Όλα όσα πρέπει να ξέρεις για το Σαρανταλείτουργο των Χριστουγέννων

Ὅπως φανερώνει καὶ ἡ λέξη, τὸ ἱερὸ Τεσσαρακονταλείτουργο εἶναι ἕνα σύνολο τεσσαράκοντα (σαράντα) Λειτουργιῶν ποὺ τελοῦνται συναπτῶς, ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη δηλαδή, ἐπὶ 40 ἡμέρες.

Σαρανταλείτουργα τελοῦνται ὁποιαδήποτε περίοδο τοῦ ἔτους, ἐκτὸς φυσικὰ τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν τελεῖται τὶς καθημερινὲς ἡ θεία Λειτουργία[1].

Τὸ Σαρακονταλείτουργο τῶν Χριστουγέννων (40 θεῖες Λειτουργίες (ἀπὸ τὶς 15 Νοεμβρίου μέχρι καὶ τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς, 24 Δεκεμβρίου) ἔχει καθιερωθεῖ στὴν Ἐκκλησία μας ἀπὸ πολὺ παλαιά. Τελεῖται κάθε χρόνο σὲ ὅλους σχεδὸν τοῦ ναούς.

Πῶς νὰ συμμετέχουμε;

Τὸ τέλειο θὰ ἦταν νὰ ἐκκλησιαζόμασταν καὶ νὰ συμμετείχαμε στὴν θεία Λειτουργία καὶ τὶς 40 αὐτὲς ἡμέρες. Κάτι τέτοιο φυσικὰ πολὺ λίγοι τὸ πετυχαίνουν, ὄχι μόνον διότι τὸ θέλουν, ἀλλὰ καὶ διότι τοὺς τὸ ἐπιτρέπουν οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς τους (ἐπάγγελμα, οἰκογενειακὲς ὑποχρεώσεις κ.ἄ.). Οἱ πιὸ πολλοὶ δὲν ἔχουν τέτοια δυνατότητα.

Ἐν τούτοις, θὰ πρέπει νὰ καταβάλλεται προσπάθεια ὥστε νὰ συμμετέχουμε ὅσο γίνεται περισσότερο. Δὲν θὰ πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι τὴν θεία Λειτουργία δὲν τὴν τελεῖ μόνος του ὁ ἱερεὺς καὶ ἐμεῖς ἁπλῶς παρακολουθοῦμε, ἀλλὰ ὅλοι συμμετέχουμε σὲ αὐτήν.

Μόνος του ὁ ἱερεὺς (χωρὶς ἐμᾶς) δὲν μπορεῖ νὰ τελέσει τὴν θεία Λειτουργία, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἐμεῖς φυσικὰ χωρὶς τὸν ἱερέα. Διότι ἡ θεία Λειτουργία εἶναι εἰκόνα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ ὁ ἱερεὺς κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη εἰκονίζει τὸν Χριστό, ἐνῷ ἐμεῖς τοὺς ἁγίους.

Δὲν πηγαίνουμε συνεπῶς στὴν ἐκκλησία ἁπλῶς καὶ μόνον γιὰ νὰ ἐκκλησιαστοῦμε ἢ ἔστω νὰ λειτουργηθοῦμε, πηγαίνουμε γιὰ νὰ λειτουργήσουμε. Εἴμαστε συλλειτουργοί. Εἴμαστε δομικὸ στοιχεῖο τῆς θείας Λειτουργίας, ἀφοῦ, ὅπως εἴπαμε, χωρὶς τὸν λαὸ δὲν μπορεῖ αὐτὴ νὰ τελεσθεῖ.

Ἐδῶ στηρίζεται καὶ ὁ ἱερὸς κανόνας ποὺ ἀποκόπτει ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνον ποὺ γιὰ τρεῖς συνεχόμενες Κυριακὲς ἀπουσιάζει ἀδικαιολόγητα ἀπὸ τὴν λατρευτικὴ σύναξη.

