Ένας από τους πιο γνωστούς ποιητάς της Εκκλησίας είναι ο άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος, του οποίου η μνήμη γιορτάζεται στις 2 Απριλίου.
Η Εκκλησία από την αρχή και περισσότερο από τα χρόνια του Αρείου, για να παρακινήση τους χριστιανούς σε προσευχή και για να τους διδάσκη με ευχάριστο τρόπο τις θείες αλήθειες, χρησιμοποιεί σαν άριστο παιδαγωγό μέσο στή θεία Λατρεία την ποίηση και τη μουσική.
Η ιερά υμνογραφία της Εκκλησίας είν’ ένα μεγάλο και σπουδαίο κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής φιλολογίας. Ιεροί άνδρες, όπως ο άγιος Ιωσήφ, εσύνθεσαν ύμνους στον Χριστό, στην Θεοτόκο και στους Αγίους και τους ετόνισαν σε μουσική, ώστε το Υμνολόγιο της Εκκλησίας μας να αποτελή ένα μεγάλο και πολύτιμο θησαυρό της χριστιανοσύνης. Η ψαλμωδία είναι από τις πνευματικώτερες εκδηλώσεις της ευσεβείας και της πίστεως· «λαλούντες εαυτοίς ψαλμοίς και ύμνοις…», γράφει ο Απόστολος.
Ζῶντος Θεοῦ σὺ θεῖος ὑμνητὴς Πάτερ, Ἐγὼ δὲ σοῦ θανόντος ὑμνητὴς νέος.
Βιογραφία
Ο Όσιος Ιωσήφ γεννήθηκε στη Σικελία, το έτος 816 μ.Χ., στα χρόνια του βασιλέως Θεοφίλου του εικονομάχου (829 – 842) από ενάρετους και ευσεβείς γονείς, τον Πλουτίνο και την Αγάθη. Τα περί της ζωής και της δράσεώς του τα γνωρίζουμε από τον βίο που συνέταξε ο μαθητής και διάδοχός του στη μονή του, Θεοφάνης, συμπληρωματικά δε από τα εγκώμια που του αφιέρωσαν ο Ιωάννης Διάκονος και ο Θεόδωρος Πεδιάσιμος.
Ο Όσιος αναγκάσθηκε να φύγει από την γενέτειρά του οικογενειακώς, λόγω της εντάσεως των Αραβικών επιδρομών που έπειτα από λίγο καιρό επρόκειτο να καταλήξουν στην κατάληψη της νήσου και να μεταναστεύσει στην Πελοπόννησο. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών αποχωρίσθηκε τους γονείς του και μετέβη στην Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στην περίφημη μονή Λατόμου, όπου επιδόθηκε στη μοναχική άσκηση υπό την καθοδήγηση του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου (τιμάται 20 Νοεμβρίου), ασκώντας το έργο του οξυγράφου
Για κρεβάτι είχε την γη στρωμένη με ένα δέρμα, τα δε ρούχα του ήταν πολύ πτωχικά. Η τροφή του ήταν λίγος άρτος και για ποτό το απλό νερό. Έκανε ολονύκτιες αγρυπνίες και πολλές ώρες έκανε γονατιστός προσευχή. Είχε στο στόμα του συνεχώς ύμνους προς τον Θεό. Για εργόχειρο είχε την καλλιγραφία και διάβαζε τις θειες Γραφές. Εξαιτίας αυτών των κόπων έγινε ο αοίδιμος πράος, σεμνός, μέτριος, απλός, άκακος. Έτσι, για τις αρετές του αυτές χειροτονήθηκε Ιερεύς.
Μετά από εννέα χρόνια παραμονής στην Θεσσαλονίκη, το έτος 840 μ.Χ., μετέβη στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο τον Δεκαπολίτη και εγκαταστάθηκε στη μονή του Αγίου Ιερομάρτυρα Αντίπα. Δεν παρέμεινε όμως για πολύ εκεί απερίσπαστος, διότι το επόμενο έτος απεστάλη από τους Ορθοδόξους της Βασιλεύουσας στη Ρώμη για διαβουλεύσεις επί του θέματος του διωγμού από τους εικονομάχους. Δεν κατόρθωσε να φέρει εις πέρας την αποστολή, διότι το πλοίο του έπεσε στα χέρια Αράβων πειρατών και αυτός οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην αραβοκρατούμενη τότε Κρήτη, από όπου ελευθερώθηκε με τις φροντίδες φιλάνθρωπων πιστών και με θαύμα του Αγίου Νικολάου.
