H ΠΟΛH ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕΜ
Νοτιοδυτικὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ σὲ ἀπόσταση 10 χλμ., σὲ ὕψος 777 μ. ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ 1.276 μ. ἀπὸ τὴν Νεκρὰ Θάλασσα βρίσκεται ἡ πόλη Βηθλεέμ.
Λέγεται καὶ πόλη Ἰούδα καὶ πόλη Δαυὶδ γιατί ἐδῶ γεννήθηκε ὁ προφήτης καὶ βασιλιὰς Δαυίδ (Λουκᾶ, 8, 4-11). Ἡ λέξη Βηθλεὲμ στὰ Ἑβραϊκὰ σημαίνει πόλη τοῦ ψωμιοῦ ἐνῶ στὰ Ἀραβικὰ πόλη τοῦ κρέατος. Στὰ Βαβυλωνιακὰ λέγεται σπίτι τῆς θεᾶς Λαχάμ. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀναφέρεται καὶ σὰν Ἐφραθᾶ (γόνιμος). Λέγει γι’ αὐτὴν ὁ προφήτης Μιχαίας: «καὶ σὺ Βηθλεὲμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσι Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ» (Μιχ. ε’,1, Ματθ. β’,6). Στὴν Βηθλεέμ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας ἀναφέρει: «Θὰ φυτρώσει κλαρὶ ἀπ΄ τὴν ῥίζα τοῦ Ἰεσσαί, κι ἀπ’ τὴν ῥίζα αὐτὴ θ’ ἀνεβεῖ τὸ ἄνθος…Κι ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαὶ θὰ εἶναι, καὶ θὰ σηκωθεῖ ἀρχηγὸς ὅλων τῶν ἐθνῶν» (Ἠσ. ια’, 1).
Σήμερα, οἱ περισσότεροι κάτοικοι τῆς Βηθλεὲμ εἶναι Ὀρθόδοξοι. Στὴν Βηθλεὲμ βρίσκονται:
α) Ἡ βασιλικὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ
β) Τὸ Ἅγιο Σπήλαιο καὶ ἡ Ἁγία Φάτνη
γ) Τὸ σπήλαιο τῶν νηπίων.
δ) Τὸ σπήλαιο τοῦ Γάλακτος.
ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Βρίσκεται στὸ ἀνατολικὸ μέρος τῆς σημερινῆς Βηθλεέμ. Ὁ πρῶτος ναὸς κτίστηκε ἀπ’ τὴν Ἁγία Ἑλένη τὸ 326 μ.Χ. πάνω στὸ σπήλαιο τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ναὸς αὐτὸς καταστράφηκε καὶ ξανακτίστηκε ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ τὸ 527 μ.Χ. Τὸ 1169 μ.Χ. ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνὸς ἀνακαίνισε τὴν μολυβδοσκέπαστη ὀροφὴ καὶ ἐκόσμησε τὸν Ναὸ μὲ ψηφιδωτά. Τὸ 614 μ.Χ., ὅταν οἱ Πέρσες κατέλαβαν τὴν Παλαιστίνη, σεβάστηκαν αὐτὸν τὸν Ναὸ καὶ δὲν τὸν κατέστρεψαν, γιατὶ πρόσεξαν πὼς οἱ Μάγοι ποὺ στὴν τοιχογραφία προσκυνοῦσαν τὸν Χριστὸ φοροῦσαν στολὲς περσικές.
Ὁ ναὸς ἔχει 30 μ. μῆκος καὶ 26 μ. πλάτος. Εἶναι πεντάκλιτη βασιλικὴ μὲ 48 κολῶνες σὲ τέσσερις σειρές. Κάθε κολώνα ἔχει 5,5 μ. ὕψος, μὲ ἐπιστέγασμα ἐξαιρετικῆς τέχνης κιονόκρανα κορινθιακοῦ ῥυθμοῦ, ἐνῶ στὸν κυρίως κορμό τους διακρίνονται τοιχογραφίες βυζαντινῆς τεχνοτροπίας. Στὰ ἀνατολικὰ καταλήγει σὲ σχῆμα Σταυροῦ μὲ χαμηλότερο τὸ δάπεδο, δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Ἡ στέγη εἶναι ξύλινη καὶ τὸ τέμπλο ξυλόγλυπτο μὲ φύλλα χρυσοῦ. Πάνω στοὺς διαχωριστικοὺς τοίχους τοῦ μεσαίου κλίτους ὑπάρχουν ἀξιόλογα ψηφιδωτά. Τὸ 1965, ὕστερα ἀπὸ ἀνασκαφές, βρέθηκε τὸ πραγματικὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸ ψηφιδωτό. Στοὺς Ὀρθοδόξους ἀνήκει μόνο τὸ καθολικὸ μαζὶ μὲ τὸ κεντρικὸ κλίτος καὶ τὸ Ἅγιο Βῆμα.
Ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας Ανδριανός, θέλοντας να παραδώσει στην λήθη τον τόπο, ανήγειρε ναό αφιερωμένο στον Άδωνη, όπως είχε πράξει και στον Γολγοθά, με την ανέγερση ιερού αφιερωμένου στην Αφροδίτη. Η προσπάθειά του δεν τελεσφόρησε.
Η μαρτυρία του Ωριγένη, που επισκέφθηκε την Παλαιστίνη το 213 μ.Χ. δείχνει, ότι ο τόπος ήταν περιφανής και το χριστιανικό προσκύνημα ξακουστό, ακόμα και ανάμεσα στους εθνικούς.
Ο Ιερός Ναός της Γεννήσεως. Στο βάθος διακρίνεται το καθολικό του Ναού
Στις αρχές του Δ’ αι. η Αγία Ελένη ανήγειρε χριστιανικό ναό και αφιέρωσε πολύτιμα κειμήλια. Το οικοδόμημα συμπλήρωσε ο Μ. Κωνσταντίνος και στόλισε με χρυσό, ασήμι και πολύτιμους λίθους τα αναθήματα, κατά την μαρτυρία του Ευσέβιου Καισαρείας.
Την μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνει και ο συγγραφέας του οδοιπορικού της Βουρδιγάλης, γράφοντας για την εκκλησία της Βηθλεέμ: «δύο μίλια πέρα του τάφου της Ραχήλ είναι η Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός˙ εκεί οικοδομήθηκε εκκλησία κατά διαταγή του Μ. Κωνσταντίνου.
Η εκκλησία καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της ανταρσίας των Σαμαρειτών (529), ανακατασκευάστηκε από τον Ιουστινιανό, μόνο που ο νέος ναός ήταν βασιλική μεγάλη, με πλούσια ψηφιδωτή διακόσμηση.
Από το κλιμακοστάσιο στα βόρεια του ναού μπορούσε κανείς να εισέλθει στο σπήλαιο, οι χώροι του οποίου μετασκευάστηκαν πολλές φορές μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Το υπέδαφος της βασιλικής, όπως και σήμερα, αποτελούνταν από ένα πολύπλοκο σύνολο χώρων, σε κάθε μέρος από τους οποίους η φαντασία των ευσεβών επισκεπτών τοποθετούσε κάποιο από τα γεγονότα της Γέννησης.
Ο Ιερός Ναός εσωτερικά δίπλα στο καθολικό
Ο ακριβής τόπος όπου έγινε ο τοκετός της Θεοτόκου, θεωρήθηκε ότι βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του σπηλαίου μέσα σε μια κόγχη όπου αργότερα χτίστηκε ένα θυσιαστήριο και πάνω του τοποθετήθηκε εικόνα με το άστρο της Βηθλεέμ. Λίγο πιο κάτω αναγνωρίστηκε η θέση της φάτνης του Ιησού.
Αυτή αποτελούσε το κύριο λείψανο του ναού: ήταν μια λάρνακα από άργιλο, τοποθετημένη πάνω στο βράχο και έφερνε μαρμάρινη επένδυση. Ήδη στα χρόνια του Αγίου Ιερωνύμου (4ος αιώνας) είχε αντικατασταθεί από ένα πιο πολύτιμο κιβωτίδιο με ασημένια και χρυσή επένδυση. Σύμφωνα με την παράδοση η αρχική φάτνη είχε μεταφερθεί στον ναό της Santa Maria Μaggiore της Ρώμης, αλλά οι επισκέπτες εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι το λείψανο της φάτνης βρισκόταν μέσα στη μαρμάρινη επένδυση.
