Site icon ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΧΩΡΗΤΟΥ

Η Βάπτιση του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου και ο ξερριζωμός από τα Φάρασα

Στα Φάρασα της αγιοτόκου Καππαδοκίας, στις 25 Ιουλίου (π.η.) του 1924, ανήμερα της αγίας Άννης γεννήθηκε ο Γέροντας και στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, ο Άγιος Αρσενίος ο Καππαδόκης βάφτισε όλα τα παιδιά και τον γιο του Προδρόμου Εζνεπίδη, τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη.

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης. Βάπτιση και ξερριζωμός

Ο ευλογημένος άνθρωπος του Θεού, Χατζεφεντής [ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης(1840-1924)], εκτός από τα άλλα του χαρίσματα είχε και το προορατικό χάρισμα.

Άποψις του χωριού του Αγίου Αρσενίου στα Φάρασσα. Λαξευτές στο βράχο, οι εκκλησίες της Παναγίας (αριστερά) και του Αγίου Βασιλείου (δεξιά)

Είχε πληροφορηθή από τον Θεό, από χρόνια μπροστά, πως θα έφευγαν [από την Καππαδοκία] για την Ελλάδα, και έλεγε στους Φαρασιώτες να μην ξανοίγωνται, αλλά να κάνουν οικονομίες για τον δρόμο. Έναν χρόνο πριν από την Ανταλλαγή πήγε μια γυναίκα και του είπε:

‐ Νάχω την ευχή σου, Χατζεφεντή, άκουσα ότι φέτος θα μας σηκώσουν.

Ο Πατήρ Αρσένιος της είπε:

‐ Ησύχασε και κάνε ακόμη τις δουλειές σου, διότι θέλουμε άλλον έναν χρόνο.

Όταν πέρασε κι εκείνος ο χρόνος, έφθασε και το θλιβερό μήνυμα, να ετοιμασθούν γρήγορα για δρόμο. Ήταν φυσικά πολύ πικρό το ξεσπίτωμα, αλλά ο καλός Πατέρας και αυτό το είχε γλυκάνει με το ότι θα επέστρεφαν πάλι στην μητέρα Ελλάδα.

Όλοι οι Φαρασιώτες άρχισαν αμέσως τις ετοιμασίες τους, όπως και ο Πατήρ έκανε τις δικές του.

Βάπτισε πρώτα όλα τα αβάπτιστα παιδιά, για να μην πεθάνει κανένα αβάπτιστο στο μακρυνό ταξίδι, καθώς και ένα παιδί του Προέδρου, οπότε συνέβη και το εξής: Οι γονείς του παιδιού ήθελαν να δώσουν το όνομα του παππού, Χρήστο.

Ο Πατήρ Αρσένιος όμως δεν δέχθηκε, διότι ήθελε και αυτός να δώση το δικό του όνομα και είπε στην γιαγιά του:

«Έ, Χατζηαννά, τόσα παιδιά σου βάπτισα! Δεν θα δώσεις και σε ένα το όνομά μου;». 

Και στους γονείς είπε: 

‐ Εσείς καλά θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγηρο στο πόδι μου;

Γυρίζει στην Νουνά (Ανάδοχός του ήταν η Αναστασία, σύζυγος του Προδρόμου Κορτσινόγλου, του ψάλτη του οσίου Αρσενίου) και λέγει:
‐ Αρσένιο να πης.

Το παιδί αυτό πράγματι από μικρός ήθελε να γίνη καλόγηρος, όπως και έγινε· ή η ευχή του ενήργησε ή το είδε με το προορατικό του χάρισμα· και τα δύο αυτά φανερώνουν Άγιο άνθρωπο.