Εκεί ευρισκόμενος του φανερώθηκε κάποιος ιεροπρεπής και σεβάσμιος άνδρας, ο οποίος ήταν ο Άγιος Νικόλαος και του λέγει: «Ἐγώ εἶμαι ἀπό τά Μύρα τῆς Λυκίας, ἦλθον δέ πρός σέ διά νά σού δώσω τήν κεφαλίδα ταύτην (εἴδους χάρτου). Ὅθεν λάβε αὐτήν καί ἀναγνωθι». Αφού δε το πήρε ο Άγιος αμέσως διάβασε το έγγραφο και έψαλλε συγχρόνως αυτά. «Τάχυνον ὁ οἰκτίρμων καί σπεῦσον ὡς ἐλεήμων εἰς τήν βοήθειαν ἠμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος». Αυτό δε που εννοούσε το άσμα αυτό, ω του θαύματος, αμέσως το πρωί έγινε πραγματικότης, διότι αφού απέθανε τότε ο αρχηγός της εικονομαχίας Θεόφιλος, επανήλθε πάλι η του Χριστού Εκκλησία στον στολισμό και στην μεγαλοπρέπεια των σεπτών και αγίων Εικόνων, αυτοί δε οι Πατέρες, που ήσαν εξόριστοι, ανεκλήθηκαν από την εξορία και επέστρεψαν στις Μονές τους. Τότε λοιπόν και ο Όσιος Ιωσήφ, αφού ελευθερώθηκε από την φυλακή στην Κρήτη, επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη κατά το έτος 842.
Κατά το βραχύ χρόνο αυτής της περιπέτειάς του συνέβησαν δύο σημαντικά γεγονότα. Το ένα, που σχετιζόταν ιδιαίτερα με αυτόν, ήταν ο θάνατος του πνευματικού του οδηγού Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου και το άλλο, που αφορούσε την Εκκλησία ολόκληρη, ήταν η αναστήλωση των ιερών εικόνων.
Όταν διά της Θεσσαλονίκης επανήλθε πάλι στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 843 μ.Χ., έζησε επί δύο χρόνια ως έγκλειστος στη μονή του Αγίου Αντίπα. Έπειτα έζησε στα κτήρια του ναού του ιερού Χρυσοστόμου επί πενταετία, έως ότου ίδρυσε δική του μονή, το έτος 850 μ.Χ., αφιερωμένη στον Απόστολο Βαρθολομαίο. Εκεί απέθεσε και τα ιερά λείψανα του Αποστόλου που είχε φέρει από την Θεσσαλονίκη, καθώς επίσης και τα σκηνώματα του πνευματικού του οδηγού Αγίου Γρηγορίου και του συνασκητού του Ιωάννου. Ο Όσιος Ιωσήφ παρακαλούσε με δάκρυα και στεναγμούς τον Απόστολο Βαρθολομαίο να τον βοηθήσει στην σύνθεση ύμνων. Και, πράγματι, πέτυχε εκείνο που ποθούσε η ψυχή του. Είδε σε οπτασία έναν άνδρα με εμφάνιση Αποστόλου, που προκαλούσε το δέος και ο οποίος πήρε από την Αγία Τράπεζα το ιερό Ευαγγέλιο, του το έβαλε πάνω στο στήθος και τον ευλόγησε.
Αυτό ήταν η αρχή του θείου χαρίσματος που επιθυμούσε. Διότι από τότε τόσο εύκολα και χωρίς κόπο συνέθετε τις ιερές μελωδίες και τους ασματικούς κανόνες και τα τροπάρια και τα έδινε σε αυτούς που το του ζητούσαν, ώστε νόμιζαν μερικοί ότι δεν τα συνέθετε ο ίδιος, αλλά ότι τα εδανείζετο από άλλους και αφού τα απεστήθιζε τα αντέγραφε και τους τα έδινε. Όμως δεν ήσαν έτσι τα πράγματα, όπως απατώμενοι εκείνοι νόμιζαν, αλλά τα άσματα αυτά τα συνέθετε ο Όσιος εμπνεόμενος από θείον Χάρισμα. Για αυτό και από όλους εφημίζετο και σε όλους ήταν συμπαθής και αγαπητός, όχι μόνον στους ιδιώτες και στους άρχοντες, αλλά και σε αυτούς ακόμη τους βασιλείς.
