Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα ασκήσασα. 6 Μαΐου

Στο Ιερό Μοναστήρι της Παναγίας της Κλεισούρας, σ ‘αυτό το σεμνείο του Πνεύματος, έζησε και πολιτεύθηκε εν Κυρίω η Γερόντισσα Σοφία.

Η Σοφία Χοτοκουρίδου, η νέα ασκήτρια της Κλεισούρας, με την επιδεικνυόμενη απ ‘αυτήν σαλότητα και την κατά Χριστόν μωρία.

Αυτό το υψηλό ανάστημα της πνευματικής τελειώσεως και αγιότητος, η ασκήτρια της Κλεισούρας Σοφία, προβάλλει μπροστά μας, για να μας δείξει τον πολικό αστέρα της σωτηρίας μέσα από την ακραιφνή και θεοειδή διαγωγή και πολιτεία Της και τη διπλή αγάπη Της, προς τον Θεό και προς τον έγγιστα αδελφό.

(Γ Φιλιπ. 14) Η Γερόντισσα Σοφία ταπείνωσε τον εαυτό Της με τη νυχθήμερη άσκηση και τη σκληραγωγία, για να υψωθεί στα μάτια του ουρανίου Νυμφίου Της και να λάβει απ ‘Αυτόν το «βραβείον της άνω κλήσεως». Δόξασε τον Θεό με την αγιαστική Της πορεία και αντιδοξάσθηκε απ ‘Αυτόν με τη χάρη, που έλαβε, να πρεσβεύει για όλους τους σύγχρονους αγωνιστές, τους μαχητές της ευσεβείας και της πατρώας παραδόσεως.

Όπως οι παλαιοί κατά Χριστόν σαλοί, έτσι η Σοφία με τη συμπεριφορά Της ενέπαιζε τις ανέσεις και την τρυφηλότητα του κόσμου, χωρίς να την ενδιαφέρει, αν και η ίδια εμπαίζονταν από τον κόσμο. Ζούσε κοντά στους απλούς και αμαρτωλούς συνανθρώπους, τους οποίους υπερμέτρως αγαπούσε -αν και ασκήτρια σε απόμερο Μοναστήρι- για να καλύψει με την προσευχή Της την αμαρτία και να ελκύσει τους αμαρτωλούς προς τη Χάρη του Θεού. Ακολουθούσε κατά γράμμα τα λόγια των Πατέρων, που μας προτρέπουν να μισούμε την αμαρτία, αλλά να αγαπούμε τους αμαρτωλούς. Ο ιδιόμορφος τρόπος της ασκήσεώς Της αποτελεί μοναδική περίπτωση αγάπης Θεού και απαιτεί ισχυρό χαρακτήρα, ανδρικό φρόνημα, που δεν ταιριάζει στη γυναικεία φύση, αλλά και χρειάζεται έντονη την παρουσία του Παρακλήτου Πνεύματος, που πάντοτε αναπληροί τα ελλείποντα.

Η Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ.Χ. παντρεύεται με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 μ.Χ., απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δυο χρόνια μετά, το 1914 μ.Χ. χάνει και τον άντρα της τον οποίο τον πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε.

Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.

%E1%E3%F3%EF%F6%E9
Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία».

Σχετικά με το ταξίδι της προσφυγιάς, το 1919, προς την πατρίδα Ελλάδα, αναφέρεται η εξής ιστορία:

«Είχε μεγάλη θαλασσοταραχή · το καράβι της ομάδας τους κινδύνεψε πολλές φορές να βουλιάξει. Τελικά σώθηκαν. Ο καπετάνιος, κάνοντας τον σταυρό του, είπε: Κάποιον δίκαιο είχατε μαζί σας και σας έσωσε. Όλων τα μάτια τότε έπεσαν στην Σοφία, που απομονωμένη σε κάποια γωνιά του πλοίου, δεν σταμάτησε την προσευχή σ ‘όλο το δύσκολο ταξίδι. Η διήγηση αυτή υπάρχει και σε μαγνητοταινία, όπου η ίδια αφηγείται το συμβάν.

