοντάς της: «Μ’ έδιωξε εκείνος ο κοκκαλιάρης». Τέτοιες ευεργεσίες έγιναν και χάριν άλλων.
Απολύθηκε απ’ τις τάξεις του Στρατού τριάντα και πλέον ετών κι αφού αποκατέστησε την αδελφή του, το 1951, κατά την εντολή της μητέρας του, έχοντας ζήσει «ευαγγελικώς» στον κόσμο, ακολούθησε τη μοναχική ζωή, που από μικρός ολόψυχα επόθησε. Αρχική επιθυμία του π. Ιακώβου ήταν να πάει στους Αγίους Τόπους κι εκεί να ζήσει στην Έρημο ως Ασκητής. Θεώρησε όμως καλό πριν ξεκινήσει για τους Άγιους Τόπους να επισκεφθεί το μοναστήρι του Όσιου Δαυίδ, για να ζητήσει τη βοήθεια και τη μεσιτεία του οσίου. Γι΄αυτό, τον Νοέμβριο του 1951 προσήλθε για να γίνει Μοναχός, στην Ιερά Μονή του Οσίου Δαβίδ του Γέροντα, κοντά στην κωμόπολη Λίμνη της Εύβοιας.
Το Μοναστήρι από τον Όσιο Δαβίδ το Γέροντα, στον ορεινό όγκο του Ξηρού όρους. Η περιοχή από το Μαντούδι ως την Αιδηψό είχε προστάτη τον όσιο Δαβίδ και όλοι την 1η Νοεμβρίου, ημέρα της μνήμης του, ανέβαιναν με τα πόδια για να προσευχηθούν και να ασπαστούν την εικόνα του.
Η εικόνα που αντίκρισε ο Ιάκωβος όταν έφτασε στο Μοναστήρι ήταν αποκαρδιωτική. Η Μονή ήταν εγκαταλειμμένη, με βοσκούς να τη χρησιμοποιούν για τα ζώα τους. Τα κελιά ήταν σε άθλια κατάσταση, ενώ τρεις Μοναχοί που ζούσαν εκεί αδιαφορούσαν για τη Μονή και τις Ακολουθίες, ενώ ενδιαφέρονταν μόνο για τον εαυτό τους.
Όταν έφτασε ο Ιάκωβος τον αποπήραν και του συμπεριφέρθηκαν άσχημα. Τον έβαλαν σε ένα άθλιο κελί, τον περιφρονούσαν και τον έδιωχναν με τη συμπεριφορά τους. Είχε καταντήσει άντρο ασυνείδητων και αυτό απογοήτευσε τον Ιάκωβο. Έφυγε από το Μοναστήρι, προσευχήθηκε ατελείωτες ώρες, έκανε χιλιάδες μετάνοιες, νήστεψε υπεράνθρωπα, κοιμόταν καταγής, αγρύπνησε στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και πήρε την ηρωική απόφαση να τα αψηφήσει όλα και να επιστρέψει στο Μοναστήρι, αφού η κλήση του Θεού είχε φυτευτεί στην καρδιά του.
Στις 17-7-1952 επανήλθε στη Μονή, αποφασισμένος να εγκαταβιώσει σ΄αυτήν και υπηρετήσει ως Μοναχός του Κυρίου, υπό οποιεσδήποτε δυσκολίες και συνθήκες. Ήταν η σοβαρότερη και κρισιμότερη απόφαση της ζωής του. Κάτι το οποίο και επέτυχε.
Στην είσοδο της μονής τον περίμενε ο ίδιος ο Όσιος Δαβίδ. Όπως η Αγία Παρασκευή υποσχέθηκε στο μικρό Ιακωβάκο μία ουράνια τύχη, έτσι και τώρα ο μέγας Γέροντας Δαβίδ υποδεχόταν τον αρτιγέννητο γέρο Ιάκωβο με την υπόσχεση: «Αν φυλάξεις ακτημοσύνη, παρθενία και υπακοή, παραμένοντας άχρι τέλους στη μονή, θα σε προσκυνήσουν αρχιερείς, οι πατριάρχες θα σε ευλαβούνται, πλούτος πολύς θα περάσει από μπροστά σου, αλλά δεν θα τον αγγίξεις».
Ο μακαριστός Γέροντας Ιάκωβος με την θαυματουργή εικόνα του Οσίου Δαβίδ έξω από το Καθολικό της Μονής
Αυτή η πρώτη συνομιλία με τον Όσιο Δαβίδ έμοιαζε με ακολουθία κουράς, όπου ο γέροντας εισάγει τον υποτακτικό στο μυστικό κήπο της βασιλείας του Θεού. Ο Όσιος Δαβίδ θα είναι πλέον ο γέροντας του πατρός Ιακώβου, όπως άλλοτε η μάνα του Θεοδώρα. Εξάλλου έτσι ήταν και είναι γνωστός ο όσιος σ’ όλη την Εύβοια: Ο Γέροντας. Και το μοναστήρι του η μονή του Οσίου Δαβίδ του Γέροντος.
Η ολοζώντανη όμως εμφάνιση ενώπιον του με την άφιξή του εκεί του ιδίου του οσίου Δαυΐδ που τον υποδέχθηκε και η ουράνια και παραδείσια πολιτεία των ασκητών που είδε μπροστά του σε όραμα, αντί του παλαιού και ερειπωμένου Μοναστηρίου που υπήρχε στην πραγματικότητα, τον έκαναν να υποσχεθεί στον Άγιο, ότι θα παραμείνει στη Μονή, όπως και παρέμεινε.
Ο γέροντας Ιάκωβος στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ-Η μοναχική ζωή και ιερατική ζωή του-Δοκιμασίες και πειρασμοί
Είχε ήδη περάσει το τριακοστό έτος της ηλικίας ο γέροντας, όταν έφτασε στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ. Εδώ έμελλε να επιτελέσει την ιερά αποστολή του κατά τα προφητικά λόγια της μάνας Θεοδώρας.
Η μονή είναι κτισμένη τον 16ο αιώνα, ένα αιώνα καρποφόρο για την Εκκλησία, παρόλα τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο αιώνας αυτός προσέφερε πολλούς αγίους – Άγιο Γεράσιμο, τον Διονύσιο εν Ολύμπω, τον Τιμόθεο Πεντέλης, την Φιλοθέη Αθηναία, τον Όσιο Δαβίδ – και άλλους, οι οποίοι έκτισαν μοναστήρια, απ’ όπου αντλούσε ο λαός του Θεού πίστη και ελπίδα.
Την εποχή εκείνη ζούσαν στη Μονή τρία γεροντάκια με το ιδιόρρυθμο σύστημα. Ηγούμενος ήταν ο μακαριστός αρχιμανδρίτης Νικόδημος Θωμάς, άνθρωπος ενάρετος, ηθικός και πολύ ελεήμων, εργασθείς με πολύ ζήλο για την αναστήλωση της Μονής.
Ο πατήρ Ιάκωβος ξεκινώντας τη μοναχική ζωή έβαλε αρχή απαράβατη την υπακοή και δεν έκανε τίποτα χωρίς ευλογία του ηγουμένου, την οποία για να λάβει απαιτείτο πολλές φορές να κάνει κοπιαστικές πορείες τεσσάρων και πέντε ωρών, αφού ο Γέροντάς του ασκώντας και εφημεριακά καθήκοντα ευρίσκετο συχνά στην κωμόπολη της Λίμνης.
Η αγόγγυστη υπακοή αυτή του π. Ιακώβου και ο πύρινος ζήλος με τον όποιο εργαζόταν στην πνευματική και σωματική εργασία μέσα στη Μονή εκίνησαν το φθόνο του μισόκαλου διαβόλου, ο οποίος αρχικά ξεσήκωσε τους παλαιούς ιδιόρρυθμους πατέρες εναντίον του. Θλίψεις, πικρίες και δοκιμασίες πολλές επέτρεψε ο Θεός και τον βρήκαν εξ αιτίας της συμπεριφοράς των πατέρων αυτών. Όμως δεν κάμφθηκε, συνέχισε τον αγώνα του.
Το 1952, έτος, που ο π. Ιάκωβος εισήλθε στη Μονή του Γέροντος Δαβίδ, το μοναστήρι ήτο ένα ετοιμόρροπο κτίριο, που επιζητούσε τον ανακαινιστή του. Έμεναν τότε στη μονή δύο τρεις αμόναχοι μοναχοί, ιδιορρυθμίτες, που δεν είδαν με καλό μάτι τον νέο μικρασιάτη καλόγερο. Του έδωσαν ένα ανώγειο κελί με τρύπιο πάτωμα, όπου στο ισόγειό του έβαζαν τα γίδια της μονής. Σ’ αυτό το περιβάλλον έζησε την αρχή της καλογερικής του ζωής, μόνος με το Μόνο Θεό, προσευχόμενος νυχθημερόν, ως επίγειος άγγελος, προσφέροντας τη λογική λατρεία με τα άλογα ζώα του ισογείου.