Ο Ιωάννης Φωκάς στα μέσα του 12ου αιώνα περιγράφει τη φάτνη ως ένα ορθογώνιο κιβώτιο, μέρος του οποίου μπορούσε κανείς να δει μέσα από μικρή τρύπα. Δημιουργήθηκαν και άλλες παραδόσεις πού ήταν γνωστές ακόμα και σε ισλαμικούς πληθυσμούς της περιοχής, που τιμούσαν το γεγονός της Γέννησης, γνωστό από τη διήγηση του Κορανίου..
Τον Ε’ αι. ο Ιουστινιανός ανήγειρε μεγαλύτερη και περιφανέστερη εκκλησία. Ήθελε το οικοδόμημα αυτό να είναι το λαμπρότερο απ’ όλα της Παλαιστίνης. Ο αρχιτέκτονας, όμως από σεβασμό στο αρχαίο έθος διατήρησε το αρχικό σχήμα του ναού, εν μέρει. Την επιβεβαίωση της πληροφορίας, ότι ο ναός στην Βηθλεέμ είναι έργο δικό του, λαμβάνουμε από ανώνυμο Αραβικό χρονικό.
Μετά τον Ιουστινιανό σπανίζουν οι πληροφορίες για τον ναό αυτό. Η περσική εισβολή του 614 μ.Χ., ενδεχομένως να επέφερε καταστροφή και στην Βηθλεέμ, όμως η στιβαρή κατασκευή δεν επέτρεψε εκτεταμένες βλάβες. Η ζημιά διορθώθηκε εύκολα και επανήλθε στην πρότερη λαμπρή κατάσταση.
Οι Αρκούλφος και Βιλιβάρδος περιγράφουν με θαυμασμό τον ναό, τους Ζ’ και Η’ αι. αντίστοιχα, ενώ ο Βερνάρδος την Θ’ εκατονταετηρίδα γράφει: « στην Βηθλεέμ υπάρχει μεγάλη εκκλησία, στο μέσο της οποίας είναι ένα σπήλαιο υπόγειο, του οποίου η είσοδος βρίσκεται προς νότο και η έξοδος προς ανατολάς (ίσως προς βορά)˙ μέσα στο σπήλαιο δυτικά δεικνύεται η Αγία Φάτνη».
Η είσοδος για το Ιερό Σπήλαιο
ΤΟ ΑΓΙΟ ΣΠΗΛΑΙΟ
Τὸ Ἅγιο Σπήλαιο ὅπου γεννήθηκε ὁ Κύριος βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα τοῦ Ναοῦ τῆς Γεννήσεως, έχει διαστάσεις 12Χ4 και ύψος τριών μέτρων. Διαθέτει δυὸ σκάλες-εἰσόδους, μία ἀπὸ τὸ νότιο μέρος μὲ 13 σκαλοπάτια καὶ μία ἀπὸ τὸ βόρειο μὲ 15 σκαλοπάτια.
Τὸ Σπήλαιο εἶναι σκοτεινό, ἀλλὰ φωτίζεται μὲ 53 κανδῆλες, ποὺ εἶναι 19 τῶν Ὀρθοδόξων, 17 τῶν Λατίνων καὶ 17 τῶν Ἀρμενίων. Τὸ σχῆμα του εἶναι σχεδὸν παραλληλόγραμμο μήκους 12,30 μ. καὶ πλάτους 3,15 μ. Τὸ δάπεδο εἶναι στρωμένο μὲ μάρμαρο κι οἱ τοῖχοι εἶναι κι αὐτοὶ καλυμμένοι μὲ ὀρθομαρμάρωση. Κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, στὸ γυαλιστερὸ ἄσπρο μάρμαρο, ἔχει τοποθετηθεῖ ἕνα ἀσημένιο ἀστέρι μὲ τὴν λατινικὴ ἐπιγραφή: «Ἐδῶ γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπ’ τὴν Παρθένο Μαρία». Πάνω από το σημείο αυτό είναι η Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων. Ἐδῶ ὑπάρχουν 16 κανδήλια (6 τῶν Ὀρθοδόξων, 6 τῶν Ἀρμενίων καὶ 4 τῶν Λατίνων). Τὸ σπήλαιο ἀνήκει στοὺς Ὀρθοδόξους καὶ τελεῖται καθημερινὰ ἡ Θεία Λειτουργία.