– Τα κύματα γέμισαν αγγέλους και παρουσιάζεται η Παναγία.

– Θα χαθή ο κόσμος, λέει, γιατί είστε πολλά αμαρτωλοί.

– Παναγία μου, εγώ να χαθώ, γιατί εγώ είμαι η αμαρτωλή, να σωθεί ο κόσμος.

Το όνομα του καραβιού ήταν Άγιος Νικόλαος.

Όταν έφτασαν επιτέλους στην Ελλάδα, η ίδια η Παναγία της παρουσιάστηκε λέγοντάς την:

– «Να ‘ρθεις στο σπίτι μου». Τότε η Σοφία την ρώτησε:

– Ποιά είσαι και που είναι το σπίτι σου;

– «Είμαι στην Κλεισούρα» ήταν η απάντηση !!! ».

Το 1925 φθάνει, λοιπόν, στην Ιερά Μονή Αγίου Μάρκου Φλωρίνης, στην οποίαν διαμένει δύο έτη και στη συνέχεια με υπόδειξη της Θεοτόκου οδηγείται στην Ιερά Μονή Γεννήσεως Θεοτόκου Κλεισούρας στην οποία και εγκαταστάθηκε οριστικά το 1927, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.

Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν’ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρόσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ’ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το κεφάλι της ευωδίαζε.

Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό, τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου». Μαγείρευμα για τον εαυτό Της η ίδια δεν μαγείρευε. Μόνον, όταν περίμεναν κόσμο, έβαζε τις γυναίκες να βράσουν φασόλια ή κριθαράκι, άλλοτε λαδερό και άλλοτε δίχως λάδι, και το φαγητό, όσο και αν έβαζαν στην κατσαρόλα, έβγαινε τόσες μερίδες, όσες ακριβώς χρειαζόταν.


Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.

Τα αγριοχόρταρα, τα μανιτάρια και τα μούσκλια, που μάζευε από τα δέντρα, τα έτρωγε σκέτα με μπόλικο αλάτι. Το Σαββάτο και την Κυριακή έβαζε από μία κουταλιά λάδι στο φαγητό Της, ό, τι είχε. Άλλες φορές άνοιγε καμία κονσέρβα ψάρι και την έτρωγε ύστερα από μέρες, αφού είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έβαζε φαγητά σε παλιά μπακιρένια σκεύη και τα έτρωγε αφού πρασίνιζαν από την σκουριά, που θα έπρεπε ο θάνατος να είναι ακαριαίος. Έβραζε φύλλα από τα δέντρα και φτέρη. Τα σταφύλια δεν τα καθάριζε από τα μερμήγκια, ούτε πετούσε τις σάπιες ρώγες. Και με όλα αυτά ποτέ δεν πάθαινε τίποτε. Πάντα ήταν ευχαριστημένη και με βαθειά δοξολογική χαρά έλεγε: ευφράνθη η καρδία μου.

Αν και κουρελιάρα στην εμφάνιση, η αρετοντυμένη καρδία Της μοίραζε στους φτωχούς όλα όσα η καλωσύνη των ανθρώπων της έδινε. «Παρ ‘το να το φοράς, να χαίρεται η ψυχή μου», τους έλεγε, όταν τη ρωτούσαν, γιατί μοιράζει ρούχα, που άλλοι της προσέφεραν από συμπάθεια, αφού η ίδια στερείται.

Ποτέ δεν πλήγωσε, ούτε και στενοχώρησε άνθρωπο. Όταν καταλάβαινε, πως κάποιος δυσκολευόταν από τις αμαρτίες που τον τυραννούσαν, περνούσε διακριτικά από δίπλα του. Έλεγε μια-δυο κουβέντες, κάτι σαν σύνθημα, χωρίς να καταλάβουν ή να ακούσουν οι άλλοι και πάλι απομακρυνόταν. Εκείνος καταλάβαινε και την ακολουθούσε. Τότε οι δύο τους καθισμένοι μόνοι απόμερα, ώστε να τους βλέπουν αλλά να μην τους ακούν, χωρίς να φανερώσει την αμαρτία ή το πρόβλημα, πρώτα παρηγορούσε κι ύστερα συμβούλευε με ψυχωφέλιμα στοργικά λόγια του Θεού. Άλλες φορές η ίδια έλεγε: αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι.