H πέτρινη κολυμβήθρα που βάπτιστηκε ο Γέροντας Παϊσιος από τον Όσιο Αρσένιο

Μετά λοιπόν από το βάπτισμα των παιδιών, έσκαβε μία εβδομάδα και έκρυβε τα Ιερά Σκεύη, για να μη μολυνθούν από τους Τούρκους, άλλα εντός της Εκκλησίας των Οσιομαρτύρων Βαραχησίου και Ιωνά και άλλα στο Κοιμητήρι. Ήταν φυσικά αδύνατο να μεταφερθούν, διότι στα ζώα είχαν φορτωμένα τα παιδάκια ανά δύο σε κάσες ή τους πολύ γέρους και τρόφιμα με πράγματα πρώτης ανάγκης για την μακρινή πορεία.

Όπως ο στοργικός Πατέρας φρόντισε να τακτοποιήση τα παιδιά του, έτσι και τα φιλότιμα παιδιά φρόντισαν να τον ανακουφίσουν λίγο, έστω και σωματικά, στην θλιβερή εκείνη φυγή τους. Γι’ αυτό ετοίμασαν ένα φρόνιμο ζώο, για να μην κουρασθή, αλλά με κανέναν τρόπο δεν δέχθηκε.

Ιερός ναός Αγίων Βαραχησίου και Ιωνά όπου λειτουργούσε ο Άγιος

Τότε το Συμβούλιο αναγκάσθηκε να ορίση τρία ευλαβέστατα γερά παιδιά, για να τον ακολουθούν, τον Μωυσή Κογλανίδη του Κχούτη, τον Σολομών Κοσκερίδη και τον Σαράντη Τσοπουρίδη, αν και ο Πατήρ Αρσένιος δεν είχε ανάγκη από ανθρώπινες προστασίες, διότι ήταν Πνευματικό παλληκάρι ο ίδιος και διέθετε θείες δυνάμεις, όπως θα φανή και στην συνέχεια της πορείας του.

Η φυγή έγινε στις 14 Αυγούστου 1924, διότι οι Τούρκοι είχαν έρθει νωρίτερα και τους ξεσπίτωσαν. Της Παναγίας (Δεκαπενταύγουστο) γιόρτασαν στο πρώτο χωριό που στάθμευσαν, στις Αχγιαβούδες (Γιάχ-Γυαλί). Ο Πατήρ Αρσένιος σαν τον καλό τσομπάνη ακολουθούσε από κοντά το φυγαδευμένο του κοπάδι. Παρόλο που ήταν και ανταλλαγή, οι Τούρκοι ήταν σαν τις κακές σφήκες, όπως πάντοτε.

Από τις Αχγιαβούδες ο Πατήρ γύρισε πάλι στα Φάρασα, εξήντα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο (τριάντα και τριάντα), για να βγάλη και το Ιερό Λείψανο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από την Αγία Τράπεζα του Ναού των Αγίων Βαραχησίου και Ιωνά, που είχε λησμονήσει, χωρίς να πάρη κανέναν από την συνοδεία του, για να μην τους κουράση, και επέστρεψε στο ποίμνιο του, που τον περίμενε με αγωνία.

Στις Αχγιαβούδες η τουρκική αρχή για την προστασία του έδωσε και έναν τζανταρμά (χωροφύλακα), για να τον προφυλάξη και να τον παραδώση στην Νίγδη ζωντανό. Ενώ λοιπόν βάδιζαν από το Ένεχιλ για το Ουλαγάτς, συνάντησαν έναν καβαλλάρη Τούρκο πολύ αγριεμένο, ο οποίος λέγει στον χωροφύλακα:

– Τί τον θέλεις αυτόν (εννοούσε τον Πατέρα Αρσένιο) και δεν τον ρίχνεις κάπου να τελειώνεις;

Ένα από τα τρία παιδιά φοβήθηκε μην κάνουν κακό στον Πατέρα και του είπε να πη στους Τούρκους πως είναι επίσημο πρόσωπο και να προσέξουν. Ο Πατήρ του απάντησε: «Λέγονται τέτοια πράγματα; Άντε, προχωρείτε», και συνέχισαν τον δρόμο τους. Ο Τούρκος δεν πρόλαβε να προχωρήση ούτε είκοσι μέτρα, διηγείται ο Μωυσής Κογλανίδης, και έπεσε κάτω από το άλογο του. Όταν το είδε αυτό το τζανταρμάς, είπε στον Πατέρα Αρσένιο:

– Σεν σιζ Αζίζ! (Εσύ είσαι Άγιος).