Τις καθημερινές ακολουθίες στο καθολικό της μονής τις κάνει με τον ευλαβή και απλοϊκό μοναχό π. Ευθύμιο.
Από την άλλη είχε να αντιμετωπίσει τη δοκιμασία της απίστευτης φτώχειας της Μονής, εκείνης της εποχής και του ερειπωμένου παγωμένου κελιού του με τα χαλασμένα παντζούρια που από τις χαραμάδες τους στους βαρείς χειμώνες ο αέρας περνούσε το χιόνι μέσα, και με τα τρύπια πατώματα, που από κάτω τους βάζανε τα γίδια της Μονής. Ακόμη η στέρηση απολύτως αναγκαίων αγαθών και των χειμερινών ακόμη ρούχων και παπουτσιών τον έκαναν με τις βροχές, τους πάγους και το πολύ χιόνι να τρέμει σύγκορμος και να αρρωσταίνει συχνά. Όλες αυτές οι ταλαιπωρίες στιγμάτιζαν το σώμα του, καμμιά όμως δεν βρήκε την ψυχή του, καμμιά δεν πείραξε το πνεύμα του.
Αλλά κι ο σατανάς δεν έπαυε να τον πολεμά βάζοντας όλη την τέχνη του και χρησιμοποιώντας όλα τα τεχνάσματά του Δεν αρκούνταν στον πνευματικό, τον αόρατο πόλεμο όπου τσακιζόταν πάνω στην υπακοή, την προσευχή, την πραότητα και την ταπείνωση του Γέροντα, αλλά τον πολέμησε και αισθητά, ορατά. Δεκαοκτώ δαίμονες κάποια φορά με διάφορες μορφές σαν άνθρωποι, σαν πίθηκοι κ.ά., όρμησαν επάνω του την ώρα που εργαζόταν και από τα χτυπήματά τους και τα βασανιστήριά τους τον άφησαν μισοπεθαμένο, όταν μπόρεσε πια και απελευθέρωσε το χέρι του κι έκανε το Σταυρό του Το ίδιο επανέλαβαν κι άλλη φορά λιγότεροι στον αριθμό δαίμονες.
Ο πατήρ Ιάκωβος σε όλες αυτές τις δοκιμασίες και τους πειρασμούς αλλά και σε πολλούς άλλους αντέταξε την ακλόνητη πίστη του στο Θεό και τη θεία αγάπη του προς τον όσιο Δαυίδ, την πραγματικά ιώβειο υπομονή του και την άκαμπτη καρτερία και πραότητά του, την απόλυτη υπακοή και ταπείνωσή του, την αδιάλειπτη προσευχή και την άπειρη αγάπη του προς όλους.
Το Γραφικό: «Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» εφαρμόσθηκε πλήρως από το Γέροντα. Η βία που ασκούσε στον εαυτό του στο καθετί ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του. Δεν συγκατέβαινε εύκολα στον εαυτό του. Αλλά και η ευθύτητά του ήταν μοναδική, ήταν άνθρωπος του «ναι, ναι» και του «ου, ου», και η νηστεία του επίσης υπεράνθρωπη.
Στις 31-11-1952 εκάρη Μοναχός και του ανετέθησαν καθήκοντα Οικονόμου. Στη Μονή δεν υπήρχε Ιερέας να λειτουργήσει τακτικά. Ο π. Νικόδημος είχε πληροφορήσει το μητροπολίτη Χαλκίδας, τον αγαθό επίσκοπο Γρηγόριο, για το νέο μοναχό και τις αρετές του. Κι αποφασίστηκε να τον χειροτονήσουν. Στις 17 του Δεκέμβρη του 1952 κατέβηκε στη Χαλκίδα. Την άλλη μέρα ο Μητροπολίτης τον χειροτόνησε διάκονο, στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας. Τον κάλεσε αποβραδύς και του εξήγησε: Έλα, παιδί μου Ιάκωβε. Εσύ δεν ξέρεις πολλά γράμματα, είσαι όμως ευσεβής, γι’ αυτό θα σε χειροτονήσω…
Στις 19, την άλλη μέρα, στο παρεκκλήσι του επισκοπείου, του έδωσε και την ιεροσύνη. Μετά μίλησε ο Γρηγόριος. Μίλησε και είπε λόγια περίεργα, για τους οσίους και τους αγίους της Εκκλησίας. Είπε στους λίγους παριστάμενους για τις αρετές του νέου ιερέα, του Ιακώβου, που είχε σκυμμένο το κεφάλι. Είπε ακόμα στον ίδιο ένα λόγο προφητικό: –Και συ, παιδί μου, θ’ αγιάσεις. Να συνεχίσεις με τη δύναμη του Θεού και θα σε ανακηρύξει άγιο η Εκκλησία.
Τα φοβερά τούτα λόγια περάσανε πάνω από τα κεφάλια και κανείς δε φάνηκε να τα πρόσεξε. Ο γερο-επίσκοπος Γρηγόριος όμως ήξερε τι έλεγε, τι τον έβαζε το άγιο Πνεύμα να πει. Ο νέος ιερέας έκανε απόλυση και μοίρασε αντίδωρο. Πρώτη πήρε η αδερφή του Αναστασία, όπως το είχε πει πεθαίνοντας η μητέρα τους. Μετά ο Μητροπολίτης ζήτησε από τον Ιάκωβο να κάνει αγιασμό στην κατοικία του και στην κατοικία της αδερφής του. Ο Ιάκωβος δίσταζε, ντρεπότανε… μα έκανε υπακοή και «άγιασε» τον επίσκοπο του. Την ίδια μέρα πήρε το δρόμο για τη Μονή της μετανοίας του, την οποία, παρά το χάλι της, δε θα εγκαταλείψει ποτέ. Μόλις επέστρεψε στη Μονή λειτουργούσε κάθε μέρα.
Ο Θεός αξίωσε τον π. Ιάκωβο καί του μεγάλου χαρίσματος της ιεροσύνης. Ο ίδιος ο μακαριστός Γέροντας έλεγε χαρακτηριστικά: Έγώ ποτέ στη ζωή μου δεν επεθύμησα θέσεις και αξιώματα, ούτε και φαντάστηκα κατά διάνοιαν ότι ήταν δυνατόν να αξιωθώ τέτοιας τιμής. Δέχτηκα μόνον από υπακοή προς το Γέροντά μου και από σεβασμό προς τον άγιο εκείνον επίσκοπο Χαλκίδος, το μακαριστό Γρηγόριο».
Όταν λειτουργούσε είχε ζωηρή την αίσθηση της παρουσίας του Κυρίου. Όταν δεν λειτουργούσεν ο ίδιος, παρακολουθοΰσε την Θεία Λειτουργία γονατιστός, μπροστά στην εικόνα του Χριστού του τέμπλου.
Εκείνα, πάντως, που εχαρακτήριζαν όλη του την ζωή ήταν η εδραία και ακλόνητη πίστη του στον ένα Τριαδικόν εν μια τη ουσία Θεόν, η απόλυτη αφοσίωση στα πνευματικά του καθήκοντα, η αυστηρή άσκηση, νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και η πολλή αγάπη και υλική και ηθική συμπαράσταση προς τον δοκιμαζόμενο κόσμο.
Ακόμη η υπομονή στους πειρασμούς, τις δοκιμασίες, τις αρρώστιες και τις θλίψεις. Υπέφερε από 5 σοβαρές σωματικές αρρώστιες και εν τούτοις ουδέποτε διεμαρτυρήθη η δυσανασχέτησε. Αλλά συνεχώς έλεγε «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» και «ζει Κύριος ο Θεός».
Τα τρία βασικά πιστεύω του ήταν:
α) υπάρχει Θεός, Τριαδικός έν μια τη ουσία, πού είναι παντοδύναμος, δημιουργός των πάντων και όλος αγάπη,
β) υπάρχει μετά θάνατον ζωή της ψυχής, πού αρχίζει από τον τάφο,
γ) η εδώ ζωή μας (οι πράξεις μας) καθορίζει την μετά θάνατον βιοτή μας.