Ιδιαίτερα νοιαζόταν για τα ανύπαντρα κορίτσια, που τύχαινε να παραστρατήσουν. Τα μάζευε κοντά Της και τα νουθετούσε καλύτερα από μάννα. Τούς έλεγε να μη ξαναμιλήσουν για την πτώση τους, και φρόντιζε να τα καλοπαντρέψει, δίνοντάς τους και προίκα η ίδια από αυτά που άλλοι της έδιναν. «Η Παναία κι θα χαντ« σας» (= δεν θα σας χάσει η Παναγία), συμπλήρωνε.

Η ίδια ζούσε μέσα στην αθλιότητα και τη φτώχεια. Όταν ήταν πολύ δύσκολα κάτω στο τζάκι, πήγαινε στο επάνω πάτωμα, σε ένα κελλί, που είχε τον αριθμό 1. Εκεί είχε ριγμένα φύλλα και άχυρα και ξάπλωνε, όμως κάτω από τα άχυρα είχε σουβλερές πέτρες. Στην Κατοχή κάτω από τα άχυρα έκρυβε λάδια ή φαγώσιμα, και τα μοίραζε με τον τρόπο Της, όπου υπήρχε μεγάλη ανάγκη.

Χρήματα από τα χέρια Της πέρασαν πολλά. Τα έπαιρνε, και τα έβαζε όπου τύχαινε. Σε θάμνους, κάτω από πέτρες, μέσα σε τρύπες, στα ντουβάρια, στα ξύλα της σκάλας, κάτω από τα κεραμίδια. Μόλις όμως, τα χρειαζόταν αμέσως τα εύρισκε, και τα έδινε όπου έπρεπε.

Είδε πολλά σκάνδαλα από λαϊκούς και μοναχούς και Κληρικούς. Ποτέ Της όμως, κανέναν δεν κατηγόρησε.

«-Να Σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός» έλεγε.

Το σώμα Της, ωσάν της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας · ήταν σκελετωμένο, κατάξερο. Πρόσωπο μόνον κόκκαλα. Μάτια βαθουλωμένα στις κόγχες. Χέρια ροζιασμένα, καμένα από τις στάχτες και τα κάρβουνα. Δέρμα κατάξηρο, ηλιοψημένο, κίτρινο, σχεδόν άσπρο, δίχως αίμα. Μαλλιά σκληρά, συχνά γεμάτα με αγκάθια ή χορτάρια.

Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς… Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».

Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.

Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Το 1967 μ.Χ., αρρώστησε βαριά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά έλεγε: «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.

Κάποιες φορές η αγία έκανε αλλοπρόσαλλα πράγματα, για να μην αποκτήσει φήμη ανάμεσα στους ανθρώπους. Έτσι, πολλοί την παρεξηγούσαν και την αποκαλούσαν «παλάλα», παλαβή. Όσο ζούσε, ήταν γνωστή μόνο στην Κλεισούρα και στη γειτονική περιοχή της Πτολεμαΐδας· δεν είχε ενταχθεί σε κανέναν από τους εκκλησιαστικούς κύκλους που συνηθίζουν να διαφημίζουν τα ενάρετα μέλη τους. Μετά την κοίμησή της όμως, πολλοί, ακούγοντας άλλους να διηγούνται τα θαύματα, τη διάκριση, τις συμβουλές και τη βοήθεια της Αγίας, κατάλαβαν ποιον θησαυρό είχαν δίπλα τους και δεν τον εκτίμησαν. Όμως οι προσευχές της ίσως να βοήθησαν και κάποιους απ᾿ αυτούς, χωρίς να το αντιληφθούν. Απλοί άνθρωποι διηγήθηκαν ονομαστικώς και ενυπογράφως στον τοπικό επίσκοπο πολλές ιάσεις που έγιναν δια πρεσβειών της, πριν και μετά την οσιακή της κοίμηση, και πώς πολλές φορές τους συμπαραστάθηκε ψυχικά.