Από εκείνη την στιγμή και ύστερα φερόταν με μεγάλη ευγένεια ο χωροφύλακας. Είπε μετά στα παιδιά ο Χατζεφεντής: «Ακόμη δεν του έδωσα κατάρα και αυτός έπεσε από το άλογο του».

Στην Νίγδη δεν τον περίμεναν μόνον οι Φαρασιώτες, αλλά και πολλοί κάτοικοι της πόλεως ασθενείς, για να τους θεραπεύση, όταν άκουσαν ότι περνούσε από εκεί.

Ενώ βρισκόταν μέσα στην ανθρώπινη εκείνη εγκατάλειψη, στον δρόμο της ταλαιπωρίας, για να είναι όμως ο Άγιος Πατήρ ενωμένος με τον Θεό, σκορπούσε συνέχεια την θεία Χάρη και έτσι ένιωθαν οι γύρω την θεία σιγουριά.
Οι Φαρασιώτες βλέποντας τον Πατέρα Αρσένιο μετά από ποδαρόδρομη ταλαιπωρία πέντε περίπου ημερών να θέλη να συνεχίση το τυπικό του, παρόλο που ήταν ογδόντα τριών ετών, τον έβαλαν με την βία στο κάρρο, για να έχουν την ευλογία μαζί τους.

Πήγαν πεζοί, εκατόν πενήντα περίπου χιλιόμετρα, έως το λιμάνι της Μερσινας, και εκεί επιβιβάσθηκαν στο καράβι που θα τους έφερνε στην Μητέρα Ελλάδα.

Αυτό που είχε κουράσει περισσότερο όλα αυτά τα χρόνια τον ακούραστο καλόν εργάτη Πατέρα Αρσένιο στον Αμπελώνα του Χριστού, δεν ήταν τόσο η δουλειά, όσο το άγρυπνο φύλαγμα του αμπελιού, διότι ήταν σε πολύ απόμερο μέρος τα Φάρασα και γύρω-γύρω ήταν άγρια θηρία (οι Τσέτες), που ορμούσαν, για να σπάσουν τους φράχτες και να μπουν να το καταστρέψουν. 

Βλέποντας όλη αυτή την μεγάλη αγωνία ο Καλός Θεός, ξερρίζωσε τα κλήματα όλα και τα πήρε μαζί με τον Αμπελουργό· τα μεν κλήματα να τα μεταφυτέψη στο μεγάλο Του αμπέλι στην Ελλάδα, τον δε Αμπελουργό να πάρη πια κοντά Του, να ξεκουρασθή.

Μέσα στο καράβι η κάθε οικογένεια, πράγματι, αποτελούσε ένα δεμάτι κληματόβεργες και ο στοργικός Πατέρας τις φρόντιζε με την πολλή του αγάπη. Επειδή έβλεπε μερικούς να μένουν νηστικοί και να μην τρώνε από το συσσίτιο που τους έκαναν, γιατί δεν ήταν νηστήσιμα τα φαγητά – ήταν φτιαγμένα με λίπος –, έλεγε: «Να μην κοιτάτε τώρα νηστείες, αλλά να τρώτε ό,τι βγάζει το καζάνι· όταν ταχτοποιηθήτε, τότε να ξαναρχίσετε πάλι τις νηστείες σας». Έβγαζε κι αυτός από τον κόρφο του ένα κριθαρένιο πέτουρο και τους έκανε συντροφιά και έλεγε: «Εμένε μην κοιτάτε, διότι εγώ είμαι καλόγηρος».

