«Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» Η γοργόνα και ο Μέγας Αλέξανδρος

Ο ποιο διαδεδομένος μύθος που αφορά τον Μέγα Αλέξανδρο είναι αυτός για το αθάνατο νερό και τη Γοργόνα. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν θρύλο που γράφτηκε στο τέλος του τρίτου αιώνα και έγινε εξαιρετικά δημοφιλής από τον Μεσαίωνα κι ύστερα.

Σε γενικές γραμμές, ο θρύλος λέει πως ο Αλέξανδρος κατάφερε περνώντας από διάφορες δοκιμασίες να προσεγγίσει το αθάνατο νερό, την ύπαρξη του οποίου είχε μάθει από τους σοφούς, όμως η αδερφή του το ήπιε κι εκείνος την καταράστηκε να γίνει μισή ψάρι μισή άνθρωπος. Εκείνη πάντως δεν του κράτησε κακία, αντιθέτως συνεχίσει να γυρίζει στα πέλαγα και να τον αναζητά με τη φράση «ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;».

Κατά μία άλλη εκδοχή, η αδερφή του Αλέξανδρου έχυσε κατά λάθος το αθάνατο νερό γι’ αυτό από τον καημό της μεταμορφώθηκε σε γοργόνα, ενώ κατά μία άλλη εκείνη ήταν που κατάφερε να το βρει και να το αποσπάσει όμως ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να το πιει, λέγοντας όχι στην αθανασία και την ξεγέλασε να το πιει η ίδια, με αποτέλεσμα να γυρνά στα πέλαγα στην αιωνιότητα.

Κατά μία άλλη εκδοχή, η αδερφή του Αλέξανδρου που έχυσε κατά λάθος το αθάνατο νερό, μεταμορφώθηκε σε γοργόνα από τον καημό της, ενώ σύμφωνα με μια τρίτη εκείνη ήταν που κατάφερε να το βρει και να του το πάει όμως ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να το πιει και της το πρόσφερε. Έτσι το ήπιε εκείνη με αποτέλεσμα να γυρνά στα πέλαγα στην αιωνιότητα.

Όσοι, πάντως, μύθοι κι αν υπάρχουν σχετικά με το τι έγινε με τον Αλέξανδρο και το αθάνατο νερό και πώς γεννήθηκε η Γοργόνα, η κατάληξη είναι κοινή. Εκείνη γυρνά στις θάλασσες και τον αναζητά, ρωτώντας (από τη «Γοργόνα» του Ανδρέα Καρκαβίτσα):

«- Ναύτη – καλεναύτη· ζει ο Βασιλιάς Αλέξαντρος;

Ο Βασιλιάς Αλέξαντρος! ψιθύρισα με περισσότερη απορία.

Πώς είναι δυνατό να ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Δεν ήξερα τι ρώτημα ήταν εκείνο και τι να της αποκριθώ, όταν η φωνή ξαναδευτέρωσε:

– Ναύτη-καλεναύτη· ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος;

– Τώρα, Κυρά μου! απάντησα χωρίς να σκεφτώ. Τώρα βασιλιάς Αλέξαντρος! Ούτε το χώμα του δε βρίσκεται στη γη.

Ωϊμέ! κακό που το ’παθα! Η χιλιόμορφη κόρη έγινε μεμιάς φοβερό σίχαμα. Κύκλωπας βγήκε από το κύμα κι έδειξε λεπιοντυμένο το μισό κορμί. Ζωντανά φίδια τα μεταξόμαλλα σηκώθηκαν περδώθε, έβγαλαν γλώσσες και κεντριά φαρμακερά κι έχυσαν φοβεριστικό ανεμοφύσημα. Το θωρακωτό στήθος και το παρθενικό πρόσωπο άλλαξαν αμέσως, σα να ήταν η Μονοβύζω του παραμυθιού. Τώρα καλογνώρισα με ποιον είχα να κάμω! Δεν ήταν ο Χάρος της Γης, ο χαλαστής και σωτήρας άγγελος. Ήταν η Γοργόνα, τ’ Αλέξαντρου η αδερφή, που έκλεψε το αθάνατο νερό και γύριζε ζωντανή και παντοδύναμη. Η Δόξα ήταν του μεγάλου κοσμοκράτορα, αγέραστη κι αιώνια σε στεριά και θάλασσα. Και μόνο για Κείνης τον ερχομό έχυσε ο Πόλος το Σέλας του, να στρώσει τον αθέρα με της πορφύρας το χρώμα. Δε ρωτούσε βέβαια για το φθαρτό σώμα, αλλά για τη μνήμη του αφέντη της. Και τώρα στην άκριτη μου απόκριση μανιασμένη έριξε το χέρι, ένα δασοτριχωμένο και βαρύ χέρι στην κουπαστή, έπαιξε ζερβόδεξα την ουρά της κι έδειξε Ωκεανό τον μαλακό Πόντο.