Σε άλλο σημείο του Σπηλαίου βρίσκεται η Αγία Φάτνη, που ανήκει στους Λατίνους. Εκεί, κάθε χρόνο στις 25 Δεκεμβρίου γίνεται με συγκινητική μεγαλοπρέπεια ο γιορτασμός της γέννησης του Ιησού, με παρουσία επισήμων, του Πατριάρχη και πολλών πιστών.
Σύμφωνα με την παράδοση οι Πέρσες κατακτητές το 614, σεβάστηκαν το Ναό της Γεννήσεως και δεν τον κατέστρεψαν, αναγνωρίζοντας τους 3 Πέρσες Μάγους, στο ψηφιδωτό που βρισκόταν στον δυτικό τοίχο του Νάρθηκα, με την παράσταση της Γεννήσεως του Χριστού και της Προσκυνήσεως από των Μάγων. Το Άγιο Σπήλαιο είναι σκαλισμένο στο φυσικό βράχο και είναι ο αυθεντικός τόπος της Γέννησης.Ευτυχώς για εμάς τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, το 1757 με διάταγμα του σουλτάνου Οσμάν του τρίτου, το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ανακτά πλήρως την δικαιοδοσία του Ναού και του Σπηλαίου.
Απέναντι από τον τόπο της Γέννησης είναι η Αγία Φάτνη και σύμφωνα με την παράδοση, η αγία Ελένη βρήκε την αυθεντική πήλινη φάτνη την οποία αντικατέστησε με μια ασημένια .Αυτή η φάτνη μεταφέρθηκε στη βασιλική της Σάντα Μαρία Μαντζόρε στη Ρώμη και σωζόταν ως το 12ο αιώνα. Πλάι στη φάτνη βρίσκεται το προσκύνημα των μάγων και βορειοδυτικά του σπηλαίου υπάρχει μια δεξαμενή από όπου η Παρθένος άντλησε απ αυτήν νερό για να πλύνει το Θείου Βρέφος.
Το φρέαρ του άστρου
Κάτω από το Ιερό Βήμα της βασιλικής στα βόρεια του σπηλαίου της Γέννησης, υπήρχε μια στέρνα που ονομαζόταν το “φρέαρ του άστρου”. Μέσα σε εκείνο το νερό, από όπου σύμφωνα με την παράδοση είχε πάρει η Παναγιά για να πιεί, συνέβαινε ένα εξαιρετικό θαύμα: κάθε ευσεβής άνθρωπος, όταν κοίταζε προς τα κάτω, μπορούσε να δει το άστρο να περνάει από τη μια μεριά στην άλλη. Το οκταγωνικό πηγάδι που διατηρείται σήμερα στη νότιο πλευρά του ναού θεωρείται ότι αποτελεί την απόληξη του θαυματουργού εκείνου πηγαδιού. Στα πρώτα χρόνια υπήρχαν πολλά προσκυνήματα συνδεμένα με τη Γέννηση σε όλη τη Βηθλεέμ, όπως “ο κάμπος των ποιμένων” δηλαδή ο τόπος όπου του αναγγέλθηκε το χαρμόσυνο γεγονός.
Το “φρεάρ της Παναγίας” και το “σπήλαιο των Μάγων” εκεί όπου οι τρεις Μάγοι σταμάτησαν κατά την επιστροφή τους.
Στα μεταγενέστερα όμως χρόνια το προσκύνημα της Γεννήσεως συνδέθηκε αποκλειστικά με την ομώνυμη βασιλική.Τον 6ο αιώνα ο μοναχός Adammanus από την Ιρλανδία έγραφε: ” Πέρα από τον τοίχο” (δεν είναι σαφές αν εννοεί έξω από το ναό ή τα τείχη της πόλης) βρέθηκε ένα λίθος που θεωρούνταν ιερός γιατί πάνω σε αυτό η μαία Σαλώμη είχε ρίξει το νερό από το λουτρό του βρέφους. Από κει άρχισε να αναβλύζει μια πηγή καθαρή και διάφανη. Πέντε αιώνες αργότερα ένα ανώνυμο βυζαντινό κείμενο πιστοποιούσε ότι η μαία Σαλώμη δεν έχυσε το νερό αλλά το απέκρυψε στη δεξιά πλευρά του σπηλαίου, δηλαδή στο νότιο μέρος κι από κει άρχισε να αναβλύζει ένα υπέροχο και θαυματουργό μύρο το οποίο η Μαρία Μαγδαληνή το χρησιμοποιούσε για να αλείψει τον Κύριο.