Ἐκκλησία δὲν εἶναι οἱ ἄψυχοι λίθοι, ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ζωντανὲς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, λίθοι τίμιοι τοῦ ἁγίου οἴκου του. Κάθε φορὰ ποὺ συμμετέχουμε στὴν θεία Λειτουργία, πραγματώνουμε (συγκροτοῦμε) τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ, γινόμαστε ἱδρυτικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τὸ μυστήριον αὐτὸ (τῆς θείας Εὐχαριστίας) ἀποτελεῖ κάθε φορὰ μία νέα Πεντηκοστή.

Τὸ τέλειο δὲ εἶναι νὰ μετέχουμε καὶ τοῦ ἁγίου Ποτηρίου, ποὺ εἶναι καὶ ὁ βασικὸς σκοπὸς τελέσεως τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τοῦτο βέβαια ἀπαιτεῖ διαρκῆ ἀγῶνα καὶ προετοιμασία.

Πῶς νὰ συμπληρώνουμε τὸ δίπτυχο;

Ζῶντες καὶ κεκοιμημένοι.

Ἡ θεία Λειτουργία δὲν τελεῖται μόνον γιὰ τοὺς ζῶντες, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Μερικοὶ φαίνεται νὰ τὸ ξεχνοῦν αὐτὸ καὶ καταχωροῦν μόνον τὰ ὀνόματα τῶν ζώντων στὰ δίπτυχα.

Ἀντίθετα, κάποιοι, πολὺ σπάνια βέβαια, γράφουν μόνον τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων. Αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό. Θὰ πρέπει στὸ δίπτυχο νὰ γράφουμε τὰ ὀνόματα καὶ τῶν ζώντων καὶ τῶν κεκοιμημένων, διότι ἡ θεία Λειτουργία, ὅπως εἴπαμε, τελεῖται γιὰ ὅλους, ζῶντες καὶ κεκοιμημένους.

Νὰ θυμίσουμε δὲ ἐπ’ εὐκαιρίᾳ ἐκεῖνο ποὺ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας λέει καὶ τὸ ὁποῖο φαίνεται παράξενο ἐν πρώτοις, ὅμως εἶναι πραγματικό· ὅτι δηλαδὴ οἱ νεκροὶ πρῶτοι κοινωνοῦν κατὰ τὴν ὥρα τῆς θείας μεταλήψεως καὶ ὕστερα ἐμεῖς οἱ ζῶντες.

Ἐν τέλει βέβαια κάτι τέτοιο δὲν εἶναι παράξενο, ἂν σκεφθοῦμε ὅτι τὴν θεία κοινωνία ἡ ψυχὴ δέχεται πρώτη καὶ ἔπειτα τὸ σῶμα — διὰ τῆς ψυχῆς ἡ θεία χάρις ἐμπλουτίζει τὸ σῶμα. Οἱ κεκοιμημένοι, ὅπως καὶ ἐμεῖς οἱ ζῶντες, ἁγιάζονται ἀπὸ τὰ δῶρα ποὺ προσφέρουμε στὴν Ἐκκλησία.

Γι’ αὐτό, θὰ πρέπει μαζὶ μὲ τὰ δῶρα νὰ δίνουμε πάντοτε στὸν ἱερέα, ὄχι μόνον τὰ ὀνόματα τῶν ζώντων, ἀλλὰ καὶ τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων.

Πολλὲς φορὲς κάνουμε τὸ λάθος νὰ δίνουμε τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων στὴν Παράκληση καὶ νὰ μὴ τὰ δίνουμε στὴν θεία Λειτουργία. Στὴν Παράκληση ὅμως μνημομεύουμε μόνο τοὺς ζῶντες, ἐνῷ στὴν θεία Λειτουργία ὅλους.