– Όχι, Κυρά, ψέματα!… τρανοφώναξα με λυμένα γόνατα. Εκείνη με κοίταξε αυστηρά και με φωνή τρεμάμενη ξαναρώτησε:

– Ναύτη-καλεναύτη· ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος;

– Ζει και βασιλεύει· απάντησα ευθύς. Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει.

Άκουσε τα λόγια μου καλά. Σα να χύθηκε αθάνατο νερό η φωνή μου στις φλέβες της, άλλαξε αμέσως το τέρας κι έλαμψε παρθένα πάλι χιλιόμορφη. Σήκωσε το κρινάτο χέρι της από την κουπαστή, χαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπώντας από τα χείλη της. Και άξαφνα στον ολοπόρφυρον αέρα χύθηκε τραγούδι πολεμικό, λες και γύριζε τώρα ο Μακεδονικός στρατός από τις χώρες του Γάγγη και του Ευφράτη…».

2. Άγαλμα του Μ. Αλεξάνδρου που βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Άγαλμα του Μ. Αλεξάνδρου που βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Όταν ο Μεγαλέξανδρος κυρίεψε όλο τον κόσμο, πήγε κι εκεί που βγαίνει το αθάνατο νερό και γέμισε δυο στάμνες. Ήθελε να λουστεί και να γίνει αθάνατος.

Μόλις έφερε τις στάμνες στο σπίτι, ένας αξιωματικός του που δεν τον συμπαθούσε λέει στις αδερφάδες του Αλέξανδρου το μυστικό και τις συμβουλεύει να λουστούν εκείνες με το νερό και να βάλουν άλλο στις στάμνες.

Αυτές λοιπόν πήραν το νερό και λουστήκανε. Μετά χύσανε στο δρόμο τ’ απόνερα. Εκεί ήταν μια κότα κι ένας μπότσικας και βραχήκανε με τ’ αθάνατο νερό και γι’ αυτό η κότα αλλάζει κάθε χρόνο τα πούπουλά της κι ο μπότσικας δεν ξεραίνεται ακόμη κι αν κρεμαστεί στον αέρα.

Oι αδερφάδες του Μεγαλέξανδρου, άμα λουστήκανε με τ’ αθάνατο νερό, σηκώθηκαν στον αέρα, γίνανε δηλαδή αερικές και από τότε είναι νεράιδες. Κάθονται μάλιστα μέσα σε βράχους και λαγκάδια.

Αν τύχει και περάσει κανείς από εκεί το καταμεσήμερο ή τα μεσάνυχτα, τον παίρνουνε και του κάνουνε χίλια κακά. Άμα όμως είναι έξυπνος και φωνάξει: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος και βασιλεύει», τότε τρέχουνε οι αδερφάδες του και τον γλιτώνουνε.

Ν. Πολίτης, Παραδόσεις του ελληνικού λαού, τόμος Α9, σελ. 387, (διασκευή)Αποτέλεσμα εικόνας για ο μεγαλέξανδρος και η γοργονα

Η γοργόνα σε λαϊκή αναπαράσταση 

Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν, όταν ο βασιλιάς Aλέξανδρος, εκυρίευσε τον κόσμο, εκάλεσε τους δημογέρωντες κι ερώτησε :

– Πώς να ζήσω πολλά χρόνια, να είμαι πάντα νέος ; Έχω τόσα πολλά ακόμα να κάμνω σ΄αυτόν τον Πάνω Κόσμο !