Κάποια στιγμή η Ευλογία ακούμπησε το βρέφος (Αρσένιο) στο κατάστρωμα και, όπως ήταν σκεπασμένο, ένας ναύτης δεν το πρόσεξε και το πάτησε. Όλοι φοβήθηκαν ότι πέθανε, και η μητέρα του δίσταζε να το ξεσκεπάση από φόβο για το τι θα αντικρυση. Όταν όμως το ξεσκέπασε, το είδαν βέβαια μελανιασμένο, αλλά τα ματάκια του ήταν σαν φωτοβολίδες! Αργότερα ο όσιος Παΐσιος έλεγε: «Αχ, αν πέθαινα τότε, που μόλις είχα πάρει την Χάρι του Αγίου Βαπτίσματος, θα με έρριχναν στην θάλασσα, τα ψαράκια θα χαίρονταν που θα έτρωγαν, και εγώ θα ήμουν αγγελουδάκι!»

Το ταξίδι κράτησε ένα μήνα, και στις 14 Σεπτεμβρίου (π.η.), ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού οι Φαρασιωτες έφθασαν στο λιμάνι του Πειραιά.

Παρέμειναν τρεις εβδομάδες στα σύρματα, στον Άη-Γιώργη, και εν συνεχεία πήγαν στην Κέρκυρα. Η οικογένεια του Προδρόμου Εζνεπιδη μαζί με δεκαεπτά άλλες οικογένειες και τον Χατζηεφεντή εγκαταστάθηκαν προσωρινά  στο κάστρο της Κερκύρας.

Ο Χατζεφεντής δεν έπαψε να τους παρηγορή, διότι έπρεπε να τους προετοιμάση για να δεχθούν ήρεμα τόσο τον χωρισμό μεταξύ τους, όσο και τον δικό του αποχωρισμό για την άλλη ζωή. Τους υπενθύμιζε όλα όσα τους έλεγε στην Πατρίδα: «Όταν θα πάμε στην Ελλάδα, το χωριό μας θα σκορπίση σε πολλά μέρη της και θα γίνη “γαρμάν-τσορμάν” (φύρδην-μίγδην)». Επίσης τους έλεγε: «Στην Ελλάδα, όταν θα πάμε, εγώ θα ζήσω μόνο σαράντα ημέρες και θα πεθάνω σ’ ένα Νησί».

Εκεί όμως ο καλός Χατζεφεντής αδιαθέτησε και οι Φαρασιώτες πολύ ανησύχησαν γι’ αυτό. Χωρίς να θέλη, τον πήγαν στο Αστικό Νοσοκομείο, για να μην ταλαιπωρήται μέσα στο Κάστρο και αυτός. Ο Πατέρας δεν ήθελε να τους αποχωρισθή με κανέναν τρόπο και τους παρακαλούσε με κλάματα: «Αφήστε με να πεθάνω κοντά σας». Εκείνοι πάλι από αγάπη δεν τον άκουσαν, γιατί νόμιζαν ότι θα συνέλθη στο Νοσοκομείο με την περιποίηση και θα τον έχουν και στην συνέχεια κοντά τους, παρόλο που τους είχε πει πολλές φορές από πριν: «Στην Ελλάδα θα ζήσω μόνο σαράντα ημέρες».

Αφού λοιπόν πλησίασαν οι ημέρες, έπρεπε φυσικά να φύγη στον Ουρανό και να τους βοηθάη πια από ‘κει περισσότερο, εφόσον είχε παρρησία στον Θεό.

Έζησε εν όλω δύο εβδομάδες στο Κάστρο της Κερκύρας και λειτούργησε δύο φορές εκεί, στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Άλλη μία εβδομάδα έζησε στο Νοσοκομείο όπου ο αληθινός δούλος του Θεού Πατήρ Αρσένιος, αφού προηγουμένως κοινώνησε, έφυγε για την αληθινή ζωή κοντά στον Χριστό.