Ο γέροντας προσεύχεται στο ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ
Στα νότια της μονής και σε απόσταση είκοσι λεπτών οδοιπορικώς, πλάι σε χαράδρα, μέσα σε βράχο, βρίσκεται ένα μικρό σπήλαιο, γνωστό ως ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ. Σ’ αυτό ο όσιος παρέμενε όλη τη βδομάδα, και το Σάββατο ανέβαινε στη μονή να λειτουργηθεί και να δώσει τις σοφές συμβουλές του. Αυτό το ασκητήριο στην τωρινή εποχή μας, όπου εψυχράνθη ο ζήλος των πολλών, δεχόταν τα βράδια ένα νεαρό επισκέπτη, ένα νέο ευχέτη, να δέεται υπέρ της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου. Ως γνήσιος υποτακτικός του γέροντος Οσίου Δαβίδ, ακολουθεί το παράδειγμά του, νηστεύων, αγρυπνών, προσευχόμενος «εν σπηλαίοις και όρεσι και ταις οπαίς της γης».
Όπως τότε ο μικρός Ιάκωβος πήγαινε κρυφά από τους δικούς του στο ταπεινό ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευή, έτσι και τώρα μυστικά, όταν οι λίγοι της μονής κοιμόντουσαν, αυτός επήγαινε στο αγιασμένο ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ για τη νυχτερινή του προσευχή.
Έλεγε ο γέροντας: «Τότε, παιδί μου, δεν υπήρχε δρόμος, ένα στενό μονοπάτι ήτο, και εμείς, μακριά από τον κόσμο, δεν είχαμε τον τρόπο μας να κινηθούμε τη νύχτα. Ούτε ένα φανάρι δεν είχαμε. Τόσο πόθο όμως είχαν να πηγαίνω τα βράδια στο ασκητήριο του αγίου μας, και ας είμαι εκ φύσεως δειλός, που τολμούσα να πάω. Καθ’ οδόν όμως, αφού δεν έβλεπα, έπεφτα μέσα σε αυλάκια και χαράδρες και έτσι ήτο αδύνατο να φτάσω. Τότε παρακάλεσα: «Θεέ μου, φώτισε μου το δρόμο να φτάσω στο ασκητήριο. Και ο καλός Θεός άκουσε το αίτημά μου. Από τα πολλά άστρα του ουρανού μου έδωσε κι εμένα ένα. Αυτό πήγαινε μπροστά και μου ‘φεγγε το δρόμο. εγώ από πίσω του. Έτσι έφτανα στο ασκητήριο. Εκεί, «ελθών ο αστήρ, έστη επάνω του σπηλαίου», έκανα την προσευχή μου και μετά πάλιν μπροστά ο αστέρας μου φέγγει μέχρι την πόρτα της μονής. Οι πατέρες εκάθευδον και τίποτα δεν καταλάβαιναν από όλα αυτά».
Ένα βράδυ εκεί στο ασκητήριο οι δαίμονες στην προσπάθειά τους να εκφοβίσουν τον γέροντα, για να εμποδίσουν τις πυρφόρες αναβάσεις του στον ουρανό, μετασχηματίσθηκαν σε ένα σμήνος από σκορπιούς. Τον περικύκλωσαν από όλες τις πλευρές, ακόμη κι’ από την οροφή του σπηλαίου κρεμόντουσαν, σαν τσαμπιά από σταφύλι. Ο γέροντας, επικαλούμενος τις πρεσβείες του Οσίου Δαβίδ και την αψευδή εξουσία του Κυρίου «του περιπατείν επάνω όφεων και σκορπίων», διέλυσε τις μηχανές και φαντασίες του νοερού εχθρού.
Ο π. Ιάκωβος δεν πτοήθηκε Μόλις αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για δαιμονική ενέργεια, έθεσε όριο ατούς σκορπιούς κι αυτοί δεμένοι από την εντολή του δεν πέρασαν τον κύκλο που χάραξε γύρω τους ο Γέροντας. Σημάδι αυτό ότι ο Θεός είχε δώσει στον πιστό του δούλο την εξουσία να χρησιμοποιεί κάτι από τη θεία δύναμή Του, από τις θείες ενέργειές Του.
Αυτά είναι μερικά περιστατικά, ενδεικτικά των ασκητικών αγώνων του γέροντα, που τον αναδεικνύουν συνεχιστή των παλαιών οσίων του γεροντικού και της ερήμου.
Το 1961 ο Ηγούμενος Νικόδημος και ο Ιερομόναχος Ιάκωβος αποφάσισαν να χτίσουν εκκλησάκι προς τιμήν των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Οι Αρχάγγελοι εμφανίστηκαν τη νύχτα στον Ιάκωβο και του υπέδειξαν τον τόπο και τα μέσα υλοποίησης της εκκλησίας. Και πράγματι όλα έγιναν όπως προαναγγέλθηκε και με θαυμαστή επικουρία.
Τα χρόνια περνούσαν, οι παλαιοί πατέρες της μονής απήρχοντο εκ του κόσμου τούτου, και δύο νέοι μοναχοί έρχονται βοηθοί του γέροντος στην αναστήλωση της μονής, αναστήλωση πνευματική και κτιριακή. Το 1962 ήρθε στη μονή ο π. Κύριλλος και αργότερα μετά τον θάνατο της συζύγου του ο π. Σεραφείμ.
Το 1975 ο γέροντας γίνεται ηγούμενος και πνευματικός. Η πνευματική πατρότης στο πρόσωπο του π. Ιακώβου δεν ήτο ψιλός τίτλος, αλλά χάρισμα του Αγίου Πνεύματος, που το γευόταν κάθε πονεμένη ψυχή, όταν τον πλησίαζε, και ξεδιψούσε τη δίψα της. Η μονή επί των ημερών του διπλασιάζεται κτιριακά με ξενώνες, τραπεζαρία για τους προσκυνητές, καμπαναριό κλπ., ενώ ταυτόχρονα ο ναός ευπρεπίστηκε έτσι, που να ξαναβρεί η μονή το αρχέγονο κάλλος της.
Πλήθος ασθενειών τον ταλάνιζαν, όμως ο ίδιος τα υπέμενε καρτερικά. Μάλιστα όταν η υγεία του κινδύνευσε, εμφανίστηκε ο Όσιος Δαβίδ με τον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο και τον έσωσαν. Συχνά συζητούσε με τους δύο Αγίους, αποκαλώντας μάλιστα τον Όσιο Ιωάννη «θείο Ιωάννη» και «Ομολογητή».
Ο ίδιος είχε το χάρισμα της προορατικότητας, γνώριζε δηλαδή πράγματα, πληροφορίες και τα μύχια της καρδιάς του συνομιλητή του. Φυλάκιζε αυτήν την ικανότητα που είχε, για να μη δοξάζεται. Απέκτησε πολλά πνευματικά τέκνα, τα οποία υιοθετούσαν τις συμβουλές του. Ο τόσο αυστηρός για τον εαυτό του γέροντας Ιάκωβος έδειχνε μεγάλη κατανόηση για τις δυσκολίες των άλλων. Όμως στη νηστεία, τη λιτότητα και τον εκκλησιασμό έδινε ιδιαίτερη σημασία. Ήταν αυστηρός στην τήρηση των κανόνων, μα όχι τιμητής. Και οι Μοναχοί που έρχονταν στο Μοναστήρι τον αντιμετώπιζαν με σεβασμό και αγάπη, ακούγοντας με προσοχή τις νουθεσίες του. Ακόμα και στον Πατριάρχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Βαρθολομαίο, όταν τον είχε επισκεφθεί όντας τότε Μητροπολίτης Χαλκηδόνας, του είχε «προφητέψει» ότι θα γίνει Πατριάρχης.
Παράλληλα ήταν ελεήμων, βοηθώντας αναξιοπαθούντες ανθρώπους, ασθενείς και άπορους πολλές φορές δίνοντας μεγάλα ποσά, τα οποία με θαυμαστό τρόπο ποτέ δεν έλειπαν από το ταγάρι του.
Η φήμη της μονής για τα θαύματα του Οσίου Δαβίδ, τον αγιασμένο ηγούμενό της, και την αβραμιαία φιλοξενία των πατέρων της ξεπερνά τα όρια της Εύβοιας. Γίνεται πανελλήνιο προσκύνημα, πανορθόδοξη αναφορά του αιώνα μας. Από όλα τα μέρη της Ελλάδας φτάνουν προσκυνητές, για να αποθέσουν στο πετραχήλι του γέροντα τον πόνο και τις αμαρτίες τους. Πολλές φορές έκπληκτοι ακούαμε από τον διορατικό γέροντα την αμαρτία ή το πρόβλημά μας, πριν ακόμα το εκφράσουμε.