Ποίων τὰ ὀνόματα δὲν γράφουμε;

Στὴν θεία Λειτουργία δὲν μνημονεύονται τὰ ὀνόματα τῶν ἀβαπτίστων, τῶν ἀλλοθρήσκων, τῶν ἑτεροδόξων κ.λπ. Ἔτσι, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ γράφουμε στὸ δίπτυχο τὴν λέξη «ἀβάπτιστο», μνημονεύοντας προφανῶς ἕνα βρέφος ἢ νήπιο τῆς οἰκογενείας μας.

Αὐτὸ δὲν θὰ τὸ μνημονεύσει ὁ ἱερεὺς στὴν Προσκομιδὴ καὶ γενικώτερα στὴν θεία Λειτουργία. Ὁ ἀβάπτιστος δὲν μπορεῖ νὰ κοινωνήσει τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου, δὲν μπορεῖ νὰ μετέχει τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, δὲν μνημονεύεται σὲ αὐτὴν τὸ ὄνομά του. Ἡ μνημόνευσις εἶναι μετοχή, καὶ τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μετέχουν μόνον οἱ μυημένοι, τουτέστιν οἱ βεβαπτισμένοι.

Οἱ ἀβάπτιστοι δὲν μετέχουν. Οἱ ἀλλόθρησκοι – ἀλλόδοξοι, ποὺ εἶναι ἀβάπτιστοι, καὶ οἱ ἑτερόδοξοι, σχισματικοὶ ἢ αἱρετικοί, μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχουμε κοινωνία Ποτηρίου, δὲν μετέχουν τῶν μυστηρίων καὶ συνεπῶς δὲν μνημονεύονται τὰ ὀνόματά τους σὲ αὐτά. Μὴ γράφετε λοιπὸν στὸ δίπτυχο ὀνόματα ἀβαπτίστων, ἀλλοθρήσκων, ἑτεροδόξων κ.λπ. Δὲν διαβάζονται.

Γιὰ ὅλους μαζὶ τοὺς κεκοιμημένους θὰ τελέσουμε, κατὰ τὸ τελευταῖο Σάββατο (πρὸ τῶν Χριστουγέννων, 23 Δεκεμβρίου), Μνημόσυνο, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἱ. ναὸς θὰ φροντίσει νὰ ἑτοιμάσει δίσκο μὲ κόλλυβα. Τὶς ἄλλες ἡμέρες θὰ «διαβάζουμε» Τρισάγιο, γιὰ ὅσους ἐπιθυμοῦν.

Πόσα ὀνόματα νὰ γράφουμε καὶ μὲ ποιὰ τάξη;

Δὲν χρειάζεται νὰ γράφουμε στὰ δίπτυχα πολλὰ ὀνόματα. Ἀρκοῦν ἐκεῖνα τῆς οἰκογενείας μας. Γιὰ τοὺς ἄλλους ξέρει ὁ Θεός, προσεύχεται οὕτως ἢ ἄλλως ἡ Ἐκκλησία. Ὁ καθένας ἂς γράφει τὰ ὀνόματα τῆς δικῆς του οἰκογενείας καὶ εἶναι ἀρκετό.

Δὲν χρειάζεται νὰ ἀγχωνόμαστε γι’ αὐτό. Καὶ δὲν εἶναι ἐγωϊστικὸ τὸ νὰ γράφουμε μόνον τὰ δικά μας ὀνόματα. Δὲν σημαίνει αὐτὸ ὅτι δὲν ἐνδιαφερόμαστε καὶ δὲν προσευχόμαστε γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ ὅλους. Διότι, ἐν τέλει, ὅσους καὶ νὰ ἀναφέρεις, κάποιους θὰ ἀφήσεις… μὲ τὸ παράπονο!

Στὰ δίπτυχα νὰ γράφετε πρῶτα-πρῶτα καὶ πάνω-πάνω τὸ ὄνομα τοῦ Πνευματικοῦ σας. Διότι δι’ αὐτοῦ ἔρχεται κάθε καλὸ στὴν ζωή σας. Μετὰ νὰ καταχωρεῖτε τὰ ὀνόματα τῆς οἰκογενείας σας κατὰ τὴν ἀκριβῆ τάξη καὶ ὄχι συναισθηματικά.

