«Όχι ακόμα»

Ήταν κάποτε ένα ζευγάρι που συνήθιζε να πηγαίνει για ψώνια στο Λονδίνο.

Άρεσε βλέπετε και στους δύο πολύ το να αγοράζουν αντίκες, κεραμεικά και άλλα πράγματα και δεν έκρυβαν την ιδιαίτερη αγάπη που είχαν για τα φλιτζάνια τσαγιού.

Εκείνη τη μέρα γιόρταζαν την 25η επέτειο του γάμου τους και ήθελαν να βρουν και να αγοράσουν κάτι ξεχωριστό και συμβολικό που θα τους θύμιζε στο πέρασμα των χρόνων την ημέρα εκείνη.

Επισκέφθηκαν έτσι μία όμορφη αντικερί κι όπως κοιτούσαν ολόγυρα μέσα στο κατάστημα, εντόπισαν σε ένα ράφι ένα ντελικάτο φλιτζάνι τσαγιού που πολύ τους άρεσε.

“Θα μπορούσαμε να το δούμε από κοντά, παρακαλώ; Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τόσο όμορφο!” είπε, σχεδόν με μια φωνή το ζευγάρι στην πωλήτρια και όπως εκείνη το σήκωσε από το ράφι για να τους το δώσει να το επεξεργαστούν, το φλιτζάνι με ανθρώπινη φωνή τους μίλησε, εκπλήσσοντάς τους:

“Δεν καταλαβαίνετε,” είπε. “Δεν ήμουν πάντα ένα φλιτζάνι. Κάποτε, ήμουν απλά πηλός και ήμουν κόκκινο. Ο Κεραμεικός μου ( τεχνίτης πηλού) με πήρε στα χέρια του και με γυρνούσε, με χτυπούσε, με ζύμωνε και με ξαναγυρνούσε ώσπου φώναξα, ‘Άσε με ήσυχο!’, αλλά εκείνος απλώς χαμογέλασε και είπε, ‘Όχι ακόμα.’

“Τότε με έβαλε πάνω στον τροχό,” είπε το φλιτζάνι, “και ξαφνικά άρχισα να γυρίζω γύρω γύρω γύρω. ‘Σταμάτα επιτέλους! Ζαλίστηκα!’ Του φώναξα. Αλλά ο Κύριος μόνο ένευσε αρνητικά, ‘Όχι ακόμα.'”

“Τότε με έβαλε στο φούρνο. Ποτέ μου δεν είχα ξανανιώσει τόση ζέστη. Αναρωτιόμουν γιατί ήθελε να με κάψει, φώναζα και χτυπούσα την πόρτα του φούρνου με απελπισία.Μπορούσα να τον δω μέσα από ένα μικρό άνοιγμα και διάβασα τα χείλη του καθώς έγνεφε αρνητικά, ‘Όχι ακόμα.'”

“Τελικά η πόρτα άνοιξε, με πήρε και με ακούμπησε στο ράφι, κι άρχισα να κρυώνω. ‘Ευτυχώς! Τι καλά που νιώθω τώρα’, είπα. Μα εκείνος πήρε ένα πινέλο και με έβαψε παντού. Οι αναθυμιάσεις ήταν φρικτές. Νόμιζα πως θα πνιγόμουν. ‘Σταμάτα επιτέλους! Σταμάτα!’ του φώναζα κλαίγοντας. Κι εκείνος ψιθύρισε, ‘Όχι ακόμα.'”

“Τότε ξαφνικά με έβαλε πάλι στο φούρνο, σε έναν άλλο φούρνο, όχι στον ίδιο που μπήκα την πρώτη φορά. Κι ήταν αυτός δύο φορές πιο καυτός και ήξερα πλέον καλά πως δεν θα επιβίωνα. Έκλαιγα. Ικέτεψα. Φώναξα. Και πάλι παρακαλούσα. Κι όλη αυτή την ώρα μπορούσα να τον δω από το μικρό άνοιγμα στην πόρτα να γνέφει αρνητικά το κεφάλι του και να λέει, ‘Όχι ακόμα.'”

Τότε ήξερα πως για μένα δεν υπάρχει πια ελπίδα. Δεν θα τα έβγαζα πέρα. Ήμουν έτοιμο να εγκαταλείψω. Αλλά η πόρτα άνοιξε και με έβγαλε έξω και με ακούμπησε πάλι πάνω στο ράφι. Μία ώρα αργότερα μου έδωσε έναν καθρέφτη και κοιτάζοντας μέσα του δεν μπορούσα να πιστέψω πως αυτό που αντίκριζα ήμουν εγώ. ‘Είναι τόσο ωραίο. Είμαι τόσο ωραίο!'”

Τότε, θέλω να θυμάσαι,’ είπε, ‘πως ξέρω καλά πόσο επίπονο είναι να σε ζυμώνουν και να σε στριφογυρίζουν, να σε πλάθουν και να σε επεξεργάζονται, αλλά αν σε άφηνα ήσυχο όπως μου ζήτησες, θα είχες στεγνώσει, θα είχες ξεραθεί.

Ξέρω ότι σε ζάλισα καθώς σε γυρνούσα στον τροχό, αλλά αν είχα σταματήσει όταν μου το ζήτησες, θα είχες θρυμματιστεί.

Ξέρω πως καιγόσουν και δυσανασχετούσες μέσα στον φούρνο, αλλά αν σε έβγαζα από εκεί όταν μου φώναζες και παρακαλούσες, θα είχες ραγίσει.

Ξέρω πως οι αναθυμιάσεις ήταν ανυπόφορες όταν σε έβαφα, αλλά αν δεν το είχα κάνει, δεν θα είχες σκληρύνει και θα ήσουν μια ζωή άχρωμο.

Κι αν δεν σε έβαζα και πάλι μετά στον -πιο δυνατό- φούρνο, δεν θα είχες μεγάλη διάρκεια ζωής γιατί η σκληράδα σου θα κρατούσε ελάχιστα.

Τώρα είσαι ένα τελειωμένο προϊόν. Είσαι ακριβώς αυτό που είχα κατά νου να γίνεις.'”

Ηθικό δίδαγμα της ιστορίας: Ο Θεός ξέρει πολύ καλά τι κάνει και τι δίνει στον καθένα από μας. Εκείνος είναι ο Κεραμεικός, κι εμείς ο πηλός του.

Μας πλάθει και μας μορφοποιεί, τα κάνει όλα ακολουθώντας τον δικό Του χρόνο, μέχρι να γίνουμε ένα αψεγάδιαστο κομμάτι της δικής Του τέχνης για να εκπληρωθεί το θέλημά Του.

Πηγή: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=383916988889496&id=144710609476803, Αγαπώ τον Χριστό

προηγούμενο
επόμενο

Facebook Comments