Ο προσεκτικός προσκυνητής θα έπρεπε να αντιληφθεί ότι οι διάφορες διηγήσεις του γέροντα – ιστορίες της μάνας του από τη Μικρά Ασία και της κατοπινής μοναχικής του ζωής – τον αφορούσαν προσωπικά. Ο γέροντας, ως γνήσιος ανατολίτης, που ήτο, μιλούσε και φώτιζε τις πικραμένες ψυχές με ιστορίες και παραβολές, για να ακούγονται γλυκύτερα οι ιαματικές του συμβουλές. Στην τράπεζα, στην κουζίνα, στη μεγάλη αυλή της μονής, παντού και πάντοτε είχε κάτι να διηγηθεί από τη ζωή του. Και αυτό το κάτι συχνά αφορούσε τη δική μας ζωή. Όλα αυτά τα διηγιόταν με ιδιαίτερη χάρη -αφού τον χαρίτωνε το Άγιο Πνεύμα- παραστατικότητα, με τις ανάλογες κινήσεις και φωνές, που απαιτούσε η κάθε διήγηση. Είχε μιμητική ικανότητα, που τον καθιστούσε χάρμα ακοής και οφθαλμών.
Πνευματικά γεγονότα της ζωής του
Ο π. Ιάκωβος μέσα στο ναό κατά τη διάρκεια της θείας Λατρείας ζούσε ως ιερεύς πολλά πνευματικά γεγονότα. Γινόταν επίγειος άγγελος «συλλειτουργών», όπως ο ίδιος έλεγε σε ορισμένα πρόσωπα, με Χερουβείμ και Σεραφείμ και με Αγίους. Στην αγία προσκομιδή είδε και άγγιξε το ίδιο το πανάγιο Αίμα του Κυρίου, την ώρα που ετοιμαζόταν να καλύψει τα Τίμια Δώρα.
Το μεγαλύτερο και θαυμασιότερο θαύμα, που του πρόσφερε ο Θεός, έγινε το πρωί της 22ας Νοεμβρίου του 1975. Συγκλονίστηκε τόσο πολύ από το θαύμα τούτο, που αμέσως μετά το κατέγραψε σ’ ένα σημείωμα, το οποίο βρήκαμε σε τετράδιο του. Το σημείωμα αρχίζει με την παραπάνω ημερομηνία και περιλαμβάνει ακριβώς τα εξής:
-Την 22αν Νοεμβρίου, ημέραν Σάββατον το πρωί εις την αγίαν Προσκομιδή μετά την μνημόνευσιν και εν ώρα που θα καλύψω τα άγια Δώρα, είδα ζωντανή και εν αγιότητι ομολογώ 1 κομμάτι αίμα στεγνό, το άγγιξα, και στο δάκτυλό μου, απάνω έμεινε το αίμα. Φωνάζοντας τον αδελφόν της Ι. Μονής Μοναχόν π. Σεραφείμ, είπα την υπόθεσιν και μου είπε εμείς πάτερ δεν βλέπωμεν, αλλά είδες τι είναι; Και εγώ του απήντησα ότι πιστεύω και προσκυνώ ότι είναι ο ίδιος ο Θεός παρών. Κύριε ελέησον τρις, είπα. Αρχιμ. Ιάκωβος
Εκεί, άλλοτε, είδε Αγγέλους Κυρίου να παραλαμβάνουν τις μερίδες των μνημονευομένων και να πηγαίνουν να τις εναποθέτουν σαν προσευχές στο θρόνο του Δεσπότου Χριστού. Άλλοτε είδε «πνευματικώ τω τρόπω», όπως ο ίδιος έλεγε, κεκοιμημένους να του εμφανίζονται κατά κάποιο τρόπο με τη χούφτα ανοιχτή και να του ζητούν να βγάλει μερίδα υπέρ αυτών, υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους, κι όταν το έκανε τους έβλεπε να πηγαίνουν στον τόπο τους αναπαυμένοι. Ένα φωτοειδή αστέρα είδε άλλοτε να στέκεται επάνω από το κεφάλι ευλαβούς ιερέως που είχε επισκεφθεί τη Μονή και λειτουργούσε, τήν ώρα που έθετε τον αστερίσκο επάνω του Αμνού κατά την κάλυψη των Τιμίων Δώρων. Πνευματικά γεγονότα τέτοια ανάλογα υπάρχουν πολλά, όλα αυτά, μεγάλες δωρεές του Θεού προς τον εκλεκτό του δούλο Ιάκωβο.
Η εικόνα αιμορραγεί!
Έλεγε ο πατήρ Ιάκωβος «Η χάρη των Αγίων μας ακόμη και πάνω στα ξύλα των αγίων εικόνων υπάρχει. Κάποτε στην Μικρά Ασία ένας Τούρκος κτηνοτρόφος προσπάθησε με το τσεκούρι του να σχίσει παλιό ξύλο εικόνας. Με την πρώτη τσεκουριά το ξύλο άρχισε να αιμορραγεί. Ο τούρκος τότε πανικόβλητος παρέδωσε την εικόνα στους χριστιανούς διηγούμενος το θαύμα.». Άλλοτε πάλι σε λιτανεία της εικόνας της Παναγίας ο Γέροντας είδε την εικόνα ζωντανή την Παναγιά να σηκώνει το χέρι της και να τον ευλογεί.
Ως πνευματικός πατέρας διέπρεψε. Κανένας δεν έφευγε από το πετραχήλι του χωρίς να είναι αναπαυμένος και ευχαριστημένος Με την πολλή του αγάπη θυσιαζόταν για όλους και παρόλο που, ιδίως τα τελευταία χρόνια, υπέφερε από πολλές αρρώστιες σε κανέναν δεν είπε: «δέν μπορώ να σε δω, να ακούσω το πρόβλημά σου». Ο κόσμος», έλεγε στη συνοδία του, «ούτε να φάει ζητάει, ούτε να πιει, ζητάει την αγάπη μας. Αν μπορούμε αυτό να το κάνουμε θα επιτύχουμε στη ζωή μας ως μοναχοί».
Νουθεσίες-συμβουλές
Τόνιζε ο Γέροντας ότι μεγάλη σημασία στην πνευματική εξέλιξη των απογόνων έχει η πνευματική κατάσταση και η βιωτή των γονιών.
Έλεγε ο Γέροντας «Μια φορά που λειτουργούσα δεν μπορούσα να κάνω Μεγάλη Είσοδο από αυτά που έβλεπα. Οπότε ξαφνικά νιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο καινα με οδηγεί στην Αγία Πρόθεση. Ήταν ο Αρχάγγελος.»
Όταν ο Γέροντας κοινωνούσε τους πιστούς και έβλεπε τα πρόσωπά τους, άλλα πρόσωπα έβλεπε με μορφές ζωών και άλλα να λάμπουν σαν τον ήλιο. Ενώ όταν προσκόμιζε έβλεπε τις ψυχές που περνούσαν από μπροστά του και τον παρακαλούσαν να τις μνημονεύσει.
Στους γονείς που ρωτούσαν τι κάνουν τα παιδιά τους όταν δεν ακούνε έλεγε: «προσευχή θα κάνετε με πίστη θα τα νουθετήσετε και όσο μπορείτε με την αγάπη και με τον καλό τον τρόπο. Όχι με αυστηρότητα.»
Αναφερόμενος ο Γέροντας στο θέμα της νηστείας έλεγε: « Η νηστεία είναι η πρώτη εντολή του Θεού και ο Χριστός μας ακόμη νήστεψε. Εμένα δεν με έβλαψε η νηστεία μέχρι σήμερα που είμαι 70 χρονών. Και τα δαιμόνια και οι αρρώστιες και όλα τα πάθη με τη νηστεία και με την προσευχή αποβάλλονται.»
Ένας άνθρωπος ρώτησε «Εφόσον ο πατήρ Ιάκωβος αγαπά Τον Θεό γιατί ο Θεός επέτρεψε και πήγε στο νοσοκομείο και του έκαναν σοβαρές εγχειρήσεις;» Ο Γέροντας απάντησε: «Επέτρεψε ο Θεός για να ταπεινωθώ».
Συχνά ο Γέροντας έλεγε «Δεν πρέπει παιδιά μου να έχει κανείς αμφιβολίες ούτε δυσπιστίες. Να έχετε πίστη Θεού ως κόκκον σινάπεως και ότι ζητήσετε ο Θεός θα σας το δώσει.
Πάντα η προσευχή στηρίζει. Να μη φοβόμαστε. Ει ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών».
«Χωρίς την ψυχήν μας καθαρήν, δεν έχουμε κανένα όφελος από τη Θεία Κοινωνία. Για αυτό να μη διστάζετε, να μην ντρέπεστε και να εξομολογείσθε.Ότι και αν έχετε κάνει, την πιο μεγάλη αμαρτία, ο πνευματικός έχει την εξουσία από το Χριστό και από τους Αποστόλους με το πετραχήλι του να τη συγχωρήσει.»
«Η στενοχώρια είναι η πιο μεγάλη αρρώστια, να τη διώχνετε.»
