«Μη μαλώνεις το παιδί. Αυτό είναι παιδί μικρό και αναμάρτητο. Να ήξερες τι αγγελικές δυνάμεις το έχουν περικυκλώσει»!

Ο κ. Ανδρέας Νικολάου από ταΚαλομόδια Άρτας σημειώνει:

«Οι γονείς μου και κυρίως η γιαγιά μου από πολύ μικρό μου μιλούσαν για την γιαγιά Λαμπρινή και τα χαρίσματά της. Ειδικά η γιαγιά μου την ακολουθούσε παντού σε όποιες Εκκλησίες πήγαινε και περπατούσαν ώρες μέχρι να φθάσουν. Δεν έδινα και μεγάλη σημασία σ’ αυτά που άκουγα, για τις ατέλειωτες ώρες προσευχής, για τις ελάχιστες ώρες ύπνου (δύο ώρες το εικοσιτετράωρο), για τα χαρίσματα της.

Την σεβόμουνα σαν γριούλα πού ήταν, αλλά όσο μεγάλωνα διαπίστωνα ότι υποβάλλεται με χαρά σε μεγάλες και σκληρές δοκιμασίες (νηστείες και αγρυπνίες). Παρατηρούσα κάθε φορά που μεταλάμβανε στην Εκκλησία το πρόσωπο της να λάμπει.

Όταν με συναντούσε μετά την θεία Λειτουργία, με χάϊδευε στοργικά στο κεφάλι και ένιωθα τότε να μην πατάω στην γη. Αυτό με έκανε να επιζητώ πιο συχνά να είμαι μαζί της.

«Κάποιο καλοκαίρι πού είχα τελειώσει την πρώτη τάξη δημοτικού, η γιαγιά Λαμπρινή με άλλες γυναίκες πήγαν και άνοιξαν την Εκκλησία των Ταξιαρχών στο χωριό Λουτρότοπος Άρτης. Μαζί τους πήγα και εγώ με την μητέρα μου και κοιμηθήκαμε το βράδυ μέσα στην Εκκλησία. Ήταν νύχτα και η γιαγιά κάτι έψελνε από ένα βιβλίο.

Εγώ σηκώθηκα και γύριζα μέσα στην Εκκλησία που φωτιζόταν από λίγα κεράκια αναμμένα. Ύστερα άνοιξα την πόρτα του Ιερού, μπήκα μέσα, προχώρησα δύο – τρία βήματα προς την Αγία Τράπεζα και αμέσως σταμάτησα. Άκουσα βήματα ανθρώπου να με πλησιάζουν. Παρατήρησα δύο – τρεις σκιές γύρω από την Αγία Τράπεζα να έρχονται προς το μέρος μου και να με περικυκλώνουν.

Φοβήθηκα και αμέσως βγήκα έξω από το Ιερό. Βλέποντας με η μητέρα μου, πού με έψαχνε, με μάλωσε. Τότε της λέγει η γιαγιά Λαμπρινή: «Μη μαλώνεις το παιδί. Αυτό είναι παιδί μικρό και αναμάρτητο. Να ήξερες τι αγγελικές δυνάμεις το έχουν περικυκλώσει»!

Κατάλαβα τότε ότι και η γιαγιά Λαμπρινή είδε τα ίδια με μένα και ας ήταν εκτός του Ιερού. Διαπίστωσα έκτοτε ότι η γιαγιά Λαμπρινή δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους.Όταν αργότερα ενηλικιώθηκα και η γιαγιά είχε περάσει τα ογδόντα της χρόνια, κάποια φορά την βρήκα στην βρύση της αυλής και πριν την χαιρετήσω παρατήρησα ότι, όπως ήταν σκυμμένη, η καμπούρα της είχε μεγαλώσει. Δεν πρόλαβα να κάνω ένα βήμα και τότε η γιαγιά λες και διάβασε την σκέψη μου, σηκώνει το κεφάλι της και μου είπε:

«Είδες, παιδάκι μου, πώς έγινα από το πολύ διάβασμα, όλη την ημέρα σκυμμένη πάνω στα βιβλία με πολλή προσευχή και μετάνοια στον Κύριο, μήπως μπορέσω και πάρω μια μικρή θέση στον οίκο του Κυρίου».

Την διέκρινε μεγάλη ταπεινοφροσύνη. Έλεγε: «Εγώ δεν είμαι τίποτε. Μια φτωχή και αγράμματη αγρότισσα». Και ενώ ήταν ολιγογράμματη, συζητούσε με πολλή άνεση με μορφωμένους ανθρώπους. Μιλούσε για δέκα λεπτά και έλεγε πράγματα πού άλλοι δεν μπορούσαν να τα πουν σε ώρες…

Ο καθηγητής μας ο θεολόγος για μισή ώρα προσπαθούσε να μας εξηγήσει τι είναι θαύμα και στο τέλος δεν καταλάβαμε πολλά πράγματα. Η γιαγιά όταν την ρώτησα απάντησε: Είναι πολύ απλό. «Ό,τι είναι αδύνατο για τον άνθρωπο είναι δυνατό για τον Θεό».

Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», η 19η διήγηση. Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής. http://taneatismikrospilias24.weebly.com/

προηγούμενο
επόμενο

Facebook Comments