Οἱ γυναῖκες, γιὰ παράδειγμα, γράφουν τὰ ὀνόματα τῶν παιδιῶν τους πρῶτα-πρῶτα, μετὰ τοὺς ἄλλους καὶ στὸ τέλος τὸ δικό τους ὄνομα, τὸν ἑαυτόν τους δηλαδή. Τὸ τελευταῖο φανερώνει ἀσφαλῶς μία ταπείνωση, ὅμως ἡ ὅλη ἀντίληψη κινεῖται σὲ βάση συναισθηματική.

Τὸ σωστὸ εἶναι νὰ γράφεται (μετὰ τὸ ὄνομα τοῦ Πνευματικοῦ) τὸ ὄνομα τοῦ συζύγου, ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς οἰκογενείας, κατόπιν τὸ ὄνομα τῆς συζύγου καὶ τέλος τὰ ὀνόματα τῶν παιδιῶν κατὰ τὴν ἡλικία τους. Τὰ ὅποια ἄλλα ὀνόματα θέλουμε νὰ ἀναφέρουμε, θὰ τὰ γράψουμε μετά.

Ἀνάλογη τάξη θὰ πρέπει τηρεῖται καὶ κατὰ τὴν καταχώρηση τῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων. Π.χ.

ΟΝΟΜΑΤΑ ΖΩΝΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΑ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ
Γεωργίου ἱερέως καὶ τῆς οἰκογενείας αὐτοῦ (ἐὰν εἶναι ἔγγαμος) Παναγιώτου
Ἀναστασίου Παρασκευῆς
Εἰρήνης Ἰωάννου
Ἀνδρονίκης Αἰκατερίνης
Φιλίππου ………….
Ἀντωνίας ………….

Τὸ δίπτυχο θὰ πρέπει νὰ συμπληρώνεται πρὶν ἀρχίσει τὸ 40λείτουργο καὶ τὰ ὀνόματα νὰ δίδονται στὸν ἱερέα ἔγκαιρα, ὥστε νὰ διαβασθοῦν 40 ἡμέρες. Μερικοὶ νομίζουν ὅτι τὰ ὀνόματά τους διαβάζονται μόνον κατὰ τὴν ἡμέρα ποὺ αὐτοὶ «ἔχουν λειτουργία», κατὰ τὴν ἡμέρα δηλαδὴ ποὺ αὐτοὶ προσφέρουν τὰ δῶρα τους στὸν ναὸ καὶ ὁ ἱερεὺς μνημονεύει φωναχτὰ τὰ δικά τους ὀνόματα.

Δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι. Τὰ ὀνόματα ὁ ἱερεὺς τὰ διαβάζει ἐπὶ 40 ἡμέρες, καθημερινά, ἄσχετα μὲ τὸ ἂν ἐμεῖς εἴμαστε παρόντες ἢ ὄχι στὴν θεία Λειτουργία. Τὸ ὅτι κάποια ἢ κάποιες οἰκογένειες προσφέρουν τὰ δῶρα τους σὲ κάποια ἢ κάποιες συγκεκριμένες ἡμέρες εἶναι ἄλλο θέμα.

Αὐτὸ γίνεται, διότι ἔτσι βολεύονται οἱ ἄνθρωποι, ὥστε νὰ παραστοῦν οἰκογενειακῶς κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, νὰ κοινωνήσουν κ.λπ. Μακάρι νὰ μπορούσαμε καθημερινῶς νὰ προσφέρουμε τὰ δῶρα μας καὶ νὰ συμμετέχουμε στὴν θεία Λειτουργία, ὅμως αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον γιὰ τοὺς περισσοτέρους, δὲν τὸ ἐπιτρέπει ὁ τρόπος ποὺ ἔχουμε ὀργανώσει τὴν ζωή μας. Καὶ αὐτὸ ὅμως ποὺ γίνεται, τὸ ὅτι δηλαδὴ ἡ οἰκογένεια ἑτοιμάζεται μία ἔστω ἡμέρα τῆς περιόδου αὐτῆς καὶ ὅλοι μαζὶ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία, προσφέρουν τὰ δῶρα τους καὶ κοινωνοῦν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, εἶναι κάτι ὄμορφο.