«Στην Εκκλησία βρίσκουμε την υγεία, την παρηγοριά, την ελπίδα και τη σωτηρία της ψυχής μας
Κομποσκοίνια και μετάνοιες τα παιδιά σας -για τους γονείς…
Ήταν κάποιο ανδρόγυνο ευλαβές και είχαν εννιά παιδιά. Ο σύζυγος ήταν πάρα πολύ ευλαβής και ολίγον τι ζηλωτής στα πνευματικά. Κατά γράμμα ήθελε να τα κάνει όλα σαν καλόγερος.
Η γυναίκα παραπονιόταν στο Γέροντα ότι κουράζεται και θέλει βοήθεια. Όταν ερχόταν στη Μονή το βράδυ μόνη της η σύζυγος με τα παιδιά κλαίγανε, φώναζαν αυτά, έκλαιγε και αυτή γιατί κουραζόταν. Αυτός πήγαινε σ’ ένα παρεκκλήσι των Αγίων Αναργύρων έκανε μετάνοιες, κομποσκοίνι και αγρυπνούσε. Η σύζυγος παραπονιόταν και έκλαιγε στον Γέροντα και είχε δίκιο.
Την άλλη μέρα ο Γέροντας μόλις τους είδε στην αυλή μαζί κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει και ότι είχαν έλθει σε καυγά μεταξύ τους. Ο Γέροντας μιλάει με γλυκά λόγια και διάκριση για να παρηγορήσει την πονεμένη μητέρα και κουρασμένη και διακριτικά με το χαμόγελο λέει στον πατέρα: «Σε χάρηκα, απόψε. Έψαλλες όλη τη νύκτα και προσευχόσουν. Καλά έκανες! Αλλά θα είχε μεγαλύτερη ευλογία και μισθό, αν καθόσουν μισή ώρα και όχι τρεις ώρες και ήσουν κοντά στη γυναίκα και τη βοηθούσες για τα παιδιά να φάνε και να κοιμηθούν.
Γιατί για σας τους παντρεμένους κομποσκοίνια και μετάνοιες είναι τα παιδιά σας. Όταν μεγαλώσουν θα χετε καιρό να κάνετε… «αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος». Να γίνεται πάντα κάτι εν κοινή συναινέσει.
Από τα πενήντα πέντε χρόνια του και μετά παρεχώρησε ο θεός κι ο πατήρ Ιάκωβος πέρασε εκτός των άλλων δοκιμασιών και πολλές και επώδυνες ασθένειες. Έλεγε χαρακτηριστικά ο μακαριστός Γέροντας «πήρε ο εωσφόρος την άδεια να πειράξει το σώμα μου». Αυτό είπε αποκαλυπτικά και το δαιμόνιο μέσω μιας δαιμονισμένης φανερώνοντας και τις παθήσεις που είχε ο Γέροντας, τις όποιες μόνο ο ίδιος ήξερε. Κι ο Γέροντας συνέχιζε λέγοντας: Έμένα που ποτέ άνθρωπος δεν με είδε γυμνό, εκτός από τη μητέρα μου όταν ήμουν παιδάκι, παραχώρησε ο Θεός να με δουν οι γιατροί και οι νοσοκόμοι και να με χειρουργήσουν επανειλημμένως. Έγινα θέατρο αγγέλοις και ανθρώποις».
Δεν ήταν λίγες οι φορές βέβαια που οι Άγιοι, όπως ο όσιος Δαυΐδ, ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσος, οι άγιοι Ανάργυροι, η αγία Παρασκευή, επενέβησαν μετά από παρακλήσεις του και τον βοήθησαν στις ασθένειες του χαρίζοντας του την ίαση και την υγεία.
Η τελευταία δοκιμασία με την υγεία του που τελικά οδήγησε το Γέροντα στην άλλη ζωή ήταν η πάθηση της καρδιάς του, η όποια προέκυψε εξ αίτιας κάποιου πειρασμού που πέρασε.
Τα πνευματικά χαρίσματα του Γέροντα
Ο μακαριστός Γέροντας Ιάκωβος έζησε οσίως σαράντα περίπου χρόνια στη Μονή του Οσίου Δαυΐδ, έχοντας προηγουμένως ζήσει «ευαγγελικώς» στον κόσμο τριάντα δύο χρόνια Δούλεψε στον Κύριο τηρώντας από τη νεότητα έως το γήρας ίση την προθυμία της ασκήσεως. Μιμήθηκε τον όσιο Δαυΐδ, και βάδισε στα ίχνη του. Οι ασκητικοί του αγώνες ήταν εφάμιλλοι των παλαιών οσίων που αναφέρονται στα Γεροντικά, αλλά και οι εναντίον του επιθέσεις, πνευματικές και αισθητές, του Σατανά, οι ποικίλοι πειρασμοί, δοκιμασίες και κακοπάθειές του ήταν ανάλογες με αυτές που αντιμετώπισαν πολλοί θεοφόροι Πατέρες.
Όσο όμως μεγάλωναν οι δοκιμασίες, οι ασθένειες και τα βάσανα του, τόσο ο Θεός τον χαρίτωνε με σπάνια πνευματικά χαρίσματα, όπως της διοράσεως και προοράσεως, της διακρίσεως και της παραμυθίας, και τόσο περισσότερες ήταν οι θεοπτείες που είχε και οι θεοσημείες που επιτελούσε με την προσευχή του, αλλά και τόσο μεγαλύτερη γινόταν η ακτινοβολία του.
Στη Μονή προσέρχονταν για να τον δουν εκατοντάδες απλοί άνθρωποι του λαού, αλλά και πατριάρχες και αρχιερείς, κληρικοί κάθε βαθμού και μοναχοί, άρχοντες και ανώτατοι δικαστές, καθηγητές Πανεπιστημίου και επιστήμονες. Όλοι φεύγοντας από τη Μονή κι έχοντας δει το Γέροντα Ιάκωβο αισθάνονταν ότι έφευγαν από ένα είδος Παραδείσου.
Ο καθένας εύρισκε κοντά στο Γέροντα τη βοήθεια που χρειαζόταν. Οι πονεμένοι εύρισκαν με τους παραμυθητικούς του λόγους την παρηγοριά και την ανακούφιση, οι δαιμονισμένοι εύρισκαν με τις ευχές του την απελευθέρωση από τα δαιμόνια και τη θεραπεία τους, οι ασθενείς εύρισκαν με την παρρησία της προσευχής του την ίαση και την υγεία, οι ταλαιπωρημένοι από τα διάφορα βιοτικά προβλήματα τους εύρισκαν με την ευλογία του την αναψυχή, την ψυχική τους ισορροπία, την ενδυνάμωση, τη λύση των προβλημάτων τους.
Οι φτωχοί εύρισκαν με τη συνεχή και αγόγγυστη ελεημοσύνη του τη λύτρωση από τη θλίψη της φτώχειας και την απελευθέρωση από τα βάρη των χρεών τους. Πολλά άτεκνα ζευγάρια μετά την προσευχή, τις ευχές και την ευλογία του αποκτούσαν τέκνα χαριτωμένα. Αλλά και για όσους είχαν τα κατάλληλα μάτια να δουν, η παρουσία και μόνο του Γέροντα, η θεωρία του, αποτελούσε ευλογία Θεού, φανέρωση των θείων ενεργειών, παρουσία του Θεού στη γή.
Ιδού τί αναφέρει σχετικώς στην από 14.2.1994 επιστολή του προς την Ιερά Μονή του Οσίου Δαυΐδ ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος: «…Διά τον μακαριστόν Γέροντα με την φωτεινήν μορφήν ισχύει εκείνο το οποίον έγραφεν ο ιερός Χρυσόστομος διά τον άγιον Μελέτιον Αντιοχείας: “Ου γαρ διδάσκων μόνον, ουδέ φθεγγόμενος, αλλά και ορώμενος απλώς, ικανός η άπασαν αρετής διδασκαλίαν εις την των ορώντων ψυχήν είσαγαγείν”».
Η οσιακή κοίμησή του
Από την λιτοδίαιτη και ασκητική ζωή η υγεία Του άρχισε να κλονίζεται. Οι φλέβες του ποδιών του ήταν σάπιες, έκανε εγχείριση Βουβωνοκήλης, σκωληκοειδίτιδας, προστάτη, καρδιάς και σύμφωνα με τις μαρτυρίες του καθηγητή Κρεμαστινού που του έβαλε τον βηματοδότη «..η θεία δύναμη κρατούσε τον παππού..».
Από το 1990 και μετά ο γέροντας δεν είχε πλέον δυνάμεις και οι κρίσεις στην υγεία του αυξήθηκαν. Τον Σεπτέμβριο του 1991 μετά από μικρο-εμφράγματα νοσηλεύθηκε στο Γενικό Κρατικό.
Επιστρέφοντας στην μονή έπαθε φλεγμονή η οποία εξελίχτηκε σε πνευμονία Ο ίδιος είχε διαισθανθεί το τέλος του.