Δεν έδινε ποτέ σημασία στις αρρώστειες ή τα τραύματα. Κάποτε οι μαστόροι άλλαζαν τα κεραμίδια της δυτικής πτέρυγας της μονής και η Σοφία πάτησε ένα μεγάλο καρφί, από αυτά τα γύφτικα. Κιχ δεν ακούστηκε. Ούτε φωνή, ούτε και κλάμα. Και όμως τέτοιος πόνος είναι αβάσταχτος. Το καρφί είχε τρυπήσει το πόδι και είχε βγει από την άλλη μεριά, χωρίς να βγάλει αίμα. Οι εργάτες κατατρόμαξαν, αυτή όμως, τους βοήθησε να το χτυπήσουν με το σκεπάρνι από πάνω για να το βγάλουν και συνέχισε σαν να μην έγινε τίποτε ».

Παρηγοριά της, η Υπεραγία Θεοτόκος, στης οποίας το Μοναστήρι έζησε κάτω από το μητρικό της φίλτρο και την φοβερά προστασία Της. «Είναι στεναχωρημέντσα η Παναία. Η Παναία κλαίει κάθνη μέρα »έλεγε στους ανθρώπους, που την πλησίαζαν και τα δάκρυα έτρεχαν σαν βρύση από τα μάτια της. «Γιατί σκουπίζεις κάθε μέρα, γιαγιά Σοφία?» Την ρώτησε μία πνευματική της θυγατέρα. «Μα ευλογημένη, θα περάσει η Παναία και θα βρεί την αυλή της γεμάτη φύλλα». «Παναία μ ‘, γιουρπάν« τσ »να ίνουμε» (= Παναγία μου, θυσία να γίνω για σένα). »

Και ο Θεός που είναι απλός και αναπαύεται στους απλούς τη καρδία, Την χαρίτωσε και Την ευλόγησε δίδοντάς Της υπερφυσικά χαρίσματα, όπως της προοράσεως, της διοράσεως και της θαυματουργίας. Άλλωστε είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του νηπτικού Πατρός της Εκκλησίας, του Αγίου Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος: «όπου γαρ ενδημήσει ο υπέρ φύσιν Θεός, υπερφύσει λοιπόν τα πλείστα των ανθρώπων γίνονται».

Η ισάγγελη ζωή Της της χάριζε τα προνόμια του Παραδείσου. Ζούσε στην Κλεισούρα στην προπτωτική κατάσταση των πρωτοπλάστων συναγελαζομένη με αρκούδες, φίδια, θηρία του δάσους και όρνεα του ουρανού, τα οποία είχαν οικειότητα μαζί Της, ήσαν φίλοι Της, ήσαν, όπως έλεγε, της Παναγίας. Δεν ζητούσε υλικά αγαθά από τον προνοητή Κύριο, Αυτόν που τρέφει τα πετεινά του ουρανού και ντύνει με χρώματα ποικίλα τα κρίνα του αγρού, τέτοια που θα τα ζήλευε και ο Βασιλιάς Σολομών. Ήταν ως εκ τούτου και αισθανόταν πλούσια, αφού είχε μηδενικές επιθυμίες. Είχε υπερβή τον πόθο των υλικών και πρόσκαιρων, των φθαρτών και ρεόντων και επιζητούσε τα διαμένοντα στους αιώνες, αυτά που συνοδεύουν την ψυχή πέραν του τάφου. Γι ‘αυτό και η Γερόντισσα Σοφία προσείλκυσε τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Η άμοιρη παιδείας και σοφίας επίκτητης έλαμψε στις ημέρες μας ως ουρανόσοφη και μορφωμένη, όσο κανείς άλλος. Η καθαρή βιοτή Της την είχε καταστήσει δοχείο του Παρακλήτου πολύτιμο, ώστε να γνωρίζει και να προλέγει τα μέλλοντα και να αποκαλύπτει στους ανθρώπους τα κρύφια των καρδιών τους. Και όχι με επίδειξη, αλλά με τέτοια απλότητα και καλωσύνη, που μάγευε και προσείλκυε και ανέπαυε και ευχαριστούσε.