Τὰ πρόσφορα.

Τὶς προσφορές μας γενικῶς θὰ πρέπει νὰ προσκομίζουμε στὸν ναὸ κατὰ τὸ ἑσπέρας τῆς προηγουμένης ἡμέρας. Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἐφαρμόζουμε σὲ κάθε θεία Λειτουργία. Ὅταν πηγαίνουμε τὰ πρόσφορα ἀργὰ (καὶ μάλιστα ἀφοῦ ἔχει ἀρχίσει ἡ θεία Λειτουργία), τότε σίγουρα ὁ ἱερεὺς δὲν θὰ τὰ χρησιμοποιήσει, διότι θὰ ἔχει πρὸ πολλοῦ τελειώσει τὴν Προσκομιδή, τὴν ὁποίαν καὶ ἀρχίζει νωρίς.

Τὰ πρόσφορα θὰ πρέπει νὰ εἶναι ζυμωμένα στὸ σπίτι, μὲ προζύμι, σὲ σκεύη ποὺ χρησιμοποιοῦνται καὶ φυλάσσονται μόνον γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτόν. Ἡ κάθε νοικοκυρὰ[2] θὰ πρέπει νὰ αἰσθάνεται μεγάλη χαρὰ καὶ τιμὴ, ἀντιλαμβανόμενη τὴν ἱερότητα τῆς πράξεως αὐτῆς, ποὺ στὴν οὐσία εἶναι μία πολὺ σπουδαία τελετὴ — ἡ πρώτη κατὰ σειρὰν τελετὴ τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς ἀναίμακτης θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὁλοκληρώνεται στὴν Ἐκκλησία.

Ἐξάλλου χωρὶς «λειτουργιὰ» θεία Λειτουργία δὲν τελεῖται. Μόλις δὲ καὶ μετὰ βίας εἶναι ἀνάγκη νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἱερεὺς θὰ διαλέξει γιὰ τὴν Προσκομιδὴ τὰ καλύτερα πρόσφορα καὶ δὴ τὰ σπιτικά. Γι’ αὐτό, θὰ πρέπει νὰ προσέχουμε νὰ εἶναι καλὰ ζυμωμένα, νὰ κόβονται δίχως νὰ τρίβονται ἢ ξεφλουδίζονται, νὰ μὴν εἶναι λασπωμένα, νὰ μὴ ξυνίζουν, νὰ μὴν ἔχουν τρῦπες (φοῦσκες) καί, ἀπὸ τὰ κυριώτερα, νὰ ἔχουν καλὴ (σωστὴ) καὶ ἐμφανῆ σφραγῖδα· διότι πάρα πολλὲς ἀπὸ τὶς σφραγῖδες ποὺ κυκλοφοροῦν δὲν εἶναι σωστές.

Καλὸν θὰ εἶναι νὰ συζητοῦμε μὲ τοὺς ἱερεῖς μας τὸ σοβαρὸ αὐτὸ θέμα, ἀλλὰ καὶ γενικῶς νὰ ζητοῦμε τὴν γνώμη τους γιὰ τὰ πρόσφορα ποὺ ζυμώνουμε καὶ γιὰ τὸ πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ παρασκευάσουμε καλύτερα. Τὰ πρόσφορα θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ τὰ προσφέρουμε τυλιγμένα σὲ ἄσπρη καθαρὴ πετσέτα (τὴν καλύτερη) καὶ νὰ τὰ δίνουμε μὲ εὐλάβεια στὸ χέρι τοῦ ἱερέως, τὸ ὁποῖον καὶ νὰ ἀσπαζόμεθα, ἀφοῦ μάλιστα πρῶτα «βάλουμε καὶ μετάνοια».