Παρ’ όλα αυτά όμως ο καίσαρας Βάρδας, ο θειος του βασιλέως Μιχαήλ, ο οποίος κυβερνούσε τότε την Αυτοκρατορία, επειδή ελέγχθηκε από τον Όσιο (διότι άφησε την σύζυγο του και είχε σχέσεις με την νύφη του, την σύζυγο του υιού του), τον κατηγόρησε ως φίλο του Πατριάρχου Αγίου Ιγνατίου, (η μνήμη του τελείται στις 23 Οκτωβρίου) επειδή και αυτός ο Άγιος τον ήλεγχε συνεχώς. Για τον λόγο αυτόν ο Βάρδας κατέβασε από τον θρόνο του τον Πατριάρχη Ιγνάτιο μετά από ένδεκα χρόνια Πατριαρχείας (846-858) και τον έστειλε εξορία. Για τον ίδιο λόγο εξόρισε και τον Όσιο Ιωσήφ στην Κριμαία, προφανώς ως οπαδός του πρώτου και ίσως ως λατινόφιλος κατά κάποιο τρόπο, αφού προ ετών είχε σταλεί για να ζητήσει την βοήθεια της Ρώμης. Δεν έμεινε όμως στην εξορία για πολύ καιρό, καθώς, όπως αποδείχθηκε και από την μετέπειτα στάση του, ο ιερός Φώτιος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα.
Όταν το έτος 867 μ.Χ. ο Πατριάρχης Ιγνάτιος ανέβηκε για δεύτερη φορά στο θρόνο, ο Όσιος Ιωσήφ έγινε σκευοφύλαξ της Αγίας Σοφίας και διατήρησε αυτήν την θέση κατά την διάρκεια της Δευτέρας πατριαρχίας του Αγίου Φωτίου.
Το τέλος του Αγίου
Έτσι λοιπόν αφού έζησε θεάρεστα μέχρι το τέλος του ο τρισμακάριος Ιωσήφ και αφού εγκωμίασε πολλούς Αγίους με διαφόρους κανόνες και τροπάρια, απήλθε προς Κύριο ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη το έτος 886, το δε τίμιο Λείψανο του ενταφιάσθηκε στο Μοναστήρι του.
Ο παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός, θέλοντας να αποκαλύψει στους ανθρώπους την τιμή, την οποίαν έλαβε ο Άγιος αυτός Ιωσήφ στους ουρανούς, οικονόμησε το έξης:
Κατά την ημέρα εκείνη, κατά την οποίαν εκοιμήθη ο Άγιος, συνέβη να εξαφανισθή κάποιος καλός δούλος. Ο Κύριος αυτού του δούλου πήγε στον Ναό του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, που ονομάζεται Φανερωτής και παρακαλούσε τον Μάρτυρα να του φανερώσει, που ευρίσκετο ο δούλος του. Παρέμεινε δε στον Ναό επί τρία ημερόνυκτα και αφού δεν έμαθε τίποτα για τον δούλο του, ελυπείτο και εσκέπτετο να αναχωρήσει. Αλλά ενώ εψάλλετο ο Όρθρος και εδιάβαζαν στην Εκκλησία λόγο ψυχωφελή, κοιμήθηκε ο άνθρωποςεκείνος και βλέπει στον ύπνο του τον Μάρτυρα, ο οποίος του έλεγε: «Διατί λυπεῖσαι, ὤ ἄνθρωπε; Γνώριζε ὅτι ὁ Ποιητής Ἰωσήφ ἐκοιμήθη τήν νύκτα ταύτην καί ἔγινε ὀψίκιον (προϋπάντησις), εἰς αὐτόν ὑφ’ ὅλων ἠμῶν τῶν Ἁγίων, διότι ἡ ἁγία ἐκείνου ψυχή ἐτίμησεν ἠμᾶς μέ Κανόνας καί Τροπάρια ἐγκωμιαστικά. Τούτου ἕνεκα δέν ἤμην ἐδῶ καί ἦλθον τώρα. Ὕπαγε λοιπόν εἰς τόν δείνα τόπον, ὅπου θέλεις εὕρει τόν δοῦλον τόν ὁποῖον ζητεῖς».
Για τον Όσιο Ιωσήφ τον Υμνογράφο ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει, ότι υπήρξε ο άριστος και πολυγραφότατος μελωδός της Αγίας Εκκλησίας του Χριστού. Διότι έκτος από ολίγους ασματικούς Κανόνες, τους οποίους συνέθεσαν οι άλλοι ποιητές, οι οποίοι περιέχονται στα Μηναία, όλους τους άλλους συνέθεσε ο μελωδικός του Αγίου τούτου κάλαμος.
Οι Κανόνες του έχουν τυπωθεί στα Μηναία και φέρουν το όνομά του στην ενάτη ωδή κατά την ακροστιχίδα. Και δεν αρκέσθηκε ο ιερός αυτός Υμνωδός μέχρι εδώ, αλλά και οκτωήχους Κανόνες συνέθεσε για να τιμήσει την Θεοτόκο, τον Άγιο Νικόλαο, τον Θεολόγο Ιωάννη, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, τον Άγιο Στέφανο τον Πρωτομάρτυρα, τον Άγιο Γεώργιο, τον Άγιο Παντελεήμονα και πολλούς άλλους Αγίους, οι οποίοι και σώζονται στο Άγιο Όρος σε χειρόγραφα.