Η άκακη και αψεγάδιαστη, ανεξίκακη και απλή Γερόντισσα Σοφία ήταν φοβερά λιτοδίαιτη και πάντα στην εμφάνιση ατημέλητη. Φορούσε και στο βαρύ χειμώνα ένα λεπτό μαύρο ράσο, που φέγγιζε χιλιοτριμμένο και άφηνε να διακρίνει κανείς τα κοκκαλάκια Της. Ταλαιπωρούσε τη σάρκα Της και αυτό ομολογούσε σε όσους την ρωτούσαν, γιατί δεν τρώει, και δεν προσέχει τον εαυτό Της, που παρά την απλυσία μοσχοβολούσε, λες και είχε φορέσει τα ακριβότερα αρώματα. Το βλέμμα Της ειρηνικό στάλαζε στην καρδιά όλων ουράνια γαλήνη.

Η λέξη που βρισκόταν συνεχώς στα χείλη της ήταν η λέξη του Προδρόμου στην έρημο: «Μετανοείτε!».

Μιλούσε με βαρύτητα και σοβαρότητα, ο λόγος της ήταν «άλατι ηρτυμένος» (Κολοσ. Δ 6), αλλά, όταν πολλές φορές αποκάλυπτε κάτι φοβερό, σκέπαζε το χάρισμά Της με μια επίπλαστη σαλότητα. Γι ‘αυτό και μερικοί άγευστοι πνευματικής ζωής δεν την κατανοούσαν και την έλεγαν στα ποντιακά «παλάλα!» (= Τρελλή) και χαζοΣοφία! …

Δεν ξεχώριζε πλούσιο από πτωχό. Δεν είχε ανθρωπαρέσκεια. Έδειχνε πλατειά αγάπη σε όλους και τούτο, γιατί αγαπούσε πάνω από όλους τον Χριστό μας, που τον έβλεπε στα πρόσωπα των συνανθρώπων μας, και στον οποίο απευθυνόμενη με διαρκή κατάνυξη έλεγε: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον τον κόσμον σου και ύστερα εμάς».

Με την Παναγία και τους Αγίους μας μιλούσε σαν φίλος προς φίλο. Η Παναγία μας ήλθε κάποτε να βοηθήσει σε επίκλησή Της για σβύσιμο φωτιάς. Ο άγιος Γεώργιος πολλές φορές κατέβαινε και τη βοηθούσε, όταν είχε ανάγκη. Είχε τη Γερόντισσα υπό την προστασία του από τον Πόντο ακόμη, τότε που έσωσε το χωριό από τους Τσέτες. Ο άγιος Μηνάς με το άλογό του και ο Προφήτης Ηλίας με το άρμα του πολλές φορές την επισκέπτονταν και την συντρόφευαν.

Αλήθεια! πόσο κόσμο ευεργέτησε η Γερόντισσα Σοφία με κάθε τρόπο? Πόσους ευωδίασε με το μύρο της Χάριτος ωσάν «σύγχρονη Μυροφόρα»;

Τις ευεργεσίες Της προς το λαό του Θεού μόνον ο Παντογνώστης Κύριος γνωρίζει και όσοι δέχθηκαν αυτές. Στις ασθένειές τους οι κάτοικοι των γύρω περιοχών της Κλεισούρας κατέφευγαν στην Παναγία μας και στην Οσία Σοφία. Και όταν και αυτή η ιατρική επιστήμη σήκωνε τα χέρια, πάλι η Γερόντισσα με την παρρησία Της ευεργετούσε, θεράπευε, απάλυνε τους πόνους. Ζούσε η Οσιωτάτη Σοφία το θαύμα και το μετέδιδε σε όλους τους πρόσφυγές της, στους πονεμένους, στους αρρώστους, στους κατατρεγμένους, στους αδικημένους.