Εκείνο το νερό, όπως πιστεύεται, προερχόταν από τη στέρνα που βρίσκεται μέχρι και σήμερα στη ΒΔ πλευρά του ναού. Στην περίοδο των Σταυροφορικής κυριαρχίας το υπέδαφος του ναού της Γεννήσεως φιλοξενούσε και τον τάφο των Αγίων Αθώων Παίδων που αποτελούσαν τα σημαντικότερα λείψανα αγίων στη Βηθλεέμ και είχαν εντοπιστεί έξω από την πόλη. Πιο περίεργη, ήταν η λατρεία, επίσης μέσα στο σπήλαιο, ενός τραπεζιού, πάνω στο οποίο, σύμφωνα με τις πηγές του 12ου αιώνα, η Παναγιά είχε γευματίσει με τους Μάγους.Οι προσκυνητές που κατέβαιναν στο σπήλαιο για να προσκυνήσουν, προσπαθούσαν να πάρουν μαζί τους κάποιο λίθινο κομμάτι του ή λίγη σκόνη για να τα χρησιμοποιήσουν σαν φυλαχτό, επίσης συνήθιζαν να πίνουν θαυματουργό νερό από το πηγάδι Άστρου.
Ένα άλλο σπήλαιο κοντά στο ναό, γνωστό ως σήμερα ως “σπήλαιο του γάλακτος” οφείλει την ονομασία του στο κατάλευκο ως γάλα χρώμα, όπως σημειώνει ο βυζαντινός ποιητής Περδίκης από την Έφεσο. Σύμφωνα με την παράδοση το σπήλαιο έγινε άσπρο, όταν έπεσε εκεί μια σταγόνα από το γάλα της Παναγιάς και, όπως πίστευαν, η λάσπη του ήταν θαυματουργή για τις μητέρες που δεν μπορούσαν να θηλάσουν. Για το λόγο αυτό το επισκέπτονταν και οι γυναίκες της μουσουλμανικής κοινότητας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Βηθλεέμ θεωρούνταν ιερή και από τους μουσουλμάνους. Άραβες συγγραφείς του 10ου αιώνα, όπως ο Άλ- Ισταχρή, πιστοποιούν ότι η πόλη φιλοξενούσε το λείψανο της χουρμαδιάς, η οποία σύμφωνα με το Κοράνι ( κεφάλαιο ΙΘ΄) είχε θρέψει με τους καρπούς της την Παναγιά.
Όταν τον ΙΑ’ αι. όλες οι εκκλησίες της Αγίας Γης κατεδαφίσθηκαν από τον Χακίμ ιμπν Αμρ-ιλλάχ μόνο η εκκλησία της Βηθλεέμ σώθηκε. Ο Γάλλος χρονογράφος Ademar έγραψε ότι, όταν οι Σαρακηνοί αποπειράθηκαν να καταστρέψουν τον ναό, φως ως αστραπή έπεσε πάνω τους και θανάτωσε πολλούς. Το 1099 μ.Χ. έφτασαν οι σταυροφόροι στα Ιεροσόλυμα. Βρήκαν την εκκλησία της Βηθλεέμ άθικτη. Ο Γοδεφρείδος απέστειλε τον Ταγκράδο με 100 ιππότες και κατέλαβαν την Βηθλεέμ μέσα σε μια μέρα. Το 1103 μ.Χ. γράφει, ότι όλη η περιοχή είχε ερημώσει και μόνο ο ναός έστεκε ακόμη όρθιος.