Αντάξια της θαυμαστής ζωής του ήταν και η οσιακή κοίμηση του Γέροντα, την οποία προγνώριζε, γι΄ αυτό και παρακάλεσε αγιορείτη ιεροδιάκονο που εξομολόγησε το πρωΐ της 21ης Νοεμβρίου 1991, εκείνης της τελευταίας ημέρας της επιγείου ζωής του να μείνει στο Μοναστήρι ως το απόγευμα για να τον «ντύσει».
Το πρωί της 21ης Νοεμβρίου 1991 πήγε στην ακολουθία, έψαλε και κοινώνησε. Μετά εξομολόγησε μερικούς πιστούς και έκανε τον γύρο της μονής εσωτερικά και εξωτερικά. Το μεσημέρι εξομολόγησε μία πνευματική του κόρη, ενώ τον υποτακτικό του Ιλαρίωνα, τον οποίον εκείνη την μέρα θα χειροτονούσε σε ιεροδιάκονο ο μητροπολίτης Χαλκίδος.
Μόλις ήλθαν οι πατέρες ο γέροντας προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ζαλίστηκε. Η αναπνοή του βάρυνε, ο σφυγμός του εξασθένησε και από τα χείλη του βγήκε ένα μικρό φύσημα Ο γέροντας είχε πάρει πλέον τον δρόμο για την μακαρία ζωή. Ήταν 4.17΄ το απόγευμα όταν σαν πουλάκι παρέδωσε το πνεύμα.
Οι λαϊκοί που ειδοποιήθηκαν γη την κηδεία του ήταν ελάχιστοι. Τα τηλέφωνα πήραν φωτιά ο ένας στον άλλο μετέδιδαν το θλιβερό γεγονός.
Την επόμενη μέρα χιλιάδες κόσμου κατέκλυσαν το μοναστήρι, κληρικοί όλων των βαθμίδων, πνευματικοπαίδια του γέροντα από όλη την Ελλάδα, ήλθαν να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό. Η αυλή της μονής ήταν κατάμεστη.
Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στο ύπαιθρο και μετά από τους επικήδειους λόγους, ο πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος είπε να υψώσουν το φέρετρο ψηλά να δουν α πιστοί τον Όσιο γέροντα.
Μόλις εφάνη το ιερό λείψανο με μία φωνή οι χιλιάδες των πιστών κραύγασαν « Άγιος, Άγιος».
Το λείψανο του ήταν λαμπερό, εύκαμπτο, ζεστό, όσιακό και η ιαχή που έβγαινε από τα χείλη χιλιάδων ανθρώπων «άγιος άγιος… είσαι άγιος» αποτελούσε μία ομόφωνη μαρτυρία της συνείδησης των πιστών για το μακαριστό πλέον Γέροντα Ιάκωβο.
Στο μοναστήρι διατηρείται μέχρι σήμερα αναλλοίωτο το κελί του όπως ήταν στις 21 Νοεμβρίου του 1991, όταν ο άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης εκοιμήθη. Ο χώρος είναι πλέον τόπος προσκυνήματος.
Ο τάφος του Μακαριστού Γέροντα Ιακώβου βρίσκεται στη νότια πλευρά του Καθολικού του Ναού στην Ιερά Μονή του Οσίου Δαβίδ. Χιλιάδες προσκυνητές επισκέπτονται το Μοναστήρι αναγνωρίζοντας τα χαρίσματα του Ιακώβου και την παρρησία του στο Θεό και τους Αγίους. Μετά την κοίμησή του συνεχίζει να επιτελεί θεοσημείες, με πολλές εμφανίσεις του σε όσους έχουν ανάγκη.
Αλλ΄ ο άγιος Γέροντας συνεχίζει και μετά την όσιακή κοίμηση του, όπως το ομολογούν εκατοντάδες πιστοί να τους ευεργετεί με την παρρησία που έχει στο Θεό. Στη Μονή του Οσίου Δαυΐδ υπάρχουν τουλάχιστον τριακόσιες μαρτυρίες* πιστών, που ο Γέροντας Ιάκωβος τους βοήθησε. Οί μαρτυρίες αυτές, που περιέ-χονται σε επιστολές των ίδιων των εύεργετηθέντων η κατεγράφθηκαν μετά από προφορικές διηγήσεις τους, έχουν σχέση με θεραπείες, ευεργετικές επεμβάσεις, η μεταθανάτιες εμφανίσεις του Γέροντα.
Η παρρησία του π. Ιακώβου στο Θεό – Σύγχρονες μαρτυρίες
1. Ο ιερεύς π. Ιωάννης Βερνέζος, εφημέριος του Προσκυνηματικού Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου στο Προκόπι της Εύβοιας ανέφερε τα εξής: Είχα ένα ογκίδιο στο δεξί μου χέρι. Εκτός των κινδύνων που έκρυβε, ήταν και αντιαισθητικό. Γι΄ αυτό, όταν οι χριστιανοί μου φιλούσαν το χέρι, το κάλυπτα με το ράσο μου Την ημέρα της κηδείας του Γέροντος Ιακώβου (22.11.1991) παρεκάλεσα το Γέροντα για το θέμα αυτό. Και καθώς ασπαζόμουν το ιερό σκήνωμα του, ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο λείψανο του. Από εκείνη τη στιγμή το ογκίδιο άρχισε να υποχωρεί, ώσπου εξαφανίστηκε. Μεγάλη η χάρη του οσίου Γέροντα. Ας έχουμε την ευχή του!».
2. Η κ. Ανδρομάχη Πασχάλη, κάτοικος Λίμνης Ευβοίας, σε επιστολή που έστειλε στη Μονή γράφει τα εξής:
«Στις 18 Νοεμβρίου 1993 παρουσιάστηκε στην άκρη της γλώσσας μου ένα μικρό κεράτινο ογκίδιο. Περνώντας οι μέρες αυτό μεγάλωσε, κρεμόταν μπροστά στη γλώσσα μου και με ενοχλούσε στην ομιλία, την ώρα που έτρωγα και όταν έπινα νερό. Πέρασαν δυο μήνες από την ημέρα που το πρωτοείδα, το ογκίδιο εξακολουθούσε να υπάρχει και η ψυχολογική μου κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Μέσα στη μεγάλη ψυχολογική ένταση που βρισκόμουν, κι ενώ σκεπτόμουν ότι από Δευτέρα έπρεπε να πάω στην Αθήνα για γιατρό, άρχισα να λέω το πρόβλημα μου στον παππού-Ιάκωβο κοιτάζοντας μία μικρή φωτογραφία του που είχα απέναντι στο τραπέζι μου. Τον παρακάλεσα να με βοηθήσει, να μην αρχίσω τις ατέλειωτες εξετάσεις στους γιατρούς που χρειάζονται για τέτοιου είδους περιστατικά και κατά τις δυο τα μεσάνυκτα ανέβηκα για ύπνο στο δωμάτιο μου. Το πρωί που σηκώθηκα, την ώρα που έπινα καφέ, διαπίστωσα ότι δεν με ενοχλούσε τίποτα στη γλώσσα μου. Όλο αγωνία πήγα στον καθρέφτη και είδα ότι το ογκίδιο που είχα εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ούτε σημάδι.
Έτσι απλά παρακάλεσα τον άγιο Ιάκωβο να με βοηθήσει, κι αυτός έτσι απλά με βοήθησε.»
3. Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος σε μία από τις επισκέψεις του στη Μονή, ως αρχιμανδρίτης τότε, ανέφερε μεταξύ άλλων θαυμάτων που επιτελεί ο άγιος Γέροντας Ιάκωβος σε Κυπρίους αδελφούς μας, τους όποιους αγαπούσε πολύ, και το έξης θαυμαστό:
Είχα φέρει στην Κύπρο λάδι από το καντήλι του τάφου του Γέροντα. Το 1993 με πήρε στο τηλέφωνο ο εφημέριος του Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Λάρνακος, ο π. Παναγιώτης Ζάρος, και μου είπε: «Πάτερ Νεόφυτε, δεν είμαι καλά. Έχω ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας, αλλά δεν το λέω.
Έχω ραγάδες στο έντερο και έχω μεγάλη αιμορραγία. Και αυτές τις ημέρες έχω έντονους πόνους και μεγάλη ροή αίματος, και σε παρακαλώ κάνε μια παράκληση στον άγιο Γεώργιο, που ζεις στο μοναστήρι του, και στον πατέρα Ιάκωβο να μου δίνουν υπομονή, γιατί όταν πονώ υποφέρω πολύ και φωνάζω και στενοχωρούνται και η παπαδιά και τα παιδιά μου».