Όταν ο ευλαβής Ψάλτης του τον επισκέφθηκε πάλι, τον βρήκε να κρατάη σφιχτά με το δεξί του χέρι στον κόρφο του το πολύτιμο πνευματικό του κομπόδεμα, το Ιερό Λείψανο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Ο ακτήμων Πατήρ Αρσένιος δεν είχε υλική περιουσία να αφήση. Μόνο μερικά τριμμένα βιβλία. Εκοιμήθη στις 10 Νοεμβρίου του 1924 (νέο εορτολόγιο) σε ηλικία ογδόντα τριών ετών και ετάφη στο Κοιμητήρι της Κερκύρας.  

 Μετακόμισαν στην συνέχεια σε χωριό της Ηγουμενίτσας και τελικά εγκαταστάθηκαν στην Κόνιτσα. Ο µικρός και ευλογηµένος Αρσένιος, µαζί µε το γάλα που θήλαζε, µάθαινε από τους γονείς του και την ευλάβεια προς τον Θεό. Αντί για παραµύθια και ιστορίες του µιλούσαν για τον βίο και τα θαύµατα του οσίου Αρσενίου. Μέσα του γεννήθηκε θαυµασµός και αγάπη για τον Χατζεφεντή, όπως αποκαλούσαν τον όσιο Αρσένιο. Από µικρός ήθελε να γίνη και αυτός µοναχός, για να µοιάση τον Άγιό του.

Το πρόσωπο που µετά τον όσιο Αρσένιο επηρέασε ευεργετικά όλη του την ζωή ήταν η µητέρα του, προς την οποία αισθανόταν ιδιαίτερη αγάπη και την βοηθούσε όσο µπορούσε. Από αυτήν διδάχθηκε την ταπεινοφροσύνη. Τον συµβούλευε να µην θέλη να νικά τους συµµαθητές του στα παιχνίδια και ύστερα να υπερηφανεύεται, ούτε να επιδιώκη να µπαίνη πρώτος στην γραµµή, γιατί ήταν το ίδιο, είτε πρώτος, είτε τελευταίος έμπαινε.

Επί πλέον του έµαθε την εγκράτεια˙ να µην τρώγη πριν από την ώρα του φαγητού. Την παράβαση την θεωρούσε ως πορνεία. Επίσης τον βοήθησε να αποκτήση απλότητα, εργατικότητα, νοικοκυροσύνη και προσοχή στην συµπεριφορά του προς τους άλλους, και τον προέτρεπε να µην αναφέρη καθόλου το όνοµα του πειρασµού (διαβόλου).

Δυό φορές την ηµέρα όλη η οικογένεια προσευχόταν µπροστά στο εικονοστάσι. Η µητέρα του όµως συνέχιζε να προσεύχεται και όταν έκανε τις εργασίες του σπιτιού λέγοντας την ευχή.

Τέτοια ήταν η ευλάβεια των γονέων του, ώστε και στα αλώνια έπαιρναν µαζί τους αντίδωρο.Ο µικρός Αρσένιος, µε το ενδιαφέρον και την εξυπνάδα που είχε, εύκολα αφωµοίωνε ό,τι καλό άκουγε από τους γονείς του.

Ακολουθώντας το παράδειγµα τους έµαθε να νηστεύη, να προσεύχεται και να εκκλησιάζεται. Ήταν το πιο αγαπητό από όλα τα παιδιά της οικογενείας.

«Ο µεν πατέρας µου», έλεγε αργότερα ο Γέροντας, «µε αγαπούσε, γιατί είχα κλίση στα τεχνικά και έπιαναν τα χέρια µου, η δε µητέρα µου για την ψεύτικη (λίγη, µικρή) ευλάβεια που είχα».

Πηγές:

https://iconandlight.wordpress.com/2019/08/07/%ce%b7-%ce%b2%ce%ac%cf%80%cf%84%ce%b9%cf%83%ce%b7-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%ce%b3%ce%af%ce%bf%cf%85-%cf%80%ce%b1%cf%8a%cf%83%ce%af%ce%bf%cf%85-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%81%ce%b5/

https://choratouaxoritou.gr/?p=43726

προηγούμενο
επόμενο
Exit mobile version