– Υπάρχει o τρόπος, αλλά είναι δυσκολότατος, του λέγουν αυτοί.

– Και ποιός είναι αυτός ο τρόπος ; Θέλω να τον ξεύρω.

– Είναι να πάγεις, να φέρεις και να πιείς το Αθάνατο Νερό.

– Kαι πού εμπορώ να βρω αυτό το Αθάνατο Νερό, να τo πιώ ;

– Στην Άκρη του Κόσμου, πέρα απ΄τα Δυό Βουνά, που διαρκώς ανοιγοκλείνουν, τόσο γλήγορα πού ο ταχύτερος σταυραετός δεν προφθαίνει να περάσει. Πολλά από τα καλύτερα βασιλόπαιδα προσεπάθησαν να περάσουν να φθάσουν στ΄Αθάνατο αυτό Νερό. Κανένα δεν το κατάφερε. Τα έφαγαν τα Δυό Βουνά. Την ζωή τους, που την ήθελαν αιωνία, την έχασαν γιά πάντα. Αλλά, και να καταφέρεις και περάσεις, πολυχρονεμένε μας βασιλιά, αυτά τα τρομερά τα Δυό Βουνά, και άλλος κίνδυνος σε περιμένει. Μπρός σου, θα΄βρείς τον Μεγάλο Δράκο, φύλακας της πηγής με το Αθάνατο Νερό. Έχει εκατό μάτια ολόγυρα στο κεφάλι του, και μέρα νύχτα, ποτέ δεν κοιμάται. Όταν κλείνει τα πενήντα τα μισά του τα μάτια, τα άλλα του τα πενήντα μένουν ανοιχτά να παραμονεύουν. Πρέπει να τον σκοτώσεις γιά να πάρεις το Αθάνατο Νέρο. Έως τώρα κανείς δεν το κατόρθωσε…

Όταν τα ήκουσε ο Aλέξανδρος, προσέταξε να σελώσουν το αγαπημένο του το άλογο, τον Βουκέφαλο, από όλα καλύτερο και γληγορότερο, πιό γληγορο ακόμα κι από τον σταυραετό, ή κι από την αστραπή. Πείρε το τετραπίθαμό σπαθί, το τρεις οργυές κοντάρι.

Και έφιππος λοιπόν, δρόμο πέρνει δρόμο αφήνει, και φθάνει στην Άκρη του Κόσμου, κει που συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν, στα Δυό Βουνά που του΄παν οι δημογέροντες. Στέκεται ο Αλέξανδρος, τα βλέπει που αδιάκοπα, σαν να μασούν ανοιγοκλείνουν, και τόσο γλήγορα που μήτε γεράκι δεν πορεί να περάσει χωρίς να τ΄αρπάξουν.

Ο Αλέξανδρος όμως, το γενναίο παλληκάρι, δεν εφοβήθηκε. δίνει μια καμτζικιά του Βουκεφάλου του, και σαν την αστραπήν επέρασαν, χωρίς να τους φάγουν τα δυό Βουνά κι εβγήκαν ζωντανοί. Μόνο, τρείς τρίχες της ουράς του αλόγου επιάσθηκαν…

Ο λεβέντης βασιλιάς αντίκρησε τον φοβερόν δράκοντα με τα εκατό μάτια, τα μισά με κλειστα τα βλέφαρα. Τραβάει το τετραπίθαμο σπαθί, ορμάει και τον σκότωνει, πριν ακόμα καταλάβει ο δράκος τι του γινόταναι, και έπεσε νεκρός στον τόπο.

Και έτσι έφθασε στην πηγή με τ΄Αθάνατο Νερό ο Αλέξανδρος… Εγέμισε τo χρυσό του το παγούρι, επότισε το άλογό του, και το καλό το παλληκάρι πήρε άλλο μονοπάτι, τον δρόμο της επιστροφής. Στον γυρισμό τα &υό Βουνά ήτον ανοιχτά και γιά πάντα πιά ακίνητα.