Αλλά και η καθημερινά στην Εκκλησία ψαλλομένη κατανυκτική Οκτώηχος, η οποία κοινώς λέγεται «Παρακλητική» είτε διότι αυτή παρηγορεί τις ψυχές αυτών που την αναγιγνώσκουν, είτε διότι αυτή παρακινεί τους αμαρτωλούς σε μετάνοια και αυτή του ιδίου είναι έργο, έκτος μόνον από τα τροπάρια των αποστοίχων του Σαββάτου τα οποία αναφέρονται στους κεκοιμημένους, και είναι έργο του Αγίου Θεοφάνους του μελωδού και Γραπτού. Αυτά βέβαια περί του Όσιου Ιωσήφ σημειώνει ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, νεώτεροι όμως ερευνητές λέγουν, ότι αρκετοί Κανόνες που ευρίσκονται στην Παρακλητική, στο Τριώδιο και στο Πεντηκοστάριο, που υπογράφονται του Ιωσήφ δεν είναι ποιήματα αυτού του Ιωσήφ, αλλά του Ιωσήφ του Στουδίτου.
Ο κύριος όγκος του υμνογραφικού έργου του Οσίου συνίσταται σε Κανόνες, που αφθονούν στα έντυπα βιβλία και τα χειρόγραφα. Η συμβολή του Οσίου Ιωσήφ στην υμνογραφική ολοκλήρωση της Οκτωήχου είναι καθοριστική, δεδομένο ότι κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας, πλην της Κυριακής της οποίας τους Κανόνες είχαν συντάξει ο Κοσμάς ο Μελωδός και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Στα Μηναία ο Όσιος Ιωσήφ είναι ο πλουσιότερα εκπροσωπούμενος υμνογράφος, αφού διατηρούνται σε αυτά 165 Κανόνες του με ομοιόμορφη δομή, που εξυμνούν Αγίους δευτέρας συνήθως εορταστικής τάξεως, δεδομένου ότι οι εξέχουσες εορτές είχαν ήδη καλυφθεί υμνογραφικά.
Ιδιαίτερα βέβαια συγκινεί ο Κανών στον Ακάθιστο Ύμνο, στον οποίο ακολουθεί Ειρμούς του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και υμνεί την Θεοτόκο με ατελείωτη σειρά επιθέτων και εικόνων, ως άφλεκτη βάτο, νεφέλη ολόφωτη, ρόδο αμάραντο, μήλο εύοσμο, περιστερά και τα παρόμοια.
Ο Κανών του Ακαθιστου ειναι ενα απο τα ωραιοτερα ακουσματα της Βυζαντινης υμνολογιας. Ειναι εργο πολλων συγγραφεων που εδωσε την τελικη του μορφη στον Ακαθιστο. Γραφτηκε απο τον Ιωσηφ τον Υμνογράφο.
Όταν λέμε κανών (κανόνας) εννοούμε μια σειρά από τροπάρια. Ο κανων του Ακαθίστου αποτελείται από 37 τροπάρια χωρισμένα σε 9 ωδές. Ο Ιωσήφ φρόντισε ώστε το πρωτο γράμμα από τα τροπάρια να συνθέτει την ακροστιχίδα: Χαράς δοχείον, σοι πρέπει χαίρειν μόνη. Ιωσήφ. Στον πινακα του αρχαιου κειμενου το πρωτο γραμμα ειναι μεγαλυτερο και εντονο.
Καθε ωδη αρχιζει με ενα «ειρμο» δηλαδη ενα κειμενο που δεν περιλαμβανεται στην ακροστιχιδα. Ο «ειρμός» (από το αρχ. Ρήμα Ειρω = συνάπτω, συνδέω) ήταν ο σύνδεσμος των ωδών.
Ακολουθούν τα τροπάρια. Μεταξύ των τροπαρίων παρεμβάλλονται τα έξης: Υπεραγια Θεοτόκε, σώσον ημάς (όλα πλην του τελευταίου και προτελευταίου τροπαρίου κάθε ωδής) Δόξα Πατρι και Υιω και αγιω πνευματι (προτελευταιο τροπαριο). Και νυν και αει και εις τους αιωνας των αιωνων αμην (τελευταιο τροπαριο).
Ο υμνογράφος χρησιμοποιεί, όπως συνηθίζονταν τότε, πάρα πολύ το «υπερβατόν σχήμα» του λόγου. Αλλάζει δηλαδή την σύνταξή του κείμενου προκείμενου να επιτύχει καλύτερο μέτρο και αισθητική στο ποίημα.
Πηγές:
http://naosagiasbarbaras.gr/3-aπριλίου-μνήμη-του-οσίου-ιωσήφ-του-υμν/
Facebook Comments