Ἐὰν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ δώσουμε στὸν ἱερέα, ἂς τὰ δώσουμε, πάλι μὲ εὐλάβεια, σὲ κάποιο ἄλλο ἱερὸ πρόσωπο τοῦ ναοῦ, π.χ. στὸν νεωκόρο. Δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀφήνουμε τὰ πρόσφορα πάνω στὸ παγκάρι καὶ νὰ φεύγουμε· πολλῷ δὲ μᾶλλον νὰ τὰ κρεμοῦμε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ ναοῦ, ὅταν αὐτὸς εἶναι κλειστός!

Ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν προσφέρουμε τὰ δῶρα μας στὸν Θεὸ εἶναι ἱερὴ καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα ἁγιάζονται καὶ αὐτοὶ ποὺ προσφέρουν τὰ δῶρα καὶ αὐτοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους προσφέρονται (ζῶντες καὶ κεκοιμημένοι), καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν τὸν κόπο νὰ προσκομίσουν τὰ δῶρα στὸν ναό.

Τὸ ἀνᾶμα (ἢ νᾶμα).

Τὸ ἀνᾶμα ποὺ προσφέρουμε, θὰ πρέπει νὰ εἶναι καλῆς ποιότητος, νὰ μὴν εἶναι ξυνὸ καὶ κατὰ συνέπειαν δυσάρεστο στὴν γεύση, γιὰ τὰ βρέφη κυρίως καὶ τὰ νήπια. Προσοχὴ ἀκόμη χρειάζεται καὶ τὸ σκεῦος μέσα στὸ ὁποῖο βάζουμε τὸ ἀνᾶμα γιὰ νὰ τὸ προσφέρουμε στὸν ναό.

Τὸ λάδι καὶ τὰ ἄλλα δῶρα.

Τὸ λάδι θὰ πρέπει φυσικὰ νὰ εἶναι ἐλαιόλαδο. Στὸν Θεὸ προσφέρουμε πάντα τὸ καλύτερο, τὸ ἄριστον· ὅπως ἔκανε ὁ Ἄβελ ποὺ διάλεξε τοὺς καλύτερους ἀμνοὺς καὶ θυσίασε στὸν Θεό, ἀντίθετα πρὸς τὸν ἀδελφό του τὸν Κάϊν ποὺ πῆρε πρόχειρα ὅποιους καρποὺς βρῆκε μπροστά του. Ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴν θυσία τοῦ Ἄβελ, «ἐπὶ δὲ Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχε» (Γεν. δ´ 3-5). Εἶναι προτιμώτερο στὴν Ἐκκλησία νὰ προσφέρουμε λίγα καὶ καλά, παρὰ πολλὰ καὶ κατώτερα, δεύτερα. Ὁ Θεὸς δὲν κοιτάζει τὴν ποσότητα ἀλλὰ τὴν καλή μας προαίρεση. Καλύτερα, ἐπὶ παραδείγματι, νὰ προσφέρουμε μία καλῆς ποιότητος καθαρὴ λαμπάδα, παρὰ πολλὲς καὶ ἀμφιβόλου ποιότητος.

Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ θυμίαμα, ὅπως ἐπίσης καὶ γιὰ τὰ καρβουνάκια — γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ναοῦ καλὸν εἶναι νὰ προτιμοῦμε τὰ πιὸ μεγάλα.            

Μὲ αὐτὲς τὶς λίγες πρακτικὲς (καὶ ὄχι μόνον) συμβουλὲς εὐχόμεθα νὰ σᾶς χαρίζει ὁ Θεὸς ὑγεία καὶ δύναμη στὸν προκείμενο ἀγῶνα τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς.

Καλὴ Σαρακοστὴ καὶ καλὰ Χριστούγεννα!

Πηγή: http://www.inagk.gr/index.php/enimerosi/er-n-tessarakontaleitourgon/487-rxizei-t-er-sarantaleitourgo-15-noemvriou-24-dekemvriou

προηγούμενο
επόμενο

Facebook Comments