Λυπήθηκα πολύ και του είπα ότι θα κάμω παράκληση και θα του πήγαινα λαδάκι από το καντήλι του πατρός Ιακώβου, για να σταυρωθεί. Αυτά είπα και έκλεισα το τηλέφωνο. Μετά από δέκα πέντε λεπτά ο π. Παναγιώτης ήρθε στο μοναστήρι και μου είπε: «Ήρθα να πάρω το λαδάκι του Γέροντα μόνος μου, γιατί πιστεύω πολύ σε αυτόν τον άνθρωπο, ότι ο Θεός τον χαρίτωσε και θα με βοηθήσει». Του έδωσα λάδι και σταυρώθηκε στο μέτωπο και έφυγε.
Το βράδυ με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε χαίροντας και κλαίοντας ότι η ροή του αίματος σταμάτησε. Από τότε έγινε τελείως καλά. Ο π. Παναγιώτης υπέφερε από αυτό από τα εφηβικά του χρόνια και τώρα ήταν περίπου 40 ετών. Όταν έγινε καλά υποσχέθηκε να τελεί θεία Λειτουργία και μνημόσυνο στο Γέροντα Ιάκωβο κάθε χρόνο σαν αυτή την ημέρα της θεραπείας του. Όταν όμως πέρασε ένας χρόνος από το θαύμα αυτό ο π. Παναγιώτης ξέχασε την υπόσχεσή του. Τη θυμήθηκε όταν εκείνη την ημέρα (στό χρόνο επάνω) του παρουσιάσθηκε ελάχιστο αίμα. Εκπλήρωσε την υπόσχεσή του και η ροή του αίματος σταμάτησε. Από τότε το θυμάται κάθε χρόνο και επιτελεί θεία Λειτουργία και μνημονεύει το Γέροντα ανάμεσα στους Άγιους
4. Ο κ. Γιώργος Ιωαννίδης, γιατρός παθολόγος από το Βόλο, (προσωπικός τότε γιατρός του τότε Μητροπολίτου Δημητριάδος και τώρα Αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου) ανέφερε μεταξύ άλλων και τα έξης:
«Φεύγοντας από τη Μονή του Οσίου Δαυΐδ, όπου είχα έλθει με την οικογένεια μου για προσκύνημα το Σεπτέμβριο του 1997, κι ενώ βρισκόμουν στην πύλη της αισθάνθηκα μέσα μου μια δυνατή επιθυμία να πάω να ξαναπροσκυνήσω τον τάφο του Γέροντα Ιακώβου. Αισθανόμουν όπως αισθάνεται κάποιος που ξέχασε πίσω του κάτι πολύτιμο και θέλει να γυρίσει να το πάρει. Πραγματικά γύρισα με το γιό μου και στο ένα μέτρο πριν από τον τάφο του Γέροντα βλέπω κάτω στη γή ένα κομποσχοίνι. Παίρνω το κομποσχοίνι στο χέρι μου, το υψώνω και το κρατώ επιδεικτικά, ώστε αν κάποιος από τους γύρω προσκυνητές το έχασε, να το δει και να΄ ρθει να το πάρει. Εκείνη όμως ακριβώς τη στιγμή ακούω φωνή πίσω μου που μου έλεγε: «Τί ψάχνεις; Για σένα είναι το κομποσχοίνι». Γυρίζω και σε απόσταση ενός μέτρου βλέπω ολοζώντανο το Γέροντα Ιάκωβο να μου χαμογελά. Τον είδα ολοκάθαρα. Διέκρινα την υγρασία των ματιών του, τις φλεβίτσες στο πρόσωπο του, τη γενειάδα του, όπως την είχε. Ένοιωσα κάτι το ξεχωριστό, συγκλονίστηκα. Η κυριολεκτικά αύτη ζωντανή παρουσία του Γέροντα Ιακώβου μπροστά μου ήταν καθοριστική κι έβαλε μέσα μου τη σφραγίδα περί της βεβαιότητος της θείας παρουσίας».
5. Τις ήμερες που γραφόταν αυτό το κείμενο και συγκεκριμένα στις 10 Όκτωβρίου 2001 ήρθε στη Μονή ο κ. Γιαννούλης, ναυτικός, από την Άνδρο και βουρκωμένος χωρίς καν να μπορεί να μιλήσει καλά-καλά από τη συγκίνηση και τα κλάματα ανέφερε τα έξης:
«Ταξίδευα προ καιρού και ευρισκόμουν στην Ινδία. Κάποια μέρα αντιμετώπισα σοβαρό πρόβλημα με την καρδιά μου Στο Νοσοκομείο εκεί που με πήγαν οι γιατροί είπαν στους συναδέλφους μου ότι τελειώνω. Εγώ, παρ΄ όλο που ήμουν σε κωματώδη κατάσταση, ένιωθα ότι κάποια αόρατη θεία δύναμη με βοηθάει. Όταν αργότερα άνοιξα κάποια στιγμή τα μάτια μου τον πρώτο που είδα μπροστά μου ήταν ο Γέροντας Ιάκωβος που είχα διαβάσει αρκετές φορές το βιβλίο του. Μου είπε: «Μή φοβάσαι, κύριε Γιαννούλη, θα σε βοηθήσω, θα γίνεις τελείως καλά και θα ξαναγυρίσεις στην πατρίδα». Και από εκείνης της ώρας πράγματι έγινα τελείως καλά».
Άπειρα τα θαύματα που έχουν καταγραφεί, γνωστοποιεί ο ηγούμενος της Μονής του Οσίου Δαυίδ: «Να μας αξιώσει ο Άγιος Γέροντας να εκδώσουμε ένα βιβλίο για τον άγιο. Έχω πει δημοσίως για δύο πολύ σημαντικά θαύματα που επιτελέστηκαν με την παρρησία του προς τον Θεό. Το πρώτο αφορά αεροπλάνο της Ολυμπιακής που ταξίδευε προς Αμερική και βρισκόταν πάνω από τον Ατλαντικό. Μέσα σε αυτό ήταν επιβάτης από την Κοζάνη, ο Δημήτρης Ραγατσίκας, ομογενής της Αμερικής. Ένας κεραυνός έπληξε το αεροπλάνο, ράγισε το φιλιστρίνι του πιλότου και προκλήθηκε μέγας κίνδυνος. Μπρος στον κίνδυνο, ο Δημήτρης προσευχήθηκε στον Γέροντα και τον παρακάλεσε με όλη του την καρδιά να αποσοβήσει τον κίνδυνο. Καθώς κοιτούσε προς το φιλιστρίνι του, βλέπει τον Γέροντα Ιάκωβο με τα ράσα του, τα οποία φούσκωναν σαν ομπρέλα, και το δεξί χέρι ανοιχτό να πηγαίνει κάτω από την κοιλιά του αεροπλάνου, που σταμάτησε να χάνει ύψος. Εν συνεχεία, τον είδε να χάνεται στα σύννεφα.
Όταν επέστρεψε το αεροπλάνο, οι τεχνικοί που το ήλεγξαν είπαν ότι είχαν άγιο που δεν χάθηκαν 250 επιβάτες».
Στο δεύτερο θαύμα επικαλείται τη μαρτυρία του μητροπολίτη Μόρφου: «Είναι πρόσφατο, προ δύο ετών, αφορά τον Ανδρέα τον βοσκό, πρώην αστυνομικό, που είχε σπυρί στο μέτωπο για πολύ καιρό, τόσο πρησμένο που έκλεινε το δεξί του μάτι. Οι γιατροί και οι φαρμακευτικές αγωγές δεν τον βοηθούσαν. Κάποια φορά που διάβαζε το βιβλίο του πατρός Ιακώβου τον παρακάλεσε να πάρει την αγία κάρα του Οσίου Δαυίδ, όπως έκανε όταν ζούσε, και να τον σταυρώσει.
Κάποιο βράδυ, πριν κοιμηθεί, βλέπει τον Γέροντα δίπλα του να τον σταυρώνει. Ταυτόχρονα, βλέπει και τους δαίμονες που φώναζαν να μην τον σταυρώσει γιατί είναι δικός τους, επειδή έκανε αμαρτίες. Ο Γέρων τους απήντησε ότι τα καλά του έργα εξαργύρωσαν τις αμαρτίες του. Απευθύνθηκε τότε στον Ανδρέα τον βοσκό και τον συμβούλεψε να τους πει ότι είναι σεσωσμένος. Εκείνος, ωστόσο, από τον φόβο του δεν μπορούσε να ψελλίσει. Τότε τον πίεσε με την παλάμη του στην πλάτη και ψέλλισε ότι είναι σεσωσμένος. Οι δαίμονες έγιναν άφαντοι και ο Ανδρέας έλαβε θεραπεία».