Το ταξίδι της για τους ουρανούς η Γερόντισσα Σοφία το γνώριζε από καιρό και ετοιμαζόταν γι ‘αυτό. Θεωρούσε ότι ζούσε στην εξορία, στην ξενητιά και επιθυμούσε την επιστροφή στην πατρίδα. Νοσταλγός της Βασιλείας των ουρανών περίμενε την ευλογημένη ώρα της επιστροφής.

Πληροφορήθηκε από την Παναγία Θεοτόκο το επικείμενο τέλος της επιγείου πορείας Της! Έλεγε στην ποντιακή διάλεκτο: «Θα διαβαίνω πλαν. Έρθεν το χαμπάρ ». (= Θα φύγω. Ήλθε το μήνυμα). Παρέδωκε τη μακαρία Της ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος κατά την 6ην Μαΐου του έτους 1974.

Στην Εξόδιο Ακολουθία Της, στην οποία συμμετείχαν πολλοί Ιερείς και πλήθος Χριστιανών, μίλησεν ο τότε νεαρός Διάκονος της γειτονικής Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας κ. Χρυσόστομος Αβαγιαννός, νυν Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως, έχοντας ως θέμα το Απολυτίκιον των Οσίων Γυναικών: «Εν σοι μήτερ ακριβώς διεσώθη το κατ ‘εικόνα · λαβούσα γαρ τον σταυρόν, ηκολούθησας τω Χριστώ και πράττουσα εδίδασκες», που τόνισε πως στο Πρόσωπο των Αγίων μας διασώζεται το «κατ ‘εικόνα» και διά της καθάρσεως, της ασκήσεως και της τηρήσεως των εντολών του Θεού έφθασαν στο «καθ’ ομοίωσιν» και άρα στην ατέλεστη τελειότητα.

Ενταφιάζεται, λοιπόν, η οσία Σοφία με βαθειά συγκίνηση και κατάνυξη πίσω από τον Ιερό Ναό του Τιμίου Προδρόμου, στο παρακείμενον δάσος και ακριβώς στο σημείο, όπου προσέφερε τροφήν «ιδίαις χερσίν» στην αρκούδα που της έλεγε: «έλα, Ρούσα μ ‘, έλα και τρώεις ψωμόπον!». Η οποία αρκούδα μετά την λήψη της τροφής, με εντολή της Οσίας, εξηφανίζετο στο δάσος για να μην προκληθεί φόβος στους προσκυνητές της Μονής.

Η Οσία Σοφία, η «ἀσκήτισσα τῆς Παναγιᾶς» όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974 μ.Χ. Κατά την ανακομιδή των αγίων οστών Της, την 7ην Ιουλίου 1981, πληρώθηκε όλος ο χώρος από θαυμαστή ευωδία, σύμφωνα πάλιν με μαρτυρίες ευσεβών Χριστιανών. Τα τίμια οστά Της τοποθετούνται σε ασφαλές μέρος του τάφου. Στις 27 Μαΐου 1998 μ.Χ. γίνεται η δεύερη ανακομιδή των λειψάνων της τα οποία μεταφέρονται στο μοναστήρι από το Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ.

Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 μ.Χ. στις αγιολογικές δέλτους της και την 1η Ιουλίου 2012 μ.Χ., έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά.

Τόσο την Ακολουθία του Εσπερινού και του Όρθρου όσο και τον Παρακλητικό κανόνα και τα Εγκώμια προς την Οσία, έγραψε ο Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, χαρισματούχος Δρ Χαράλαμπος Μπούσιας.