Στον επόμενο μισό αιώνα η φθορά είχε επέλθει σε τέτοιο σημείο, ώστε ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων κυρ Μανουήλ Κομνηνός με μεγαλοδωρία επισκεύασε αυτόν. Ο Ιωάννης Φωκάς στο σύγγραμμά του για τους Αγίους Τόπους δασώζει, ότι ο Λατίνος επίσκοπος έστησε την μορφή του αυτοκράτορα Μανουήλ στο Θυσιαστήριο του Αγίου Σπηλαίου. Μετά την διάλυση των σταυροφορικών βασιλείων, οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης, διατήρησαν τον ορθόδοξο κλήρο στην Βηθλεέμ, κατευνάζοντες με πλούσια δώρα την εκδικητική μανία των μουσουλμάνων. Έτσι το 1348 ο Καντακουζηνός απέστειλε πρεσβεία στον Σουλτάνο των Μαμελούκων της Αιγύπτου Νασρεντίν Χασάν, υπό τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Λάζαρο, που μεσίτευσε υπέρ του Ναού της Αναστάσεως και των άλλων προσκυνημάτων.
Το 1435 μ.Χ. ο βασιλιάς της Τραπεζούντας Αλέξιος Κομνηνός ανακαίνισε την μολυβδοσκέπαστη στέγη του ναού. Το 1561 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σοφρώνιος έκτισε τις τέσσερις κάμαρες που βρίσκονται σε αμφότερα τα μέρη του Αγίου Σπηλαίου. Η στέγη του ναού έχρηζε ήδη εκ νέου επισκευή επί πατριαρχίας του Παϊσίου, αλλά αυτός δεν κατόρθωσε να φέρει εις πέρας το έργο, λόγω έλλειψης χρημάτων.
Ο διάδοχός του Νεκτάριος έπεισε κάποιον επιφανή Μανωλάκη Καστοριανό να συνδράμει στις εργασίες και ξεκίνησε την διαδικασία της έκδοσης της σχετικής άδειας από την Πύλη. Οι εργασίες εκίνησαν τελικά από τον Πατριάρχη Δοσίθεο. Ο προαναφερθείς Μανωλάκης Καστοριανός συγκέντρωσε την απαραίτητη ξυλεία στην Ιόππη. Από εκεί με άμαξες κατευθύνθηκαν στα Ιεροσόλυμα.
Αλλά στην κοιλάδα του χείμαρρου Σαλάμ, βόρεια από τους Εμμαούς, ο δρόμος ήταν δύσβατος και οι άμαξες δεν μπορούσαν να διέλθουν. Εξήλθαν λοιπό οι Ορθόδοξοι από τις πόλεις Ρεμπλί, Ραμμάλα και Λύδδα καθώς και από Ιερουσαλήμ και με την δική τους προσωπική εργασία διάνοιξαν την οδό προς Ιερουσαλήμ.
Έτσι η μεταφορά διήρκεσε από Αύγουστο ως Δεκέμβριο. Τον Σεπτέμβριο του 1672 ξεκίνησαν η επισκευή που συμπεριελάμβανε την ανακαίνιση της στέγης, συτνήρηση στους τοίχους, διάνοιξη θυρών κεκλεισμένων και παραθύρων κι αντίστοιχη τοποθέτηση, μαρμαρόστρωση και ασβέστωμα. Για την κάλυψη της στέγης με μόλυβδο αναχωνεύθηκε ο ήδη υπάρχων και συμπληρώθηκε όσο έλειπε. Τα εγκαίνια έγιναν τον Ιούλιο του ίδιου (εκκλησιαστικού) έτους από την σύνοδο που απήλλαξε τον Κύριλλο Λούκαρη από τις κατηγορίες των Ιησουιτών.
Άλλες μικρότερες επισκευές έγιναν το 1689 μ.Χ. με την άδεια του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Β’ και το 1775 μ.Χ. επί πατριαρχίας Αβραμίου. Το 1842 μ.Χ. έγινε άλλη μια μεγάλη ανακαίνιση του οικοδομήματος επί Αθανασίου του Γ’. Η στέγη αντικαταστάθηκε και μολυβδοσκεπάστηκε. Το έδαφος του Καθολικού στρώθηκε με μάρμαρα, ενώ έξω στις κολώνες στρώθηκε με ντόπια πέτρα. Όλοι οι τοίχοι, των οποίων το μωσαϊκό κατέπεσε από την πολυκαιρία, καλύφθηκαν με μαρμαρόσκονη. Αυτή ήταν και η τελευταία μεγάλη ανακαίνιση του ναού.
Πηγές :
http://www.impantokratoros.gr/E26083E1.el.aspx
Facebook Comments