Όταν έφθασε στο παλάτι του ο Αλέξανδρος εξέχασε να πει στην αδελφή του τι είχε στο χρυσό παγούρι. Και να που μιά μέρα η αδελφή του πέρνει το χρυσό παγούρι, να το καθαρίσει και να το υαλίσει και χύνει το Αθάνατο Νερό στο περιβόλι … Tο Αθάνατο Νερό επότισε μιαν αγριοκρομμυδιά που, από τότε, ποτέ δεν εμαράθηκε. Όταν έμαθε η βασιλοπούλα τι ζημιά και τι κακό έκανε, απελπίσθηκε, κι έμηνε απαρηγόρητη.

– Θεέ μου! λέγει, πως να πιστεύσω που μια μέρα θα πεθάνει και ο αγαπημένος μου ο αδελφός, και που εγώ θα φταίω

; Με πρέπει όταν πεθάνει ο Αλέξανδρος, να μπορέσω να τον ξαναφέρω στο φως του Επάνω Κόσμου.

Και από τότε, η αδελφή του βασιλιά έγινε ψάρι από τον ομφαλό ως τα πόδια της. Έπεσε γυναικόψαρο στην θάλασσα και εκεί ζει από τότε ως σήμερα. Είναι η Γοργόνα.Την πανσέλλινο, στα πλοία της ανατολής, στης δύσης τα καράβια, την βλέπουνε και την ακούν, οι ναύτες και

ψαράδες ! Η Γοργόνα η βασιλοπούλα διαρκώς γοργογυρίζει όλες τες αρμυρές θάλασσες. Και όταν συναντήσει καράβι, πάγει κοντά του, και του ρωτά με την γλυκειά της την φωνή, σαν να τραγουδάει :

Εσύ με τά λευκα πανιά, πελαγίσιο ταξιδιώτη,

γιά λέγε με, να σε χαρώ, αν ζει ο αδελφός μου.

Ζει ο βασιλιάς Aλέξανδρος;

Aλίμονο στον καραβοκύρη, στον ναύκληρο, στους ναύτες, άμα πει κανείς που απέθανε ο βασιλιάς Αλέξανδρος.

Τότε η Γοργόνα, από μεγάλη θλίψι και τρομερή οργή, αναταράζει τα ύδατα, σηκώνει τα κύματα ως τα σύννεφα, φυσάει σαν θρακιάς, ξεσχίζει τα πανιά, σπάει τα κουπιά. Γεμίζει η θάλασσα παλληκάρια, και σε φοβερή τρικυμία βουλιάζει και χάνεται το πλοίο…

Εάν όμως ο καραβοκύρης ξεύρει τι πρέπει να πει γιά να σωθούν όλοι τους, απαντήσει στην ωραία Γοργόνα :

Zει ο βασιλιάς Aλέξανδρος, ζει και βασιλεύει,

και τον κόσμο κυριεύει !

Tότε, η ωραία Γοργόνα χαίρεται, λύνει την κόμη της, απλώνει τα χέρια της σαν αγκαλιά και προστατεύει το πλοίο, κάμνει την θάλασσα γάλα και σαν αμέτρητο χαμόγελο τα κύματα. Ο καραβοκύρης και οι ναύτες ακούουν τότε την Γοργόνα, να τραγουδάει έτσι που φεύγει :

Zει ο βασιλιάς Aλέξανδρος, ζει ο αδελφός μου,

ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει!

[Απ΄τα παραδοσιακά μας, για τα παιδιά μας, Θ Δ Ευθυμίου

Πηγές:

http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSDIM-D103/100/812,2987/

http://www.thetoc.gr/magazine/thruloi-kai-alitheies-gia-ton-thanato-tou-megalou-aleksandrou

https://www.newsbeast.gr/greece/arthro/754527/to-mustirio-tou-thanatou-tou-megalou-alexandrou

http://www.diakonima.gr/2010/07/23/ο-μέγας-αλέξανδρος-και-η-αδελφή-του-η-γο/

προηγούμενο
επόμενο

Facebook Comments