Όμως, αν και η Γερόντισσα έφυγε από τον κόσμο αυτό, συνεχίζει την έντονη παρουσία Της στο Μοναστήρι Της, στην μαρτυρική Κλεισούρα και στην γύρω περιοχή. Το 1993 επανδρώνει το Μοναστήρι Της με ευλογημένη Αδελφότητα, με επικεφαλής τη σεβαστή και μακαρίτισσα Γερόντισσα Ανυσία, προκειμένου να συνεχισθεί ο ίδιος τρόπος ζωής και η ίδια μέθοδος θεραπείας, με μοναδικό σκοπό την επιμέλεια της ψυχής, τη διόρθωση της ματαιότητος και την αναζήτηση των μελλόντων αγαθών . Άλλωστε, αυτό συνιστά και ο ασκητής Επίσκοπος της Καισαρείας Μέγας Βασίλειος: «αγωνισόμεθα υπέρ των μελλόντων, εις δόξαν του Θεού. Ούτος ο αιών της μετανοίας, εκείνος της ανταποδόσεως. Ούτος της υπομονής, εκείνος της παρακλήσεως».

Η Ιερά Μονή της Κλεισούρας 

Η Μονή του Γεννεθλίου της Θεοτόκου όπου ασκήτευσε η Γερόντισσα Σοφία, βρίσκεται σε υψόμετρο 970 μέτρα στα όρια των νομών Καστοριάς και Φλώρινας και απέχει 35 χιλ. από την Καστοριά, 70 χιλ. από την Φλώρινα και 22 χιλ. από την Πτολεμαΐδα. Ιδρύθηκε περίπου στα 1314 μ.Χ. από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο Νεόφυτο και ανακαινίστηκε το 1813 μ.Χ. από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους Ησαΐα Πίστα μετά από όραμα της Παναγίας.

Είναι ρυθμού τρίκλιτης ξυλοστέγης τρουλαίας βασιλικής με νάρθηκα και περιβάλλεται από ένα τεράστιο ορθογώνιο φρουριακό συγκρότημα, εντός του οποίου είναι κτισμένο το καθολικό. Κοσμείται με αξιόλογες τοιχογραφίες, έργα των Χιοναδιτών αγιογράφων Γεωργίου και Γεωργίου. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρυσώθηκε το 1772 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο Κτίπα από το Λινοτόπι.

Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα η Μονή φιλοξένησε και περιέθαλψε πολλούς Μακεδονομάχους με πρώτο τον Παύλο Μελά, αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε κρησφύγετο όλων ταλαιπωρημένων από τους Γερμανούς κατοίκων της περιοχής. Όταν το 1903 μ.Χ. οι Τούρκοι έκαψαν το γειτονικό χωριό Βαρικό πολλοί κάτοικοί του βρήκαν καταφύγιο στο μοναστήρι. Από το 1993 μ.Χ. λειτουργεί ως γυναικεία κοινοβιακή Μονή με ηγουμένη τη γερόντισσα Ανυσία, που μαζί με την υπόλοιπη μοναστική αδελφότητα προσπαθούν να «αναστήσουν» το σημαντικό αυτό λατρευτικό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας.

Αποτέλεσμα εικόνας για ο τάφος της αγίας σοφίας της κλεισούρας

Στα χρόνια που στη Μονή δεν υπήρχε μοναστική αδελφότητα και οργανωμένη κοινοβιακή ζωή, ασκήτευσε η γερόντισσα Σοφία που καταγόταν από τον Πόντο. Ήρθε νέα και δούλευε πολύ ως τα βαθιά γεράματά της και την αγαπούσανε όλο το χωριό.

Επιμέλεια κειμένου Χώρα Του Αχωρήτου

Πηγές :

http://www.saint.gr/4265/saint.aspx

http://ahdoni.blogspot.gr/2012/07/i.html

https://fdathanasiou.wordpress.com/2015/05/05/%CE%BF%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%83%CE%BF%CF%86%CE%AF%CE%B1-%CE%B7-%CE%B5%CE%BD-%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%83%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B1-%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CF%83%CF%8D%CE%B3%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B7/

Ο χώρος ασκήσεως της Αγίας Σοφίας

 

προηγούμενο
επόμενο

Facebook Comments