Ο φιλακόλουθος γέροντας Ιάκωβος
Αυτός ήτο ο γέρο-Ιάκωβος πριν την ακολουθία, απλούς και χαριέστατος. Μέσα στο ναό, στη λατρεία, γινόταν άλλος άνθρωπος. Επίγειος άγγελος «συλλειτουργών», όπως ο ίδιος, έλεγε, «με Χερουβίμ και Σεραφίμ». Χωρίς να είναι ιδιαίτερα ψηλός, έδινε την αίσθηση ενός μεγαλοπρεπούς άρχοντα, που με ύψος υψηλού κηρύγματος κατά την ανάγνωση του εξάψαλμου και ευαγγελίου αναγγέλλει την παρουσία του Κυρίου στην κάθε λειτουργία. Ήταν, όπως λέμε, μεγαλοπρεπής εν απλότητι.
Κατά τη διάρκεια των ακολουθιών του συνέβαιναν πολλά πνευματικά γεγονότα, τα οποία μετά μας διηγείτο. Όταν εμνημόνευε στην προσκομιδή, έβλεπε πολλές φορές τις ψυχές των παλαιών πατέρων της μονής να ζητούν τις προσευχές του. Πόση θλίψη είχε, όταν μας περιέγραψε αργότερα τη μετά θάνατο κατάσταση μερικών εξ αυτών.
Όταν εκάλυπταν τα Τίμια Δώρα ευλαβείς ιερείς την ώρα, που έθεταν τον αστερίσκο επάνω του αμνού, έβλεπε ένα φωτοειδή αστέρα επάνω από το κεφάλι του ιερουργούντος ιερέως. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας την περισσότερη ώρα, όταν το επέτρεπε η στιγμή, ήτο γονυπετής.
Εντύπωση προκαλούσε η άμεση σχέση, που είχε με τον Όσιο Δαβίδ. Όταν κάποτε οι κάτοικοι του χωριού Λιβανάτες ήρθαν, για να πάρουν την κάρα του οσίου στο χωριό τους με σκοπό να βρέξει εκείνη την άνυδρη χρονιά, ο γέροντας πήγε μπροστά στην εικόνα του οσίου και του μίλησε, μάλλον τον διέταξε μετά παρρησίας: «Γέρο, ήρθαν οι χωριανοί σου να σε πάνε στους Λιβανάτες για την ανομβρία. Σε παρακαλώ τώρα, που θα πάμε, να μπουμπουνίσεις. Πρόσεξε, μη με προσβάλεις!». Και ο Όσιος Δαβίδ τον άκουσε αμέσως. Μετά την παράκληση άρχισαν δυνατές βροχές. Αυτή την άμεση σχέση, που είχε με τον Όσιο Δαβίδ, την περιέγραφε σαν ένα τηλέφωνο: «Εγώ, παιδί, τα λέγω στο αυτί του αγίου, και αυτός ανοίγει γραμμή με τον Χριστό μας!».
Ο Όσιος Δαβίδ εξεπλήρωσε τις υποσχέσεις, που έδωκε στον γέροντα, όταν πρωτοεισερχόταν στη μονή, στο ακέραιο. Πατριάρχες και αρχιερείς εξομολογήθηκαν κοντά του και ζητούσαν τις αποτελεσματικές ευχές του. Ο μακαριστός οικουμενικός πατριάρχης Δημήτριος του έστειλε επιστολές και ο νυν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος τον επισκέφθη. Ο Αλεξανδρείας Νικόλαος επίσης. Οι ένδοξοι της γης μπροστά του εταπεινώθησαν, όπως ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας Ανδρέας Παπανδρέου, όταν συναντήθηκαν σε νοσοκομείο των Αθηνών. Ο ταπεινός Ιακωβάκος, που δεν πήγε γυμνάσιο, για να βοηθά τον φτωχό πατέρα του στα κτίσματα, έγινε διαχειριστής πολλών εκατομμυρίων δραχμών. Κατά το προφητικό λόγιο του Οσίου Δαβίδ δεν τα άγγιξε τα χρήματα. Τα πήρε, για να τα σκορπίσει, ως άλλος Ιωάννης Ελεήμων, σε φτωχούς και άπορους. Αυτό όμως, που πλούσια έδωσε σ’ εμάς τους φτωχούς τότε φοιτητές, είναι η ζωντανή πίστη ότι -όπως τακτικά ο ίδιος ομολογούσε- «ζει Κύριος ο Θεός μου», ποιών στις δύσκολες μέρες μας στο πρόσωπο του αγιασμένου θεράποντα Του ένδοξά τε και εξαίσια.
Ήταν τέτοιας θέρμης η ζέση της πίστεώς του, που το Πάσχα πήγαινε στο κοιμητήριο της μονής και έλεγε: «Χριστός Ανέστη» στους κεκοιμημένους πατέρες, τα δε Χριστούγεννα η ευαίσθητη καρδία του συνέχιζε τον εορτασμό και την πανήγυρη της ημέρας μέσα στο γειτονικό δάσος. Εκεί όλως τυχαία και ξαφνικά ακούσαμε φωνή να ψάλλει: «Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε… Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη…». Ήταν η φωνή του γέροντα, που έψαλλε με τα χέρια αναπεπταμένα στον εορτάζοντα ουρανό ανάμεσα στα γέρικα πλατάνια, ενώ σμήνος πουλιών συνεόρταζε τριγύρω του.
Αυτές τις καταβασίες έψαλλε την ημέρα των Εισοδίων της Παναγίας κατά το παρελθόν έτος 1991. Μετά εξομολόγησε τον αδελφό Γεννάδιο και τον παρεκάλεσε να μείνει, γιατί «το απόγευμα θα χρειαστεί», όπως είπε, «να τον αλλάξει». Πράγματι το απόγευμα εκοιμήθη, για να κάνει μαζί με τα Εισόδια της Θεοτόκου τη δική του είσοδο στον εορτάζοντα ουρανό.
Ο γέροντας Πορφύριος, που ετοίμαζε εκείνες τις μέρες τη δική του έξοδο από αυτό τον κόσμο, είπε: «Εκοιμήθη ο γέρο-Ιάκωβος, ένας από τους μεγαλύτερους αγίους του αιώνα μας. Είχε μέγα διορατικό και προορατικό χάρισμα το οποίο έκρυβε επιμελώς, για να μη δοξάζεται». Κύριε Παντοκράτορα, ο Θεός των πατέρων ημών Ιακώβου και Πορφυρίου, «γένου ίλεως επί τας αμαρτίας ημών».
Από τις υπάρχουσες προφορικές και γραπτές μαρτυρίες των πιστών διαπιστώνεται ότι ο Γέροντας Ιάκωβος έχει μεγάλη παρρησία στο Θεό και γι΄ αυτό εύχόμεθα να πρεσβεύει υπέρ πάντων υμών. Αμήν.
Πηγές:
https://www.romfea.gr/prosopa/18475-gerontas-iakobos-tsalikis
http://www.immorfou.org.cy/metropolitan/articles/12-elder-iakovos-tsalikis.html, Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου*, Ο άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης, ο σύγχρονος γέροντας της Εύβοιας
http://www.pemptousia.gr/2017/11/o-agios-iakovos-tsalikis-tis-monis-osi/, Αρχιμανδρίτης π. Κύριλλος Γεραντώνης, ηγούμενος Ιεράς Μονής Οσίου Δαυΐδ Ευβοίας (+)
http://www.diakonima.gr/2010/02/25/p-iakovos-tsalikis_p-demetriou-tzouma_2/, Δημητρίου Αλεξ. Τζούμα, Πρωτοπρεσβυτέρου – Αρεοπαγίτου Ε.Τ., Ο Π. ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ Όπως Τον Γνώρισα, Σελ. 11-16, Έκδοσις Β’, Αθήνα 2008
https://antexoume.wordpress.com/2013/11/22/%CE%B3%CE%AD%CF%81%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-%CE%B9%CE%AC%CE%BA%CF%89%CE%B2%CE%BF%CF%82-%CF%84%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%AF%CE%BA%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CF%85%CE%BB%CE%B1%CE%B2%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%B1/, αποσπάσματα από την συλλογή για τον Γέροντα Ιάκωβο (όπου μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα) από xristianos.gr
https://www.dimokratianews.gr/content/86736/i-proti-giorti-toy-geronta-iakovoy-tsaliki
http://aktines.blogspot.com/2017/11/1920-1991.html
http://www.romiosini.org.gr/20F33119.el.aspx, Αναργύρου Ι. Καλλιάτσου, «Ο πατήρ Πορφύριος, Ο διορατικός, ο προορατικός, ο ιαματικός», Ιερόν Γυναικείον Ησυχαστήριον «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος», Ε΄ Έκδοση επηυξημένη και βελτιωμένη, Αθήναι 2002. Επιλογή Υλικού Αικατερίνη Διαμαντοπούλου Υπεύθυνη υλικού